Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 963 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αγορανομικός Κώδικας.




Περίληψη:
Παραβάσεις Αγορανομικού Κώδικα. Επαρκής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως. Αόριστη προβολή και απόρριψη ως απαραδέκτου λόγου αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, λόγω μη προσδιορισμού της ταυτότητας εγγράφων.




Αριθμός 963/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαδημητράκη, περί αναιρέσεως της 15573/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8.12.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 32/2009.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.10 του Ν.2741/1999 όποιος παράγει ή διαθέτει στην κατανάλωση τρόφιμα κατά παράβαση των προδιαγραφών των προτύπων και των κανόνων που τίθενται από το νόμο ή με εξουσιοδότηση νόμου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης.... Εξάλλου κατά τη διάταξη της παρ.11 του ίδιου άρθρου, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 10 του Ν.3139/2003, υπεύθυνοι κατά των οποίων ασκείται ποινική δίωξη, προκειμένου περί ανωνύμων εταιριών είναι οι Εντεταλμένοι Σύμβουλοι καθώς και ο Γενικός Διευθυντής ή ο Διευθυντής. Επί των υποκαταστημάτων της ανώνυμης εταιρίας αντί του Γενικού Διευθυντή ή Διευθυντή, υπεύθυνος είναι ο Διευθυντής του υποκαταστήματος στο οποίο τελέσθηκε η παράβαση.

ΙΙ.- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημ/κείο Θεσσαλονίκης ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύει, δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "... Σε νομότυπο έλεγχο που διενεργήθηκε από αρμοδίους υπαλλήλους της Περιφερειακής Διεύθυνσης του ΕΦΕΤ Κεντρικής Μακεδονίας στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης παρασκευής αλλαντικών της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Π.Γ. ΝΙΚΑΣ ΑΒΕΕ Βιομηχανία Αλλαντικών", στις 31-5-2005 και 1-6-2005, στο 15ο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού Θεσσαλονίκης -Πολυγύρου, διαπιστώθηκε ότι στο υπόγειο του κτιρίου, όπου βρίσκονται οι ψυκτικοί θάλαμοι των τελικών προϊόντων, συγκεκριμένα δε σε τρείς θαλάμους συντήρησης κατεψυγμένων ειδών σε θερμοκρασία κατώτερη των -18ο C, βρέθηκε ποσότητα κατεψυγμένων αλλαντικών που περιεχόταν σε διάτρητα πλαστικά κιβώτια, χωρίς συσκευασία και επισήμανση. Ειδικότερα, ελέγχθηκαν και κατασχέθηκαν συνολικά οκτώ χιλιάδες οκτακόσια εξήντα επτά (8.867) κιλά διαφόρων ειδών κατεψυγμένα αλλαντικά (λουκάνικα διαφόρων τύπων, αλλαντικά αέρος, πάριζα, μπριζόλες, ζαμπόν, μπέϊκον σε φέτες και ολόκληρα τεμάχια, άλλα τεμάχια αλλαντικών και λοιπά), τα οποία παρουσίαζαν αλλοίωση των οργανοληπτικών τους χαρακτήρων, συγκεκριμένα δε αλλοίωση της χροιάς, εκτεταμένη αφυδάτωση και η επιφάνεια πολλών από αυτά έφερε πτυχώσεις (ρυτίδες), ενώ πολλά από τα προϊόντα ρυπαίνονταν από την εναπόθεση σε αυτά κρυστάλλων πάγου (χιόνια) και τα συστατικά όλων βρίσκονταν σε κατάσταση μέγιστης κρυστάλλωσης. Για τους προαναφερόμενους λόγους, τα ως άνω αλλαντικά κρίθηκαν ως μη ασφαλή και ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση, κατασχέθηκαν και καταστράφηκαν, καθόσον ο εκπρόσωπος της παραπάνω επιχείρησης παραιτήθηκε εγγράφως του δικαιώματος επανεξέτασης και η κατάσχεση θεωρήθηκε οριστική, ανέκκλητη και εκτελεστή. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι παραπάνω ποσότητες αλλοιωμένων αλλαντικών ήταν συναποθηκευμένες σε ψυκτικούς θαλάμους με άλλα κατάλληλα για βρώση τρόφιμα (κρέατα κατεψυγμένα, λαρδί και άλλα), από τα οποία έγινε διαλογή σε τρεις θαλάμους κατάψυξης, η συντήρησή τους γινόταν στον θάλαμο κατάψυξης σε θερμοκρασία κατώτερη των -18ο C μολονότι η ενδεδειγμένη θερμοκρασία συντήρησης των αλλαντικών είναι από -2ο έως + 2ο C με ανοχή διακύμανσης + 1ο C, ενώ η αποθήκευσή τους δεν ήταν σύμφωνη με τους κανόνες ορθής υγιεινής πρακτικής, διότι περιέχονταν απ' ευθείας σε διάτρητα πλαστικά κιβώτια, τα οποία δεν ήταν κατάλληλα για άμεση επαφή με τρόφιμα, καθόσον δεν έφεραν το σήμα καταλληλότητας και δεν προστατεύονταν με περιτύλιγμα, από τον κίνδυνο εξωτερικών παραγόντων (άμεση επίδραση του ψύχους και ρύπανση), δεν χαρακτηρίζονταν δε για τη χρήση για την οποία προορίζονταν. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ως άνω ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Π.Γ. ΝΙΚΑΣ ΑΒΕΕ Βιομηχανία Αλλαντικών", που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο ΦΕΚ (τεύχος Α.Ε και Ε.Π.Ε) αρμόδιος και υπεύθυνος για την καταλληλότητα και την κυκλοφορία των προϊόντων της, του εργοστασίου της στη Θεσσαλονίκη, με δικαίωμα εκπροσωπήσεώς της ενώπιον κάθε πολιτικού, διοικητικού, ποινικού, αγορανομικού και λοιπών δικαστηρίων, επί υποθέσεων που έχουν σχέση με το όλο κύκλωμα παραγωγής, διατήρησης και διακίνησης των προϊόντων, των εμπορευμάτων και την προμήθεια πρώτων υλών, ορίστηκε ο πρώτος από τους εκκαλούντες- κατηγορούμενος Χ1, ο οποίος ήταν διευθυντής παραγωγής του εργοστασίου της στη Θεσσαλονίκη. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος από τους εκκαλούντες-κατηγορούμενους '... ήταν Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της παραπάνω εταιρίας "Π.Γ. ΝΙΚΑΣ ΑΒΕΕ Βιομηχανία Αλλαντικών", ενώ ο τρίτος από τους εκκαλούντες -κατηγορούμενους ..., Αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, λαμβανομένου δε υπόψη ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 11 του Ν. 2741/1999, όπως αντικαταστήθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 3139/2003, υπεύθυνοι κατά των οποίων ασκείται ποινική δίωξη για παραβάσεις που ορίζονται στον ως άνω νόμο (2741/1999), είναι στις ανώνυμες εταιρείες και οι Εντεταλμένοι Σύμβουλοι, καθώς και ο Γενικός Διευθυντής ή ο Διευθυντής τους, σε περίπτωση δε υποκαταστήματος, αντί του Γενικού Διευθυντή ή Διευθυντή των Α.Ε ο Διευθυντής του υποκαταστήματος στο οποίο τελέσθηκε η παράβαση, οι πρώτος και δεύτερος από τους εκκαλούντες-κατηγορουμένους πρέπει να κηρυχθούν αθώοι των αποδιδόμενων σε αυτούς με το κατηγορητήριο πράξεων, καθόσον δεν προέκυψε ότι έχουν κάποια από τις ιδιότητες που μπορεί να προσδώσει σ' αυτούς την ιδιότητα του κατηγορουμένου για τις εν λόγω παράνομες και αξιόποινες πράξεις, δεκτού γενομένου ως βασίμου κατ' ουσίαν του σχετικού ισχυρισμού τους. Αντίθετα, ο πρώτος από τους εκκαλούντες-κατηγορουμένους, ως διευθυντής παραγωγής του εργοστασίου Θεσσαλονίκης της παραπάνω εταιρίας, στις εγκαταστάσεις του οποίου διενεργήθηκε ο ως άνω έλεγχος με τα αποτελέσματα που προαναφέρθηκαν, έχει ποινική ευθύνη, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 11 του Ν. 2741/1999, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 3139/2003, σε συνδυασμό με τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο, απορριπτομένου του ισχυρισμού του ότι αυτές τελέσθηκαν από αμέλεια και πρέπει να παύσει οριστικά την ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη, κατ' άρθρο 31 του Ν.3346/2005, καθόσον, κατά την κρίση του δικαστηρίου προέκυψε ο δόλος του προς τέλεση των πράξεων αυτών, λαμβανομένης υπόψη της πολύ μεγάλης ποσότητας των αλλοιωμένων αλλαντικών που βρέθηκαν σε θαλάμους συντήρησης κατεψυγμένων αλλαντικών, τη συναποθήκευση αυτών με άλλα κατάλληλα τρόφιμα, τη συντήρησή τους σε θάλαμο κατάψυξης με θερμοκρασία κατώτερη των -18ο C και όχι στην ενδεδειγμένη θερμοκρασία από -2ο έως + 2ο C με ανοχή διακύμανσης + 1ο C, καθώς δε και το ότι δεν χαρακτηρίζονταν για την χρήση που προορίζονταν σε συνδυασμό με το γεγονός ότι όπως κατέθεσε ο δεύτερος μάρτυρας κατηγορίας, ..., τα αλλοιωμένα αυτά αλλαντικά, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν δευτερογενώς δηλαδή με επεξεργασία με άλλες πρώτες ύλες μπορούσαν να γίνουν κατάλληλα προς πώληση, παρά το γεγονός ότι ήταν ακατάλληλα προς ανθρώπινη κατανάλωση.... ". Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό του, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό και αλληλοσυμπληρώνονται, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν αξιόποινες πράξεις με την ιδιότητα του διευθύνοντος και υπευθύνου του υποκαταστήματος της προαναφερόμενης εταιρίας και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως 13 μηνών, την οποία ανέστειλε.
Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, ενώ εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, προσδιορίζονται εξ υποκειμένου και εξ αντικειμένου τα στοιχεία των εγκλημάτων για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, περαιτέρω δε εκτίθενται στην απόφαση πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε την ουσιαστική κρίση του ότι ο αναιρεσείων ενήργησε από πρόθεση, μη αποδεχόμενο κατά τούτο τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί τελέσεως των πράξεων εξ αμελείας. Περαιτέρω, δεν δημιουργείται αντίφαση, ως αβασίμως ο αναιρεσείων αιτιάται την απόφαση, από το γεγονός ότι ενώ στο διατακτικό ο κατηγορούμενος καταδικάζεται ως διευθύνων και υπεύθυνος του υποκαταστήματος της Θεσσαλονίκης, στο σκεπτικό αναφέρεται ως διευθυντής παραγωγής του υποκαταστήματος αυτού. Το δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε την διάταξη του άρθρου 5 παρ.11 του Ν. 241/1999 στην οποία παραπέμπει, δεδομένου ότι στο σκεπτικό της αποφάσεώς του ρητώς διαλαμβάνει ότι, πέραν της ιδιότητας του κατηγορουμένου ως διευθυντή παραγωγής, με απόφαση του Δ.Σ της εταιρίας είχε αυτός ορισθεί ως μόνος αρμόδιος και υπεύθυνος του υποκαταστήματος της Θεσσαλονίκης με ευρύτατες εξουσίες εκπροσωπήσεως του υποκαταστήματος αυτού. Τέλος, αβάσιμη και απορριπτέα είναι και η αιτίαση ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις επιδειχθείσες από αυτόν φωτογραφίες. Τις φωτογραφίας, ως έγγραφα, με την έννοια της επισκόπησης του περιεχομένου τους, το δικαστήριο έλαβε υπόψη μαζί με τα άλλα έγγραφα και τις συνεκτίμησε και για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεώς του δεν ήταν αναγκαίο ειδικώς να μνημονεύει και αυτές.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ λόγος λόγοι αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

ΙΙΙ.- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επάγεται απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιό αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε το συγκεκριμένο έγγραφο και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει την ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ ως άνω δικαιώματά του, ως προς το περιεχόμενό του. Η αναγραφή όμως στα πρακτικά των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο του δικαστηρίου εγγράφων, όχι με όλα τα στοιχεία της ταυτότητος και το περιεχόμενό τους, αλλά μόνο με τα στοιχεία εκείνα που είναι αρκετά για τον προσδιορισμό τους, δεν δημιουργεί ακυρότητα και συνεπώς δεν ιδρύει τον άνω λόγο αναιρέσεως, διότι εφόσον στην πραγματικότητα συντελέστηκε η ανάγνωση των εγγράφων παρασχέθηκε στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις ή εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο, δεδομένου μάλιστα ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο, με τον οποίο παρατίθενται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά από το εάν ανεγνώσθησαν πράγματι ή όχι. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων επικαλείται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα των οποίων όμως δεν προσδιορίζεται στην απόφαση ο αριθμός και η ταυτότητά τους. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα είναι απαράδεκτος και απορριπτέος διότι αορίστως διατυπώνεται αφού δεν προσδιορίζεται ποίων εγγράφων είναι ελλιπής η ταυτότητα και ποίων ελλείπει ο αριθμός τους. Κατ' ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-12-2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 15.573/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή