Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1440 / 2017    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απόρριψη, Υπεξαίρεση, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Έξοδα.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας λόγοι αναιρεσεως ελλείψη ειδικής
και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής
διατάξεως και υπέρβαση εξουσίας Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα και την καταδικάζει και στη
δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος.





Αριθμός 1440/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου- Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 118/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης: Ε. Τ. του Γ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Κουτσούκου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 117/2015 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου.
Mε πολιτικώς ενάγων τον Κ. Κ. του Γ., κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Χαρίτο.
Το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιανουαρίου 2016 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται α) ξένο ολικά ή μερικά κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη ως προς το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται και αποκτάται κατά το αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιοδήποτε τρόπο, είτε κατόπιν συμβατικής σχέσεως, είτε εξ αιτίας άλλων τυχαίων περιστατικών και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ’ αυτόν από το νόμο και δ) δολία προαίρεση του δράστη, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Το έγκλημα αυτό θεωρείται τετελεσμένο, αφότου ο δράστης επιχείρησε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη οφειλόμενης ενεργείας, με την οποία εξωτερίκευσε τη θέλησή του να ιδιοποιηθεί το ξένο πράγμα παράνομα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σε αυτή, με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα τα αποδεικτικά μέσα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου νόμιμου και ορισμένου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα. Όμως, όταν ο ισχυρισμός που προβάλλεται δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει ιδιαίτερα (ξεχωριστά) και μάλιστα αιτιολογημένα γι’ αυτόν, αφού στους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς απαντά εμμέσως με το αιτιολογικό της κύριας περί ενοχής απόφασης. Έτσι, όταν ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν τέλεσε την υπεξαίρεση που του αποδίδεται γιατί τα χρήματα που κατηγορείται ότι υπεξαίρεσε του δόθηκαν ως δάνειο και είχαν περιέλθει στην κυριότητά του και δεν ήταν ξένα, δεν προβάλλει αυτοτελή ισχυρισμό, ώστε το δικαστήριο να υποχρεούται να του απαντήσει ιδιαίτερα, αλλά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, στον οποίο απαντά το δικαστήριο με τις παραδοχές της αποφάσεώς του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει και εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που συνιστά λόγο αναιρέσεως, κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου από τις αποδείξεις ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία της αποφάσεως, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της αποφάσεως, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 117/2015 απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, δέχθηκε στο σκεπτικό του, επί λέξει, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: "Από τις προφορικές καταθέσεις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, όλων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν νόμιμα, όλα γενικώς και χωρίς εξαίρεση τα νομίμως αναγνωσθέντα έγγραφα και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, όπως αναλυτικά αναφέρεται στα πρακτικά της παρούσας, αποδείχθηκαν τα εξής: Η κατηγορουμένη είναι δικηγόρος και εκμεταλλευόμενη τη γνωριμία της με τον πολιτικώς ενάγοντα του πρότεινε να φροντίσει για λογαριασμό του να αποκτήσει μέσω αναγκαστικών πλειστηριασμών ακινήτων (που όπως υποστήριζε, αυτή γνώριζε εμπιστευτικά λόγω της ιδιότητάς της) την κυριότητα τέτοιων ακινήτων. Πεισθείς στις διαβεβαιώσεις της ο πολιτικώς ενάγων, της κατέβαλε για την υλοποίηση της συμφωνίας τους στις 29.6.2011, 1.7.2011 και 12.7.2011 αντιστοίχως τα ποσά των 15.000 €, 40.000 €, 50.000 € (προκειμένου δήθεν να συμμετάσχει αυτή σε δημόσιους αναγκαστικούς πλειστηριασμούς για λογαριασμό του στο Ειρηνοδικείο Ρόδου, ενώ ποτέ δεν συμμετείχε σε τέτοιους πλειστηριασμούς). Τα ανωτέρω ποσά συνολικού ύψους 105.000 € η κατηγορουμένη τα ενσωμάτωσε στην ατομική της περιουσία ως δικό της αγαθό χωρίς δικαίωμα, το δε παραπάνω αντικείμενο είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι τα ποσά αυτά έλαβε από τον πολιτικώς ενάγοντα δυνάμει συμβάσεως δανείου και επομένως δεν υπεξαίρεσε ξένα κινητά πράγματα, ελέγχεται ως αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί διότι τα προαναφερόμενα ποσά (συνολικά 105.000 ευρώ) παραδόθηκαν στην κατηγορούμενη όχι ως δάνειο αλλά για την υλοποίηση της ανωτέρω εντολής που της έδωσε να προβεί ως δικηγόρος. Κατά συνέπεια, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορούμενη της αποδιδόμενης σ’ αυτήν πράξης, απορριπτομένων των προβληθέντων απ’ αυτήν ισχυρισμών ως αβασίμων". Ακολούθως, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το δικάσαν δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη, επί λέξει, κατά πιστή μεταφορά, του ότι: "... στη Ρόδο και στους παρακάτω χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα (ολικά) κινητά πράγματα και δη χρήματα που περιήλθαν στην κατοχή της, το δε αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Συγκεκριμένα, η κατηγορουμένη που είναι δικηγόρος πρότεινε στον πολιτικώς ενάγοντα να φροντίσει για λογαριασμό του να αποκτήσει μέσω αναγκαστικών πλειστηριασμών ακινήτων την κυριότητα τέτοιων ακινήτων. Πεισθείς στις διαβεβαιώσεις της ο πολιτικώς ενάγων, της κατέβαλε για την υλοποίηση της συμφωνίας τους στις 29.6.2011, 1.7.2011 και 12.7.2011 αντιστοίχως τα ποσά των 15.000 €, 40.000 €, 50.000 € (προκειμένου δήθεν να συμμετάσχει αυτή σε δημόσιους αναγκαστικούς πλειστηριασμούς για λογαριασμό του στο Ειρηνοδικείο Ρόδου, ενώ ποτέ δεν συμμετείχε σε τέτοιους πλειστηριασμούς). Τα ανωτέρω ποσά συνολικού ύψους 105.000 € η κατηγορουμένη τα ενσωμάτωσε στην ατομική της περιουσία ως δικό της αγαθό χωρίς δικαίωμα, το δε παραπάνω αντικείμενο είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, για το οποίο και καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα κατηγορούμενη, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α’ , 27 παρ. 1 και 375 παρ. 1 εδ. α’ του Π.Κ., τις οποίες εφάρμοσε, χωρίς ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου να τις παραβιάσει με ελλιπή, ασαφή ή αντιφατική αιτιολογία που να καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και να στερεί την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, τα οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την πιο πάνω κρίση του, ενώ δεν υπήρχε κατά το νόμο ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε και αποδείχθηκε από το κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε και ανάγκη κατά το νόμο αξιολογήσεως του κάθε αποδεικτικού μέσου και από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που περιέχονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της, προκύπτει με βεβαιότητα και χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το σύνολο των αναγνωσθέντων και αναφερομένων στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως εγγράφων, καθώς και όλων των άλλων αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται κατ’ είδος στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, χωρίς να προκύπτει ότι έγινε επιλεκτική αξιολόγηση κάποιου εκ τούτων ή η μη λήψη υπόψη κάποιου εκ των αναγνωσθέντων εγγράφων. Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας, περί ελλείψεως αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του κατ’ αυτήν αυτοτελούς ισχυρισμού που πρότεινε οι συνήγορός της στο ακροατήριο του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, κατά τον οποίο η αναιρεσείουσα δεν τέλεσε την πράξη της υπεξαίρεσης γιατί τα χρήματα που κατηγορείται ότι υπεξαίρεσε της δόθηκαν ως δάνειο, είναι αβάσιμη, καθόσον ο εν λόγω ισχυρισμός δεν αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό αλλά αρνητικό της κατηγορίας, σύμφωνα και με όσα στη νομική σκέψη διαλαμβάνονται και συνεπώς δεν έχρηζε ειδικής αιτιολογίας αφού αυτή καλύπτεται από την αιτιολογία της κύριας περί ενοχής απόφασης. Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας περί παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως αντίθετων προς τα αναγνωσθέντα έγγραφα και συγκεκριμένα αντιθέτων προς τα αναγνωσθέντα τρία (3) ιδιωτικά συμφωνητικά και τα αναγνωσθέντα τρία (3) φωτοαντίγραφα των συναλλαγματικών, είναι απαράδεκτες γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Τέλος, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της πρωτόδικης αποφάσεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση η κατηγορουμένη καταδικάστηκε για πλημμεληματική υπεξαίρεση του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α’ του Π.Κ., όπως και πρωτοδίκως, ως εκ τούτου δε, ουδεμία μεταβολή της κατηγορίας επί τα χείρω και ουδεμία υπέρβαση εξουσίας συνέτρεξε εκ του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται στο σκεπτικό της ότι τα χρήματα παραδόθηκαν στην κατηγορούμενη όχι ως δάνειο, αλλά για την υλοποίηση της εντολής που της έδωσε ο πολιτικώς ενάγων να προβεί ως δικηγόρος στην αγορά μεριδίων ακινήτων για λογαριασμό του σε πλειστηριασμούς.
Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ , Ε’ και Η’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου επειδή δέχθηκε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως του ότι τα χρήματα παραδόθηκαν στην αναιρεσείουσα δικηγόρο για την εκτέλεση εντολής και όχι ως δάνειο, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτή και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22 Ιανουαρίου 2016 αίτηση αναιρέσεως της Ε. Τ. του Γ., που ασκήθηκε με τη σύνταξη της 1/2016 εκθέσεως αναιρέσεως ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Δωδεκανήσου Ε. Ψ., για αναίρεση της 117/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) Ευρώ.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Σεπτεμβρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή