Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Πολιτική αγωγή, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση. Στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η μαρτυρία του πολιτικώς ενάγοντος δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο. Απόρριψη λόγου για μη απάντηση στον αυτοτελή ισχυρισμό για την αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 §1 εδ. β και ε ΠΚ, γιατί αυτός προβλήθηκε αορίστως και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει.
Αριθμός 613/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, για αναίρεση της 694/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Μιχαλάκη.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαΐου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, ως και στο από 25 Ιανουαρίου 2010 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 762/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, με την προβλεπόμενη σ' αυτή ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπ' αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο τη μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα, με την έννοια της βεβαιότητας-επίγνωσης, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Εξάλλου, στα άρθρα 362 και 363 ΠΚ ορίζεται ότι όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττεται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τελευταίου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 694/2009 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος των Ψ και ΑΑ, πράξεις που τέλεσε με την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, και την καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως 4 μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία της κατηγορουμένης στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα έξης: Ο μηνυτής (Ψ) υπήρξε σύζυγος της κατηγορουμένης (Χ). Στη δίκη περί εκδόσεως διαζυγίου τους, προσήλθε και κατέθεσε ως μάρτυρας αποδείξεως του νυν μηνυτή (πρώην συζύγου της), η ΑΑ, αδελφή του, η οποία κατέθεσε τα εξής: "Ωστόσο τα κίνητρα του γάμου από πλευράς της κυρίας Χ ήταν καθαρά οικονομικά και αυτό φάνηκε σε όλα τα χρόνια του γάμου. Ενώ γνώριζε ότι ο αδερφός μου είχε παιδί από τον πρώτο του γάμο και είχε υποσχεθεί ότι θα το περιβάλλει με αγάπη, διότι γνώριζε πριν από το γάμο, ότι είχε υποσχεθεί ότι θα το περιβάλλει με αγάπη, διότι ήδη γνώριζε πριν από το γάμο, ότι είχε κάποιο πρόβλημα και δεν θα μπορούσε μάλλον να αποκτήσει παιδιά, ωστόσο αμέσως μετά το γάμο, άλλαξε στάση και δεν το δέχθηκε ποτέ το παιδί στο σπίτι. Η συμπεριφορά της λοιπόν άλλαξε αμέσως μετά το γάμο, όσον αφορούσε αυτά που έλεγε για το παιδί, δηλαδή ότι θα το πρόσεχε και θα το αγαπούσε παρότι το είχε η μητέρα του. Την δικαιολογούσαμε. Λέγαμε ότι θα περάσει η ανασφάλεια που νιώθει. Είχε μια μεγάλη ψυχολογική πίεση ο αδερφός μου. Έλεγε σε μια Αίτηση Ασφαλιστικών Μέτρων, ότι έκανε γάμο με ένα μειονεκτικό άτομο έναντι αυτής, διότι αυτός ήταν ζωντοχήρος με ένα παιδί και η ίδια ήταν ελεύθερη. Και αυτό το εξαργύρωνε με πλούσιες αντιπαροχές στον τρόπο ζωής της, δηλαδή ινστιτούτα, μασάζ και κυρίως κοσμήματα. Αυτά άρχισαν να μας ενοχλούν, μετά το έμφραγμα που έπαθε ο αδελφός μου, που είδαμε μια τελείως διαφορετική στάση. Δηλαδή από την ημέρα που έπαθε το έμφραγμα ο αδερφός μου, αντιμετωπίσαμε έναν άλλο άνθρωπο. Του ζητούσε να της γράψει την περιουσία. Πάντοτε είχε πολλές οικονομικές απαιτήσεις και δεν μιλάω για προσωπικό επίπεδο, για τα ινστιτούτα, τα γυμναστήρια, τα ταξίδια της κτλ αλλά ζητούσε συνεχώς πράγματα, να κάνει επενδύσεις για τον εαυτό της. Όχι κοινές. Ποτέ κοινές. Μετοχές για την ίδια, οικόπεδο στο χωριό της γι' αυτήν, στο όνομά της, αυτοκίνητο γι` αυτήν. Ό,τι ζητούσε ήθελε να είναι στο όνομά της. Αυτό επιδίωκε πάντοτε. Πίστευε ότι επειδή ήταν φτωχή και βρέθηκε σε πιο πλούσιο περιβάλλον, ότι αφού μπορούσε να της τα παρέχει, θα της τα έδινε. Η στάση της αυτή προς τον κόσμο και προς τα εμάς δεν ήταν σοβαρή, θα το πω με αυτήν την λέξη. Άρχισε να φέρεται όχι σοβαρά. Δεν ήταν προσηλωμένη στην οικογένεια. Έλειπε πάρα πολλές ώρες από το σπίτι. Ήταν μονίμως έξω, είτε στην αγορά, είτε με μια φίλη, είτε στο θέατρο και δήλωσε σε όλους, ότι αυτή είχε γεννηθεί για να γίνει καθηγήτρια και όχι νοικοκυρά. Όταν τον είδαμε μετά το έμφραγμα να αρχίζει να καπνίζει πάλι, θορυβηθήκαμε όλοι. Του λέμε "τι γίνεται; θα αυτοκτονήσεις;" και λέει "είναι αφόρητη η πίεση που δέχομαι. Τι θα κάνω;". Και αυτός είπε θα διορθωθούν τα πράγματα. Μέχρι και το 2000 έκανε εξωσωματικές. Όπως επίσης ζητούσε έντονα να υιοθετήσει κάποιο παιδί, όταν είδε ότι αποτύγχαναν. Την έβλεπε ότι δεν ήταν συγκεντρωμένη στο σπίτι. Αναρωτιόταν λοιπόν αυτό το παιδί που ενδεχομένως θα έπαιρνε, πώς θα το μεταχειριζόταν. Την ημέρα που έπαθε το έμφραγμα ο αδελφός μου, ήμαστε σε διακοπές και ο ίδιος ήταν σε διακοπές, φυσικά φτάσαμε όλοι στο Νοσοκομείο του Πολυγύρου και ενώ τριγυρίζαμε γύρω από την εντατική, κάποια στιγμή είχε περάσει κάπως η ώρα, ήλθε ο αδελφός της και μια φίλη της και την πήραν από το Νοσοκομείο και έφυγαν. Εμείς είπαμε "Εντάξει έφυγαν". Γυρνώντας δε, τους ρωτήσαμε: "Πού χαθήκατε; Πού είστε;" και μας είπαν , ότι έψαχναν να βρουν κάπου φαγητό να φάνε, και πήγαν στην εμποροπανήγυρη ενός χωριού εκεί. Αυτό ήταν ένα γεγονός, που μας συγκλόνισε όλους, θεωρώ ότι δεν θα το έκανε κανείς αυτό. Δεν μπορεί ο άνθρωπός σου, να βρίσκεται στην εντατική, να είναι η πρώτη μέρα του εμφράγματος, να είναι ένα γεγονός αναπάντεχο, δεν είχε κάποια πάθηση που περιμέναμε να συμβεί και εσύ να τρέχεις στα πανηγύρια. Δεν νομίζω ότι κάποιος μπορεί να πιστέψει ότι με τον μισθό ενός δημοσίου υπαλλήλου πληρώνεται τι; το ενοίκιο; τα δύο τηλέφωνα που είχε στο σπίτι; το ιντερνέτ που είχε στο σπίτι, γιατί το χρειαζόταν; τα μασάζ; Τα γυμναστήρια; τις επεμβάσεις που ήταν και ακραία γεγονότα για την ηλικία της που λέγαμε τα κάνει για να εκτονωθεί; έκανε επεμβάσεις απαλοιφής ρυτίδων. Είναι δηλαδή γεγονότα και πράγματα που δεν αρμόζουν ούτε στην ηλικία ούτε πουθενά. Είναι τραβηγμένες ενέργειες, τις δύο γυναίκες που είχε στο σπίτι εβδομαδιαίως, μία για σίδερο, και μια για καθάρισμα; Αυτά εδώ καλύπτονται με 250.000 δρχ. μισθό; Αυτά τα χρηματοδοτούσε ο αδερφός μου. Ποιος μπορούσε να τα χρηματοδοτούσε; Στο οικονομικό θέμα, ήθελε να της παρέχει κάποια πράγματα, θεωρούσε ότι στην προηγούμενη ζωή της είχε στερηθεί κάποια πράγματα και έλεγε "δε βαριέσαι". Μας είχε όλους πείσει ότι αυτό το μεγάλο πρόβλημα που είχε, κάπως έπρεπε να το εκτονώσει, ήταν αντικοινωνική. Η συμπεριφορά της όταν έβγαινε έξω ήταν παρεξηγήσιμη και ήταν ένα θέμα που είχε θιγεί οικογενειακά από όλους μας, από τους συζύγους μας, τον δικό μου και της αδελφής μου. Μας είπανε: "Μαζέψτε την" και είπαν ότι "δεν μας αφορά". Δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε στον αδελφό μας, φοβόμασταν. Δεν το δέχθηκε το παιδί του ποτέ. Το 2000 έγιναν δύο εξωσωματικές. Οι σχέσεις μας ήταν ομαλές. Το ενοίκιο το πλήρωνε φυσικά ο αδερφός μου. Η κυρία Χ όταν παντρεύτηκε είχε δικό της ένα παλιό αυτοκίνητο και μετά της αγόρασε ο αδερφός μου ένα άλλο. Πλήρωσε ένα ποσό μετρητοίς και το υπόλοιπο σε δόσεις. Δεν γνωρίζω για κοινό λογαριασμό, αλλά για επενδύσεις της συζύγου γνωρίζω. Της έκανε δώρο κάποια κοσμήματα. Έκανε αρκετά δώρα. Δεν γνωρίζω ποιος ειδοποίησε το ΕΚΑΒ. Όλο το χρονικό διάστημα που ήταν ο αδερφός μου στην εντατική δεν έμενε και ξέρω πάρα πολύ καλά ότι το διασκέδασε αρκετά εκείνες τις ημέρες". Η νυν κατηγορουμένη υπέβαλε μήνυση κατά της παραπάνω μάρτυρος ότι τα ανωτέρω κατατεθέντα ήταν ψευδή και ότι στην παραπάνω κατάθεσή της προσήλθε μετά από φορτικότητα και σχετικές παραινέσεις του (επίσης καταμηνυθέντος) πρώην συζύγου της. Επί της παραπάνω μηνύσεως εκδόθηκε η εκκαλουμένη αρ. 23602/2007 Απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης (έγινε συνεκδίκαση της κρινόμενης υποθέσεως και της παραπάνω μηνύσεως της νυν κατηγορουμένης) εις την οποία εκρίθη αμετακλήτως ότι τα παραπάνω κατατεθέντα από την ΑΑ ήταν αληθή και έτσι αθωώθηκαν οι νυν μηνυτές και πολιτικώς ενάγοντες. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η κατηγορουμένη υποβάλλοντας την παραπάνω μήνυση κατά της αντιδίκου της γνώριζε ότι τα υπ` αυτής καταμηνυθέντα ήσαν ψευδή, δοθέντος ότι είχαν λάβει χώρα όλα όσα είχαν κατατεθεί από την παραπάνω μάρτυρα. Τέλος αποδεικνύεται ότι: α) κατά την υποβολή της παραπάνω μήνυσης της η κατηγορουμένη βεβαίωσε ενόρκως το περιεχόμενο της αυτής, τελώντας εν γνώσει της αναλήθειας των καταμηνυομένων και β) με την υποβολή αυτής, τελώντας στην παραπάνω γνώση με πρόθεση ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων (Εισαγγελέα και Γραμματέα που έλαβαν γνώση αυτής), τα παραπάνω περιστατικά που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων. Σύμφωνα με τα παραπάνω θα πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη της πράξεως της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης, κατά τα και εις το διατακτικό της παρούσας διαλαμβανόμενα".
Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι η αναιρεσείουσα τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για τα οποία πρόκειται, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα: α) Ως προς την ψευδή καταμήνυση εκτίθεται ο τρόπος με τον οποίο αυτή τελέσθηκε, η υποβολή, δηλαδή, της από 7.7.2003 μηνύσεως της αναιρεσείουσας κατά των εγκαλούντων Ψ και ΑΑ, καθώς και τα περιστατικά που αναφέρονται σ` αυτήν και ήταν ψευδή, ήτοι ότι ο εγκαλών Ψ, τέως σύζυγος της αναιρεσείουσας, κατά τη συζήτηση αγωγής διαζυγίου σε βάρος της, έπεισε την εγκαλούσα ΑΑ να καταθέσει ως μάρτυρας ψευδή γεγονότα που αφορούσαν το πρόσωπό της, αιτιολογείται δε ο σκοπός της αναιρεσείουσας να προκληθεί η καταδίωξη της δεύτερης εγκαλούσας για ψευδορκία μάρτυρα και του πρώτου για ηθική αυτουργία σ` αυτήν, πράξεις για τις οποίες αυτοί αθωώθηκαν με την υπ` αριθ. 23602/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για το λόγο ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών αυτής, τα γεγονότα που κατέθεσε η εγκαλούσα ΑΑ, όσον αφορά τη σχέση και το γάμο του εγκαλούντος Ψ και της αναιρεσείουσας, ήταν αληθή. β)Ως προς την ψευδορκία μάρτυρα προσδιορίζονται τα ψευδή γεγονότα που η αναιρεσείουσα κατέθεσε, αιτιολογείται δε ότι τα καταμηνυθέντα ήταν ψευδή, γιατί είχαν λάβει χώρα όλα όσα είχαν κατατεθεί από την εγκαλούσα ΑΑ, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας, δεν ήταν απαραίτητο να επαναληφθεί η αναφορά των αληθινών γεγονότων. Και γ) ως προς τη συκοφαντική δυσφήμηση, παρατίθενται στην απόφαση τα δυσφημιστικά για τους εγκαλούντες γεγονότα που περιλαμβάνονται στην ως άνω μήνυση, που υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, τα οποία προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων, ότι, δηλαδή, τα κατατεθέντα κατά τη συζήτηση επί της υπ' αριθ. 44269/2001 αγωγής διαζυγίου ήταν ψευδή. Περαιτέρω, η γνώση της αναιρεσείουσας ως προς το ψευδές των από αυτήν κατατεθέντων αιτιολογείται πλήρως από την παραδοχή ότι αυτή είχε προσωπική αντίληψη των καταμηνυθέντων ως ψευδών και του αντιστοίχου περιεχομένου της μηνύσεώς της, οπότε γνώριζε την πραγματική κατάσταση, ως εκ της οποίας δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων, σχετικά με τη γνώση αυτή, περιστατικών. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510§1 περ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως, καθώς και οι εμπεριεχόμενοι στο δικόγραφο προσθέτων λόγων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα και σε σχέση με τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα, λεκτέα και τα εξής: α) Το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αποτελεί μεν επανάληψη του διατακτικού της (το οποίο ταυτίζεται με το κατηγορητήριο), η επανάληψη, όμως, αυτή αρκεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού το διατακτικό περιέχει με πληρότητα περιστατικά, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, που πληρούν την απαίτηση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Και β) από την αναφορά κατά το είδος τους, στο προοίμιο του σκεπτικού της αποφάσεως, του αποδεικτικού μέσου των μαρτυρικών καταθέσεων και συγκεκριμένα ότι το δικάσαν Εφετείο συνήγαγε την κρίση του "... από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο δικαστήριο τούτο ...", δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλες τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, άρα και εκείνη του ανωμοτί εξετασθέντος πολιτικώς ενάγοντος Ψ, ο οποίος είναι βασικός μάρτυρας κατηγορίας και δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύεται ειδικώς η μαρτυρία του μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο.
Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται όχι μόνον σε σχέση με τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, αλλά και όσον αφορά τους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς οι ισχυρισμοί εκείνοι οι οποίοι προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 170 § 2 και 333 § 2 Κ.Ποιν.Δ., στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την θεμελίωσή τους κατά την οικεία διάταξη, ώστε να μπορεί ο δικαστής ύστερα από αξιολόγηση να κάνει δεκτούς ή να απορρίψει αυτούς, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα για την απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 § 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα, υπό την προϋπόθεση της προβολής του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Όταν συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά μόνο, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την § 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία β' και ε', ήτοι ... β) το ότι ο υπαίτιος στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή του προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, ... και ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα, με αυτοτελή ισχυρισμό, που κατέθεσε ο συνήγορός της εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικώς στο ακροατήριο, ζήτησε να αναγνωρισθούν στο πρόσωπό της οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 §2 εδάφ. α', β' και ε' ΠΚ. Ως προς τη συνδρομή των στοιχείων του εδαφίου β' της §2 του άρθρου 84 ΠΚ, η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε ότι "δεν κινήθηκε από ταπεινά ελατήρια αλλά από άμυνα κατά των σε βάρος της ισχυρισμών, που είναι δυσφημιστικοί", ενώ, ως προς τη συνδρομή των στοιχείων του εδαφίου ε', ισχυρίστηκε ότι "επέδειξε άριστη διαγωγή μέχρι σήμερα, ενώ κανείς δεν τη μέμφεται για τίποτε άλλο, μη έχουσα καμία δικαστική ή εξώδικη διαφορά με οποιονδήποτε άλλο, πλην των ενδίκων με τον πρώην σύζυγό της". Το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε τον αυτοτελή ισχυρισμό ως προς το ελαφρυντικό του εδ. α', ενώ τον απέρριψε, κατά τα λοιπά, χωρίς αιτιολογία. Όμως, οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης για την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων των μη ταπεινών αιτίων και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη αορίστως προβλήθηκαν, χωρίς την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών για τη θεμελίωσή τους, και το δικαστήριο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία. Ειδικότερα, καθόσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 παρ. 2β του Π.Κ., ο ισχυρισμός της είναι αόριστος γιατί δεν συνοδεύεται από τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του, αλλά από περιστατικά που συνιστούν άρνηση της κατηγορίας, για την οποία, όμως, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα περιστατικά που τη θεμελιώνουν. Καθόσον αφορά δε στην ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 παρ. 2ε του Π.Κ., ο ισχυρισμός της είναι, επίσης, αόριστος, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο σχετικά διάστημα μετά τις πράξεις της. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510§1 περ. Α', Β', Δ', Ε' και Η' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε καθόλου στον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας για την αναγνώριση και των ως άνω δύο ελαφρυντικών και ότι, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα για απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβιάσεως των υπερασπιστικών δικαιωμάτων της, γα έλλειψη ακρόασης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και οι παραδεκτώς ασκηθέντες, με το από 25/26.1.2010 δικόγραφο, πρόσθετοι λόγοι αυτής, και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ` αριθ. 28/11 Μαΐου 2009 αίτηση της Χ, μετά των από 25/26.1.2010 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της υπ` αριθ. 694/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ψ από πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Μαρτίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ