Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1451 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική.




Περίληψη:
Αν ασκείται αναίρεση και κατά της πρωτόδικης κατά 466 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. απαιτείται κατάθεση και στο πρωτοβάθμιο. Τούτο πρακτικά έχει έννομη επιρροή όταν λόγω απορρίψεως της έφεσης ως απαράδεκτης για τυπικό λόγο τελεσιδικεί η πρωτόδικη. Σε αναίρεση υπόκειται μόνο η απόφαση του Εφετείου όταν η έφεση γίνεται τυπικά δεκτή. Άρθρο 559 αρ. 19, ιδρύεται όταν η διατύπωση της απόφασης είναι ενδοιαστική και συνεπεία τούτου το πόρισμα δεν είναι αναμφίβολο και δημιουργεί αμφιβολίες Άρθρο 559 αρ. 17 οι αντιφάσεις του διατακτικού πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό και μόνο.




Αριθμός 1451/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Σ. του Χ., 2) Χ. Σ. του Ι., 3) Μ. συζ. Χ. Σ., το γένος Ι. Σ., κατοίκων ... . Ο 2ος και η 3η ως ασκούντες τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης τους Κ. Σ. του Χ., κατοίκου ... . Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Νασιοθύμιο, ο οποίος δήλωσε ότι η Κ. Σ. ενηλικιώθηκε, συνεχίζει ατομικά τη δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο. Δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Η. Σ. του Ι. και 2) Ν. Σ. του Η., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Διακάκη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/12/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και την από 10/5/2006 αγωγή των Χ. και Μ. Σ., ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Νάξου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 50/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 20/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 7/12/2011 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/4/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 552 και 553 του ΚΠολΔικ, αν η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με έφεση και αυτή έγινε τυπικά δεκτή, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η οριστική απόφαση του Εφετείου, που ερεύνησε την ουσία της υπόθεσης, αφού αν μεν έγινε δεκτή κατ' ουσίαν η έφεση, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίσθηκε και έπαυσε να υπάρχει, ενώ αν η έφεση απορρίφθηκε κατ' ουσίαν, η πρωτόδικη απόφαση ενσωματώθηκε πλέον στην εφετειακή απόφαση (Ολ.ΑΠ 40/1996, ΑΠ 658/2012, ΑΠ 568/2013). Μόνο αν η έφεση απορριφθεί για τυπικούς λόγους, σε αναίρεση υπόκειται η εφετειακή για το κεφάλαιό της το σχετικό με την απόρριψη, καθώς και η πρωτόδικη απόφαση ως προς την ουσία της υποθέσεως, οπότε και απαιτείται η κατά το άρθρο 566 παρ. 2 ΚΠολ Δικ κατάθεση της αναίρεσης και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 883/2012, ΑΠ 769/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη αναίρεση στρέφεται τόσο κατά της υπ' αριθμ. 50/2007 αποφάσεώς του σε πρώτο βαθμό δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου, όσο και κατά της υπ' αριθμ. 20/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου, με την οποία όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) έγινε τυπικά δεκτή η έφεση των εναγόντων -εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, που ήδη ενηλικιώθηκαν και παρίστανται ατομικά (ΑΠ 1788/2012) κατά των εναγομένων -εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων και στη συνέχεια έγινε κατά ένα μέρος δεκτή, οπότε η πρωτόδικη απόφαση κατά ένα μέρος ενσωματώθηκε στην απόφαση του Εφετείου και κατά ένα μέρος εξαφανίσθηκε και συνεπώς, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη σε αναίρεση υπόκειται μόνο η τελευταία αυτή απόφαση, συνακόλουθα δε δεν συνέτρεχε περίπτωση καταθέσεως του δικογράφου της αναιρέσεως, κατά το άρθρο 566 παρ. 2 ΚΠολΔικ και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η οποία ως εκ τούτου εκ περισσού έλαβε χώρα. Ενόψει τούτων η αίτηση αναιρέσεως κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔικ). Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 834/2013, ΑΠ 1021/2013) ή όταν η διατύπωση της απόφασης είναι ενδοιαστική, ώστε το πόρισμα να μην είναι αναμφίβολο και να δημιουργεί αμφιβολίες (ΑΠ 812/2012, ΑΠ 838/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) της προσβαλλομένης αποφάσεως, με αυτήν αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση κατά της υπ' αριθμ. 50/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου, με την οποία συνεκδικάστηκε διεκδικητική αγωγή των αναιρεσειόντων και αναγνωριστική για το ίδιο, επιφανείας 2473τ.μ. ακίνητο, που το αποτελούσαν δυο επί μέρους εδαφικά τμήματα επιφανείας 482 και 1991 τμ, στη συνέχεια η αναγνωριστική αγωγή χωρίς ειδικό γι' αυτό παράπονο (άρθρ. 536 παρ 1 ΚΠολΔικ), κρίθηκε αόριστη ως προς το τμήμα των 482 τμ. Ακολούθως το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων ενώπιόν του αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο βρίσκεται στη θέση ... του οικισμού ... του Δημοτικού Διαμερίσματος ... του Δήμου Θήρας, έχει έκταση 2473 τμ. και συνορεύει βορειοανατολικά με ιδιοκτησίες Λ. Δ. και αγνώστου, βορειοδυτικά με ιδιοκτησία του εφεσιβλήτου Η. Σ., νοτιοανατολικά με δημοτικό δρόμο και νοτιοδυτικά με πεζόδρομο και πέραν αυτού με ιδιοκτησίες Α. Ε. και Σ. Β., αποτελεί τμήμα μείζονος άλλοτε ακινήτου, εμβαδού δύο ζευγαριών ή έξι περίπου στρεμμάτων, που ανήκε κατά κυριότητα στον πατέρα και παππού των διαδίκων Ι. Σ. του Α., διακρίνεται δε σε δύο τμήματα, εμβαδού, αντίστοιχα, 482 τ.μ. και 1.991 τ.μ. Το έτος 1986 ο ανωτέρω αρχικός κύριος του μείζονος ακινήτου Ι. Σ., με το νόμιμα μεταγεγραμμένο με αριθμό .../1986 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Θήρας Αθανασίου Καραθανάση, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στο πρώτο εφεσίβλητο υιό του, Η. Σ. τμήμα του μείζονος ακινήτου, εμβαδού 2.050 τ.μ. στο οποίο λειτουργεί ξενοδοχείο και η κυριότητα επί του οποίου δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους. Στη συνέχεια ο Ι. Σ. με το με αριθμό .../2001 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Θήρας Ειρήνης Βαξάλη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θήρας στον τόμο ... και με αριθμό 98, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στον ανωτέρω υιό του Η. Σ. και άλλο τμήμα του μείζονος ακινήτου, εμβαδού 1.991 τ.μ., στη νοτιοανατολική γωνία του οποίου υπάρχει ισόγεια ερειπωμένη αποθήκη και το οποίο συνορεύει δυτικά με όμορη ιδιοκτησία του πρώτου εφεσίβλητου, βόρεια με ιδιοκτησία Λ. Δ., ανατολικά με δημοτικό δρόμο και νότια με πεζόδρομο και πέραν τούτου με ιδιοκτησίες Α. Ε. και Σ. Β.. Στο τελευταίο συμβόλαιο αναφέρεται ότι το μεταβιβαζόμενο οικόπεδο αποτελεί την εναπομείνασα έκταση του μείζονος ακινήτου και ότι συνορεύει δυτικά με το επίδικο τμήμα του μείζονος ακινήτου εμβαδού 482 τ.μ., το οποίο ανήκει επίσης στον πρώτο εφεσίβλητο, ο οποίος, όπως αποδείχθηκε είχε κατασκευάσει εντός αυτού πισίνα για τις ανάγκες της ξενοδοχειακής επιχείρησης του, που ο ίδιος διατηρεί στο ανωτέρω γειτονικό οικόπεδο. Το 2005 ο πρώτος εφεσίβλητος Η. Σ. με το με αριθμό .../2005 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Θήρας Ιωάννας Αντωνιάδου-Τσακριού, που έχει, επίσης, νόμιμα μεταγραφεί στα ως άνω βιβλία στον τόμο ... και με αριθμό 60, μεταβίβασε κατά την ψιλή κυριότητα στον δεύτερο εφεσίβλητο υιό του Ν. Σ. ιδανική μερίδα 1/2 επί των προαναφερθέντων τμημάτων των 1991 τ.μ. και των 482 τ.μ., που αποτελούν το επίδικο ακίνητο των 2.473 τ.μ. Στις 29.7.2002 απεβίωσε ο αρχικός κύριος Ι. Σ. και με την από 19.7.1994 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε με το με αριθμό 80/26.9.2002 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου, κατέλιπε, μεταξύ άλλων, στους εκκαλούντες εγγονούς του Ι. Ι. Σ. και Κ. Σ. "τον αγρό ονόματι ... εκτάσεως μίας (1) ζευγαριάς ή όσης εκτάσεως είναι πλέον ή έλλατον, μετά του ευρισκομένου εις αυτό δωματίου εις θέσιν ... περιοχής ... ...", οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του με τη με αριθμό .../2003 πράξη της συμβολαιογράφου Θήρας Φωτεινής Νικολοπούλου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα ως άνω βιβλία στον τόμο ... και με αριθμό 32. Ισχυρίζονται οι εκκαλούντες ότι ο πρώτος εφεσίβλητος δεν κατέστη κύριος του επίδικου εδαφικού τμήματος δυνάμει του .../20-2-2001 συμβολαίου γονικής παροχής, αφού επήλθε απαγορευμένη κατάτμηση μείζονος έκτασης σε δύο μη άρτια οικόπεδα και συνεπώς η επικαλούμενη δικαιοπραξία είναι άκυρη, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.Δ. 690/1948. Επί του ισχυρισμού του αυτού πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Το εδαφικό τμήμα των 1991 τ.μ., που μεταβιβάσθηκε στον εφεσίβλητο με το προαναφερθέν συμβόλαιο ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο (βλ. συμβόλαιο και δήλωση σε τοπογραφικό διάγραμμα) και αποτελούσε εναπομείνασα έκταση του μείζονος ακινήτου. Το μη άρτιο τμήμα των 482 τ.μ., που δεν περιλήφθηκε στο συμβόλαιο δεν δημιουργήθηκε το πρώτο εξαιτίας της επικαλούμενης μεταβιβάσεως, αλλά προϋπήρχε και όπως αναφέρεται και στο συμβόλαιο το τμήμα αυτό ανήκει επίσης στον ίδιο πρώτο εφεσίβλητο και δεν έμενε υπόλοιπο τμήμα ακινήτου για μεταβιβασθεί σε άλλον. Με τη μεταγραφή επομένως του .../20-2-2001 συμβολαίου γονικής παροχής ενσωματώθηκε το ως άνω εδαφικό τμήμα των 1.991 τ.μ. στο όμορο και συνεχόμενο οικόπεδο ιδιοκτησίας του ίδιου προσώπου (εφεσίβλητου) -οικόπεδο της γονικής παροχής εμβαδού 2.050 τ.μ, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει, λόγω της κατατμήσεως, μη άρτιο οικόπεδο και η εν λόγω μεταβίβαση να είναι έγκυρη.
Συνεπώς είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος-ενάγοντος ότι η το εν λόγω συμβόλαιο είναι άκυρο, γιατί αντιβαίνει στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν.δ. 690/1948.
Εξάλλου στο προαναφερθέν συμβόλαιο μνημονεύεται και επισυνάπτεται, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1και 2 του ν. 2308/1995, το με αριθμό .../12-2-2001 κτηματογραφικό απόσπασμα του Κτηματολογικού Γραφείου Θήρας, όπως τούτο βεβαιώνεται από τη Συμβολαιογράφο Ειρήνη Βαξάλη στη σελίδα 10 του συμβολαίου, αλλά και από την επισημείωσή της στο προσκομιζόμενο επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του κτηματογραφικού αποσπάσματος και συνεπώς ο αντίθετος ισχυρισμός των εκκαλούντων, ότι δηλαδή το συμβόλαιο αυτό είναι άκυρο διότι δεν επισυνάφθηκε σε αυτό κτηματογραφικό απόσπασμα είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ο περιεχόμενος στην αγωγή ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι ο δικαιοπάροχος τους ήχθη στην κατάρτιση του επίμαχου συμβολαίου γονικής παροχής συνεπεία απάτης του εναγομένου υιού του. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο κατάρτισης του ένδικου υπ' αρ. .../2001 συμβολαίου (20-2-2001), ήταν ηλικίας 89 ετών και συνταξιούχος Ο.Γ.Α. Παρά την προχωρημένη, όμως, ηλικία του, είχε καλή υγεία και βρισκόταν σε πολύ καλή διανοητική κατάσταση. Διαχειριζόταν ο ίδιος τα του οίκου του και της περιουσίας του. Ήταν μορφωμένος και ικανός να προστατεύει τα συμφέροντα του. Γνώριζε τις συνέπειες των πράξεων του και είχε την απαιτούμενη πείρα στις συναλλαγές και γενικά στη ζωή. Πέραν όμως τούτου, αντιλαμβανόταν πλήρως τη σημασία των εγγράφων. Αυτός μάλιστα δύο μήνες πριν την κατάρτιση του επίμαχου συμβολαίου είχε συντάξει την από 30-12-2000 ιδιόγραφη διαθήκη του που δημοσιεύθηκε με το αριθμό 81/2002 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου. Σαφής και κατηγορηματική είναι σχετικά με το περιστατικό αυτό η κατάθεση του εξετασθέντος πρωτοδίκως μάρτυρος ανταποδείξεως, Α. Σ. ο οποίος, όπως ανέφερε " "Μόνος του έμενε ο πατέρας μου. Δεν είχε προβλήματα υγείας. ... Ήξερε από συμβόλαιο ο πατέρας μου ... Σωστά ήταν τα μυαλά του πατέρα μου μέχρι το τέλος. Ήξερε και γράμματα". Τα ως άνω επιβεβαιώνονται και από την κατάθεση του μάρτυρος αποδείξεως, Κ. Μ., πολιτικού μηχανικού ο οποίος συνέταξε το τοπογραφικό διάγραμμα που αναφέρεται στο υπ' αρ. .../2001 συμβόλαιο και αναφέρει ότι "... ήταν μορφωμένος άνθρωπος ... σε καλή κατάσταση. Δεν νομίζω ότι εξαπατήθηκε ο πατέρας του Η. ούτε έχει ακουσθεί κάτι τέτοιο ...". Αντίθετα η μάρτυρας Δ. Σ. στην ένορκη βεβαίωση ενώπιον Ειρηνοδίκη Αθηνών κατέθεσε αορίστως ότι ο πρώτος εφεσίβλητος εκβίαζε και πίεζε τον πατέρα τους να υπογράψει χωρίς να αναφέρει πραγματικά περιστατικά απατηλής συμπεριφοράς εκ μέρους του και η επικαλούμενη κακή κατάσταση της υγείας του Ι. Σ. δεν επιβεβαιώθηκε ούτε οι εκκαλούντες προσκομίζουν ιατρικές βεβαιώσεις από τις οποίες να προκύπτει ότι αυτός έπασχε από ασθένεια ή ότι ελάμβανε φάρμακα που επηρέαζαν τις νοητικές του λειτουργίες.
Με τα δεδομένα αυτά είναι φανερό ότι δεν προηγήθηκε της καταρτίσεως του .../2001 συμβολαίου απατηλή συμπεριφορά του πρώτου εφεσίβλητου. Έτσι και η συμβολαιογράφος, αλλά και ο ανωτέρω συντάξας το τοπογραφικό διάγραμμα πολιτικός μηχανικός αποτύπωσαν ακριβώς την επιθυμία του Ι. Σ. να περιέλθει στον εναγόμενο υιό του το εδαφικό τμήμα των 1.991 τ.μ. Άλλωστε, ο Ι. Σ. όταν υπέγραψε το συμβόλαιο και το τοπογραφικό γνώριζε το περιεχόμενο τους, αλλά και τις έννομες συνέπειες που απέρρεαν από την ένδικη γονική παροχή για το λόγο αυτό ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε προς τον εναγόμενο υιό του. Επομένως ο ισχυρισμός των εκκαλούντων, τον οποίο προβάλλουν και ως τρίτο λόγο της έφεσης τους, ότι, η πιο πάνω μεταβίβαση ήταν προϊόν απάτης, που διέπραξε σε βάρος του πατέρα του ο πρώτος εφεσίβλητος δεν επιβεβαιώθηκε από το αποδεικτικό υλικό και τυγχάνει ουσία αβάσιμος.
Υπό τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά, οι εκκαλούντες δεν κατέστησαν συγκύριοι του τμήματος ακινήτου εκτάσεως 1991 τ.μ. με την αποδοχή κληρονομιάς του Ι. Σ., αφού κατά το χρόνο του θανάτου του (2-7-2002) το τμήμα αυτό ακινήτου είχε περιέλθει κατά κυριότητα στον πρώτο εφεσίβλητο Η. Σ., δυνάμει του με αριθμ. ... συμβολαίου γονικής παροχής και στη συνέχεια ο δεύτερος εφεσίβλητος κατέστη ψιλός κύριος του αυτού τμήματος κατά το ιδανικό μερίδιο του 1/2 δυνάμει του με αριθμό .../2005 συμβολαίου γονικής παροχής , αφού απέκτησε τούτο από τον αληθή κύριο και πατέρα του Η. Σ.. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι οι εκκαλούντες απέκτησαν δικαίωμα κυριότητας επί του τμήματος των 482 τ.μ., δυνάμει εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής. Μόνο το γεγονός ότι ο κοινός δικαιοπάροχος των διαδίκων Ι. Σ. κατέλιπε με την από 19-7-1994 διαθήκη του τον αγρό του στη θέση ... στους εκκαλούντες εγγονούς του δεν σημαίνει ότι στο καταλιπόμενο ακίνητο περιλαμβανόταν δίχως άλλο το τμήμα των 482 τ.μ., ούτε προέκυψε ότι ο Ι. Σ. ήταν κύριος του αυτού τμήματος κατά τον χρόνο θανάτου του ενόψει της ανωτέρω αναφερθείσας δήλωσης του ιδίου στο με αριθμό .../2001 συμβόλαιο γονικής παροχής ότι αυτό ανήκε στον υιό του πρώτο εφεσίβλητο, ο οποίος το 1994 είχε κατασκευάσει στο τμήμα αυτό πισίνα, την οποία έκτοτε και μέχρι σήμερα λειτουργεί και εκμεταλλεύεται η επιχείρηση ξενοδοχείου, που ο ίδιος διατηρεί σε γειτονικό οικόπεδο, χωρίς ποτέ να εναντιωθεί ο Ι. Σ.".
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την διεκδικητική κυριότητας αγωγή των αναιρεσειόντων και δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αναγνωριστική αγωγή αναιρεσιβλήτων, κατά το μέρος που είχε κριθεί ορισμένη, ήταν κατά το εδαφικό τμήμα των 1991 τ.μ. με την επ' αυτού ερειπωμένη αποθήκη και στη συνέχεια, όπως συνάγεται από το περιεχόμενο της αποφάσεως απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση κατά το μέρος που αφορούσε την αγωγή των αναιρεσειόντων, επικυρώνοντας κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως και την δέχθηκε κατά το μέρος που αφορούσε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και αφού εξαφάνισε κατά το μέρος αυτό την πρωτόδικη απόφαση αναδίκασε την αγωγή τους και την έκρινε αόριστη κατά το μέρος που αφορούσε στην αναγνώριση κυριότητας των 482 τ.μ. Δηλαδή αναγνώρισε τους εφεσίβλητους -αναιρεσίβλητους -συγκυρίους κλπ του υπολοίπου επιδίκου ακινήτου των 1991 τ.μ. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν περιέλαβε αντιφατικές διατάξεις ως προς το επίδικο τμήμα των 482 τμ κατά το οποίο κρίθηκε μεν ως αόριστη η αγωγή των αναιρεσιβλήτων, πλην όμως τούτο ήταν επίδικο κατά τη συνεκδικαζόμενη αγωγή των αναιρεσειόντων και οι αναφορές της αποφάσεως στο εδαφικό αυτό τμήμα αφορούν στην ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση της, για το ότι αυτό δεν ανήκει στους αναιρεσείοντες. Δεν αναφέρει η απόφαση ότι το τμήμα αυτό ανήκει στους αναιρεσίβλητους, αλλά για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως περί του ότι αυτό δεν ανήκει στους αναιρεσείοντες αναφέρεται και στο υπ' αριθμ. .../2001 συμβόλαιο και το περιεχόμενό του. Ενόψει τούτων η απόφαση δεν περιέχει αντιφατικές ή ενδοιαστικές αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της κυριότητας των 482 τμ., που με πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες κρίθηκε, όπως και το υπόλοιπο επίδικο των 1991 τμ ότι δεν έχει περιέλθει παραγώγως, ήτοι με κληρονομική διαδοχή στους αναιρεσείοντες. Ενόψει τούτων δεν υφίσταται εκ πλαγίου παραβίαση των οικείων περί παραγώγου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας διατάξεων (1710, 1721, 1193, 1195, 1199 ΑΚ) και ο υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 17του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση μεταξύ των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της ίδιας απόφασης και δεν αρκεί η ύπαρξη αντιφάσεως στο αιτιολογικό της αποφάσεως αυτής ή μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού. Ειδικότερα η αντίφαση στο διατακτικό δημιουργεί τον προαναφερόμενο λόγο αναιρέσεως όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της αποφάσεως ή η πρόκληση της απαιτούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με το δεδικασμένο (ΟλΑΠ 13/1995, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 813/2012, ΑΠ 838/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι στο σκεπτικό της περιέχει διατάξεις που αντιφάσκουν μεταξύ τους, καθώς και με το διατακτικό, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αίσθημα αβεβαιότητας ως προς την κυριότητα του επιδίκου τμήματος των 482 τμ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος προεχόντως γιατί δεν αναφέρεται σε αντιφατικές διατάξεις του διατακτικού, το οποίο έχει μία μόνο διάταξη, με αποτέλεσμα να μη νοείται αντίφαση (ΑΠ 87/2013), ενώ οι επικαλούμενες αντιφάσεις μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού δεν ιδρύουν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη τον ερευνώμενο λόγο, ανεξάρτητα από το ότι, κατά τα εκτιθέμενα στον πρώτο λόγο δεν υφίστανται αντιφατικές αιτιολογίες. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, (άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η έφεση των αναιρεσειόντων και αφού αναδικάστηκε η αναγνωριστική αγωγή των αναιρεσιβλήτων, απορρίφθηκε αυτή κατά ένα μέρος ως απαράδεκτη (αόριστη) και δη για την αναγνώριση της κυριότητας τμήματος του επιδίκου, επιφάνειας 482 τμ, ισχυουσών κατά τα λοιπά των διατάξεων του διατακτικού της πρωτόδικης και ενσωματοθείσας στην απόφαση του Εφετείου πρωτόδικης απόφασης, από τη διατύπωση του οποίου (διατακτικού) δεν δημιουργείται αβεβαιότητα, ούτε εμποδίζεται η παραγωγή και ενέργεια δεδικασμένου. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176, 180 παρ 1και 183 ΚΠολΔικ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7-12-2011 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμό 20/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου και της υπ' αριθμό 50/2007 αποφάσεως του Μονομερούς Πρωτοδικείου Νάξου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δυο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2013
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 2 Ιουλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή