Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση μερική, Ποινής αναστολή, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση, Δόλος.
Περίληψη:
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Στοιχεία αυτής. Αιτιολόγηση δόλου. Ακυρότητα από μη αναγνωσθέντα έγγραφα. Ποιος δικαιούται να υποβάλει την έγκληση κατ' άρθρο 79 παρ. 5 του Ν. 5960/1933. Δημοσιότητα στην έκδοση αποφάσεων. Υπέρβαση εξουσίας. Δεκτή η αναίρεση μόνο για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, διότι δεν ερευνήθηκαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 99 του ΠΚ για αναστολή της ποινής. Αναιρεί ως προς τη διάταξη περί μετατροπής της ποινής. Παραπέμπει. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.
Αριθμός 1084/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Λαζανά, περί αναιρέσεως της 55514/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8.2.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 443/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ως προς την διάταξη περί μετατροπής της ποινής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παράγραφος 1 και 369 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγου αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις, εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημοσίας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιό αποδεικτέο θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζων πλήρως την ταυτότητά του, είχε κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον στην πραγματικότητα πραγματοποιήθηκε η ανάγνωση του εγγράφου αυτού, παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνον από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Περαιτέρω, από το άρθρο 333 του ΚΠΔ προκύπτει ότι εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει τον λόγο στον Εισαγγελέα, στους διαδίκους και στους συνηγόρους τους για να αγορεύσουν ή οσάκις ζητήσουν τούτο για να προβούν σε δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για κάθε θέμα που αφορά την δικαζόμενη υπόθεση και όχι ότι εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει αυτεπαγγέλτως τον λόγο στον Εισαγγελέα και τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και, επομένως, μόνον εφόσον αυτοί ζητήσουν τον λόγο και δεν τους δοθεί, επέρχεται η εκ του άρθρου 170 παράγραφος 2 του ΚΠΔ σχετική ακυρότητα και ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την περί της ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του και στα αναγνωστέα έγγραφα, τα οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, ήταν η υπ' αριθ. 20504/8.2.2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με τα έγγραφα και τα πρακτικά της, όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, που αφορούν την τελευταία απόφαση, το μοναδικό έγγραφο που αναγνώσθηκε, αφορούσε το σώμα του εγκλήματος, ήτοι φωτοτυπία της επιταγής που εξέδωσε ο αναιρεσείων και η οποία δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων. Με την αναφερθείσα αναφορά, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητα του εγγράφου που αναγνώσθηκε από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και ως εκ τούτου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, ο οποίος κατ' άρθρον 340 παράγραφος 2 ΚΠΔ τον εκπροσώπησε στην έκκλητη δίκη, μπορούσε να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενό του.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος δεν ζήτησε τον λόγο, μετά την εξέταση του μοναδικού μάρτυρα, προκειμένου να προβεί σε δηλώσεις, ενστάσεις κλπ αναφορικά με την κατάθεση αυτή και συνεπώς δεν δημιουργήθηκε ο εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως. Επομένως, ο πρώτο λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, και κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙ.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 329 παράγραφος 1 ΚΠΔ, η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της αποφάσεως, γίνονται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Γ' του ίδιου Κώδικα, η παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως. Η έλλειψη δημοσιότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, ενόψει και του άρθρου 331 του ΚΠΔ, πρέπει να αποδεικνύονται μόνο από τα σχετικά πρακτικά συνεδριάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η συνεδρίαση και η απαγγελία της αποφάσεως έγιναν δημόσια στο ακροατήριό του. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙΙ.- Κατά το άρθρο 79 παράγραφος 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δρχ. (29 ευρώ). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν, 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πλ ηρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξης, δηλαδή της έκδοσης επιταγής που είναι ακάλυπτη.
Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παράγραφος 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 55514/2007 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών και χρηματική ποινή χιλίων (1000) ευρώ, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για παράβαση του άρθρου 79 παράγραφος 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", αφού δέχτηκε ανελέγκτως, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, διότι στο ... στις 30.12.2003, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Χ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕ ΕΜΠΟΡΙΑ ΚΡΕΑΤΩΝ", εξέδωσε με πρόθεση επιταγή που δεν πληρώθηκε στον κομιστή της γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής της και ειδικότερα την με αριθμό ... επιταγή ποσού 20.397 ευρώ, πληρωτέα από την Εθνική Τράπεζα σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία "ΑΦΟΙ ... ΟΕ" σε χρέωση του με αριθμό ... λογαριασμού. Την επιταγή αυτή εμφάνισε εμπρόθεσμα την 31.12.2003 στην πληρώτρια τράπεζα η εγκαλούσα ως νόμιμη κομίστρια εξ αναγωγής, διότι την ανέλαβε από την Γενική Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία την είχε μεταβιβάσει λόγω ενεχύρου, πλην όμως δεν πληρώθηκε, επειδή η ως άνω εκδότρια δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος εξέδωσε την προαναφερόμενη επιταγή, ενώ εγνώριζε ότι η εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία δεν είχε στον λογαριασμό της στην πληρώτρια τράπεζα διαθέσιμο το ποσό που αναγράφεται στην επιταγή κατά τον χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής της. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι είναι απαράδεκτη η ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη, καθόσον η έγκληση υποβλήθηκε από την εξ αναγωγής κομίστρια της επιταγής και όχι από τον τελευταίο κομιστή αυτής, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον και υπό την ισχύ της παραγράφου 5 του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, όπως αυτή είχε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 15 παράγραφος 3 του ν. 3472/2006 και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση ως εκ του χρόνου τέλεσης της ως άνω εγκληματικής πράξης, ο ενεχυράσας την επιταγή οφειλέτης, όπως εν προκειμένω η εγκαλούσα ως άνω εταιρεία, που πλήρωσε την επιταγή και έγινε εκ νέου κομιστής αυτής, έχει αξίωση αποζημίωσης κατά του εκδότη, ως αμέσως ζημιωθείς από την παράνομη και υπαίτια πράξη του τελευταίου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914, 297, 298 και επ. Του ΑΚ, β) ΑΠ 23/2007 Α' Τακτική Ολομέλεια, ΕλλΔικ 48-1008, 1009) και συνακόλουθα έχει δικαίωμα εγκλήσεως της ως άνω αξιόποινης πράξης κατ' άρθρο 118 παράγραφος 1 ΠΚ". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ αξιούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παράγραφος 1α, 27 παράγραφος 1 ΠΚ και 79 παράγραφος 1 του Ν. 5160/1933, όπως ισχύει, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, αιτιολογείται πλήρως, συνεπεία της αξιολόγησης και εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "Χ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕ - ΕΜΠΟΡΙΑ ΚΡΕΑΤΩΝ", εξέδωσε με πρόθεση την με αριθμό ... επιταγή, εν γνώσει του ότι, η εκδότρια δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια "ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", τόσο κατά τον χρόνο εκδόσεως, όσο και κατά τον χρόνο πληρωμής της επίμαχης επιταγής, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αιτιολογηθεί ειδικώς και ο δόλος του αναιρεσείοντα, διότι το στοιχείο αυτό ενυπάρχει στην παραγωγή των παραπάνω περιστατικών από τον τελευταίο, που απαρτίζουν, κατά νόμο, την έννοια του προδιαληφθέντος εγκλήματος. Αβασίμως υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει αντιφατικές αιτιολογίες, αναφορικά με τον χρόνο εμφάνισης της επίδικης επιταγής προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, καθόσον, στο σκεπτικό της προσβαλλομένης, ρητά αναφέρεται ότι η επιταγή εμφανίσθηκε για πληρωμή στις 31.12.2003, ο χρόνος δε αυτός, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, είναι ο αναφερόμενος στην επιταγή χρόνος εμφάνισης, σύμφωνα με την υφισταμένη στο σώμα αυτής βεβαίωση της πληρώτριας Τράπεζας, η δε αναγραφή στο διατακτικό άλλου χρόνου εμφάνισης (5.1.2004), οφείλεται προφανώς σε παραδρομή. Επομένως, οι τρίτος, τόσο κατά την κύρια, όσο και την επί μέρους αιτίαση) και τέταρτος (κατά το πρώτο μέρος του) λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
IV.- Κατά το άρθρο 79 παράγραφος 5 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως προστέθηκε με το άρθρο 4 παράγραφος 1 εδ. α' του Ν. 2408/1996, η ποινική δίωξη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, ασκείται μόνο κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή της επιταγής, ο οποίος δεν πληρώθηκε. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι δικαίωμα εγκλήσεως, για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, έχει ο αμέσως από την αξιόποινη πράξη παθών. Τέτοιος δε, κατά τα άρθρα 19, 20, 40, 42, 44 και 46 του Ν. 5960/33, είναι οποιοσδήποτε κομιστής της επιταγής, δηλαδή, όχι μόνον ο τελευταίος κομιστής, ο οποίος εμφάνισε στην πληρώτρια Τράπεζα τη μη πληρωθείσα επιταγή, αλλά και ο οπισθογράφος, ο οποίος κατέστη κομιστής, πληρώνων αναγωγικώς την επιταγή μετά την εμφάνισή της (Ολ. ΑΠ 29/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης, η εγκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία "ΑΦΟΙ ... ΟΕ", μετά την εμφάνιση και τη μη πληρωμή της επίδικης επιταγής, έγινε εκ νέου κομίστρια αυτής, πληρώνοντάς την στην Τράπεζα της Ελλάδος και συνεπώς, ως εξ αναγωγής κομίστρια, εδικαιούτο να υποβάλει την εναντίον του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου έγκληση για παράβαση του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλομένη, ορθώς απέρριψε την ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί απαραδέκτου της ασκηθείσας σε βάρος του ποινικής δίωξης, με την ειδικότερη αιτίαση ότι η εγκαλούσα δεν ήταν η τελευταία κομίστρια της επίδικης επιταγής και συνεπώς δικαιούχος υποβολής έγκλησης εναντίον του για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, καθόσον, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προαναφέρθηκε, η τελευταία (εγκαλούσα), ως εξ αναγωγής κομίστρια, εδικαιούντο στην υποβολή της σχετικής έγκλησης. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του (εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 περ. Η' ΚΠΔ και όχι η περ. Ε'), με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
V. Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 99 παράγραφος 1 ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του ν. 2207/1994, "αν κάποιος, που δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, καταδικαστεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει και χωρίς αίτημα τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αφού επέβαλε στον αναιρεσείοντα ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, τη μετέτρεψε σε χρηματική, χωρίς να ερευνήσει την ύπαρξη των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεώς της, αν και η ποινή αυτή ήταν κατώτερη των δύο ετών. Έτσι όμως υπέπεσε στην πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ), όπως βάσιμα υποστηρίζεται με τον τελευταίο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Κατά συνέπεια, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη, ως προς τη διάταξή της για τη μετατροπή της ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρείται, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 55514/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών μόνον ως προς την διάταξή της με την οποία μετατρέπεται η ποινή.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρείται, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την υπ' αριθ. 97/2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της πιο πάνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ