Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Τοκογλυφία.
Περίληψη:
Τοκογλυφία. Επιδίωξη είσπραξης τοκογλυφικών ωφελημάτων. (404 παρ. 1, 2 και 3 του ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε, πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 2721/1999). Πλημμέλημα. Στοιχεία εγκλήματος. Ασάφειες ως προς τον τρόπο υπολογισμού των τοκογλυφικών ωφελημάτων. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Παραγραφή. Δέχεται αναίρεση. Παύει οριστικά ποινική δίωξη.
Αριθμός 801/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σούλη, για αναίρεση της 855/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Παπαστεφανάκη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 732/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά, η κατά του αναιρεσείοντος, ποινική δίωξη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Kατά το άρθρο 404 παρ.1, 2 και 3 του ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε, πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 14 παρ.8 του Ν.2721/1999, τιμωρείται, σε βαθμό πλημμελήματος, πλην άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή και α) όποιος κατ' επάγγελμα και κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου και β) όποιος απαλλοτριώνει ή επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση. Για την ποινική δίωξη των πιο πάνω πράξεων, που τελούνται κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, δεν απαιτείται έγκληση ούτε κατά την προισχύσασα διάταξη (άρθ 404 παρ.5 ΠΚ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 στ. ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή, που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προς έρευνα της βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων αναίρεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 1893/2006 προηγούμενη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, αναιρέθηκε η 1872/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που αφορούσε την καταδίκη του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για την πράξη της τοκογλυφίας (επιδίωξη τοκογλυφικών ωφελημάτων), καθώς και την περί συνολικής ποινής διάταξη αυτής. Η εν λόγω απόφαση αναιρέθηκε, κατά παραδοχή του από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ ΚΠΔ λόγου αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, διότι, όπως κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, "στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, εμπεριέχονται ασάφειες, καθόσον δεν αναφέρεται ο χρόνος για τον οποίο εδόθη το δάνειο εκάστης των εις τον ως άνω πίνακα αναφερομένων επτά συμβάσεων δανείου και πότε έκαστον εξοφλήθηκε, ούτως ώστε να είναι εφικτή η σύγκριση μεταξύ του εκάστοτε νομίμου επιτοκίου και του τελικώς καταβληθέντος ποσού. Επίσης ασάφεια προκύπτει για ποια δάνεια από τα εις τον πίνακα αναφερόμενα έγιναν οι εκάστοτε αναφερόμενες επί μέρους καταβολές για να μπορεί να συναχθεί ασφαλές επί μέρους και τελικό αποτέλεσμα καταβολών εκάστης συμβάσεως δανείου και συνολικώς. Ακόμη στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογείται εις τι αφορά, η προκύπτουσα διαφορά μεταξύ του συνόλου των επιταγών ποσού 19.500.000 δρχ. και του ποσού που συνολικώς επέστρεψε ο εγκαλών ήτοι (21.660.000-19.500.000=) 2.160.000 δρχ." Ήδη, μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 855/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο κατηγορούμενος αναιρεσείων κρίθηκε και πάλι ένοχος για το έγκλημα της τοκογλυφίας (επιδίωξη τοκογλυφικών ωφελημάτων - άρθρο 404 παρ. 2, 3 Π.Κ), πράξη για την οποία το παραπάνω Δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 10 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια, και συγχώνευσε στην ποινή αυτή την ποινή των 12 μηνών, που του είχε επιβληθεί με την (μη αναιρεθείσα κατά τούτο) 1872/05 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για την πράξη της πλαστογραφίας και επέβαλε συνολική ποινή 18 μηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 855/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος είχε ζητήσει και είχε λάβει από τον πολιτικώς ενάγοντα τις επιταγές υπ' αριθμούς ......, ......, ......., ........, ......., ......, πληρωτέες στην Τράπεζα Εργασίας, ποσού δραχμών 3.000.000 η πρώτη, 2.500.000 η δεύτερη, 2.000.000 η τρίτη, 5.000.000 η τέταρτη, 4.000.000 η πέμπτη και 3.000.000 η έκτη, προς εξασφάλιση χρηματικής απαίτησης αυτού από επιστρεπτέο μετά εξάμηνο από αρχών Ιανουαρίου 1990, οπότε έλαβε δρχ. 2.405.000, από αρχών 1990, οπότε έλαβε ο εγκαλών 1.700.000 δρχ., από αρχών Ιανουαρίου 1991, οπότε έλαβε 4.000.000 δρχ., από αρχών 1992, οπότε έλαβε 3.500.000 δρχ. και από αρχών Ιουνίου 1992, οπότε έλαβε 2.500.000 δρχ., δάνειο, συνολικού ποσού 14.605.000 δραχμών. Τα ποσά που λόγω δανείου είχε παραδώσει ο κατηγορούμενος στον Ψ1 τμηματικώς, από Οκτώβριο έτους 1990 μέχρι Νοεμβρίου 1993, ήταν αντίστοιχα με εκείνα των άνω επιταγών, στις οποίες είχαν ενσωματωθεί και τόκοι. Εκτιμάται ότι στον κατηγορούμενο επέστρεψε ο πολιτικώς ενάγων, με τμηματικές καταβολές και ειδικότερα με καταθέσεις επί μέρους ποσών στην Τράπεζα Πίστεως για να εμβασθούν στον Χ1, όπως προέκυψε από τα αναγνωσθέντα φωτοαντίγραφα των ποσών των εμβασμάτων, σε συνδυασμό με όσα κατέθεσε ο ίδιος ο πολιτικώς ενάγων κατά την εξέτασή του στο Δικαστήριο τούτο, ποσό 19.500.000 δραχμών σε εξόφληση του κεφαλαίου του άνω δανείου πλέον τόκων. Το ποσό αυτό επεστράφη μέχρι τον Φεβρουάριο του 1994 τμηματικώς. Όσον αφορά τα πλέον των δεκαεννεάμισυ εκατομμυρίων δραχμών ποσά, που ισχυρίσθηκαν ο πολιτικώς ενάγων και η σύζυγός του ότι επεστράφησαν, δεν αφορούσαν χρήματα αποδοτέα στον κατηγορούμενο, αλλά σε τρίτους από συναλλαγές που είχε ο Ψ1 με αυτούς, όπως δέχθηκε ο Ψ1 όταν εξεταζόταν η υπόθεση στο ακροατήριο του παρόντος Εφετείου κατά τη συνεδρίαση της 14/2/2005, επί της οποίας εκδόθηκε η εν μέρει αναιρεθείσα 1872/2005 απόφαση και για τους οποίους έκαναν λόγο στην κατάθεσή του ο μάρτυρας ...... και η μάρτυρας ....... Αποδείχθηκε ακόμη ότι δεν υπήρχε άλλη οφειλή του πολιτικώς ενάγοντα προς τον κατηγορούμενο, όταν ο τελευταίος επιδίωξε την, μέσω του ......, προς τον οποίο τις μεταβίβασε με οπισθογράφηση και του ......, προς τον οποίο ο τελευταίος τις μεταβίβασε επίσης με οπισθογράφηση και από τον οποίο εμφανίσθηκαν προς πληρωμή στην Τράπεζα, είσπραξη των άνω επιταγών, αφού τις νόθευσε, όπως αμετακλήτως είχε κριθεί και με την 1893/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου ως προς τα στοιχεία ημερομηνίας έκδοσης, θέτοντας σαν τέτοια δίπλα από την κενή αντίστοιχη ένδειξη, την 11.3.1999 και όσον αφορά την πρώτη από τις άνω επιταγές ......, θέτοντας το όνομα ....... δίπλα από την κενή ένδειξη εις διαταγήν χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του εγκαλούντα Ψ1. Από το ότι δεν είχε επιδιωχθεί από τον εγκαλούντα η επιστροφή των άνω επιταγών σε αυτόν κατά την εξόφληση του δανείου, προς εξασφάλιση των οφειλών, από το οποίο είχαν εκδοθεί οι άνω επιταγές από τον Ψ1 που παραδόθηκαν στον κατηγορούμενο χωρίς να υπάρχει επ' αυτών συμπληρωμένη ημερομηνία εκδόσεως, δεν έπεται ότι υπήρχαν οφειλές του Ψ1 προς τον κατηγορούμενο από το άνω δάνειο από κεφάλαιο και τόκους όταν εμφανίσθηκαν αυτές οι επιταγές από το πρόσωπο στο οποίο είχαν καταλήξει. Ο εκκαλών Ψ1 είχε προβεί σε δήλωση, υπό ημερομηνία 21.10.94, προς την πληρώτρια Τράπεζα ότι ανακαλεί τις άνω επιταγές για το ότι δεν αντιπροσώπευαν αληθή οφειλή του και δεν έφεραν χρονολογία έκδοσης, για την συμπλήρωση της οποίας δεν είχε εξουσιοδοτήσει οποιονδήποτε να την θέσει. Επίσης, με την από 13.6.1995 εξώδικη δήλωσή του προς τον Χ1, που κοινοποιήθηκε στις .... από τον δικαστικό επιμελητή ......, είχε ζητήσει την επιστροφή των σωμάτων των άνω επιταγών, εκδόσεως του εγκαλούντος, που ήταν πληρωτέες στην Τράπεζα Εργασίας κατάστημα Γλυφάδας, με χρέωση τηρουμένων σε αυτή στο όνομά του ως εκδότη λογαριασμών, εντός τριώρου από της λήψεως της εξωδίκου δήλωσής του, ενόψει της εξόφλησης όσων όφειλε. Ο εγκαλών Ψ1 πληροφορήθηκε ότι οι πιο πάνω επιταγές οπισθογραφήθηκαν περαιτέρω από τον κατηγορούμενο και επιδιώχθηκε η είσπραξή των μετά την εμφάνισή των στην Τράπεζα Εμπορική στις 12/3/99 και την βεβαίωση μη πληρωμής των στις ......, λόγω ανακλήσεως και όχι για έλλειψη υπολοίπου από την Τράπεζα Εργασίας Γραφείο Συμψηφισμού Αθηνών και μετά την υποβολή μήνυσης ....... Τοκογλυφικά ωφελήματα επιδίωξε ο κατηγορούμενος να εκπληρωθούν από τον εγκαλούντα με τις άνω ενέργειές του, που κατέτειναν σε είσπραξη των άνω έξι επιταγών μετά τη νόθευσή των και την περαιτέρω οπισθογράφησή των και παράδοση σε τρίτο πρόσωπο ως ενσωματώνουσες χρηματική αξίωση απέναντι του εκδότη αυτών, παρά το ότι είχαν εξοφληθεί όλες οι απαιτήσεις του κατηγορουμένου από το ποσό που είχε δανείσει στον εγκαλούντα, πλέον τόκων, προς εξασφάλιση του οποίου είχαν δοθεί οι επιταγές αυτές. Χρόνος τέλεσης της πράξεως της επιδίωξης των τοκογλυφικών ωφελημάτων, που ήταν το άθροισμα των ποσών που αναγράφονταν στις έξι άνω επιταγές και που έγινε από τον κατηγορούμενο, ο οποίος ασχολείτο με τέτοιες μεθοδεύσεις στα πλαίσια δανειακών συναλλαγών, στις οποίες αναμειγνυόταν συστηματικά για να πορισθεί εισόδημα, είναι η 11.3.1999, που συμπληρώθηκε αυτή ως ημερομηνία στις άνω επιταγές από τον κατηγορούμενο και παραδόθηκαν από αυτόν μετά την οπισθογράφησή των σε τρίτους περαιτέρω για να εισπραχθούν".
Με τις σκέψεις αυτές, το Τριμελές Εφετείο, αφού απέρριψε τους περί παραγραφής και μη υποβολής εγκλήσεως ισχυρισμούς του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος, έκρινε αυτόν ένοχο του ότι, στην Αθήνα την 11-3-1999, επιδίωξε την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων, πράξη που ενεργεί κατ'επάγγελμα, και κατά συνήθεια και συγκεκριμένα, με τον προπεριγραφέντα και αναφερόμενο, αφενός στο σκεπτικό της παρούσας και αφετέρου στο διατακτικό της 1872/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, τρόπο της νοθεύσεως των επιταγών που αναφέρονται στο διατακτικό, προσπάθησε να εισπράξει αυτές, ως ενσωματώνουσες δήθεν δικαίωμά του σε βάρος του εγκαλούντος, μολονότι εγνώριζε, ότι ο ως άνω εγκαλών Ψ1, είχε πλήρως εξοφλήσει προς αυτόν το δάνειο των 19.500.000 δρχ. και ουδεμία πλέον απαίτηση είχε εις βάρος του. Έτσι έπραξε, προκειμένου να εξασφαλίσει εισόδημα προς το ζην, ο τρόπος δε που ενήργησε καταδεικνύει δράστη που έχει αποκτήσει την έξη προς διενέργεια τέτοιων πράξεων".
Με τις παραδοχές του αυτές, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία . Αυτό δε, διότι δεν καθίσταται σαφές αν το Δικαστήριο δέχεται ότι καταρτίσθηκαν μία ή περισσότερες συμβάσεις, πότε αυτή, ή αυτές, καταρτίσθηκαν, το ποσοστό τόκου ή τα ποσά που δόθηκαν για τόκους και σε ποιο χρονικό διάστημα αντιστοιχούν αυτά. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται, ότι το συνολικό ποσό των 14.605.000 δρχ, που έλαβε συνολικά, ως δάνειο, ο πολιτικώς ενάγων από τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα, ήταν από επιστρεπτέο μετά εξάμηνο "από αρχών Ιανουαρίου 1990, οπότε έλαβε δρχ. 2.405.000, από αρχών 1990, οπότε έλαβε ο εγκαλών 1.700.000 δρχ., από αρχών Ιανουαρίου 1991, οπότε έλαβε 4.000.000 δρχ., από αρχών 1992, οπότε έλαβε 3.500.000 δρχ. και από αρχών Ιουνίου 1992, οπότε έλαβε 2.500.000 δρχ." Δηλαδή, κατά τις παραδοχές της απόφασης, το δάνειο καταβλήθηκε στους πιο πάνω χρόνους σε πέντε τμηματικές δόσεις, και κατά τα αναφερόμενα ποσά. Ανεξαρτήτως του ότι το άθροισμα των ποσών αυτών δεν εξαντλούν το συνολικό ποσό του δανείου των 14.605.000 δρχ (είναι 14.105.000 δρχ), στη συνέχεια, η απόφαση, κατά τρόπο αντιφατικό, δέχεται, αμέσως μετά, αφενός, ότι ο κατηγορούμενος είχε παραδώσει στον πολιτικώς ενάγοντα τα ποσά λόγω δανείου "τμηματικώς από Οκτώβριο έτους 1990 μέχρι Νοεμβρίου 1993" και αφετέρου ότι τα ποσά αυτά "ήταν αντίστοιχα με εκείνα των άνω επιταγών στις οποίες είχαν ενσωματωθεί και τόκοι". Οι αναφερόμενες όμως στο σκεπτικό επιταγές (συνολικού ποσού 19.500.000 δρχ) ήταν έξι, και, συνεπώς, αφορούσαν ισόποσες (έξι) τμηματικές δόσεις δανείου, και όχι πέντε, όπως δέχθηκε παράλληλα η προσβαλλόμενη απόφαση. Εκτός από την πιο πάνω ασάφεια, ως προς τον αριθμό των τμηματικών δόσεων του δανείου και του χρόνου που αυτές έλαβαν χώρα, επιπλέον, αφού, κατά τις παραδοχές της απόφασης, το δάνειο, ήταν καταβλητέο μετά εξάμηνο από κάθε τμηματική καταβολή του (από αρχές Ιανουαρίου έως αρχές Ιουνίου 1992) και οι αναφερόμενες έξι επιταγές κάλυπταν κεφάλαιο και τόκους κάθε δόσεως (συνολικά και οι έξι 19.500.000 δρχ), συνάγεται ότι οι τόκοι που συνομολογήθηκαν υπολογίστηκαν με την προϋπόθεση ότι τα ποσά που, λόγω δανείου, καταβλήθηκαν στις πιο πάνω ημερομηνίες από τον κατηγορούμενο, θα τα εξοφλούσε ο πολιτικώς ενάγων μετά εξάμηνο, δηλαδή, από αρχές Ιουλίου 1990 έως αρχές Δεκεμβρίου 1992. Αυτό όμως, κατά τις παραδοχές της απόφασης, προφανώς δεν συνέβη, αφού ο πολιτικώς ενάγων κατέβαλε τμηματικά το ποσό των 19.500.000δρχ. "μέχρι τον Φεβρουάριο του 1994". Ούτε, ενόψει των παραδοχών αυτών, δύναται να συναχθεί η αναφερόμενη στο σκεπτικό αντιστοιχία του ποσού κάθε επιταγής με το ποσό (κεφάλαιο και τόκοι), κάθε δόσης. Επιπλέον, ακόμη και αν γίνει δεκτό, ότι οι επί μέρους καταβολές δεν έγιναν από αρχές Ιανουαρίου έως αρχές Ιουνίου 1992, αλλά " από τον Οκτώβριο του 1990 μέχρι τον Νοέμβριο του 1993", και πάλι δεν αίρεται η ασάφεια, αφού δεν προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος κάθε δόσης (εντός του χρονικού αυτού διαστήματος), και το ποσό κάθε δόσης που κατέβαλε ο κατηγορούμενος, ως δάνειο, στον πολιτικώς ενάγοντα. Επομένως, εφόσον, περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προσδιορίζεται, κατά τρόπο σαφή, πότε εξόφλησε ο πολιτικώς ενάγων κάθε επί μέρους δόση του δανείου ή τι ποσό κατέβαλε για κάθε επί μέρους δόση και πότε, δεν είναι δυνατόν να υπολογισθεί, αν, με βάση το ισχύον εκάστοτε επιτόκιο, ο πολιτικώς ενάγων είχε εξοφλήσει πράγματι το οφειλόμενο κεφάλαιο με τους τόκους, ή αν εξακολουθούσε -και σε ποια έκταση- να οφείλει τόκους στις 11/3/1999, όταν ο κατηγορούμενος επιδίωξε την πληρωμή του ως τοκογλυφικού ωφελήματος χαρακτηριζόμενου στο σκεπτικό ποσού και με τον αναφερόμενο σε αυτό τρόπο. Ενόψει των ασαφειών αυτών, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει τώρα, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδ.β, 370 στοιχ. β και 511, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ.5 του Ν. 3160/2003, του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Αρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναίρεσης οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον ή αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτήν, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ.2 και 509, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση, το αξιόποινο της πράξεως της τοκογλυφίας το οποίο φέρεται ότι διέπραξε ο πρώτος κατηγορούμενος και το οποίο είναι πλημμέλημα (αρ.18 εδ β, 404 παρ.1, 2 και 3 του ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε, πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 14 παρ.8 του Ν.2721/1999), εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής που συμπληρώθηκε , μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού, από την, γενόμενη δεκτή από την απόφαση αυτήν, ημερομηνία τέλεσής της (11-3-1999), μέχρι τη διάσκεψη και τη δημοσίευση της παρούσας έχει συμπληρωθεί, ο χρόνος της οκταετούς παραγραφής, συνυπολογιζομένου και του χρόνου αναστολής . Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση περιέχει τον, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως, ήτοι, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που γίνεται δεκτός, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, μη συντρέχοντος λόγου παραπομπής της υποθέσεως στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 855/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Παύει οριστικώς την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου Χ1, για την πράξη της τοκογλυφίας (επιδίωξη εκπλήρωσης τοκογλυφικών ωφελημάτων), πράξη την οποία φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα την 11-3-1999, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, υπό τα αναφερόμενα στο σκεπτικό περιστατικά.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ