Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 661 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Ποινή, Αναίρεση μερική, Τραπεζική επιταγή.




Περίληψη:
Απάτη. Έλλειψη αιτιολογίας διότι εμφιλοχωρεί ασάφεια ως προς το στοιχείο της ζημίας, καθόσον δεν προσδιορίζεται αν με την πλάνη που προκλήθηκε στον παθόντα από την απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, κατόπιν της οποίας ο πρώτος δέχθηκε και έλαβε από τον δεύτερο, έναντι προγενέστερης οφειλής του κατηγορουμένου προς εκείνον, τραπεζικές επιταγές, που, όμως, ήταν ακάλυπτες, προέβη ο παθών σε συμφωνία καταργήσεως της παλαιάς ενοχής ή διατηρήθηκε παράλληλα και η τελευταία εκ της συμβατικής σχέσεως. Έκδοση ακάλυπτης επιταγής: Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη. Αναιρεί ως προς την πράξη της απάτης από κοινού με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία και ως προς τη συνολική ποινή. Παραπέμπει κατά το μέρος αυτό. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.




ΑΡΙΘΜΟΣ 661/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Περικλή Σταυριανάκη, περί αναιρέσεως της 2497/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιουνίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1333/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως δημιουργεί και η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, υπάρχει και όταν κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που ανάγονται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, παρατηρείται, είτε στην αυτοτελή αιτιολογία, είτε μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της αποφάσεως, ασάφεια ή αντίφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 2497/2007 απόφαση, του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως απ' αυτήν προκύπτει, οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, για απάτη από κοινού με ζημία ιδιαίτερα μεγάλη, η δε δεύτερη και για έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση. Κατά το διατακτικό της αποφάσεως και καθόσον αφορά στην απάτη από κοινού, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι για το ότι "Στην Αθήνα, στις 18-5-2000 με σκοπό, να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψαν ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και την αθέμιτη απόκρυψη αληθινών γεγονότων, είναι δε η ζημιά που προξενήθηκε ιδιαίτερα μεγάλη. Ητοι στις 18-5-2000 στο επί της οδού ......... γραφείο του δικηγόρου Γ1 παρέστησαν από κοινού ψευδώς στη μηνύτρια Ψ1 ότι οι υπ' αριθμ. ...... ποσού 8.000.000 δραχμών συρομένη στον υπ' αριθμ. ....... λογαριασμό της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος - κεντρικό κατάστημα Σοφοκλέους 6 και υπ' αριθμ. ..... ποσού 7.500.000 δρχ. συρομένη στον υπ' αριθμ. ........... λογαριασμό της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος, επιταγές, ήταν επιταγές που ανήκαν στους παραπάνω λογαριασμούς της πρώτης κατηγορουμένης Χ2, αποκρύπτοντας ότι οι παραπάνω επιταγές και λογαριασμοί δεν ανήκαν στην Χ2, αλλά σε τρίτα πρόσωπα, από τα οποία είχαν κλαπεί οι επιταγές και, ακόμη, παριστάνοντας στη μηνύτρια ότι οι παραπάνω δύο επιταγές είχαν διαθέσιμα κεφάλαια στους παραπάνω λογαριασμούς, στους οποίους εσύροντο, αποκρύπτοντας ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια σ' αυτούς και έτσι έπεισαν την μηνύτρια και υπέγραψε το από ...... συμφωνητικό λύσεως της μισθώσεως πρατηρίου υγρών καυσίμων που αυτή είχε εκμισθώσει στην πρώτη κατηγορουμένη καθώς και το από ....... συμφωνητικό νέας μισθώσεως του ίδιου πρατηρίου προς τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο κατηγορουμένους, με αποτέλεσμα αυτή να υποστεί ιδιαίτερα μεγάλη ζημιά και συγκεκριμένα 8.500.000 δραχμές που αφορούσε τίμημα οφειλομένων προς αυτή από την πρώτη κατηγορουμένη μισθωμάτων, που δεν είχαν καταβληθεί και 7.000.000 δραχμές, που αφορούσε τίμημα που αυτή θα ελάμβανε ως αέρα για την καινούργια μίσθωση προς τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο κατηγορουμένους με αντίστοιχη παράνομη περιουσιακή ωφέλεια των παραπάνω κατηγορουμένων, οι οποίοι επεδίωκαν τούτο". Στο σκεπτικό της αποφάσεως έγιναν δεκτά, ως προς τις ανωτέρω πράξεις, τα εξής: "Με το από ....... ιδιωτικό συμφωνητικό η εγκαλούσα Ψ1 είχε εκμισθώσει στην πρώτη κατηγορουμένη Χ2 σύζυγο Χ1, ένα ακίνητό της που βρισκόταν στην οδό ... αριθ. ....., στις ........, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πρατήριο πωλήσεως υγρών καυσίμων, πλυντήριο και λιπαντήριο αυτοκινήτων και κατάστημα πωλήσεως ελαστικών αυτοκινήτων. Την ακριβή τήρηση των όρων της μισθώσεως εγγυήθηκε υπέρ της πρώτης κατηγορουμένης ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1, σύζυγός της. Το Μάϊο του έτους 2000 οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, οι οποίοι μέχρι τότε όφειλαν στην εγκαλούσα μισθώματα συνολικού ύψους 8.500.000 δραχμών, της πρότειναν να συναινέσει στη λύση της μισθώσεως και ταυτοχρόνως να εκμισθώσει το ανωτέρω ακίνητό της στους (επίσης κατηγορουμένους και αθωωθέντες με την προσβαλλόμενη απόφαση) ........, ....... και ......., λαμβάνοντας τα οφειλόμενα μισθώματα και επί πλέον το ποσό των 10.000.000 ως "αέρα". Η εγκαλούσα δέχθηκε και αφού συντάχθηκε από τους δικηγόρους και των δύο πλευρών το από ..... ιδιωτικό συμφωνητικό λύσεως της μισθώσεως μεταξύ αυτής και των δύο πρώτων κατηγορουμένων και το από ....... ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μισθώσεως μεταξύ αυτής και των τριών τελευταίων κατηγορουμένων, στις 18-5-2000 η εγκαλούσα και οι κατηγορούμενοι συναντήθηκαν στο γραφείο του τότε δικηγόρου της εγκαλούσας Γ1 στην οδό ......, στην Αθήνα. Εκεί οι κατηγορούμενοι ζήτησαν να μειωθεί το ποσό του αέρα σε 7.000.000 δραχμές και η εγκαλούσα, με τη σύμφωνη γνώμη του δικηγόρου της, δέχθηκε. Τότε η πρώτη κατηγορουμένη, με υπόδειξη του δευτέρου, υπέγραψε ως εκδότρια και παρέδωσε στην εγκαλούσα τις περιγραφόμενες στο διατακτικό δύο τραπεζικές επιταγές ποσών 8.000.000 και 7.500.000 δραχμών αντίστοιχα. Και οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος διαβεβαίωσαν την εγκαλούσα ότι οι προαναφερθείσες τραπεζικές επιταγές ανήκαν στους αναφερόμενους σ' αυτές λογαριασμούς αυτούς. Ετσι έπεισαν την εγκαλούσα και υπέγραψε τα ανωτέρω συμφωνητικά. Οι πιο πάνω διαβεβαιώσεις όμως των δύο πρώτων κατηγορουμένων ήταν ψευδείς και η αλήθεια, την οποία αυτοί γνώριζαν και απέκρυψαν από την εγκαλούσα, ήταν ότι οι ανωτέρω τραπεζικές επιταγές και οι αντίστοιχοι λογαριασμοί δεν ανήκαν στην πρώτη κατηγορουμένη αλλά σε τρίτα πρόσωπα από τα οποία είχαν κλαπεί οι επιταγές, καθώς και ότι δεν υπήρχαν στους λογαριασμούς αυτούς αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια. Αποτέλεσμα της πιο πάνω απατηλής συμπεριφοράς των δύο πρώτων κατηγορουμένων ήταν να υποστεί η εγκαλούσα ιδιαίτερα μεγάλη ζημία ανερχόμενη στα ποσά των πιο πάνω τραπεζικών επιταγών (οι οποίες εμφανισθείσες νομίμως και εμπροθέσμως στις 19-5-2000 για πληρωμή στο κατάστημα Κηφισιάς της "ΑΛΦΑ Τράπεζας Πίστεως" δεν πληρώθηκαν και τούτο βεβαιώθηκε στα σώματά τους μετά ρητή εξουσιοδότηση της πληρώτριας Τράπεζας) και συνολικά στο ποσό των 15.500.000 δραχμών, με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος των ιδίων. Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθούν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι ένοχοι της αξιόποινης πράξεως της απάτης από κοινού από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, η οποία τους αποδίδεται, επί πλέον δε η πρώτη κατηγορουμένη της αξιόποινης πράξεως της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατά συρροή, η οποία της αποδίδεται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό. Το αίτημα των δύο πρώτων κατηγορουμένων να τους αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ Π.Κ. είναι απορριπτέο ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, αφού από τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως δεν αποδείχτηκε ότι αυτοί έδειξαν ειλικρινή μετάνοια και επιχείρησαν να άρουν ή να μειώσουν τις συνέπειες των πράξεών τους. Το γεγονός ότι επτά σχεδόν έτη μετά την τέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως έχουν καταβάλει μέρος μόνο του οφειλόμενου κεφαλαίου (31.000 ευρώ επί συνόλου 46.000, κατά τη μάρτυρα κατηγορίας), οφείλοντας ακόμα το υπόλοιπο κεφάλαιο και τους τόκους, δεν αποδεικνύει ειλικρινή μετάνοια αυτών αλλά προσπάθεια αποφυγής των ποινικών κυρώσεων".
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών α) εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, την οποία παραβίασε εκ πλαγίου με ασαφείς και ελλιπείς παραδοχές και β) δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την πράξη της απάτης από κοινού, για τη οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες. Ειδικότερα, κατά τις κρίσιμες παραδοχές της αποφάσεως οι αναιρεσείοντες παραπλάνησαν την εγκαλούσα, διαβεβαιώνοντάς την ότι οι επιταγές, εκδόσεως της εξ αυτών Χ2, εσύροντο επί λογαριασμών της τελευταίας στην πληρώτρια τράπεζα και ότι υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στους λογαριασμούς αυτούς και έτσι την έπεισαν να υπογράψει τα συμφωνητικά λύσεως της παλαιάς και καταρτίσεως της νέας μισθώσεως με αποτέλεσμα να υποστεί αυτή περιουσιακή ζημία ίση με το ποσόν των επιταγών, με αντίστοιχη περιουσιακή τους ωφέλεια. Όμως, δεν αναφέρει η απόφαση, ούτε συνάγεται από τις αιτιολογίες της, αν με την πλάνη που προκλήθηκε στην εγκαλούσα από τη συμπεριφορά των αναιρεσειόντων ήχθη αυτή στην κατάρτιση συμφωνίας με τους αναιρεσείοντες που είχε ως περιεχόμενο την απόσβεση της παλαιάς ενοχής, εκ των οφειλομένων μισθωμάτων και του συμφωνηθέντος υπερτιμήματος (αέρα), και τη δημιουργία νέας ενοχής από τις επιταγές, απ' τις οποίες και μόνον θα μπορούσε πλέον η εγκαλούσα να ικανοποιηθεί, οπότε και θα συνεκροτείτο η αντικειμενική υπόσταση της απάτης κατά την έννοια του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, αν προέκυπτε δηλαδή ότι η εγκαλούσα, παραπλανηθείσα, προέβη σε συμφωνία καταργήσεως της παλαιάς ενοχής, η οποία πράγματι συνιστά περιουσιακή διάθεση που θα οδηγούσε στην περιουσιακή βλάβη της, ήτοι στην απώλεια των απαιτήσεών της από την παλαιά ενοχή, από την οποία θα μπορούσε να ικανοποιηθεί. Δεν αναφέρει, εξάλλου, η απόφαση ότι οι επιταγές δόθηκαν προς εξασφάλιση των δικαιωμάτων της εγκαλούσας, με τη δημιουργία και νέας ενοχής, αυτής από τις επιταγές, διατηρουμένης παράλληλα και της ενοχής από τις συμβατικές σχέσεις. Ετσι, δημιουργείται ασάφεια και δεν είναι εφικτός ο έλεγχος ως προς τη συνδρομή του στοιχείου της ζημίας, αναγκαίου για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως της απάτης.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως είναι βάσιμοι, καθόσον αφορούν στην απάτη, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Αντιθέτως, ως προς την αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, για την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα Χ2, με τις ανωτέρω παραδοχές του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην απόφαση αυτή την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σκέψεις πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, την οποία ορθώς εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείας ή ελλειπείς ή αντιφατικές παραδοχές στο πόρισμά της. Οι αυτοί, επομένως, ως άνω λόγοι αναιρέσεως, κατά το μέρος που πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την καταδίκη της ανωτέρω αναιρεσείουσας για έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, είναι αβάσιμοι και πρέπει ν' απορριφθούν. Με τον τρίτο (τελευταίο) λόγο αναιρέσεως πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση διότι το Εφετείο, με το να κηρύξει ένοχη την αναιρεσείουσα για έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, υπερέβη την εξουσία του, αφού, με την καταβολή 31.000 ευρώ που δέχθηκε ότι καταβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες, είχε ήδη εξοφληθεί η μία από τις δύο κρίσιμες επιταγές και είχε εξαλειφθεί το αξιόποινο της αντίστοιχης μερικότερης πράξεως. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι έγινε δεκτό από το Εφετείο, ότι το εν λόγω ποσόν καταβλήθηκε σε εξόφληση της μίας από τις δύο επίμαχες επιταγές, ενώ έγινε δεκτό (κατά την αιτιολόγηση της απορρίψεως του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 δ ΠΚ) ότι καταβλήθηκε συλλήβδην έναντι της συνολικής οφειλής και επομένως δεν είχε εξοφληθεί ολοσχερώς καμία από τις επιταγές. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το κεφάλαιό της περί της καταδίκης των αναιρεσειόντων για απάτη από κοινού με ζημία ιδιαίτερα μεγάλη και κατά τη διάταξη της περί της συνολικής ποινής. Ακολούθως, πρέπει, η υπόθεση να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Κατά τα λοιπά η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη 2497/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών κατά το κεφάλαιό της περί της καταδίκης των αναιρεσειόντων για την πράξη της απάτης από κοινού με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία και κατά τη διάταξή της περί της συνολικής ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 16 Ιουνίου 2007 αίτηση της Χ1, περί αναιρέσεως της ίδιας (2497/2007) αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2008. Και
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Μαρτίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή