Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 676 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παράβαση καθήκοντος.




Περίληψη:
Παράβαση καθήκοντος μελών ΔΣ ΚΤΕΛ. 1. Έννοια 259 ΠΚ. Έννοια καθήκοντος υπηρεσίας υπαλλήλου (ΑΠ 543/06, 1062/02). 2. Υπάλληλοι, κατά 13 α και 263 α ΠΚ και τα μέλη του ΔΣ των ΚΤΕΛ ΑΕ, γιατί τα ΚΤΕΛ παρέχουν αγαθά ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο και ασκούν πράγματι δημόσια υπηρεσία, όπως συνάγεται από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 23 παρ. 2, 29 παρ. 3 106 παρ. 3) και πρόκειται περί επιχειρήσεων που ασκούν έμμεση κρατική εξουσία, επιδιώκοντας σκοπό τη δημόσια συγκοινωνία που ανήκει στο κράτος. 3. Βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για εκ πλαγίου παράβαση του άρθρου 259 ΠΚ, διότι δεν αναφέρεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ούτε και στο διατακτικό της για να συμπληρωθεί, από ποία διάταξη νόμου ή από ποία διοικητική πράξη ορίζεται ότι στα καθήκοντα των κατηγορουμένων μελών του ΔΣ του “Κοινού Ταμείου Εισπράξεων Λεωφορείων ΚΤΕΛ Νομού Θεσσαλονίκης”, περιλαμβανόταν και εκείνο της προσλήψεως υπαλληλικού προσωπικού στην ανώνυμη εταιρεία “ΚΤΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΕ”, το οποίο και παρέβησαν, ούτε αναφέρονται οι νόμιμες διαδικασίες που όφειλαν να ακολουθήσουν για τη σύναψη νομίμων συμβάσεων μισθώσεως εργασίας αορίστου χρόνου, για να κριθεί το παράνομο της διαδικασίας που ακολούθησαν και των γενομένων προσλήψεων των τριών υπαλλήλων του ΚΤΕΛ και εντεύθεν η παράβαση των καθηκόντων τους. Ούτε μπορεί να συναχθεί ότι η πράξη της καταρτίσεως συμβάσεων προσλήψεως υπαλληλικού προσωπικού στο ΚΤΕΛ, συμπεριλαμβάνεται στα καθήκοντά τους, “όπως ενυπάρχουν στη φύση της υπηρεσίας τους ως υπαλλήλων”, όπως αόριστα δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 613/1983, 1817/1982). Αναιρεί και παραπέμπει .




ΑΡΙΘΜΟΣ 676/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, 2. Χ2 και 3. Χ3, κατοίκων ....., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Πολιτάκο, περί αναιρέσεως της 2528/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 20 Νοεμβρίου 2006 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1884/2006.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές εν μέρει οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 259 ΠΚ. υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την προστασία του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της υπηρεσίας, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α' και 263α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται : α) παράβαση όχι απλού υπαλληλικού καθήκοντος, αλλά καθήκοντος της υπηρεσίας του υπαλλήλου, το οποίο καθορίζεται και επιβάλλεται στον υπάλληλο από το νόμο ή από διοικητική πράξη ή απορρέει από τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στην ίδια τη φύση της υπηρεσίας και αναφέρεται στην έκφραση από αυτόν της θελήσεως της πολιτείας, μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της απέναντι στους τρίτους , β) δόλος του δράστη, που περιέχει τη γνώση και τη θέληση της παραβάσεως του υπηρεσιακού του καθήκοντος και γ) σκοπός του δράστη, ως πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, συνιστάμενος στην επιδίωξη του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς να είναι αναγκαίο να επιτευχθεί η επιδιωχθείσα ωφέλεια ή βλάβη, η οποία μπορεί να είναι είτε υλική είτε ηθική. Για να συντρέχει δε ο σκοπός αυτός πρέπει όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του, αφού ο σκοπός να προσπορίσει τον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, προϋποθέτει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο). Μεταξύ δε της αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος και του σκοπού οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος, πάντως πρέπει να είναι ο πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπουμένου οφέλους ή βλάβης.
Εξάλλου, το "ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης", συστήθηκε δια του άρθρου 4 του ΝΔ 102/1973 και αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με την επωνυμία "Κοινό Ταμείο Εισπράξεων Λεωφορείων" και με το διακριτικό τίτλο "ΚΤΕΛ Νομού Θεσσαλονίκης", το οποίο εξυπηρετεί το κοινό στις συγκοινωνιακές ανάγκες αστικών και υπεραστικών επιβατικών γραμμών της περιφερείας του νομού Θεσσαλονίκης και της συνδέσεώς της με την Αθήνα και τις λοιπές πρωτεύουσες νομών και ήδη δια του άρθρου 3 του Ν. 2963/2001 και με το με αριθ. 28802/2003, νόμιμα εγκριθέν και καταχωρηθέν στα ΜΑΕ συμβόλαιο, μετετράπη, όπως όλα τα ΚΤΕΛ, σε ανώνυμη εταιρεία "ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης ΑΕ", η οποία όμως, κατά τα άρθρα 14, 16, 17 του άνου νόμου, λειτουργεί με κανονισμό προσωπικού που εκδίδεται, ύστερα από Υπουργική Απόφαση με Προεδρικό Διάταγμα, εποπτεύεται από τον Νομάρχη, υπόκειται σε διοικητικές κυρώσεις,κλπ. Όμως, τα παραπάνω ΚΤΕΛ, καίτοι μετατράπηκαν σε ΑΕ, , παρέχουν αγαθά ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο και ασκούν πράγματι δημόσια υπηρεσία, όπως συνάγεται από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 23 παρ. 2, 29 παρ. 3 106 παρ. 3), γιατί πρόκειται περί επιχειρήσεως που στην ουσία ασκεί έμμεση κρατική εξουσία, επιδιώκοντα σκοπό τη δημόσια συγκοινωνία που ανήκει στο κράτος, έστω και αν τυπικά - οργανικά διαφέρει από το Κράτος, έχουσα τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου και ήδη ιδιόμορφης εποπτευόμενης ανώνυμης εταιρείας.
Το άρθρο 263α ΠΚ επεκτείνει την υπαλληλική ιδιότητα όχι μόνο στις δημόσιες επιχειρήσεις που λειτουργούν με τη μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, ως υποκατάστατα του κράτους, της τοπικής αυτοδιοικήσεως ή των άλλων Ν.Π.Δ.Δ., αλλά και στις επιχειρήσεις εκείνες που ανήκουν και σε νομικά πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, εφόσον αυτά εκμεταλλεύονται κατ' αποκλειστικότητα ή προνομιακά κάποιες από τις κοινωνικές παροχές και λειτουργίες που αναφέρει η διάταξη του άρθρου 263α ΠΚ. Άρα, η υπαλληλική ιδιότητα επεκτείνεται και στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που δεν είναι "κρατικά" και σε τέτοιας μορφής ΑΕ, που το κεφάλαιό τους δεν προέρχεται δηλαδή από το Κράτος, αλλά ελέγχονται και εποπτεύονται απ' αυτό και διαχειρίζονται και εξυπηρετούν δημόσια αγαθά όπως είναι οι δημόσιες συγκοινωνίες. Εντεύθεν, οι υπάλληλοι της επιχειρήσεως των KTEΛ ΑΕ, θεωρούνται υπάλληλοι, κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263α ΠΚ για στην εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 259 ΠΚ.
Η καταδικαστική δε απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους(μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας(Ολ ΑΠ 1/2005).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τις με αριθ. 57,58,59/20 - 11-2006 αιτήσεις των τριών αναιρεσειόντων, υπαλλήλων, ως μελών του ΔΣ της εταιρείας "ΚΤΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΕ", πλήττεται η με αριθμό 2528/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως εφετείο, με την οποία οι αναιρεσείοντες, ως υπάλληλοι της άνω ανώνυμης εταιρείας, καταδικάστηκαν σε ποινή φυλακίσεως πέντε μηνών ο καθένας, με τριετή αναστολή, για παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ). Από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφασή του αποδεικτικών μέσων, (αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων, καταθέσεων στο ακροατήριο μαρτύρων κατηγορίας και απολογιών των κατηγορουμένων), στο αιτιολογικό του δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι στη ..... την 16η Ιουνίου 2003, έχοντες την ιδιότητα του υπαλλήλου (άρθρο 263 Α Π.Κ., 20 του ΝΔ 107/73 και 50 του Ν. 2963/2001), ο πρώτος ως Πρόεδρος του ΚΤΕΛ Νομού ....., ο δεύτερος ως αντιπρόεδρος του άνω ΚΤΕΛ και ο τρίτος ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ρηθέντος Κοινού Ταμείου (ήδη λειτουργούντος υπό μορφή Ανωνύμου Εταιρείας, χωρίς όμως και να απωλέσει τον κοινωφελή χαρακτήρα, για τον οποίο ιδρύθηκε), κατήρτισαν εικονικές συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και, χωρίς τις κατά νόμο διατυπώσεις, προσέλαβαν 1) τη Α (αδελφή του κατηγορουμένου Χ3) ως δακτυλογράφο, 2) τη Β (θυγατέρα του δεύτερου κατηγορουμένου Χ1), ως βοηθό γραμματέα, και 3) τη Γ (θυγατέρα του μετόχου του ΚΤΕΛ Δ), ως γραφέα, με απώτερο σκοπό όπως δημιουργήσουν τις τυπικές προϋποθέσεις προσλήψεως των άνω υπό του ΟΑΣΘ, ως πρώην εργαζομένων στο ΚΤΕΛ. Στις άνω εικονικώς προσληφθείσες το ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης φέρεται να κατέβαλε μισθούς και ασφαλιστικές εισφορές για τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2003 (638 ευρώ μηνιαίο μισθό για κάθε μία και 336,20 ευρώ ασφαλιστικές εισφορές για κάθε μία επίσης). Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων κατηγορουμένων περί του ότι δεν κατέβαλαν στην πραγματικότητα μισθούς ελέγχεται αλυσιτελής και αβάσιμος, διότι: Αφενός μεν όσον αφορά τις εισφορές προς το ΙΚΑ και λοιπά ασφαλιστικά ταμεία, η επικαλούμενη εικονικότητα είναι ανίσχυρη και η υποχρέωση του ΚΤΕΛ υφίστατο και εξακολουθούσε να υφίσταται. Αφετέρου δε και οι αξιώσεις των προσληφθεισών, κατά τα άνω εικονικώς, δεν έπαυσαν να υφίστανται έναντι του ρηθέντος Νομικού προσώπου στην παράνομη αυτή πράξη της εικονικής προσλήψεως των άνω κατά παράβαση του υπηρεσιακούς τους καθήκοντος με μοναδικό σκοπό να τις ωφελήσουν παράνομα (το επιδιωκόμενο παράνομο όφελος τους συνιστάμενο στην είσπραξη ανάλογου μισθού [χωρίς την προσφορά αντίστοιχης πραγματικής εργασίας από μέρους τους], καθώς και στην καταβολή στο ΙΚΑ των ανάλογων εισφορών - ΑΠ 1061/92 ΠΧ ΜΒ'804, ΑΠ 91/90 ΠΧ Μ' 966), λαμβανομένου υπόψη περαιτέρω και ότι επίκειτο άμεσα η ένταξη του ΚΤΕΛ Ν. Θεσσαλονίκης στον ΟΑΣΘ και έτσι θα μπορούσαν οι τελευταίες να ζητήσουν τη μετάταξή τους στον Οργανισμό αυτό, αλλά και να βλάψουν υλικά αφενός μεν το ΚΤΕΛ Ν. Θεσσαλονίκης, το οποίο κατέβαλε χωρίς νόμιμη αιτία τα παραπάνω ποσά (ΑΠ 170/96 ΠΧ ΜΣΤ', 1599), αφετέρου δε άλλους πραγματικά εργαζόμενους του ΚΤΕΛ, οι οποίοι θα επιθυμούσαν τη μετάταξη τους στον ΟΑΣΘ, (βλ. καταθέσεις των μαρτύρων οι οποίοι, μεταξύ άλλων, ρητά κατέθεσαν ότι παρότι οι τρεις προσληφθέντες υπάλληλοι είχαν καταγραφεί στις σχετικές μισθολογικές καταστάσεις του ΚΤΕΛ, για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών και περαιτέρω ότι καταβλήθηκαν από το τελευταίο και οι αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές του ΙΚΑ, αυτές ουδέποτε προσέφεραν οιαδήποτε εργασία. Σημειωτέον ότι ενώ, ο μεν κατηγορούμενος Χ2 απολογούμενος ανέφερε ότι "οι εργαζόμενες προσέφεραν εργασία", οι λοιποί κατηγορούμενοι (Χ1 και Μ. Κοτσαγερίδης) απολογούμενοι ανέφεραν αντίθετα ότι "λόγω των αντιδράσεων των λοιπών μετόχων της ΚΤΕΛ σταμάτησαν αυτές να δουλεύουν" (χωρίς να προσδιορίζουν επακριβώς το χρόνο της εργασίας τους ή της διακοπής αυτής). Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι, οι τελευταίοι παρά ταύτα και παρά τις ως άνω αντιδράσεις, δεν προέβησαν, ως όφειλαν, άμεσα σε καταγγελία των επίδικων συμβάσεων εργασίας, ώστε να καταστεί δυνατή η λύση αυτών - δεδομένου ότι οι προσληφθείσες ουδέποτε προσέφεραν οιαδήποτε πραγματική εργασία στο ΚΤΕΛ - αποκλειστικά και μόνο προκειμένου η εν λόγω υπηρεσιακή παράβαση τους να οδηγήσει στην επιδιωκόμενη παράνομη ωφέλεια των παραπάνω, συγγενών και γνωστών τους (βλ. και το από 11.5.2004 κοινό σημείωμά τους ενώπιον της Πταισματοδίκη του Β' Τμήματος στο οποίο, κατά τρόπο αντιφατικό (σε σχέση με τα όσα ανέφερε ιδίως παραπάνω ο πρώτος κατηγορούμενος στην απολογία του) εκθέτουν ότι: Μετά την 5.7.2003 αρνούμασταν να απασχολούμε τις παραπάνω για να μη δημιουργηθούν επεισόδια και διαπληκτισμοί ..." και περαιτέρω ότι "οι προσληφθείσες προσέρχονταν καθημερινά να εργαστούν σύμφωνα με τις συμβάσεις εργασίας, που υπέγραψαν μαζί τους, με αποτέλεσμα το ΚΤΕΛ να έχει καταστεί υπερήμερο, το οποίο και ως εργοδότρια επιχείρηση είχε υποχρέωση να καταβάλει στο ΙΚΑ τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές". Υπό τα άνω περιστατικά οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, αναγνωριζομένου εις αυτούς του ελαφρυντικού ότι διήγαγον πρότερο έντιμο βίο (84 παρ. 2α ΠΚ)".
Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπάρχει σε αυτήν η αναγκαία, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού ρητά αναφέρει ότι οι κατηγορούμενοι κατάρτισαν συμβάσεις εργασίας και προσέλαβαν τις σε αυτή αναφερόμενες τρεις υπαλλήλους, κατά παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας τους αόριστα, χωρίς να αναφέρεται στο σκεπτικό της, ούτε και στο διατακτικό της για να συμπληρωθεί, από ποία διάταξη νόμου ή από ποία διοικητική πράξη ορίζεται ότι στα καθήκοντα των κατηγορουμένων μελών του ΔΣ του "Κοινού Ταμείου Εισπράξεων Λεωφορείων ΚΤΕΛ Νομού Θεσσαλονίκης", περιλαμβανόταν και εκείνο της προσλήψεως υπαλληλικού προσωπικού στην ανώνυμη εταιρεία " ΚΤΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΕ", το οποίο και παρέβησαν, ούτε αναφέρονται οι νόμιμες διαδικασίες που όφειλαν να ακολουθήσουν για τη σύναψη νομίμων συμβάσεων μισθώσεως εργασίας αορίστου χρόνου, για να κριθεί το παράνομο της διαδικασίας που ακολούθησαν και των γενομένων προσλήψεων των τριών υπαλλήλων του ΚΤΕΛ και εντεύθεν η παράβαση των καθηκόντων τους. Ούτε μπορεί να συναχθεί ότι η πράξη της καταρτίσεως συμβάσεων προσλήψεως υπαλληλικού προσωπικού στο ΚΤΕΛ, συμπεριλαμβάνεται στα καθήκοντά τους, "όπως ενυπάρχουν στη φύση της υπηρεσίας τους ως υπαλλήλων". Με τις ελλείψεις αυτές, μη καλυπτόμενες από την αόριστη αναφορά στο σκεπτικό ότι οι κατηγορούμενου ενήργησαν "κατά παράβαση των νομίμων διατυπώσεων", καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 259 του ΠΚ, που έτσι παραβιάστηκε εκ πλαγίου, δεκτού καθισταμένου ως βασίμου, του σχετικού από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ πρώτου λόγου αναιρέσεως.
Μετά ταύτα, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως(άρθρο 519 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί τη με αριθμό 2528/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαρτίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή