Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αγορανομικός Κώδικας, Εκκρεμοδικία.
Περίληψη:
Παράβαση άρθρ. 30 § 12 Ν. 136/ 1946. Πότε αιτιολογία. Δεν απαιτείται να αναφέρει το χρόνο της εξέτασης και επανεξέτασης του δείγματος, ούτε ως παραβίαση δικαιωμάτων του κατηγορουμένου δύναται να θεωρηθεί (άρθρ. 171 §1 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ) αφού έπρεπε η αιτίαση να προβληθεί μέχρι την αμετάκλητο παραπομπή στο ακροατήριο (άρθρ. 173 § 2, 174 § 1 ΚΠΔ), αλλιώς καλύπτεται. Ένσταση εκκρεμοδικίας: Δεν προβλήθηκε κατά τρόπον σαφή και ορισμένο και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 1959/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Βαρβάρα Κριτσωτάκη και Ελένη Σπίτσα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιουλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σταθάρα, για αναίρεση της 836/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λιβαδειάς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαρτίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 573/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικος λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την διαδικασία στο ακροατήριο και στα οποία εστηρίχθη η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρμόσθη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός ενός εκάστου αυτών, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των αποδεικτικών μέσων μεταξύ των, αρκεί να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ' όψη του και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως. Περαιτέρω κατ' άρθρον 30 § 12 του Αγορανομικού Κώδικος (ΝΔ 136/1946) τιμωρούνται με τις εις αυτό αναφερόμενες ποινές "οι μη συμμορφούμενοι με τας υπό της αρμοδίας χημικής υπηρεσίας οδηγίας γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις δι' ων καθορίζονται οι όροι ους δέον να πληρώσει τα εις κατανάλωσιν προσφερόμενα εδώδιμα και ποτά, ως και τα αντικείμενα χρήσεως και οι όροι οίτινες δέον να τηρώνται κατά την κατεργασίαν και την συντήρησιν, αυτών προς φύλαξιν της δημοσίας υγείας και αποφυγήν απάτης των αγοραστών", κατά δε την απόφαση Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης (ΦΕΚ 127/18-2-1999) που αφορά τα υγρά καύσιμα και την εξέτασή των με την διαδικασία των εναλοιώντων ειδών άρθρον 3, 1 : Κατά τις δειγματοληψίες των υγρών καυσίμων ο κάτοχος του δείγματος θα δηλώνει εγγράφως στο πρωτόκολλο δειγματοληψίας αν επιθυμεί ή όχι την κατ' έφεση εξέταση του δεύτερου δείγματος, σε καταφατική δε περίπτωση να αναγράφει το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και το τηλέφωνο ή το Fax του ιδιώτη χημικού, που επιθυμεί να παρίσταται κατά την επανεξέταση ή ότι δεν επιθυμεί την παρουσία ιδιώτη χημικού, κατά δε το 3.3 Οι δειγματίζουσες Αρχές θα παραδίδουν εντός τριών εργασίμων ημερών το αργότερο τα λαμβανόμενα υπ' αυτών δείγματα στις πλησιέστερες Χημικές Υπηρεσίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αγορανομικού Κώδικα, ενώ οι Χημικές Υπηρεσίες θα προωθούν αμέσως προς τα αρμόδια Κεντρικά Εργαστήρια Ελέγχου Καυσίμων, Κ.Ε.Ε.Κ., όπως ορίζεται από την 3014276/8576/0078/9.7.1996 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, τα οποία και θα προβαίνουν αμέσως στις σχετικές εξετάσεις. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λιβαδειάς, δικάσαν κατ' έφεση, εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του με αναφορά κατ' είδος των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 836/2007 απόφασή του τα εξής: Από την όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, τη κατάθεση του μάρτυρος κατηγορίας, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και από την όλη συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της μονοπρόσωπης ΕΠΕ με την επωνυμία "DHM OIL Μονοπρόσωπη ΕΠΕ", η οποία διατηρεί πρατήριο υγρών καυσίμων στη ..... στο ... χιλιόμετρο της Εθνικής οδού ..... - ..... και ασχολείται με την εμπορία υγρών καυσίμων και λιπαντικών. Την 6-10-2000 η ΣΔΟΕ Στερεάς Ελλάδος μετέβη στο ανωτέρω πρατήριο και έλαβε δείγματα βενζίνης SUPER από τη δεξαμενή Νο 4 και από δύο αντλίες συνδεδεμένες με τη δεξαμενή αυτή, συνέταξε πρωτόκολλα δειγματοληψίας, μολυβδοσφράγισε τα δείγματα. Επίσης συνέταξε πρωτόκολλο ποσοτικής καταμέτρησης και υπηρεσιακό σημείωμα ελέγχου με την παρουσία του υπεύθυνου της επιχείρησης Α, τα οποία υπεγράφησαν από τον τελευταίο και από τους Ελεγκτές Β και Γ. Ακολούθως τα δείγματα αυτά εστάλησαν στη Δ' Χημική Υπηρεσία Πειραιώς, η οποία εξέτασε τα δείγματα και διεπίστωσε, όπως τούτο προκύπτει από τα σχετικά πρωτόκολλα εξέτασης και επανεξέτασης ότι τα δείγματα ευρέθησαν μη κανονικά, επειδή περιείχαν κινιζαρίνη σε ποσοστό 5,82 ppm αντί καθόλου όπως έπρεπε. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος κατείχε προς πώληση 3700 λίτρα βενζίνης SUPER νοθευμένη σε ποσοστό 97% στην προαναφερθείσα δεξαμενή και με τον τρόπο αυτό εισέπραττε προς ίδιο όφελος τη διαφορά προς ακριβότερης βενζίνης SUPER και φθηνότερης αμόλυβδης, μη συμμορφούμενος με τις οδηγίες, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις της αρμόδιας χημικής υπηρεσίας, με τις οποίες καθορίζονται οι όροι που πρέπει να πληρούν τα αντικείμενα χρήσεως που προσφέρονται προς κατανάλωση, κατά παράβαση του άρθρου 30 παρ. 12 του Ν.Δ 136/1946, σε συνδυασμό με τις υπ' αρ. 564/1993 και 2/2000 αποφάσεις της Α.Χ.Σ. Πρέπει λοιπόν να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για τη πράξη για την οποία κατηγορείται. Μετά ταύτα εκήρυξεν ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι στη ..... (στην ... χ/θ Ε.Ο. Λιβαδειάς-Δελφών) την 6-10-2000 δε συμμορφώθηκε με τις οδηγίες, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις της αρμόδιας χημικής υπηρεσίας, με τις οποίες καθορίζονται οι όροι που πρέπει να πληρούν τα αντικείμενα χρήσεως που προσφέρονται στην κατανάλωση και συγκεκριμένα ως διαχειριστής της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "DHM OIL ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ" με αντικείμενο την πώληση υγρών καυσίμων κατείχε προς πώληση στο πρατήριό του, ... χ/θ της Ε.Ο. .....-....., 3.700 λίτρα βενζίνης SUPER νοθευμένη σε ποσοστό 97% με αμόλυβδη βενζίνη (περιείχε κινιζαρίνη 5,82 ppm αντί καθόλου) κατά παράβαση του άρθρου 30 § 12 ΝΔ 136/1946 σε συνδυασμό με τις υπ' αριθμ. 564/1993 και 2/2000 αποφάσεις Α.Χ.Σ. Με αυτά που εδέχθη το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λιβαδειάς (ως εφετείο) διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις ανωτέρω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιοποίνου πράξεως δια την οποίαν κατεδικάσθη ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά ως και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκαμε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρμόσθη, της παραβάσεως των άρθρων 26 § 1 εδ. α' 27 § 1 ΠΚ και 30 § 12 ΝΔ 136/1946 (σε συνδυασμό με τις υπ' αριθμ. 564/1993 και 2/2000 αποφάσεις του Α.Χ.Σ), τις οποίες δεν παρεβίασεν ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, ενώ δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται την απόφαση εάν η εξέταση του δείγματος και επανεξέταση αυτού έγινε μέσα στα χρονικά όρια του άρθρου 3.3 που προβλέπονται από την ανωτέρω υπ' αριθμ. 548/1998 Υ.Α όπως ο αναιρεσείων εσφαλμένως ισχυρίζεται, ότι απαιτείται.
Συνεπώς οι τα αντίθετα υποστηρίζοντες πρώτος και δεύτερος λόγος της αναιρέσεως σχετικά με την κατά τ' άνω έλλειψη αιτιολογίας είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η αιτίαση αυτή ούτε ως παραβίαση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον αναιρεσείοντα ("για να υπάρξει αντίλογος του" όπως κατά λέξη αναφέρει) ώστε να υπάρξει απόλυτος ακυρότης, κατά το άρθρο 171 § 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, δύναται να εκληφθεί εν προκειμένω, διότι αναφέρεται σε πράξεις της προδικασίας και, μη προταθείσα κατά το άρθρο 173 § 2 ΚΠΔ, ήτοι έως ότου έγινε αμετάκλητη η παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, εκαλύφθη κατά το άρθρο 174 § 1. Επίσης ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος εις το πλαίσιο του λόγου περί ελλείψεως αιτιολογίας, ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εσφαλμένα αναφέρεται στο σκεπτικό της στην Υ.Α 285/1995 ΦΕΚ 919/1995, η οποία έχει πάψει να ισχύει από της εκδόσεως της Υ.Α 548/1998 είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, ερειδόμενος επί αναληθούς προϋποθέσεως, διότι πουθενά εις το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως εξ αυτής προκύπτει δεν αναφέρεται η υπ' αριθμ. 285/1995 Υπουργική απόφαση, ανεξαρτήτως εάν αυτή αναφέρεται εις το σκεπτικό της απορρίψεως των υποβληθεισών ενστάσεων, σχετικά με το ότι ο κύριος ή ο κάτοχος του δείγματος δεν έκαμε έγγραφη δήλωση στο πρωτόκολλο δειγματοληψίας ότι επιθυμεί ή όχι την εξέταση του δευτέρου δείγματος. Τέλος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίον ο αναιρεσείων έχει κριθεί ένοχος για το ίδιο αδίκημα με την υπ' αριθμ. 821/2007 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς, την οποίαν έχει αναιρεσιβάλλει και συνεπώς υπάρχει εκκρεμοδικία, ένσταση την οποίαν αντιπαρήλθε σιγή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που την είχε προτείνει παραδεκτά στην αρχή της συνεδρίασης ενώπιον αυτού, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, ότι η σχετική ένσταση δεν προεβλήθη, υπό του νυν προσφεύγοντος, σαφώς και ορισμένως, με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται για την θεμελίωσή του, αλλά προεβλήθη κατά λέξη ως εξής: "Το βενζινάδικο του κατηγορητηρίου είναι το τρίτο βενζινάδικο της επιχείρησης. Η πράξη του κατηγορητηρίου δεν αφορά ξεχωριστή πράξη γιατί όλα τα βενζινάδικα προμηθεύονται καύσιμα από το ίδιο βυτιοφόρο, επομένως καλύπτεται από τις προηγούμενες πράξεις. Υπάρχει απαράδεκτο, γιατί πρόκειται για μία πράξη". Ούτω και το δικαστήριο δεν είχε την υποχρέωση να απαντήσει. Μετά ταύτα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14/3/2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 836/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουλίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Αυγούστου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ