Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 232 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα και ηθική αυτουργία σε αυτή. Αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής αποφάσεως για τις άνω πράξεις για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Δεν αναφέρεται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα οι αιτιολογίες των από τους αναιρεσείοντες που ήταν παρόντες στη δίκη κατ' έφεση και απολογήθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου και δεν είναι βέβαιο ότι ελήφθησαν υπόψη οι απολογίες των από το Εφετείο. Αναιρεί και παραπέμπει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 232/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. ..., 2.... διά της δικαστικής συμπαραστάτριάς του ... και 3. Χ1 που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Μπαλέρμπα, περί αναιρέσεως της 4025/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Κανελλόπουλο.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1395/2009.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 Π.Κ., η οποία ορίζει ότι με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμοδιότητας να ενεργεί ένορκη εξέταση αρχής ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και να υφίσταται άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. α' Π.Κ., κατά την οποία με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, συνάγεται ότι επί ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέχουν α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η οποία (πρόκληση) μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, όπως πειθώ, φορτικότητα, απειλή, παραινέσεις κ.λ.π. β) διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής η επιχείρηση της πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση στον άλλον της αποφάσεως για τη διάπραξη ορισμένου εγκλήματος, με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξ άλλου έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελιώνουν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠοινΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδορκία μάρτυρα πρέπει, εκτός άλλων, να αναφέρονται σ' αυτήν τα αληθινά γεγονότα, τα οποία γνώριζε ο μάρτυρας που εξετάσθηκε και αντί αυτών εν γνώσει κατέθεσε τα ψευδή, δηλαδή να αναφέρονται τα γεγονότα που το δικαστήριο δέχθηκε ότι ήταν ψευδή και κήρυξε αντιστοίχως ένοχο ψευδορκίας κατ' αντιπαράθεση προς τα αληθινά γεγονότα και επιπλέον, προκειμένου για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία, να εκτίθενται τα περιστατικά από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση προς διάπραξη της ψευδορκίας μάρτυρα. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όμως, από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον στην περίπτωση αυτή, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με την εμπροθέσμως ασκηθείσα κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πλήττουν την υπ' αριθμό 4025/2009 απόφαση του δικάσαντος κατ' έφεση Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι πρώτος και δεύτερος από αυτούς ως αυτουργοί ψευδορκίας μάρτυρα ο δε τρίτος αναιρεσείων ως ηθικός αυτουργός σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή και καταδικάσθηκαν αύτοι σε φυλάκιση τριών μηνών για κάθε πράξη η οποία ανεστάλη επί τριετία, ενώ όσον αφορά τον τρίτο των ήδη αναιρεσειόντων κατηγορουμένων καθορίσθηκε η συνολική ποινή σε τέσσερις μήνες φυλακίσεως. Αποδίδεται από τους αναιρεσείοντες στην προσβαλλόμενη απόφαση έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου κώδικα αναιρετικό λόγο. Προσδιορίζεται από τους αναιρεσείοντες ορισμένους η έλλειψη με την αναφορά μεταξύ άλλων ότι δεν εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση όλα τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά και ότι δεν γίνεται στην άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών μνεία στις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως ούτε στις απολογίες των ίδιων των ήδη αναιρεσειόντων. Από την προσβαλλομένη απόφαση, προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην αιτιολογία της ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο δικαστήριο τούτο, τη χωρίς όρκο εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι τέλεσαν την πράξη που τους αποδίδεται δεδομένου ότι κατέθεσαν εν γνώσει τους ψέματα ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 25/4/2002, όταν εξετάστηκαν ως μάρτυρες υπεράσπισης του τρίτου κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος δικαζόταν για τις πράξεις της εξύβρισης και της απειλής σε βάρος της πρώην συζύγου του και ήδη πολιτικώς ενάγουσας Ψ1 κατά τη διάρκεια επεισοδίου που έλαβε χώρα στις 24.9.1999... Για την αναλήθεια των παραπάνω περιστατικών είναι σαφείς οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Ψ1 και Ψ2 αλλά και του ... που ήταν παρών κατά το παραπάνω επεισόδιο, οι οποίες ενισχύονται και επιβεβαιώνονται από τις υπ' αριθμούς 59890/2002 και 59891/2002 αποφάσεις του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών με τις οποίες ο τρίτος κατηγορούμενος καταδικάσθηκε με αφορμή το παραπάνω επεισόδιο για τις πράξεις της εξύβρισης και της απειλής σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας και της Ψ2, αντίστοιχα, σε φυλάκιση δύο μηνών για κάθε πράξη, για κάθε πολιτικώς ενάγουσα καθώς και από τις 75217/2002 και 75218/2002 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών που εκδόθηκαν σε δεύτερο βαθμό για τις ίδιες πράξεις που καταδίκασαν τον τρίτο κατηγορούμενο σε φυλάκιση 20 ημερών για κάθε πράξη, για κάθε πολιτικώς ενάγουσα, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες και περαιτέρω από την 33339/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών με την οποία η πολιτικώς ενάγουσα κηρύχθηκε αθώα για την πράξη της εξυβρίσεως σε βάρος του τρίτου κατηγορουμένου, ο οποίος την είχε εγκαλέσει με αφορμή το ίδιο ως άνω επεισόδιο. Οι ως άνω κατηγορούμενοι γνώριζαν την αναλήθεια των παραπάνω περιστατικών πλην όμως α κατέθεσαν κατά προτροπή του τρίτου κατηγορουμένου ο οποίος με παραινέσεις, αλλά και φορτικότητα τους έπεισε να προβούν στην πράξη τους αυτή, διότι είχε έννομο συμφέρον να απαλλαγεί από τις κατηγορίες που της αποδίδονταν και πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι για τις πράξεις που τους αποδίδονται. Δεν αναφέρεται όμως στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για να σχηματίσει την κρίση του όλα τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή τις απολογίες του πρώτου και του τρίτου των ήδη αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, που παρέστησαν στην κατ' έφεση δίκη και απολογήθηκαν οι ίδιοι κατά την ακροαματική διαδικασία. Δεν αναφέρεται ούτε στην εισαγωγή του σκεπτικού κατά την κατ' είδος παράθεση των ληφθέντων υπόψη αποδεικτικών μέσων η απολογία καθενός των πρώτου και τρίτου των κατηγορουμένων στην κατ' έφεση δίκη ούτε σε άλλο σημείο του περιεχομένου της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως με αποτέλεσμα να καθίσταται αβέβαιο ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του αυτές τις απολογίες των άνω από τους ήδη αναιρεσείοντες κατηγορουμένους.
Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό 4025/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή