Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2113 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά.




Περίληψη:
Ναρκωτικά. Κατοχή και απόπειρα διάθεσης σε τρίτους από υπάλληλο. Αυτοτελής ισχυρισμός προμήθειας - κατοχής για αποκλειστική δική του (δράστη) χρήση ως ισχυρισμός περί συμπτωματικής χρήσης. Απόρριψη των ισχυρισμών αυτών. Ανάγνωση εγγράφων που προσκόμισε ο κατηγορούμενος. Πως προκύπτει η ανάγνωση ή μη αυτών και πως δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Απόρριψη της αίτησης αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης.




Αριθμός 2113/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Παναγιώτη Ρουμπή- Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Ανδρέα Ξένο (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη, Χριστόφορου Κοσμίδη), Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ελευθερία Ρίζου, περί αναιρέσεως της 221/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Μαρτίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 511/2009.

Αφού άκουσε Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 5 παρ.1 περ.β' και ζ'του ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2161/1993 (ήδη άρθρο 20 του Κ.Ν.Ν. 3459/2006) τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ'αυτό ποινές, όποιος, εκτός των άλλων περιπτώσεων, διαθέτει σε τρίτους με οποιονδήποτε τρόπο και κατέχει ναρκωτικά. Ειδικότερα το έγκλημα της κατοχής ναρκωτικών ουσιών πραγματώνεται με τη φυσική εξουσίαση αυτών από το δράστη, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξη τους και κατά τη δική του βούληση να τις εξουσιάζει πραγματικά. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 42 ΠΚ πράξη που περιέχει αρχή εκτέλεσης είναι εκείνη με την οποία αρχίζει η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που αποφάσισε να κάνει ο δράστης, καθώς και εκείνη η ενέργεια που τελεί σε τέτοια συνάφεια και οργανικό δεσμό με την πράξη, ώστε στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρείται, κατά την κοινή αντίληψη τμήμα αυτής, που αμέσως οδηγεί στην πράξη αν δεν ανακοπεί από οποιοδήποτε λόγο. Ακόμη κατά το άρθρο 12 παρ.1 του ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του ν. 2161/1993 "όποιος για δική του αποκλειστική χρήση προμηθεύεται ή κατέχει με οποιονδήποτε τρόπο ναρκωτικά σε ποσότητα, που αποδεδειγμένα εξυπηρετεί αποκλειστικά της δικές του ανάγκες ή κάνει χρήση τους, ή καλλιεργεί φυτά κάνναβης σε αριθμό ή έκταση που δικαιολογούνται μόνο για δική του αποκλειστική χρήση, τιμωρείται με φυλάκιση". Η παραπάνω διάταξη αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 5 παρ.3 του ν. 3189/2003 και ορίσθηκε ανώτατο όριο ποινής "φυλάκιση μέχρις ενός έτους". Η νέα αυτή διάταξη, καθόσον αφορά την απειλουμένη ποινή, είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη και εφαρμόζεται αναδρομικά σύμφωνα με το άρθρο 2 ΠΚ. Στη συνέχεια στο ίδιο ως άνω άρθρο (12 παρ.1 του ν. 1729/1987 ορίζεται ότι "η διαπίστωση της εξυπηρέτησης της αποκλειστικής δικής του ανάγκης του κατόχου συγκεκριμένης ποσότητας ναρκωτικής ουσίας, γίνεται με συνεκτίμηση του είδους, της ποσότητας και της καθαρότητας της ουσίας, καθώς και των διαγνωστικών στοιχείων των αναφερομένων στο άρθρο 13 του παρόντος νόμου...". Από το εδάφιο β της παρ.1 του ως άνω άρθρου σαφώς προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις αυτού απαιτούνται για την παραδοχή του ισχυρισμού του κατηγορουμένου ότι "για δική του αποκλειστική χρήση προμηθεύεται ή κατέχει με οποιονδήποτε τρόπο ναρκωτικά σε ποσότητα που αποδεδειγμένα εξυπηρετεί τις δικές του ανάγκες..." και όχι αιτιολογία προς απόκρουση του ισχυρισμού αυτού. Τέλος, σύμφωνα με την παρ.3 του άρθρου 12 του ν. 1729/1987, μπορεί ο δράστης της παρ.1 του ίδιου άρθρου και νόμου και να κριθεί ατιμώρητος, αν κρίνει το δικαστήριο, συνεκτιμώντας τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και την προσωπικότητα του δράστη, ότι η αξιόποινη πράξη είναι τελείως συμπτωματική και δεν είναι πιθανό να επαναληφθεί αυτή ή κάποια άλλη του παρόντος νόμου. Από τα προεκτιθέμενα προκύπτει ότι ο ισχυρισμός περί συμπτωματικής χρήσης της ναρκωτικής ουσίας από το χρήστη προϋποθέτει την παραδοχή του ισχυρισμού του περί κατοχής-προμήθειας της ποσότητας αυτής για δική του αποκλειστική χρήση, που αποκλείεται στην περίπτωση της παραδοχής της κατοχής της ναρκωτικής αυτής ουσίας με σκοπό την περαιτέρω διάθεσή της σε τρίτους.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, για κατοχή ναρκωτικών ότι κατείχε αυτά για δική του αποκλειστική χρήση (άρθρο 12 παρ.1 του νόμου 1729/1987), η παραδοχή του οποίου συνεπάγεται την ευνοϊκή γι'αυτόν ποινική μεταχείριση (φυλάκιση μέχρι ενός έτους), πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 221/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά (κατά το μέρος που πλήττεται η ως άνω απόφαση με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης):Το Νοέμβριο 2001, ηΖ, που τότε ήταν ανήλικη, αλλά λόγω της πολύ καλής σωματικής της διάπλασης, και της εν γένει συμπεριφοράς της (ήταν υποψήφια σε καλλιστεία και κυκλοφορούσε αναλόγως) έδειχνε ενήλικη [όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο], είχε συλληφθεί για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών. Όταν διαπίστωσε τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε και τη δυνατότητα να την ελαφρύνει, με το να καταδώσει τους προμηθευτές της, προσπάθησε στην αρχή να επικοινωνήσει με δύο Αλβανούς, με τους οποίους διατηρούσε σχέσεις. 'Οταν δεν στάθηκε δυνατό να στηθεί κάποια συνάντηση με αυτούς, θυμήθηκε τον κατηγορούμενο, με τον οποίο είχε γνωρισθεί πριν από λίγον καιρό, είχαν μεταξύ τους μια εφήμερη ερωτική σχέση και για τον οποίο ήταν σίγουρη ότι, αν τον έπειθε να έχουν μια νέα ερωτική συνάντηση, θα έφερνε μαζί του κάποια μικροποσότητα ναρκωτικής ουσίας για να κάνουν από κοινού χρήση, στο πλαίσιο της συνεύρεσής τους. Του τηλεφώνησε, λοιπόν, παρουσία των αστυνομικών, που την είχαν υπό κράτηση και του υπέδειξε να τη συναντήσει σε κάποιο σπίτι στη ..., το οποίο ήταν η κατοικία κάποιου αστυνομικού οργάνου και είχε διατεθεί για το σκοπό αυτό. Ο κατηγορούμενος πείσθηκε και έσπευσε στο ραντεβού. Όταν μπήκε στην οικοδομή και κατευθύνθηκε στο διαμέρισμα, που του είχε υποδειχθεί τηλεφωνικώς από την Ζ, οι ενεδρεύοντες αστυνομικοί τον συνέλαβαν και στην έρευνα που επακολούθησε βρήκαν κρυμμένη στο παπούτσι που φορούσε μια μικρή ποσότητα ινδικής κάνναβης βάρους 1,5 γραμμαρίου.
Ο κατηγορούμενος, κατά το Νοέμβριο 2001, ήταν αστυνομικός υπάλληλος, υπηρετούσε στην Άμεση Δράση Αττικής και, λόγω της ιδιότητας αυτής, ήταν επιφορτισμένος [μεταξύ άλλων και] με τη δίωξη των παραβατών της νομοθεσίας περί ναρκωτικών. Το περιστατικό ότι βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια, λόγω ατυχήματος που είχε υποστεί, δεν ήταν καταλυτικό της ιδιότητάς του ως αστυνομικού, αφού η υπαλληλική του σχέση με την ΕΛΑΣ εξακολουθούσε να υφίσταται. Ο ίδιος προέβαλε τον υπερασπιστικό ισχυρισμό ότι είχε προμηθευθεί την ναρκωτική ουσία, που βρέθηκε στην κατοχή του, για δική του αποκλειστικά χρήση, επειδή ήταν πολύ στεναχωρημένος αφ' ενός λόγω του ατυχήματός του και αφ' ετέρου λόγω της κακής εξέλιξης μιας άλλης, σοβαρής συναισθηματικής σχέσης που είχε προηγουμένως. Και ότι ξεκινώντας βιαστικά από τον ..., όπου η κατοικία του, για τη ..., ξέχασε μέσα στο υπόδημα του την εν λόγω ποσότητα. Ο ισχυρισμός αυτός ελέγχεται ως αβάσιμος, διότι η Ζ προσκάλεσε τον κατηγορούμενο στο ερωτικό ραντεβού με τη βεβαιότητα ότι θα φέρει ναρκωτικά μαζί του, πράγμα πού έλπιζε ότι θα διευκολύνει τη θέση της και που επαληθεύτηκε στη συνέχεια. Και η βεβαιότητα αυτή υποδηλώνει ότι τόσο αυτή όσο και ο κατηγορούμενος γνώριζαν αμοιβαίως ότι κάνουν χρήση ινδικής κάνναβης. Επομένως, αποδεικνύεται πλήρως ότι ο κατηγορούμενος, έχοντας την ιδιότητα του αστυνομικού, κατείχε όχι προς αποκλειστικά ιδία χρήση την ως άνω ποσότητα ινδικής κάνναβης και αποπειράθηκε να διαθέσει μέρος αυτής στην Ζ, προσερχόμενος στο ερωτικό τους ραντεβού. Η δε προσπάθειά του ανακόπηκε από τη σύλληψή του, που μεσολάβησε και όχι από δική του θέληση, αφού αν δεν συνέβαινε η σύλληψη, θα έμπαινε στο διαμέρισμα και θα ολοκλήρωνε τη διάθεση. Επομένως, για τις πράξεις αυτές [από τις οποίες η απόπειρα κατά μεταβολή της αρχικής κατηγορίας για τετελεσμένη πράξη] πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό. Πρέπει, όμως, να του αναγνωρισθεί ως ελαφρυντική περίπτωση το γεγονός ότι είχε προηγούμενο έντιμο βίο, πράγμα που βεβαιώθηκε από τους μάρτυρες υπερασπίσεως χωρίς να αποκλεισθεί από άλλο αποδεικτικό στοιχείο, πλην βέβαια, της ατυχούς συμπεριφοράς για την οποία καταδικάζεται. Περίπτωση αναγνώρισης και του ελαφρυντικού της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς δεν συντρέχει, διότι, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η όντως παρατηρηθείσα απουσία νεότερης εγκληματικής διαγωγής αυτού δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο, ενόψει της πρωτόδικης καταδίκης του και της δυσαναλόγως αυστηρής ποινής που είχε επιβληθεί σ' αυτόν".
Ακολούθως το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της διακεκριμένης περίπτωσης λόγω της υπαλληλικής ιδιότητάς του κατοχής και της απόπειρας διάθεσης σε τρίτο ναρκωτικών ουσιών (ινδικής κάνναβης) και με την παραδοχή ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 περ.α' ΠΚ και μετ' απόρριψη των λοιπών αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος (περί κατοχής της συγκεκριμένης ποσότητας ινδικής κάνναβης για δική του αποκλειστικά χρήση, περί συμπτωματικής χρήσης της ναρκωτικής ουσίας και περί της συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2ε του ΠΚ) του επέβαλε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών). Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ.α', 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 42, παρ.1 και 84 παρ.2α ΠΚ, 4 παρ.1, 3 πιν. Α6, Β3, 5 παρ.1 περ. β και ζ, 6 παρ.1 εδ.β του ν. 1729/1987, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με τους νόμους 2161/1993 και 2479/1997, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης αδιακρίτως. Ειδικότερα είναι αβάσιμη και απορριπτέα η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι με ελλιπή αιτιολογία το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί κατοχής της μικρής ποσότητας (1,5 γραμμαρίου) ινδικής κάνναβης για δική του αποκλειστικά χρήση και μάλιστα συμπληρωματική, αφού, όπως σαφώς και ορισμένα προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η εν λόγω ποσότητα προορίζεται προς διάθεση στην τότε φίλη του μάρτυρα Ζ, την οποία έσπευσε να συναντήσει κατέχοντας, συσκευασμένη σε νάϋλον ζελατίνα και επιμελώς κρυμμένη την προαναφερόμενη ποσότητα ινδικής κάνναβης στο πάτο του αριστερού υποδήματός του (βλ. σελ. 31-32 της προσβαλλόμενης απόφασης). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίον αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος και ως προς τη μη συνδρομή στο πρόσωπό του των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 12 παρ.1 και 3 του ν. 1729/1987, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τον πιο πάνω λόγο αναίρεσης, πλήττεται απαραδέκτως η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ.1 δ, 329, 331 παρ.1, 333, 364 παρ.1, 369 και 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ συνάγεται ότι επέρχεται η συνιστώσα λόγο αναίρεσης απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίσης του, έλαβε υπόψη του, ευθέως και αμέσως, ως αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα, τα οποία δεν αναγνώσθηκαν κατά την δημόσια και προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, οπότε παραβιάζει την άσκησή του από το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα πηγάζοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικά με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία. Επιπλέον δε, παραβιάζονται οι αρχές της προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και της κατ'αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης. Η ακυρότητα αυτή αποτρέπεται αν το περιεχόμενο των μη αναγνωσθέντων εγγράφων διαπιστώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία ή αν τα έγγραφα αυτά αναφέρονται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της πληττόμενης απόφασης, χωρίς να έχουν ληφθεί αμέσως υπό από το Δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης αναφορικά με την συνδρομή των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, καθώς και αν τα έγγραφα αυτά συνιστούν στοιχεία του κατηγορητηρίου. Περαιτέρω, στα συντασσόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκαν, ούτε ακόμη και ως στοιχείο προσδιοριστικό της ταυτότητας αυτού, αλλά αρκεί να μνημονεύονται τα οποία άλλα στοιχεία εξατομικεύουν αυτό, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί αν το έγγραφο αυτό έχει πραγματικά αναγνωσθεί. 'Ετσι, εφόσον βεβαιώνεται ότι έγινε η ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, ενόψει του ότι η δυνατότητα του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται στα πρακτικά, αλλά από το αν αναγνώσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η πληττόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων προς απόδειξη των αυτοτελών ισχυρισμών του: α) περί κατοχής της ποσότητας των 1,5 γραμμαρίου ινδικής κάνναβης για δική του αποκλειστικά χρήση και 2) περί συνδρομής στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου (άρθρα 12 παρ.1 του ν. 1729/1987 και 84 παρ.2 α του ΠΚ) προσκόμισε στο Δικαστήριο, όσον αφορά μεν τον πρώτο των ως άνω ισχυρισμών του την υπ'αριθμ. 1493/9-10-2001 Γνωμάτευση της Ανωτάτης Υγειονομικής Επιτροπής της Ελληνικής Αστυνομίας (βλ. σελίδα 5η των ως άνω πρακτικών), όσον αφορά δε το δεύτερο ισχυρισμό οκτώ (8) επαίνους της Ελληνικής Αστυνομίας προς αυτόν για την εν γένει υπηρεσιακή δραστηριότητα και διαγωγή του ως αστυφύλακα (με ημερομηνία 31-8-1996, 1-1-1997, 5-5-1999, 28-12-1999, 26-1-2000, 10-3-2000, 15-6-2000 και 19-2-2001) (βλ. σελίδα 11η των ίδιων ως άνω πρακτικών) και "παρακάλεσε" την ανάγνωσή τους από το Δικαστήριο. Περαιτέρω από το περιεχόμενο του αιτιολογικού της πληττόμενης απόφασης και ειδικότερα το αρχικά μέρος αυτού, όπου γίνεται μνεία των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του για τον σχηματισμό της περί ενοχής του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος κρίσης του, δεν προκύπτει αδιστάκτως ότι δεν αναγνώσθηκαν τα προμνημονευόμενα έγγραφα που προσκόμισε ο αναιρεσείων στο Δικαστήριο και γνώριζε το περιεχόμενό τους, πλην όμως προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του για την απόρριψη του πρώτου των ως άνω ισχυρισμό των, το ότι δηλαδή κατά το χρόνο τέλεσης των δύο εγκλημάτων (κατοχής και απόπειρας διάθεσης σε τρίτο ναρκωτικής ουσίας) βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια λόγω ατυχήματος που είχε υποστεί (περιστατικά που θα αποδεικνυόταν και από την προαναφερόμενη ιατρική γνωμάτευση), χωρίς όμως από αυτό και μόνο να καταλύεται η υπαλληλική του ιδιότητα ως αστυνομικού και ο δόλος του της κατοχής και διάθεσης της κατασχεθείσας ναρκωτικής ουσίας που έφερε μαζί του επιμελώς κρυμμένης. Εξάλλου, η αιτίαση του αναιρεσείοντος για μη ανάγνωση των οκτώ (8) επαίνων του που προσκόμισε στο Δικαστήριο προς στήριξη του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον του και γι'αυτό είναι απορριπτέα, καθόσον ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε δεκτός ως κατ'ουσίαν βάσιμος, με αποτέλεσμα να επιβληθεί σ'αυτόν μειωμένη ποινή κατ'άρθρο 83 του ΠΚ. Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι όταν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ρώτησε τον κατηγορούμενο λίγο πριν τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας αν χρειάζεται καμμιά συμπληρωματική εξέταση ή κάποια διασάφηση, σύμφωνα με το άρθρο 368 ΚΠΔ, αυτός απήντησε αρνητικά (βλ. σελ. 29 των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης), χωρίς να ζητήσει, όπως μπορούσε, την ανάγνωση των ως άνω εννέα (9) εγγράφων που τον αφορούσαν και ισχυρίζεται ότι δεν έλαβε χώρα η ανάγνωσή τους.
Συνεπώς ο προαναφερόμενος λόγος της κρινόμενης αίτησης με τον οποίο προσβάλλεται η ως άνω απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας που συνέβη στο ακροατήριο (άρθρα 171 παρ.1 περ.δ' και 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠΔ), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17 Μαρτίου 2009 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ'αριθμ. 221/2009 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή