Θέμα
Ισχυρισμός αυτοτελής, Πρακτικά συνεδρίασης, Προφορική ανάπτυξη.
Περίληψη:
Απαράδεκτος ο αυτοτελής ισχυρισμός του μοναδικού λόγου αναίρεσης, διότι αυτός δεν αναπτύχθηκε και προφορικά, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 105/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φραγκίσκο - Γεώργιο Αυγερινό, περί αναιρέσεως της 32013/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενης ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιουλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1499/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ιδίου κώδικα, εκ της οποίας ιδρύεται ιδιαίτερος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' Κ.Π.Δ. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ή αόριστο ισχυρισμό. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 331 του Κ.Π.Δ. "η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά και για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά", κατά δε τη διάταξη του αρ. 141 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, "ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση (στα πρακτικά) κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο και να παραδίδουν γραπτώς,σ'αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση,τις δηλώσεις τους, που αναπτύχθηκαν προφορικά". Με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές, καθιερώνεται η αρχή της προφορικότητας της διαδικασίας της ποινικής δίκης, η οποία, όχι μόνο δεν κάμπτεται, αλλά αντίθετα ενισχύεται με τη δεύτερη, αφού η παράδοση γραπτώς των δηλώσεων, προϋποθέτει (κατά τη διάταξη αυτή) προφορική ανάπτυξή τους. Ετσι, η προβολή αυτοτελών του κατηγορουμένου ισχυρισμών, με μόνη τη διατύπωσή τους σε έγγραφο που καταχωρίζεται και ενσωματώνεται στα πρακτικά, χωρίς δηλαδή και την προηγούμενη προφορική προβολή και ανάπτυξή τους, προκύπτουσα από τα ίδια πρακτικά, ώστε αυτοί να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση, στα πλαίσια της προφορικότητας και της αμεσότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, παραβιάζει την αναφερόμενη αρχή της ποινικής διαδικασίας και οδηγεί στο απαράδεκτο του ισχυρισμού (Ολ. Α.Π. 2/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το μοναδικό λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η αναιρεσείουσα καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για παράβαση του άρθρου 17 του Ν. 2523/1997, η πλημμέλεια ότι απορρίφθηκε, χωρίς αιτιολογία, ο αυτοτελής ισχυρισμός της, ότι αυτή δεν προέβη στην πληρωμή των οφειλομένων χρεών της, για το λόγο ότι είχε κηρυχθεί σε πτώχευση με την υπ' αριθμ. 963/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ορίσθηκε ως χρόνος παύσεως των πληρωμών η 12-10-1999, οι δε σχετικές οφειλές προς το Δημόσιο ήταν μεταγενέστερες του ως άνω χρόνου παύσεως των πληρωμών (1-7-2001). Ο λόγος αυτός, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. είναι απαράδεκτος, διότι, από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, δεν προκύπτει το περιεχόμενο του από 17-5-2007 ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, που αναφέρεται μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων, αφού αυτός δεν καταχωρήθηκε στα πρακτικά, αλλά ακόμη και στην περίπτωση που η μη καταχώρηση οφείλεται σε παραδρομή, δεν προκύπτει ότι αυτός αναπτύχθηκε και προφορικά και επομένως το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε αυτόν. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα Δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25 Ιουλίου 2007 αίτηση της Χ για αναίρεση της υπ' αρ. 32013/2007 απόφασης του Ζ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ