Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1383 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή διεκδικητική.




Περίληψη:
Μεταβίβαση κυριότητας παραγώγως (με κληρονομική διαδοχή) και πρωτοτύπως (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) Αν η αγωγή απορριφθεί γιατί ο ενάγων δεν απέδειξε την κυριότητά του, παρέλκει η εξέταση της ενστάσεως ιδίας κυριότητας του εναγομένου αφού η απόρριψη της αγωγής που με την ένστασή του επιδίωξε έγινε γιατί ο ενάγων δεν απέδειξε τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουναρ19 άρθρου 559. Πότε ιδρύεται Οι πλεοναστικές παραδοχές δεν στηρίζουν το διατακτικό ούτε δημιουργούν δεδικασμένο και δεν υπόκεινται αυτοτελώς σε αναίρεση Οι αναιρετικοί λόγοι των αριθμών 10, 11γ και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αλυσιτελείς γιατί πλήττουν τις πλεοναστικές παραδοχές της απόφασης ως προς την ένσταση ιδίας κυριότητας, η εξέταση της οποίας ήταν περιττή, αφού η αγωγή απορρίφθηκε γιατί δεν αποδείχθηκε η ιστορική της βάση. Η αποδοχή του αιτήματος πραγματογνωμοσύνης, εφόσον δεν υφίσταται κρίση του δικαστηρίου περί του ότι απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, ανήκει στην διακριτική και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, η δε τυχόν αποδοχή ή σιωπηρή απόρριψη δε χρειάζεται να αιτιολογείται γιατί δεν αποτελεί ζήτημα κατά το άρθρο 559 αρ 19 ούτε υπόκειται σε κάποιο λόγο αναίρεσης





Αριθμός 1383/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. χήρας Ν. Κ., το γένος Μ. Μ., η οποία δεν παραστάθηκε. Στο αυτό ο δικηγόρος Λάμπρος Θεοτοκάτος δήλωσε ότι η αναιρεσείουσα απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους 1)Γ. Κ. και 2)Π. - Γ. Κ. του Ν., συζ. Γ. Κ., ..., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διοκοπείσα δίκη και παρίστανται με τον ίδιο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. συζ. Σ. Μ., το γένος Α. Μ. και 2) Σ. Μ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεράσιμο Θεοδωράτο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/4/2006 αγωγή της αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1111/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 597/2011 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 28/2/2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 9/9/2013 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Γεώργιου Κριμπά, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και δε την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως επί ακινήτου, αποτελεί και η καθολική διαδοχή από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά το χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφτηκε, νόμιμα, στα οικεία βιβλία μεταγραφών, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1199 του ίδιου κώδικα, με την κατά το άρθρο 1193 μεταγραφή, η κυριότητα του ακινήτου θεωρείται ότι περιήλθε στον κληρονόμο από τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043 και 1051 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας, με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής, με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία, άσκηση νομής, επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα και στις δύο περιπτώσεις, του νομέα να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του χρησικτησίας και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ'αυτά πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να είναι το πράγμα δικό του. Εξάλλου επί διεκδικητικής αγωγής πρέπει, κατά τα άρθρα 1094 ΑΚ και 338 ΚΠολΔ, ο ενάγων να αποδείξει το δικαίωμα της κυριότητάς του πάνω σε αυτό (ακίνητο) και ότι ο εναγόμενος το νέμεται ή το κατέχει. Αν όμως απορριφθεί η αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε η κυριότητα του ενάγοντος, καθίσταται περιττή η έρευνα της ένστασης ιδίας κυριότητας του εναγομένου, αφού η απόρριψη της αγωγής που επιδίωξε ο εναγόμενος με την ένστασή του έγινε, γιατί ο ενάγων δεν απέδειξε τα πραγματικά περιστατικά που την θεμελιώνουν. Εξάλλου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης, δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Ο αποβιώσας στις 27.11.1980 Μ. Μ. του Η., πατέρας της ενάγουσας, με την υπ'αριθμ..../9.12.1977 δημόσια διαθήκη του που δημοσιεύτηκε νόμιμα, με το 69/22.9.1981 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, εγκατέστησε κληρονόμο την ενάγουσα σε δήλα πράγματα και συγκεκριμένα μεταξύ άλλων κατέλιπε στην τελευταία ένα άγονο αγρό, έκτασης 30 στρεμμάτων που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Χαβριάτων Κεφαλληνίας και ο οποίος συνορεύει ανατολικά με καλύβα Μ. και Λ. Μ., βόρεια με δρόμο Ιεράς Μονής Κηπουραίων, δυτικά με τη ρίζα Μερσίνας και υδραγωγείο και νότια με ιδιοκτησία Α. Μ.. Με την υπ' αριθμ. .../2001 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμ/φου Αθηνών Σταυρούλας Ζυγούρη που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ληξουρίου, στον τόμο 203 και αριθμό 33, η ενάγουσα αποδέχθηκε ένα ενιαίο αγρό τριάντα στρεμμάτων, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει στην υπό κρίση αγωγή της, ο αγροτικός δρόμος για την κατασκευή του οποίου ο δικαιοπάροχος πατέρας της είχε παραχωρήσει άτυπα έκταση ενός περίπου στρέμματος στην Κοινότητα Χαβριάτων, είχε αποκόψει το ενιαίο ακίνητο σε δύο τμήματα ήδη από το 1967. Περαιτέρω με την υπ' αριθμ. …/22.9.2003 πράξη αποδοχής της Συμ/φου Ληξουρίου Αθανασίας Καρακούση -Θεοτοκάτου που μεταγράφηκε στα ίδια ως άνω βιβλία μεταγραφών στο τόμο 221 και αριθμό … διορθώθηκε η προηγούμενη, αναφορικά με την έκταση και τα όρια του προπεριγραφομένου κληρονομιαίου ακινήτου και συγκεκριμένα το ως άνω κληρονομιαίο ακίνητο των τριάντα περίπου στρεμμάτων, περιγράφεται πλέον ως δύο ακίνητα συνολικής έκτασης 64.000 τ.μ. εκ των οποίων το πρώτο είναι έκτασης 55.000,82 τ.μ. και συνορεύει ανατολικά με ακίνητο ιδιοκτησίας Σ. Μ., νοτιοανατολικά με ακίνητο ιδιοκτησίας Ν., ανατολικά εν μέρει με ακίνητο Μ. και εν μέρει με ακίνητο ιδιοκτησίας Λ. Μ., βόρεια με μονοπάτι προς Ιερά Μονή Κηπουραίων, δυτικά με αγροτική οδό, πλάτους τεσσάρων μέτρων και νότια με αγροτική οδό και πέραν αυτής με ιδιοκτησία ενάγουσας, ενώ το δεύτερο ακίνητο εμφανίζεται να έχει έκταση 9.030 τ.μ. και να συνορεύει νοτιοανατολικά με ακίνητο ιδιοκτησίας κληρονόμων Ι. Μ., νοτιοδυτικά με ακίνητο ιδιοκτησίας Κ. και βόρεια με αγροτική οδό πλάτους τεσσάρων μέτρων προς κεντρικό δρόμο, όπως τα δύο αυτά ακίνητα εμφαίνονται στο από Απριλίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα, του πολιτικού μηχανικού Π. Α.. Το επίδικο εδαφικό τμήμα, στο οποίο κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, εισήλθαν οι εναγόμενοι το Μαΐο του 2005 έχει έκταση 11.165,82 τ.μ. και συνορεύει βορείως με μονοπάτι που οδηγεί στην Ιερά Μονή Κηπουραίων, νοτίως και δυτικώς με ιδιοκτησία ενάγουσας και ανατολικά με ιδιοκτησία Λ. Μ., όπως το τμήμα αυτό εμφαίνεται υπό στοιχ. Κ-Λ-Μ-1-6-7-Κ στο από Απριλίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Π. Α.. Περαιτέρω δεν αποδείχτηκε ότι η επίδικη εδαφική έκταση, την οποία η ενάγουσα εντάσσει στο βορειοανατολικό τμήμα του πρώτου περιγραφέντος ανωτέρω ακινήτου περιλαμβάνεται στο ακίνητο των 30 στρεμμάτων, που κατέλιπε σ’ αυτήν ο δικαιοπάροχος της Μ. Μ. και την οποία η ίδια με τη διορθωτική πράξη αποδοχής κληρονομιάς εμφάνιζε ως έχουσα διπλασία έκταση. Η αναφερόμενη στη δημόσια διαθήκη ως καλύβα "Λ. Μ.", με την οποία ορίζεται στην ανατολική του πλευρά το ακίνητο, δεν αποδεικνύεται ότι βρίσκεται στο σημείο 6 του τοπογραφικού διαγράμματος του Π. Α., στο οποίο σημειωτέον δεν αναφέρεται ως καλύβα "Λ. Μ.", αλλά ως καλύβα "Ν.". Άλλωστε κατά την τοπογράφηση το έτος 2001 της όλης έκτασης των 64.000 τ.μ. από τον Π. Α. δεν υπήρχε η ως άνω καλύβα, απλά αποτυπώθηκε στο τοπογραφικό με βάση τις υποδείξεις από τα τέκνα της ενάγουσας και του αδελφού της ίδιας Σ. Μ., καίτοι στην επίδικη περιοχή υπήρχαν και άλλες καλύβες και ερείπια καλυβών, όπως τούτο προκύπτει από την έκθεση φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών των ετών 1960 και 1972. Επιπλέον ο πραγματογνώμονας Β. Π., κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε σε υπόθεση μεταξύ της ενάγουσας και του Δήμου Παλλικής, ενώ αποφαίνεται ότι είναι αδύνατη η εφαρμογή ακινήτου 30 στρεμμάτων, όπως αναφέρεται στην .../1977 δημόσια διαθήκη, διότι τα προσδιοριστικά στοιχεία των ορίων δεν συμφωνούν, εντούτοις εντελώς αντιφατικά και αυθαίρετα, επικαλούμενος μαρτυρίες τρίτων τους οποίους και δεν κατονομάζει, αποτυπώνει την καλύβα "Λ. Μ." στη θέση Β του τοπογραφικού διαγράμματος, που συνοδεύει την υπ' αριθμ. 66/2007 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, διευρύνοντας με αυτό τον τρόπο το ακίνητο της ενάγουσας από την ανατολική πλευρά . Περαιτέρω ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ο δικαιοπάροχος της άσκησε πράξεις νομής στο επίδικο από το έτος 1930 που περιήλθε σ’ αυτόν από άτυπη δωρεά του πατέρα του Η. Μ. μέχρι το θάνατο του (27.11. 1980) και ότι στη νομή του τον διαδέχθηκε η ίδια δεν αποδείχτηκε. Οι μάρτυρες αυτής, Μ. Δ., Η. Ζ. και Π. Κ., ουδέν καταθέτουν περί πράξεων νομής της ίδιας και του δικαιοπαρόχου της στην επίδικη έκταση περιοριζόμενοι κυρίως να βεβαιώσουν για την ύπαρξη καλύβας εντός του επιδίκου και την ονομασία αυτής. Η κατάθεση δε του γιου της δεν κρίνεται πειστική και ανταποκρινόμενη στην αλήθεια, αφού δεν επιβεβαιώνεται από άλλο αποδεικτικό μέσο. Αντίθετα ο Η. Μ. ανιψιός της ενάγουσας καταθέτει ότι όσο ζούσε ο Μ. Μ. (δικαιοπάροχος της ενάγουσας) ο πατέρας του Σ. βοσκούσε το ποίμνιο του στο ακίνητο του τελευταίου, στο οποίο όμως δεν συμπεριλαμβανόταν η επίδικη εδαφική έκταση και ότι "εδώ και 4-5 χρόνια η θεία του (ενάγουσα) συνέταξε ένα τοπογραφικό (για το χωράφι στη θέση "..." δείχνοντας σε αυτό ότι το χωράφι της έχει έκταση 65 στρέμματα, επεκτείνοντας δηλαδή αυτό σε βάρος των διπλανών ακινήτων που κατέχονται από τη Μ. Μ. και το Δήμο Παλλικής. Περαιτέρω από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η προπεριγραφείσα αυτή επίδικη εδαφική έκταση, αποτελεί τμήμα μείζονος ακινήτου 27.000,64 τ. μ. . Στο ακίνητο αυτό ο Γ. Η. Μ. πεθερός της α' εναγομένης; που πέθανε στις 24.4.1994; με την από 10.4.1989 ιδιόγραφη διαθήκη του εγκατέστησε κληρονόμο του την πρώτη εναγομένη, η οποία αποδέχτηκε την κληρονομιά με την …/9. 8.1995 δήλωση της . ενώπιον της συμ/φου Ληξουρίου Αγλαΐας Λουκάτου, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα. Ο δικαιοπάροχος της πρώτης εναγομένης ήταν γεωργοκτηνοτρόφος, καλλιεργούσε το επίδικο με βρώμη και αγριοκόκι και έβοσκε το ποίμνιο του περισσότερο από 30 χρόνια πριν το θάνατο του. Από το έτος 1980 μεταβίβασε την νομή του στην εναγομένη η οποία είναι κτηνοτρόφος , διατηρούσε ποίμνιο 250 προβάτων, έβοσκε σ' αυτό τα ζώα της πότε η ίδια και πότε δια του αντιπροσώπου συζύγου της δευτέρου εναγομένου και συνέχισε την ίδια νομή μετά την κτήση της κληρονομιάς μέχρι και την άσκηση της αγωγής. Ακόμη η πρώτη εναγομένη υπέβαλε στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ Ληξουρίου δήλωση φόρου κληρονομιάς για το ίδιο ακίνητο και το περιέλαβε στη φορολογική δήλωση του εντύπου Ε9. Τέλος με την 9/17.2.1999 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων μετά από προσφυγή της το παραπάνω ακίνητο χαρακτηρίστηκε ως αγροτική έκταση και έλαβε την 31/2000 οικοδομική άδεια ανέγερσης ισόγειας αγροτικής αποθήκης. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τις εξ ιδίας αντιλήψεως καταθέσεις των μαρτύρων Σ. Μ., Α. Λ., Δ. - Γ. Μ. του Σ.. Οι καταθέσεις αυτές χωρίς να αναιρούνται από αντίθετο αποδεικτικό μέσο; επιβεβαιώνονται πλήρως και από αυτές των μαρτύρων Α. Μ., Π. Μ. του Ν., Θ. Μ., Γ. Μ. του Σ., Α. Μ. και Κ. -Α. Κ. - Τ. του Ε., οι οποίες λήφθηκαν στα πλαίσια της από 15.9.2001 αγωγής της πρώτης εναγομένης κατά του Δήμου Παλλικής και εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω η ενάγουσα δεν κατέστη κυρία του επιδίκου ούτε με παράγωγο τρόπο αφού το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στον τίτλο της , ούτε ο δικαιοπάροχος της κατά το χρόνο του θανάτου του ήταν κύριος αυτού, αλλά ούτε με τακτική και έκτακτη χρησικτησία και η αγωγή πρέπει ν' απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας, περί πλαστότητας της από 10.4.1989 ιδιόγραφης διαθήκης του πενθερού της α' εναγομένης και το συναφές αίτημα περί γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης για τη διαπίστωση της αλυσιτελώς προβάλλεται αφού η αγωγή απορρίφθηκε, επειδή η ενάγουσα δεν απέδειξε την ιστορική βάση της αγωγής της και όχι κατά παραδοχή της ένστασης ιδίας κυριότητας που πρόβαλε η πρώτη εναγομένη. Για τον ίδιο λόγο απορριπτέο είναι και το αίτημα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης με περιεχόμενο εάν στην με αριθμό .../1995 πράξη αποδοχής κληρονομίας της πρώτης εναγομένης περιελήφθη το επίδικο ακίνητο. Αλλά και το αίτημα για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, είναι απορριπτέο κατ' ουσίαν διότι το δικαστήριο σχημάτισε ασφαλή κρίση ως προς τα αποδεικτέα πραγματικά περιστατικά, από τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προαναφέρθηκαν". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη, από 3.4.2006 διεκδικητική αγωγή της αναιρεσείουσας, για το επίδικο, επιφανείας 11.165,82 τ.μ., ακίνητο, στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Χαβριάτων Κεφαλληνίας, από το οποίο την απέβαλαν οι εναγόμενοι και που είχε ως βάση τον παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας από επαχθείσα σ'αυτήν, εκ διαθήκης, κληρονομιά του πατέρα της, την οποία αποδέχθηκε και μετέγραψε, άλλως τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρουμένου και του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου πατέρα της από το 1930, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και ακολούθως απέρριψε την έφεση της ιδίας (αναιρεσείουσας) κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Ειδικότερα το Εφετείο δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στο μεγαλύτερο ακίνητο που η αναιρεσείουσα απέκτησε, με νόμιμα αποδεχθείσα και μεταγραφείσα, εκ διαθήκης, κληρονομιά του πατέρα της, ο οποίος δεν αποδείχθηκε ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αφού δεν προέκυψε η ενέργεια πράξεων νομής από αυτόν και συνεπώς ούτε διαδοχή της αναιρεσείουσας στη νομή αυτή έλαβε χώρα και ότι συνακόλουθα αυτή δεν έχει αποκτήσει κυριότητα ούτε παραγώγως από κληρονομιά, αλλά ούτε και πρωτοτύπως με τακτική, άλλως, έκτακτη χρησικτησία. Επομένως το Εφετείο με τις κρίσεις του αυτές, στις οποίες στήριξε την απόρριψη της ένδικης αγωγής, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού περιέλαβε σαφείς, πλήρεις (αν και συνοπτικές) και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή ή μη των αναφερομένων στη νομική σκέψη ουσιαστικών διατάξεων και επομένως ο υποστηρίζων τα αντίθετα πέμπτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες το Εφετείο προσέδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα σε ορισμένα προσαχθέντα από τους αναιρεσιβλήτους - εφεσιβλήτους έγγραφα, έναντι άλλων προσαχθέντων από την αναιρεσείουσα - εκκαλούσα και ότι με ανεπαρκή αιτιολογία και παρά τα αντιθέτως προκύπτοντα από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία (τοπογραφικό διάγραμμα, αεροφωτογραφίες περιγραφή στη διαθήκη του πατέρα της αναιρεσείουσας του καταλιπομένου με αυτήν μεγαλυτέρου ακινήτου) δέχθηκε ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στον τίτλο της αναιρεσείουσας, είναι απαράδεκτες, γιατί απροκάλυπτα και χωρίς επιφάσεις, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και ως προς τη στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και την αιτιολόγηση του πορίσματος που εξήχθη από αυτά. Οι αιτιάσεις κατά τις οποίες το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες δέχθηκε ότι το επίδικο περιήλθε στην πρώτη αναιρεσίβλητη από εκ διαθήκης κληρονομιά του πεθερού της, ο οποίος είχε καταστεί κύριος από έκτακτη χρησικτησία, λόγω ασκήσεως σ' αυτό (επίδικο) πράξεων νομής για περισσότερο από τριάντα χρόνια και ότι η παραδοχή αυτή αντιφάσκει προς την παραδοχή ότι η έρευνα της γνησιότητας της διαθήκης αυτής δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης, είναι απαράδεκτες γιατί αφορούν σε πλεοναστικές αιτιολογίες ως προς την εξέταση της ένστασης ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου της πρώτης αναιρεσίβλητης, οι οποίες δεν στηρίζουν το διατακτικό, ούτε δημιουργούν δεδικασμένο αφού η απορριπτική κρίση του Εφετείου στηρίχθηκε στην μη απόδειξη της ιστορικής βάσεως της αγωγής και κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η έρευνα της ενστάσεως ιδίας κυριότητας ήταν περιττή. Η αιτίαση κατά την οποία το Εφετείο δεν αιτιολογεί την απορριπτική κρίση του περί μη διενέργειας της αιτηθείσας από την αναιρεσείουσα πραγ/νης ως προς τη θέση του επιδίκου, προεχόντως είναι απαράδεκτη, αφού το δικαστήριο δεν υποχρεούται να αιτιολογεί την κρίση του αυτή, καθόσον το σχετικό αίτημα δεν αποτελεί "ζήτημα" κατά την έννοια της ερευνώμενης διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά προσέτι είναι και αβάσιμη, καθόσον όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, η απορριπτική αυτή κρίση (ως εκ περισσού) αιτιολογείται. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (πέμπτος) πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (Ολ.ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του (Ολ.ΑΠ 23/2008). Καμμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ'είδος, κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔ αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη, ενώ ως ιδιαίτερα μεταξύ άλλων αποδεικτικά μέσα πρέπει να μνημονεύονται οι ένορκες βεβαιώσεις και οι εκθέσεις πραγ/νης (ΑΠ 609/2013), σε αντίθεση με τις τεχνικές εκθέσεις και τα σχεδιαγράμματα που τις συνοδεύουν ή προσαρτώνται στα συμβόλαια, αφού τα αποδεικτικά αυτά μέσα, ως έγγραφα με ειδική ρύθμιση, κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ, καλύπτονται από την αναφορά της απόφασης στα "προσκομισθέντα έγγραφα" (Ολ.ΑΠ 8/2005). Μόνο αν από τη γενική η και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε και προσκόμισε, από τα οποία προέκυπτε τόσο η ένταξη του επιδίκου στο μεγαλύτερο ακίνητο που αυτή κληρονόμησε από τον πατέρα της, όσο και η διενέργεια πράξεων νομής στο επίδικο και συνακόλουθα το ουσία βάσιμο της αγωγής, τόσο κατά την κύρια όσο και κατά τις επικουρικές βάσεις της και ειδικότερα ότι δεν έλαβε υπόψη α)την νόμιμα ληφθείσα υπ'αριθμ.2064/4.2.2008 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της αναιρεσείουσας Η. Ζ. του Α., β)τα από Νοεμβρίου 2001 και Απριλίου 2006 τοπογραφικά διαγράμματα του πολιτικού μηχανικού Π. Α., γ)την από Φεβρουαρίου 2007 έκθεση πραγ/νης του τοπογράφου - μηχανικού Β. Π. και το από Οκτωβρίου 2006 τοπογραφικό που την συνοδεύει, δ)την από 28.7.2007 έκθεση φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών των ετών 1960, 1972, 1966 και 1992, του τοπογράφου - μηχανικού Φ. Κ.. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχομένη σ'αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκε υπόψη η επίμαχη ένορκη βεβαίωση, καθώς και όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα αποδεικτικά αυτά μέσα (φύλλο 3β, φύλλο 4β για τοπογρ.Α.Α. φύλλλο Αβ για πραγ/νη Β.Π., φύλλο 5β για κατάθεση Η. Ζ.), δεν γεννιέται καμμιά απολύτως, αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε, με τις υπόλοιπες αποδείξεις, για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος, ως προς το ουσία αβάσιμο της αγωγής. Οι αιτιάσεις του ερευνώμενου λόγου ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, είναι απαράδεκτες, καθόσον πλήττουν την, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν το δικαστήριο, παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου, με το άρθρο 106 ΚΠολΔ, συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση αυτά που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Ειδικότερα ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Εξάλλου η συμπλήρωση των αποδείξεων με την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο εκτιμά ελευθέρως την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγμ/σύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται "ιδιάζουσες" γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγμ/να ή πραγμ/νες. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο χωρίς απόδειξη και χωρίς να διαταχθεί ως προς τη θέση του επιδίκου η αιτηθείσα πραγμ/νη φωτοερμηνείας, δέχθηκε ότι τούτο (επίδικο) ήταν τμήμα ευρύτερου ακινήτου, που περιήλθε κατά κυριότητα στην πρώτη αναιρεσίβλητη με κληρονομική διαδοχή από διαθήκη του πεθερού της. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής για την ίδια αιτία που αναφέρεται παραπάνω στον αναιρετικό λόγο του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι γιατί αφορά σε ισχυρισμούς που δεν είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα γιατί αφορά σε πλεοναστική παραδοχή της απόφασης που δεν στηρίζει το διατακτικό της, το οποίο προέκυψε από την μη απόδειξη της ιστορικής βάσεως της αγωγής και όχι από την ως εκ περισσού εξέταση της ενστάσεως ιδίας κυριότητας της εν λόγω πρώτης αναιρεσίβλητης, ενώ η αιτίαση περί απορρίψεως του αιτήματος διενεργείας πραγ/νης είναι απαράδεκτη, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η οικεία απορριπτική, ρητή ή σιωπηρή, κρίση του δικαστηρίου δεν ελέγχεται αναιρετικά, το δε Εφετείο στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της απόφασης έκρινε ανέλεγκτα ότι "δεν απαιτείται πραγμ/νη, καθόσον τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα ήταν επαρκή για τον σχηματισμό ασφαλούς κρίσεως ως προς τα αποτελούντα αντικείμενο αποδείξεως πραγματικά περιστατικά". Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (δεύτερος) πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει. Το έγγραφο πρέπει να αφορά στην απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι ισχυρισμού επιβλαβούς για τον αναιρεσείοντα που να ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή να επιδρά στο διατακτικό της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο παραμορφώνοντας το περιεχόμενο τριών εγγράφων δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στα έγγραφα αυτά και ότι ανήκει στην πρώτη αναιρεσίβλητη, είναι δε τα έγγραφα αυτά α)η υπ'αριθμ..../1995 πράξη αποδοχής της από 10.4.1989 ιδιόγραφης διαθήκης του αποβιώσαντος το 1994 πεθερού της πρώτης αναιρεσίβλητης, β)η υπ'αριθμ.9/17.2.1999 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Δασικών Αμφισβητήσεων και γ)η υπ'αριθμ.31/2000 οικοδομική άδεια της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κεφαλονιάς και Ιθάκης (τμήμα Ληξουρίου). Ο λόγος αυτός όπως και οι προαναφερθέντες από τις διατάξεις των αριθμών 10 και 19 του άρθρου 559 λόγοι είναι αλυσιτελής γιατί αφορά σε έγγραφα που χρησίμευσαν στην απόδειξη της ενστάσεως ιδίας κυριότητας της πρώτης αναιρεσίβλητης, η οποία όμως ήταν περιττή και δεν άσκησε επιρροή στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Για την ίδια αιτία, ήτοι ως αφορών σε ισχυρισμούς που δεν άσκησαν επιρροή στην έκβαση της δίκης και δη σε λήψη υπόψη ισχυρισμού που συγκροτούσε την ιστορική βάση της εν λόγω ενστάσεως ιδίας κυριότητας είναι και ο επόμενος (τέταρτος) αναιρετικός λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δέχθηκε χωρίς τούτο να έχει προταθεί, ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη, είτε ίδια είτε δια του αντιπροσώπου συζύγου της, ήτοι του δευτέρου αναιρεσιβλήτου, ασκούσε στο επίδικο πράξεις νομής από το 1980 που η νομή αυτή της παραδόθηκε από τον πεθερό της. Ενόψει τούτων και οι λόγοι αυτοί (τρίτος και τέταρτος), καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Οι υπεισελθόντες στη θέση της αρχικής αναιρεσείουσας και συνεχίζοντες τη δίκη, εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, πρέπει, ως ηττώμενοι διάδικοι, να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ.176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28.2.2012 αίτηση της Μ. Χας Ν. Κ., το γένος Μ. Μ., στη θέση της οποίας υπεισήλθαν ο Γ. Κ. και η Π. - Γ. Κ. του Ν. σύζυγος Γ. Κ., για αναίρεση της υπ'αριθμ.597/2011 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει τους υπεισελθόντες στη θέση της αρχικής αναιρεσείουσας στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή