Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Δυσφήμηση απλη.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για απλή δυσφήμηση. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος της αιτήσεως αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας αναφορικά με τα στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, καθώς και με τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του άρθρου 367 § 1 περ. γ΄ ΠΚ. Απορρίπτεται επίσης ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ Α΄ ΚΠΔ λόγος της αιτήσεως αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 § 1 περ. δ΄ ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο προς στήριξη της καταδικαστικής του κρίσης έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα α΄, β΄, γ΄, δ΄ που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητα τους (άρθρα 329, 331, 333, 358, 364 και 369 ΚΠΔ). Η αιτίαση ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος των κατηγορουμένων για την διενέργεια δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού δεν συνεπάγεται ακυρότητα, ούτε ιδρύει αναιρετικό λόγο. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1881/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Κωνσταντίνου Κούκλη), ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά - Εισηγήτρια, Βασίλειο Φράγγο, σύμφωνα με την 66/5-5-10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και την Γραμματέα Ευδοκία Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Γ. Α. του Λ., και 2. Ε. Α. του Α., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεοχάρη Δαλακούρα, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 7375/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Ι., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπελαντή.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 14/2010.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Εξάλλου, κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ, "αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του Εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη". Η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατά τη διάταξη αυτή υπόκειται στην απόλυτη κρίση του δικαστηρίου, του δικαστικού συμβουλίου ή του ανακρίνοντος και δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 7375/2009 απόφασή του, με την οποία καταδικάσθηκαν οι κατηγορούμενοι σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ( 4 ) μηνών ο καθένας με τριετή αναστολή για την αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμησης, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης που αλληλοσυμπληρώνονται, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την πράξη της απλής δυσφήμησης για την οποία και πρωτοδίκως καταδικάσθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση. Ειδικότερα, οι κατηγορούμενοι, όπως και ο εγκαλών είναι μέλη του Παραθεριστικού Οικοδομικού Συνεταιρισμού Υγειονομικών "Η ΥΓΕΙΑ ΣΥΝ. Π.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα. Ο εγκαλών ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ. του Συνεταιρισμού μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2003, η δε πρώτη κατηγορουμένη είχε εκλεγεί από τις 6/10/2002 μέλος του Τριμελούς Εποπτικού Συμβουλίου αυτού μαζί με τους Μ. Τ. και Μ. Κ. (λοιπά μέλη αυτού). Με την ανάληψη των ως άνω καθηκόντων της η πρώτη κατηγορουμένη άρχισε να αναζητά και να ερευνά για τα βιβλία, τις ενημερωτικές καταστάσεις και για λοιπά στοιχεία του Συνεταιρισμού, προκειμένου να διενεργηθεί ο διαχειριστικός έλεγχος τον οποίο είχε υποχρέωση να κάνει. Μέχρι τότε υπήρχαν φήμες ότι οι μεταβιβάσεις των μερίδων του συνεταιρισμού δεν γίνονταν κανονικά, δηλαδή με βάση τη διαδικασία που προβλέπεται στο καταστατικό, η δε κατηγορουμένη με τα βιβλία και τα στοιχεία που της δόθηκαν διαπίστωνε ότι δεν μπορούσαν να ταυτιστούν οι μερίδες με τα μέλη του συνεταιρισμού. Της δημιουργήθηκε η πεποίθηση, μετά και από φήμες που κυκλοφορούσαν μεταξύ των μελών του Συνεταιρισμού (βλ. την κατάθεση στο Δικαστήριο αυτό αλλά και στο πρωτόδικο του Μ. Τ.) ότι κατά τις μεταβιβάσεις των μερίδων γίνονταν παρατυπίες και ότι αυτές επωλούντο κατά τρόπο βλαπτικό για το συνεταιρισμό. Η πεποίθησή της αυτή ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι ενώ είχεν αρχίσει τον έλεγχο το Εποπτικό Συμβούλιο του οποίου αυτή είχεν εκλεγεί μέλος αποφασίστηκε από το Δ.Σ. του Συνεταιρισμού η σύγκλιση της Γενικής Συνέλευσης των μελών του, πολύ πριν από τη λήξη της θητείας του Δ.Σ., προκειμένου να αποφασιστεί η ημερομηνία διεξαγωγής νέων εκλογών. Έχοντας την πεποίθηση, λοιπόν, η κατηγορουμένη, ότι στο συνεταιρισμό γίνονται ατασθαλίες μετέφερε αυτή κατά τους αναφερόμενους στο διατακτικό χρόνους και σε άλλα μέλη του σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί τους, δηλαδή διέδιδε ότι ο εγκαλών μαζί με τους συνεργάτες του έχει πωλήσει μερίδες των συνεταιριστών σε τρίτους και έχει καταχραστεί χρήματα. Στις 20-4-2003 συνήλθε η Γεν. Συνέλευση του Συνεταιρισμού για να αποφασίσει για τη διεξαγωγή και το χρόνο των εκλογών. Στην εν λόγω συνέλευση ήταν παρών και ο δεύτερος κατηγορούμενος, σύζυγος της πρώτης κατηγορουμένης, ο οποίος αφού έλαβε το λόγο είπε μεταξύ άλλων απευθυνόμενος στον εγκαλούντα Πρόεδρο τότε του Συνεταιρισμού Γ. Ι. "Διαθέσατε αξιότιμε κύριε συνάδελφε τις μερίδες παράνομα. Παράνομα τι πει; Στην αγορά στοιχίζει η μερίδα 10-12 εκατομμύρια. Βρήκατε ανθρώπους που τους δώσατε με 5 εκατομμύρια. Γράψατε στα κατάτοιχα πόσο κοστολογείται η μερίδα, 1 εκατομμύριο και τσεπώσατε, όχι εσείς, δεν ξέρω εγώ, με συγχωρείτε, όχι εσείς, τα υπόλοιπα 4 εκατομμύρια. Το ερώτημά μου είναι: Ενεργήσατε νόμιμα στη διάθεση των μερίδων ναι ή όχι; ... Θέλω ακόμα, αξιότιμε κύριε Ι., να σας πω ότι καταχραστήκατε, λεηλατήσατε, πλιατσικολογήσατε την εμπιστοσύνη την επί 10ετία την οποία είχαμε δείξει, με την οποία σας είχαμε επενδύσει. Και σας λέω κ. Ι., σηκωθείτε και φύγετε, πηγαίνετε στο σπίτι σας να απολαύσετε τα αγαθά τα οποία αποκτήσατε με τον τίμιο ιδρώτα του προσώπου σας, φύγετε προτού είναι αργά είστε ένοχος ...". Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η πρώτη κατηγορουμένη μετά την ως άνω Γενική Συνέλευση και πάντως πριν από την προγραμματισθείσα για αρχαιρεσίες σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με μέλη του συνεταιρισμού τους ανέφερε ότι ο εγκαλών μαζί με άλλους συνεργάτες του είχαν πωλήσει μερίδες συνεταιριστών σε τρίτους και ότι αυτός είχεν καταχραστεί χρήματα του συνεταιρισμού με παράνομες ενέργειες, περί αυτού δε (τηλεφωνημάτων και περιεχομένου των) κατέθεσαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο οι μάρτυρες Κ. και Κ., όπως προκύπτει από τα αναγνωσθέντα πρακτικά αυτού (ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη). Τα ως άνω καταγγελλόμενα, όμως, από τους κατηγορουμένους για το πρόσωπο του εγκαλούντος περί παρανόμων μεταβιβάσεων μερίδων, υπεξαιρέσεων και καταχρήσεων εκ μέρους του τελευταίου (εγκαλούντος) δεν είναι αληθή. Αυτό προκύπτει άλλωστε και από το γεγονός ότι, μετά από την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του εγκαλούντος και άλλων προσώπων για υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και απιστία κατ' εξακολούθηση, το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 2392/2006 βούλευμά του, που έγινε αμετάκλητο (βλ. το υπ' αριθμ. 3766/19-9-2007 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Α.Π. και την από 19-9-2007 υπηρεσιακή βεβαίωση του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών στο σώμα του Βουλεύματος), αποφάνθηκε, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων (εγκαλούντος κ.λπ.) για τις πιο πάνω πράξεις που φέρονται ότι τελέστηκαν από το έτος 1998 έως και τις 13-7-2001, ενώ έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για τις μερικότερες πράξεις προ του έτους 1998, κρίνοντας ότι δεν προέκυψαν ενδείξεις παράνομης ιδιοποίησης της αξίας διατεθεισών μερίδων των μελών του συνεταιρισμού και απιστίες. Όμως, ενόψει των όσων η πρώτη κατηγορουμένη αντιμετώπισε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της ως μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου και για τα οποία προέβη σε σχετικές καταγγελίες μαζί με το Μ. Τ., όπως αναφέρεται και στο προαναφερόμενο υπ' αριθμόν 2392/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, περί του ότι δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στις ενημερωμένες καταστάσεις των μελών του συνεταιρισμού, με συνέπεια να μη μπορεί να γίνει ο έλεγχος από το Εποπτικό Συμβούλιο του αριθμού, και περί του ότι δεν τηρούνταν σωστά τα βιβλία του ως άνω συνεταιρισμού με βάση το άρθρο 38 του καταστατικού και συγκεκριμένα ότι δεν τηρούνταν το βιβλίο μερίδων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κυκλοφορούσαν φήμες για παράνομες μεταβιβάσεις μερίδων, αφού και ο ίδιος ο Μ. Τ. στην κατάθεσή του αναφέρει "Αυτό που λέγαμε στη Γ.Σ. ήταν να γίνει έλεγχος μερίδων. Γίνονταν παράνομες ανταλλαγές χωρίς εντολή της Γ.Σ.", η πρώτη κατηγορουμένη πίστευε, ότι όσα κατά τα ανωτέρω ανέφερε στις τηλεφωνικές της συνομιλίες με μέλη του συνεταιρισμού ήταν αληθινά. Το ίδιο άλλωστε πίστευε και ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος ως μέλος του συνεταιρισμού αλλά και από όσα συζητούσε με τη σύζυγό του, πρώτη κατηγορούμενη, από τις πληροφορίες που αυτή είχε αλλά και από όσα διαπίστωνε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της ως μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου του Συνεταιρισμού, τα οποία και του μετέφερε, σχημάτισε την πεποίθηση ότι το Δ.Σ. του συνεταιρισμού με πρόεδρο τον εγκαλούντα προέβαινε σε παράνομες μεταβιβάσεις μερίδων και από αυτές εισπράττονταν μεγαλύτερα ποσά τα οποία δεν κατέληγαν στο συνεταιρισμό αλλά σε άλλα πρόσωπα. Έτσι όσα ως άνω ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της Γ.Σ. στις 20-4-2003 είπε αναφερόμενος στον εγκαλούντα δεν είναι αληθινά, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα αλλά και με τις σκέψεις του ως άνω βουλεύματος, πίστευε όμως αυτός ότι ήσαν αληθινά για τους προεκτεθέντες λόγους. Ως εκ τούτου τα καταγγελλόμενα από τους κατηγορουμένους, κατά τα ανωτέρω, συνιστούν γεγονότα δυσφημιστικά για το πρόσωπο του εγκαλούντος που μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του δεδομένου μάλιστα ότι και με τις φράσεις του δευτέρου κατηγορουμένου "... καταχραστήκατε, λεηλατήσατε, πλιατσικολογήσατε την εμπιστοσύνη την οποία επί δεκαετία σας είχαμε δείξει", "κ. Ι. σηκωθείτε και φύγετε, πηγαίνετε στο σπίτι σας να απολαύσετε τα αγαθά τα οποία αποκτήσατε με τον τίμιο ιδρώτα του προσώπου σας ..." υποκρύπτονται περιστατικά και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του εγκαλούντος. Τέλος, αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι τα πιο πάνω γεγονότα που απέδιδαν στον εγκαλούντα ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του όταν μάλιστα τα ισχυρίστηκαν ενώπιον μελών του συνεταιρισμού καθώς και ότι ήθελαν να τα ισχυρισθούν ενώπιον αυτών (μελών του Συνεταιρισμού). Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των κατηγορουμένων ότι οι αποδιδόμενες σε αυτούς εκδηλώσεις για το πρόσωπο του εγκαλούντος έγιναν από μεν την πρώτη στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων της ως μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου του Συνεταιρισμού, που είχεν υποχρέωση ελέγχου και διαφύλαξης των συμφερόντων του συνεταιρισμού, και από τους δύο δε για την προστασία των δικαιωμάτων του συνεταιρισμού αλλά και των δικών τους, ως μελών αυτού, καθώς και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για το σύννομο των δραστηριοτήτων του συνεταιρισμού και ότι επομένως αίρεται το άδικο της πράξης τους, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, καθόσον οι εκδηλώσεις τους αυτές υπερέβησαν στη συγκεκριμένη περίπτωση και υπό τις περιστάσεις που έγιναν το επιβαλλόμενο και αντικειμενικώς αναγκαίο μέτρο για την άσκηση των καθηκόντων της πρώτης και του συμφέροντος αμφοτέρων, δεδομένου ότι τις αιτιάσεις και τις καταγγελίες τους εναντίον του εγκαλούντος αλλά και τα δικαιώματά τους μπορούσαν να τα ασκήσουν με άλλα νόμιμα μέσα. Ομοίως πρέπει να απορριφθούν τόσο το αίτημα των κατηγορουμένων περί διεξαγωγής αποδείξεων για να προσκομισθεί το βιβλίο μερίδων του συνεταιρισμού, με τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 παρ. 10 του Π.Δ. 93/1987 απαραίτητα στοιχεία όσο και το αίτημα αυτών περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ώστε να καταδειχθεί αν το προσαχθέν και υπάρχον στη δικογραφία σε φωτοτυπικό αντίγραφο και επικυρωμένο από το δικηγόρο κ. Σ. είναι ή όχι το βιβλίο μερίδων του συνεταιρισμού με όσα στοιχεία απαιτεί ο νόμος καθόσον το βιβλίο μερίδων του συνεταιρισμού υπάρχει στη δικογραφία και έχει προσκομισθεί σε εκτέλεση της υπ' αριθμόν 42768/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών και κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν απαιτείται πραγματογνωμοσύνη για να διαπιστωθεί αν το βιβλίο αυτό είναι ή όχι το βιβλίο μερίδων του Συνεταιρισμού δεδομένου ότι τούτο είναι το βιβλίο μερίδων του Συνεταιρισμού και έχει επικυρωθεί μάλιστα το φωτοτυπικό αντίγραφο αυτού από το δικηγόρο κ. Σ.. Κατ' ακολουθίαν των προαναφερομένων στοιχειοθετείται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς σε βάρος των κατηγορουμένων η πράξη της απλής δυσφήμισης του εγκαλούντος και πρέπει αυτοί να κηρυχθούν ένοχοι της πράξης αυτής κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ένδικη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της απλής δυσφήμησης για την οποία καταδικάσθηκαν οι κατηγορούμενοι, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 362 του Π Κ που εφάρμοσε. Ειδικότερα, πλήρως αιτιολογείται ο δόλος των αναιρεσειόντων με την παράθεση πραγματικών περιστατικών από τα οποία προκύπτει η γνώση τους ότι τα γεγονότα που ισχυρίστηκαν ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντα και τη θέληση τους να ισχυριστούν ενώπιον τρίτων τα βλαπτικά γεγονότα, καθώς επίσης πλήρως αιτιολογείται και η απόρριψη του προβληθέντος από αυτούς αυτοτελούς ισχυρισμού περί εφαρμογής του άρθρου 367 παρ. 1 περίπτωση γ του ΠΚ, την οποία το δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και δεν την εφάρμοσε στην κρινόμενη περίπτωση. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ.), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Προσθέτως, με πλήρη αιτιολογία το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των κατηγορουμένων περί διεξαγωγής αποδείξεων για να προσκο-μισθεί το βιβλίο μερίδων του Συνεταιρισμού, με τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 παρ. 10 του ΠΔ 93/1987 απαραίτητα στοιχεία (ονοματεπώνυμο, επάγγελμα, ημερομηνία εγγραφής, εξόδου, διαγραφής μελών κτλ), δεχθέν στο σκεπτικό του ότι το βιβλίο μερίδων του Συνεταιρισμού υπάρχει στη δικογραφία και έχει προσκομισθεί σε εκτέλεση της υπ' αριθμ. 42768/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, ενώ εξ άλλου, η αιτίαση ότι
η προσβαλλόμενη απέρριψε και μάλιστα αναιτιολόγητα το αίτημα των κατηγορουμένων για την διενέργεια δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να καταδειχθεί αν το προσαχθέν και υπάρχον στη δικογραφία σε φωτοτυπικό αντίγραφο και επικυρωμένο από το δικηγόρο κ. Σ. είναι ή όχι το βιβλίο μερίδων του Συνεταιρισμού με όσα στοιχεία απαιτεί ο νόμος, είναι απορριπτέα ως ερειδομένη επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με πλήρη αιτιολογία.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329,331,333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α λόγο αναιρέσεως, γιατί στερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να κάμει παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι, ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου τους. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει (κατά το άρθρο 358 του ΚΠΔ) τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται με επάρκεια, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Έτσι, ο κατηγορούμενος, γνωρίζων πλήρως την ταυτότητα του εγγράφου αυτού, έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα εκ του άρθρου 358 του ΚΠΔ δικαιώματα, δεδομένου μάλιστα ότι εφόσον πραγματοποιήθηκε η ανάγνωση του εγγράφου αυτού, παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενο αυτού του εγγράφου, αφού λογικά η δυνατότητα αυτή δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναγνώσθηκαν, πλην των άλλων, και: α) το ιδιωτικό συμφωνητικό (με αύξοντα αριθμό 21), β) το ενημερωτικό σημείωμα (με αύξοντα αριθμό 24), γ) το βιβλίο μελών-μερίδων με ημερομηνία απόκτησης ( ... ), με αύξοντα αριθμό 25. Με την αναφορά αυτή των εν λόγω εγγράφων, και δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δεν αναγνώσθηκε δεύτερο ιδιωτικό συμφωνητικό, δεύτερο ενημερωτικό σημείωμα και δεύτερο βιβλίο μελών-μερίδων με ημερομηνία απόκτησης (...), επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη μνεία προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, όπως το περιεχόμενο, ο συντάκτης, η χρονολογία, τα πρόσωπα εις τα οποία αφορούν, αφού με την ανάγνωσή τους στην επ' ακροατηρίου διαδικασία,κατάστησαν γνωστά τα εν λόγω έγγραφα κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα, να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σε σχέση με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε πάντως από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Επομένως, ο περί απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ) δεύτερος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ, 1 του ΚΠΔ), και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος στη δίκη πολιτικώς ενάγοντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10/12/2009 αίτηση των Ε. Α. του Α. και Γ. Α. του Λ., κατοίκων ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 7375/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, τον καθένα, και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος την οποία ορίζει στο ποσόν των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουλίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποβιωσάσης της Γραμματέως, η παρούσα απόφαση υπογράφεται από την Γραμματέα Πελαγία Λόζιου, κατόπιν της υπ' αριθ. 152/2010 Πράξεως του Προέδρου του Αρείου Πάγου.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Δεκεμβρίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ