Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 116 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Πολιτική αγωγή, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση. Πλήρης και σαφής αιτιολογία του άμεσου δόλου. Πολιτική αγωγή. Παραγραφή της αξιώσεως. Μη προσβολή της ενστάσεως παραγραφής ενώπιον του δικαστηρίου. Μεταβίβαση της αξιώσεως στους κληρονόμους του πολιτικώς ενάγοντος.




Αριθμός 116/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού - Εισηγητής, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Δουβαρά, περί αναιρέσεως της 1768/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Χ2, 2) Χ3 του Ζ, 3)Χ4 του Ζ, κατοίκους ..., και 4) Χ4 χήρα Ζ, κάτοικο ..., ως κληρονόμων του Ζ, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Λεωνίδα Κουρμπανά. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28.3.2008 αίτησή του αναιρέσεως και στο από 16.10.2009 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 604/2008.
Αφού άκουσε Του πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Υπαίτιος των πράξεων που προβλέπονται, από τα άρθρα 229 παράγραφος 1 και 224 παράγραφος 2 ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα, είναι στην πρώτη περίπτωση, εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν και στη δεύτερη περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρα, εκείνος που, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Έτσι, για τη θεμελίωση και των δύο αυτών εγκλημάτων απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην περίπτωση του άρθρου 229 παράγραφος 1 και ότι τα ενόρκως κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή, στην περίπτωση του άρθρου 224 παράγραφος 2. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, διαφορετικά η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 362 ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, ενώ κατά το άρθρο 363 ΠΚ, εάν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις τελευταίες διατάξεις, προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Έτσι, για τη θεμελίωση και αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια της διάδοσης και τη γνώση ότι η τέτοια διάδοση δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου άμεσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Περαιτέρω, ως έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, χωρίς να απαιτείται η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία -και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή- όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παράγραφος 1 και 178 ΚΠΔ. Ειδικότερα επί καταδικαστικής απόφασης για έγκλημα που διώκεται κατ' έγκληση, εφόσον η τελευταία υποβλήθηκε μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεσή του, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να διαλαμβάνεται στην απόφαση και να προσδιορίζεται και ο χρόνος κατά τον οποίο ο δικαιούχος έλαβε γνώση της πράξης ή και ενός έστω από τα πρόσωπα που τη διέπραξαν. Διαφορετικά, η αιτιολογία της απόφασης δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού δεν εκτίθενται αναγκαίως οι σκέψεις με τις οποίες υπάγονται τα περιστατικά στην ουσιαστική διάταξη του Ποινικού Κώδικα που προβλέπει την εμπρόθεσμη υποβολή της έγκλησης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα σ' αυτήν κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι (από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, την χωρίς όρκο εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώστηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία της κατηγορουμένης και την όλη αποδεικτική διαδικασία), αποδείχτηκαν τα εξής: "Η κατηγορουμένη, ενώ όπως διαπιστώθηκε γραφολογικά είχε υπογράψει η ίδια τις υπ' αριθμ. ... επιταγές της ... Τράπεζας, ποσών 13.000.000 και 6.500.000 δραχμών, αντίστοιχα, (βλ. την αναγνωσθείσα έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του γραφολόγου ... και την αναγνωσθείσα βεβαίωση γραφολογικής διερευνήσεως της γραφολόγου ...), ενεργώντας με πρόθεση και με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του εγκαλούντος μηνυτή Ζ για πλαστογραφία, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή των ως άνω επιταγών προς αυτόν, στην ... και στις 4 Απριλίου του έτους 2000, με την υπ' αριθμ. ... μήνυσή της, που κατέθεσε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, εν γνώσει της κατεμήνυσε ψευδώς τον ως άνω εγκαλούντα μηνυτή, ότι αυτός, χωρίς να έχει το προς τούτο νόμιμο δικαίωμα και χωρίς την εξουσιοδότησή της, έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της στις ως άνω δύο επιταγές της ... Τράπεζας, πλην όμως ο εγκαλών μηνυτής Ζ, ύστερα και από διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκε με την αναγνωσθείσα υπ' αριθμ. 33651/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, απαλλάχθηκε αμετάκλητα της κατηγορίας που αφορούσε την δήθεν από μέρους του πλαστογραφία της υπογραφής της κατηγορουμένης στις ως άνω δύο επιταγές με την αναγνωσθείσα υπ' αριθμ. 62582/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (βλ. το αναγνωσθέν υπ' αριθμ. πρωτ. ... πιστοποιητικό του Γραμματέα του Αρείου Πάγου και την υπηρεσιακή βεβαίωση του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών επί της αναγνωσθείσας υπ' αριθμ. 62582/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών). Περαιτέρω, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη, στην ... και στις 4 Απριλίου 2000, ενεργώντας με πρόθεση, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση και συγκεκριμένα, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών κατά την κατάθεση της προαναφερθείσας μηνύσεώς της σε βάρος του εγκαλούντος μηνυτή Ζ για πλαστογραφία των ως άνω επιταγών, ενώ γνώριζε ότι η υπογραφές της στις ως άνω επιταγές είχαν τεθεί από την ίδια και ήταν γνήσιες δικές της, εν γνώσει της κατέθεσε ψέματα και συγκεκριμένα επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της μηνύσεώς της, ότι δηλαδή ο Ζ, χωρίς να έχει το προς τούτο νόμιμο δικαίωμα και χωρίς την εξουσιοδότησή της, έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της στις προαναφερθείσες ως άνω δύο επιταγές της ... Τράπεζας. Τέλος, όπως αποδείχθηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, η κατηγορουμένη, στην ... και στις 4 Απριλίου του έτους 2000, ενεργώντας με πρόθεση, με την κατάθεση της ως άνω μηνύσεώς της στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, ισχυρίστηκε και διέδωσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ενώπιον του γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και ενώπιον όλων όσων έλαβαν γνώση της ως άνω μηνύσεως που υπέβαλε σε βάρος του εγκαλούντος μηνυτή Ζ, ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του τελευταίου, γνωρίζοντας την αναλήθειά τους και συγκεκριμένα, ενώ γνώριζε ότι οι υπογραφές της στις ως άνω επιταγές είχαν τεθεί από την ίδια και ήταν γνήσιες δικές της, εν γνώσει της ισχυρίστηκε και διέδωσε ψευδώς ενώπιον των ως άνω τρίτων προσώπων ότι ο εγκαλών μηνυτής Ζ πλαστογράφησε τις υπογραφές της στις ως άνω δύο επιταγές, δηλαδή ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή, αφού τον χαρακτήριζαν ως ανέντιμο πλαστογράφο επιταγών. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως που κατηγορείται και γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχη τούτων, σύμφωνα με το διατακτικό. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, η κατηγορουμένη, μέχρι τις 4-4-2000 που τέλεσε τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και γι' αυτό πρέπει να της αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παράγραφος 2 περ. α του Π.Κ. και να γίνει δεκτό ότι, μέχρι της τελέσεως των ως άνω αξιοποίνων πράξεων που διέπραξε, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το παραπάνω δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το διατακτικό της οποίας αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης και επέβαλε σ' αυτήν ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, κατά συγχώνευση, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παράγραφος 1α, 27 παράγραφος 1, 94 παράγραφος 1, 224 παράγραφος 2 -1, 229 παράγραφος 1 και 363-362 ΠΚ που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που επιτρεπτώς αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, το οποίο εν προκειμένω δεν αποτελεί απλή τυπική επανάληψη του διατακτικού, παρατίθενται τα αναγκαία κατά το νόμο πραγματικά περιστατικά για την στοιχειοθέτηση των προαναφερόμενων εγκλημάτων και μεταξύ αυτών: α) Αναφέρεται ότι η αναιρεσείουσα στις 4 Απριλίου 2000, που είναι ο χρόνος τελέσεως όλων των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε, επιβεβαίωσε ενόρκως το περιεχόμενο της υπό στοιχεία ... μηνύσεώς της κατά την κατάθεση αυτής ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών, όπως τούτο προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση της μηνύσεώς της και της ενσωματωμένης σ' αυτήν πράξεως καταθέσεως, καθώς και των πρακτικών της προσβαλλομένης, εκ των οποίων προκύπτει ότι η ανωτέρω μήνυση αναγνώστηκε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, (σελ. 6, έγγραφο υπό στοιχ. 3). β) Αιτιολογείται με σαφήνεια και πληρότητα ο άμεσος δόλος της αναιρεσείουσας με την έκθεση στο σκεπτικό των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση της, τόσο για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης όσο και εκείνων της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η κατηγορουμένη γνώριζε ότι η αξιόποινη πράξη, για την οποία καταμήνυσε τον εγκαλούντα, ήταν ψευδής και σκοπός της ήταν να προκαλέσει την ποινική του δίωξη γι' αυτήν. Όπως ειδικώς αναφέρεται στο σκεπτικό "η κατηγορουμένη, ενώ, όπως διαπιστώθηκε γραφολογικά, είχε υπογράψει η ίδια τις επιταγές της ... Τράπεζας .. ενεργώντας με πρόθεση και με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του εγκαλούντος - μηνυτή Ζ για πλαστογραφία, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή των άνω επιταγών προς αυτόν, στην ... και στις 4 Απριλίου του έτους 2000, με την υπ' αριθμ. ... μήνυσή της, που κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών, εν γνώσει της καταμήνυσε ψευδώς τον άνω εγκαλούντα μηνυτή, ότι αυτός, χωρίς να έχει το προς τούτο δικαίωμα και χωρίς την εξουσιοδότησή της, έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της στις ως άνω δύο επιταγές ..., ενώ γνώριζε ότι οι υπογραφές της είχαν τεθεί από την ίδια και ήταν γνήσιες δικές της, εν γνώσει της κατέθεσε ψέματα και συγκεκριμένα επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της μηνύσεώς της .... εν γνώσει της ισχυρίστηκε και διέδωσε ψευδώς ενώπιον των ως άνω τρίτων προσώπων ότι ο εγκαλών μηνυτής Ζ πλαστογράφησε τις υπογραφές της στις ως άνω δύο επιταγές, δηλαδή ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή, αφού τον χαρακτήριζαν ως ανέντιμο πλαστογράφο, επιταγών ...". Δεν ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε ο προσδιορισμός ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, αφού προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και γ) Από την επιτρεπτή επισκόπηση της υπό στοιχεία ΑΒΜ... μηνύσεως - εγκλήσεως του Ζ κατά της αναιρεσείουσας, προκύπτει ότι χρόνος υποβολής αυτής ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών είναι η 6.6.2000 κι επομένως η έγκληση αυτή είναι εμπρόθεσμη (χρόνος τελέσεως των πράξεων της αναιρεσείουσας 4.4.2000) και δεν απαιτούνταν για την αιτιολογία της αποφάσεως να παρατεθεί στο σκεπτικό της και ο χρόνος γνώσεως των πράξεων από τον εγκαλούντα, όπως έχει εκτεθεί στη νομική σκέψη (βλ. πράξη κατάθεσης). Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα των ανωτέρω, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ως εκ περισσού, καίτοι δεν πλήττεται η απόφαση για παραβίαση του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, η ένορκη κατάθεση της αναιρεσείουσας αποτελούσε τη βάση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, για το οποίο καταδικάστηκε και είχε αυτή την δυνατότητα να ασκήσει το εκ του άρθρου 358 ΚΠΔ δικαίωμά της.
Με τον δεύτερο από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. γ' ΚΠΔ λόγο, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναγράφει στο διατακτικό της αφενός τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε και αφετέρου αριθμητικά τις σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν και ως εκ τούτου έλαβε χώρα παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η μη καταχώριση στο διατακτικό της αποφάσεως των ουσιαστικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν δεν αποτελεί πλέον λόγο αναιρέσεως, ανεξάρτητα του ότι από την επισκόπηση του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αναφέρονται τόσον οι αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, όσο και οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν από το δικαστήριο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παράγραφος 2 ΚΠΔ, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα, όμως αυτή, που δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος, ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 68 του ίδιου κώδικα διαδικασία ως προς τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι για άλλες πλημμέλειες (Ολ. ΑΠ 762/1992), μεταξύ των οποίων και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση, κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, όταν ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε ένσταση παραγραφής, αφού η εκ του λόγου αυτού απόσβεση της σχετικής αξίωσης λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό δικαστήριο, κατόπιν προβολής ενστάσεως παραγραφής και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 63 και 68 παράγραφος 2 ΚΠΔ, η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου από τον δικαιούμενο κατά τις διατάξεις του ΑΚ (άρθρο 932 ΑΚ), μέχρι να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 933 του ΑΚ, η κατά το άρθρο 932 αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν αναγνωρίσθηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε αγωγή. Κατά συνέπεια, η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου, μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του, εάν αυτός, ενόσω ζούσε, με νομότυπη δήλωση στην προδικασία ή ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, είχε παραστεί ως πολιτικώς ενάγων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 68 παράγραφοι 1 και 2 και 82 παράγραφος 1 ΚΠΔ, αφού η κατά την ποινική διαδικασία νομότυπη και παραδεκτή δήλωση άσκησης πολιτικής αγωγής εξομοιώνεται με την άσκηση αγωγής ενώπιον του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Εξάλλου, στο άρθρο 937 του ΑΚ ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση...., εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως. Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή σε άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή ως προς την διάρκειά της καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή άλλου ειδικού ποινικού νόμου και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Π Κ αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παράγραφος 1 ΑΚ. Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παράγραφο 3 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (Πολ. Ολ. ΑΠ 21/2003). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής, η δε με τον τρόπον αυτόν διακοπείσα παραγραφή αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και κατά τo άρθρο 270 ΑΚ, αν η παραγραφή διακόπηκε, ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και, αφότου περατώθηκε η διακοπή, αρχίζει νέα παραγραφή. Τέτοια άσκηση αγωγής, που διακόπτει την παραγραφή, συνιστά και η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επιτρεπτώς επισκοπούνται για τον έλεγχο της βασιμότητάς του από την αναιρεσείουσα προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω κακής παράστασης της πολιτική αγωγής, ο Ζ την 6.6.2000 κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών την από 3.5.2000 έγκλησή του κατά της ήδη αναιρεσείουσας, με την οποία την καταμήνυε για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση και στην οποία είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για ποσό 15.000 δραχμών (με επιφύλαξη), λόγω ηθικής βλάβης την οποία επικαλέστηκε ότι υπέστη τα παραπάνω εγκλήματα. Στις 6.10.2007, ο παραπάνω πολιτικώς ενάγων απεβίωσε, όπως προκύπτει από την από 7.10.2007 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ..., και η άνω για χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης αξίωση για την οποία, κατά τα προεκτεθέντα, είχε ασκήσει πολιτική αγωγή, μεταβιβάστηκε με κληρονομική διαδοχή στους μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, την σύζυγό του Χ5 χα του Ζ και τα παιδιά του Χ2 του Ζ, Χ3 του Ζ και Χ4 του Ζ, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση του συνημμένου στη δικογραφία από 1.11.2007 πιστοποιητικό εγγύτερων συγγενών του .... Οι τελευταίοι, την 13.12.2007, εμφανίσθηκαν το πρώτον ενώπιον του δικάζοντος την υπόθεση σε πρώτο βαθμό Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και, ως κληρονόμοι του Ζ, δήλωσαν παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και για το ποσό των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ. Κατά της άνω παραστάσεως δεν αντέλεξε η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα ούτε προέβαλε την ένσταση της παραγραφής και το δικαστήριο με την 71506/2007 απόφασή του επέτρεψε την παράσταση αυτών με την παραδοχή ότι νομιμοποιούνται ως κληρονόμοι του αποβιώσαντος και επιδίκασε το άνω ποσό, καίτοι είχε παρέλθει πενταετία από την 6.6.2000, που κατατέθηκε η έγκληση από τον Ζ και η αξίωσή τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είχε υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ. Στην ίδια δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής προέβησαν οι παραπάνω κληρονόμοι του αποβιώσαντος Ζ και ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό την 7.3.2008, πλην όμως και πάλι η αναιρεσείουσα δεν πρότεινε την ένσταση της παραγραφής, αφού η εκ του λόγου αυτού απόσβεση της σχετικής αξίωσης λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό δικαστήριο κατόπιν προβολής ενστάσεως παραγραφής και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. Επομένως το δικαστήριο, που επέτρεψε την παράσταση της πολιτικής αγωγής, δεν υπέπεσε στην εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο και ο πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Με τον δεύτερο λόγο του δικογράφου των προσθέτων από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν αναφέρει τα πρόσωπα που παρέστησαν ως πολιτικώς ενάγοντες στο Εφετείο, υπέρ των οποίων επιδικάστηκε η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η επιδίκαση του ποσού των 44 ευρώ έγινε υπέρ των κληρονόμων του αποβιώσαντος Ζ, που αναφέρονται στο πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, το οποίο και ανεγνώσθη και δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο να διαλάβει ειδική αιτιολογία περί τούτου, ούτε να αναφέρει αυτούς ονομαστικά.
Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ως και πρόσθετοι λόγοι αυτής, και καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παράγραφος 1 ΚΠΔ), ως και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 28.3.2008 αίτηση, ως και τους από 16.10.2009 προσθέτους λόγους, της Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθ. 1768/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στην δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων, την οποία ορίζει στο ποσόν των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα 13 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Ιανουαρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή