Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 193 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Δημόσια κτήματα, Δημόσιο , Παραχωρητηρίου ακύρωση, Διοικητική ατομική πράξη.




Περίληψη:
Ελεύθερη εκποίηση δημόσιων κτημάτων, κατά το πδ 11/12.11.29 – άρθρ. 97 και 73 – κατάρτιση πωλήσεως με έκδοση παραχωρητηρίου. Εξαιρούνται κτήματα για εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού ή κρατικής ανάγκης, μετά από γνωμοδότηση Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 2 ΠΔ 1154/72. αριθμ. 19 άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Η ένσταση 281 ΑΚ. πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να στοιχειοθετείται η παραβίαση αριθμού 8, όταν αποδίδεται παραβίαση για μη απόφανση σε ισχυρισμό. Η ανάκληση παραχωρητηρίου δεν συνιστά ατομική διοικητική πράξη και γιαυτό δεν είναι προαπαιτούμενό της η ακρόαση του διοικουμένου κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία προσδιορίζεται στο άρθρο 6 του Ν. 2690/99 περί Κυρώσεως του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.




Αριθμός 193/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Τ. χήρας Σ., 2) Α. Τ. του Σ., και 3) Μ. Τ. του Σ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Πεντίδη.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του Κωνσταντίνο Γεωργιάδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δικ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/12/1998 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 20/9/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 115/2006 του ιδίου Δικαστηρίου και 75/2009 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 4/10/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 12/12/2012 έκθεση της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, με το από 11/12 Νοεμβρίου 1929 Π.Δ. "περί Διοικήσεως Δημοσίων Κτημάτων" που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν.4266/1929 προβλέπεται η δια δημοπρασίας κατ' αρχήν, εκποίηση των δημοσίων κτημάτων (άρθρο 65), και κατ' εξαίρεση η ελεύθερη εκποίηση αυτών με την τήρηση των όρων και διαδικασιών που προβλέπονται σ' αυτό. Ειδικότερα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 97 του ως άνω ΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.25 του Ν. 5234/1931, αστικά κτήματα μικρής αξίας στις Νέες Χώρες, τα οποία κατοικούνται επί τριετία από μη ομολογουμένους ευπόρους, μπορούν να εκποιηθούν στους κατόχους έναντι τιμήματος με απόφαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 7 αυτού Διοικούσας Επιτροπής της Διοίκησης Δημοσίων Κτημάτων που βεβαιώνει την συνδρομή της παραπάνω ιδιότητας, η οποία λαμβάνεται ύστερα από γνωμοδότηση τριμελούς τοπικής επιτροπής και υπόκειται σε έγκριση από τον Υπουργό Οικονομικών. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 73 και ίδιου ΠΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 338/1943, η σύμβαση πώλησης θεωρείται ότι έχει καταρτισθεί οριστικά από την έκδοση του πωλητηρίου (παραχωρητηρίου) από τον Υπουργό Οικονομικών. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η άνευ δημοπρασίας εκποίηση ακινήτων του Δημοσίου, ανηκόντων στην ιδιωτική του περιουσία κατά τις διατάξεις αυτές, συνιστά πράξη αναγόμενη σε διαχείριση ιδιωτικής περιουσίας, που δεν εκδίδεται εξουσιαστικώς από τη διοίκηση με σκοπό τη θεραπεία δημοσίου συμφέροντος, αλλά με κριτήρια διαχείρισης της περιουσίας του Δημοσίου και αποσκοπεί στη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων (ΣτΕ 2109/2012, 572/2012, 574/2012, 899/2011, 1407/2011). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 7 παρ.2 του προαναφερθέντος ΠΔ της 11/12-11-1929 και 4 παρ.2 του ΑΝ 263/1968 προκύπτει ότι εξαιρούνται από την εκποίηση τα δημόσια κτήματα που κρίνονται απαραίτητα για την εξυπηρέτηση κρατικών αναγκών, όπως είναι τα κτήματα που ανήκουν στη δημόσια περιουσία, καθώς και τα κτήματα που ανήκουν μεν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, είναι όμως αναγκαία για την εξυπηρέτηση γενικότερων σκοπών και η αρμοδιότητα αυτή είχε ανατεθεί αρχικά στη Διοίκηση Δημόσιων Κτημάτων και συνέχεια στο Νομάρχη. Ακολούθως, με το άρθρο 1 παρ.2 ΝΔ 1154/1972, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 27-5-1972 και άρχισε να ισχύει μετά την παρέλευση 20 ημερών από τη δημοσίευσή του, δηλαδή στις 17-6-1972, ορίστηκαν τα εξής: "Περί των δημοσίων κτημάτων των απαραίτητων δια την εξυπηρέτησιν των κρατικών αναγκών ή αναγκών εις α ταύτα έχουν παραχωρηθεί κατά χρήσιν νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αποφαίνεται ειδική προς τούτο Επιτροπή, οριζομένη δι' αποφάσεως του Πρωθυπουργού. Τα μη απαραίτητα κτήματα παραδίδονται προς διάθεσιν εις την Διεύθυνσιν Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών". Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, μετά την έναρξη ισχύος του προαναφερόμενου νομοθετικού διατάγματος, η κρίση σχετικά με την εξαίρεση από την εκποίηση όσων κτημάτων είναι απαραίτητα για την εξυπηρέτηση κρατικών αναγκών, ανατέθηκε πλέον στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ειδικής επιτροπής, που προβλεπόταν από αυτό το νομοθετικό διάταγμα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που αποκτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε η την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999 απ 1103/2011). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 15/2006, ΑΠ 355/2011, ΑΠ 392/2011). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1740/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα: "Με το από 18-4-1946 πρωτόκολλο κατάλειψης εγκαταλελειμμένου κτήματος, το Ελληνικό Δημόσιο κατέλαβε ένα ακίνητο, εκτάσεως τεσσάρων περίπου στρεμμάτων με οικία, αποτελούμενη από τρία δωμάτια, κουζίνα, αποθήκη, αχυρώνα και σταύλο, που βρίσκεται στην περιοχή "..." της Αλεξανδρούπολης, το οποίο κατά το έτος 1944 εγκαταλείφθηκε από το Βούλγαρο ιδιοκτήτη του, μετά το τέλος της Γερμανοβουλγαρικής κατοχής. Το ακίνητο αυτό αποτέλεσε το ΒΚ 1211 δημόσιο κτήμα και, όπως αναφέρεται και στο ως άνω πρωτόκολλο, ήδη το κατείχε και το καλλιεργούσε ο Μ. Τ., πατέρας του άμεσου δικαιοπαρόχου των εφεσιβλήτων - εκκαλούντων. Το ακίνητο αυτό συνέχισε να κατέχει ο Μ. Τ., έχοντας μάλιστα εγκατασταθεί με την οικογένεια του στην υπάρχουσα σ' αυτό παλαιά οικία. Σε τμήμα του ως άνω ακινήτου, εκτάσεως 1280,65 τ.μ., που προσδιορίστηκε ως υπ' αριθμ. 2 τμήμα του ΒΚ 1211 δημοσίου κτήματος, το οποίο εμφαίνεται με στοιχεία ΓΓΆΆΒΓ στο διάγραμμα του μηχανικού Χ. Ι. και συνορεύει βόρεια με οικόπεδο Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας σε πλευρά 16,70μ,. νότια με φερόμενη ιδιοκτησία Ν. Τ. σε πλευρά 30μ, ανατολικά με φερόμενη ιδιοκτησία Σ. Τ. σε πλευρά 48,40μ και δυτικά με οικόπεδο Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας σε πλευρά 13.90 και 14,95 μ και με αδιέξοδο, στο οποίο υπήρχε παλιά ισόγεια οικία, εγκαταστάθηκε, μετά την εγκατάλειψη του από το Βούλγαρο ιδιοκτήτη του, ο Μ. Τ. με την πολύτεκνη οικογένεια του, προκειμένου να καλύψει τις στεγαστικές του ανάγκες. Το όμορο υπ' αριθμ. 3 τμήμα του ίδιου δημόσιου κτήματος, εκτάσεως 1372,06τ.μ. το οποίο εμφαίνεται με στοιχεία ΔΈ' ΖΓ' ΓΔ' στο ίδιο ως άνω διάγραμμα και συνορεύει βόρεια με αδιέξοδο σε πλευρά 30,50μ, νότια με φερόμενη ιδιοκτησία Δ.Κ. και Ν. Τ. σε πλευρές 23,50 και 6,80μ. αντίστοιχα, ανατολικά με φερόμενη ιδιοκτησία Γ. Λ. σε πλευρά 41,80μ. και δυτικά με φερόμενη ιδιοκτησία Μ. Τ. σε πλευρά 48,40μ, κατείχε ο Σ. Τ. από τη δεκαετία του 1960. Μετά τις από 12-6-1968 αιτήσεις των Μ. και Σ. Τ., εκδόθηκαν οι υπ' αριθμ. Υ 5990/22-6-1972 και Υ 5992/22-6-1972 αποφάσεις του Νομάρχη Έβρου για την απ' ευθείας εκποίηση των ως άνω υπ' αριθμ. 2 και 3 τμημάτων του ΒΚ 1211 δημοσίου κτήματος προς τους αιτούντες, κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 97 του από 11/12-11-1929 Π.Δ και ακολούθως με βάση αυτές εκδόθηκαν αντίστοιχα τα υπ' αριθμ. 45722/23-8-1972 και 45723/27-7-1972 πωλητήρια (παραχωρητήρια) του Υπουργείου Οικονομικών, με τα οποία εκποιήθηκαν αντίστοιχα προς τον καθένα απ' αυτούς τα ως άνω επίδικα ακίνητα (υπ' αριθμ. 2 και 3 τμήματα) αντί τιμήματος 44.823 και 48.022 δρχ. αντίστοιχα, τα οποία συμφωνήθηκε να καταβληθούν σε οκτώ ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, καταβλήθηκαν δε τμηματικά, ολοσχερώς, όπως δεν αμφισβητείται από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο. Στη συνέχεια τα ως άνω πωλητήρια μεταγράφηκαν στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης, στους τόμους ... με αύξοντα αριθμό 85 και ... με αύξοντα αριθμό 15 αντίστοιχα. Μετά ταύτα ο Μ. Τ., ο οποίος κατείχε συνεχώς από το 1944 το ακίνητο που απέκτησε από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, καλλιεργώντας αυτό και κατοικώντας στην παλαιά οικία του, με το υπ' αριθμ. .../23-12-1972 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Θωμά Καραπιπέρη, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, στον τόμο ... με αύξοντα αριθμό 77 των οικείων βιβλίων μεταγραφών, μεταβίβασε αυτό λόγω πώλησης, αντί τιμήματος 48.000 δρχ., στο γιό του Σ. Τ., ο οποίος τον φρόντιζε και τελικά τον γηροκόμησε. Ακολούθως ο Σ. Τ. έχοντας την πεποίθηση ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα των δύο επιδίκων ακινήτων, προέβη στην επισκευή της παλαιάς οικίας, στην οποία διέμενε ο πατέρας του με την οικογένεια του, ανήγειρε δε και νέα οικοδομή, αποτελούμενη από δύο δωμάτια, τραπεζαρία, κουζίνα και τουαλέτα, όπου στέγασε τη δική του οικογένεια, την οποία δημιούργησε με το γάμο που τέλεσε στις 20-12-1969 με την πρώτη εκκαλούσα-εφεσίβλητη, Π. Τ., από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, το Μ. και τον Α. (2ο και 3ο των εκκαλούντων-εφεσιβλήτων) που γεννήθηκαν το έτος 1970 και 1972 αντίστοιχα. Περαιτέρω αυτός προέβη στην περίφραξη των επιδίκων και μερίμνησε για τη σύνδεση τους με το δίκτυο ηλεκτροδότησης και ύδρευσης, δεδομένου ότι τότε η περιοχή της ..., όπου βρίσκονται αυτά δεν είχε ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως (εντάχθηκε αργότερα, κατά το 1978) και δεν εμφάνιζε οικιστική ανάπτυξη. Έτσι, ο Σ. Τ., ο οποίος διατηρούσε μαζί με τον αδελφό του Ν. Τ., επιχείρηση επισκευής και πώλησης μοτοποδηλάτων, πιστεύοντας ότι έχει καταστεί κύριος των επιδίκων ακινήτων, υποβλήθηκε σε δαπάνες, για τις ως άνω εργασίες επισκευής και εξωραϊσμού τους, αλλά και για την ανέγερση της νέας οικίας του. Ωστόσο, ο Νομάρχης Έβρου, μετά την από 25-4-1977 γνωμοδότηση της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων Νομαρχίας Έβρου, με τις υπ' αριθμ. Υ 4899/5-5-1977 και Υ 4904/5-5-1977 αποφάσεις του, ανακάλεσε τις προαναφερόμενες αποφάσεις του για την εκποίηση των επιδίκων προς τους Μ. και Σ. Τ., από τους οποίους ο πρώτος είχε ήδη αποβιώσει από τις 29-12-1974, κατείχε δε και τα δύο επίδικα ακίνητα ο Σ. Τ., ως παραχωρησιούχος και νέος κύριος, αντίστοιχα αυτών. Ακολούθως, με τις υπ' αριθμ. Α 12194/912/17-5-1977 και Α 12197/17-5-1977 αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, οι οποίες μεταγράφηκαν στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης, στον τόμο ... και με αύξοντες αριθμούς 291 και 294, ανακλήθηκαν τα ως άνω παραχωρητήρια με την αιτιολογία ότι: α) πριν από την έκδοση τους δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ΝΔ 1154/1972, δηλαδή δεν εκδόθηκε απόφαση της ειδικής από Υπουργούς Επιτροπής, β) το τίμημα εκποιήσεως τους είναι σημαντικά κατώτερο της πραγματικής αξίας που είχαν αυτά κατά τον χρόνο που έγινε η παραχώρησή τους και επιπλέον μόνον ως προς το παραχωρηθέν στο Σ. Τ. υπ' αριθμ. 3 τμήμα, δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο του παραχωρησιούχου η προϋπόθεση του νόμου, κατά την οποία έπρεπε να είναι μη ομολογουμένως εύπορος. Η ως άνω, κατ' εξαίρεση, χωρίς δημοπρασία, εκποίηση των επιδίκων ακινήτων προς τον άμεσο δικαιοπάροχο των εκκαλούντων-εφεσιβλήτων και τον Μ. Τ., η οποία έγινε κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 97 του ΠΔ της 11/12-11-1929, σχετίζεται προς τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Κράτους και η γενόμενη με αυτή παραχώρηση αποτελεί σύμβαση αστικής φύσεως, η οποία φέρει μεν τον νομικό χαρακτήρα της αγοραπωλησίας πλην, όμως, τελεί υπό ειδικές συνθήκες και συνάπτεται με ειδική διοικητική διαδικασία, παρεκκλίνουσα από τους κανόνες του Αστικού Δικαίου, η οποία μπορεί να ελεγχθεί, σε περίπτωση, δε, μη συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση του σχετικού πωλητηρίου να ανακληθεί αυτό, ακόμη και αν έχει μεταγραφεί. Έτσι για το νομότυπο της εκποίησης ήταν αναγκαίο να προηγηθεί η έκδοση σχετικής αποφάσεως της προβλεπόμενης από την ισχύουσα τότε διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 του ΝΔ 1154/1972 ειδικής από Υπουργούς Επιτροπής περί του ότι τα υπό εκποίηση ακίνητα δεν ήταν αναγκαία για την εξυπηρέτηση κρατικών αναγκών. Τέτοια απόφαση, όμως, δεν προκύπτει ότι εκδόθηκε πριν από την έκδοση των νομαρχιακών αποφάσεων, με βάση τις οποίες εκδόθηκαν τα ως άνω πωλητήρια του Υπουργείου Οικονομικών για την πώληση των επιδίκων ακινήτων προς τους άμεσο και απώτερο δικαιοπάροχο των εκκαλούντων-εφεσιβλήτων. Επομένως, παρανόμως εκδόθηκαν οι ως άνω νομαρχιακές αποφάσεις για την εκποίηση των επιδίκων, καθώς και τα με βάση αυτές υπ' αριθμ. 45722/23.8.1972 και 45723/27.7.1972 παραχωρητήρια, λόγω μη τηρήσεως της προαναφερόμενης αναγκαίας διοικητικής διαδικασίας και νομίμως ανακλήθηκαν, για το λόγο αυτό, με τις υπ' αριθμ. ν.4899/5.5.1977 και ν.4904/5-5-1977 αποφάσεις του Νομάρχη Έβρου και τις υπ' αριθμ. Α 12194/912/17-5-1977 και Α 12197/17-5-1977 αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών αντίστοιχα, περίπου τρεις μήνες πριν από τη συμπλήρωση πενταετίας από την έκδοσή τους, η οποία κατά το άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968, θεωρείται κατ' ανώτατο όριο εύλογος χρόνος για την ανάκληση των πράξεων της Διοίκησης". Με βάση τα περιστατικά αυτά το Εφετείο έκρινε ότι ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων Σ. Μ. Τ. δεν απέκτησε με βάση τους άκυρους αυτούς τίτλους την κυριότητα των επιδίκων και συνακόλουθα ούτε και αυτοί, οι οποίοι συνέχισαν να τα κατέχουν, μετά το θάνατο εκείνου, κατά το έτος 1990 και μέχρι σήμερα. Κατόπιν τούτου απέρριψε την αναγνωριστική κυριότητας αγωγή των αναιρεσειόντων, κατά την κύρια βάση της περί παραγώγου τρόπου κτήσεως κυριότητας επί των επιδίκων, επικυρώνοντας και κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση, του με εν μέρει διαφορετικές αιτιολογίες είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα του νομίμου της ανακλήσεως των ενδίκων, υπ' αριθμ. 45722/23.8.1972 και 45723/27.7.1972 παραχωρητηρίων, αφού αναφέρεται ότι αυτά ανακλήθηκαν προ του οριζομένου ως ευλόγου, με τον Α.Ν 261/1968 χρόνου, με τις πλήρως αιτιολογημένες υπ' αριθμ. Α 12194/912/17-5-1977 και Α 12197/17-5-1977 αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και αφού προηγήθηκε η έκδοση των αναφερομένων γνωμοδοτήσεων της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων και των οικείων αποφάσεων του Νομάρχη Έβρου. Ενόψει τούτων η προσβαλλομένη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 97 και 73 του από 11/12-11-1929 Προεδρικού Διατάγματος και 1 παρ.2 του Ν. 1154/1972, των οποίων, κατ' εκτίμηση του δικογράφου γίνεται επίκληση και ο υποστηρίζων τα αντίθετα από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ενώ οι προσέτι αποδιδόμενες στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλειες για το ότι δεν περιλαμβάνει κρίση ως προς το ότι η ανάκληση του παραχωρητηρίου ήταν: α)παράνομη, αφού οι αναιρεσείοντες - ενδιαφερόμενοι στερήθηκαν του δικαιώματος ακροάσεως και β)καταχρηστική, αφού πάνω σ' αυτό θεμελιώθηκαν δικαιώματα των αναιρεσειόντων που ανατρέπονται με την ανάκληση, δεν επιστηρίζουν τον επικαλούμενο, από την προαναφερθείσα διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο, ο οποίος ιδρύεται για εκείνα που δέχθηκε (ελλειπώς, ανεπαρκώς, αντιφατικώς) η προσβαλλομένη απόφαση και όχι για εκείνα, για τα οποία παρέλειψε να αποφανθεί. Η από το άρθρο 281 ΑΚ αιτίαση θα επιστήριζε την παραβίαση της διατάξεως του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, εάν είχε γίνει νόμιμη επίκλησή της στα δικαστήρια της ουσίας (υποβολή στο πρωτοβάθμιο και νόμιμη επαναφορά του στο δευτεροβάθμιο - Ολ.ΑΠ 14-15-16/2005), πράγμα το οποίο ούτε στο αναιρετήριο αναφέρεται (ΑΠ 355/2011), ούτε από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης και των εγγράφων της δικογραφίας (εφετήριο - ΑΠ 1261/2007, προτάσεις) προκύπτει (ΑΠ 1217/2011). Τούτο δε γιατί η ένσταση αυτή, που υποβάλλεται και κατά διατάξεων δημόσιας τάξης (Ολ.ΑΠ 33/2005, Ολ.ΑΠ 2/2011), όπως είναι και οι περί αποκαταστάσεως ακτημόνων ή αποδεδειγμένα απόρων, αφορά στην προστασία ιδιωτικών δικαιωμάτων και στην εξυπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος και όχι άλλου ανώτερου κοινωνικού σκοπού (πρβλ.Ολ.ΑΠ 1520/2010) και συνακόλουθα δεν συντρέχει η περίπτωση του άρθρου 562 παρ.2γ ΚΠολΔ ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπάγγελτα, ούτε κάποια από τις δύο άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις του ίδιου άρθρου συντρέχει (ΑΠ 1217/2011). Όσον αφορά την αιτίαση περί ελλείψεως ακροάσεως, αυτή και αν ακόμη είχε νόμιμα προταθεί στα δικαστήρια της ουσίας, η σιωπηρή ή ρητή απόρριψη της, δεν θα επιστήριζε κάποιο αναιρετικό λόγο, αφού θα ήταν νόμιμη, καθόσον προαπαιτούμενο της ανάκλησης του παραχωρητηρίου δεν ήταν η προηγούμενη ακρόαση των αναιρεσειόντων. Τούτο δε γιατί αυτό (παραχωρητήριο) δεν εκδίδεται από το Δημόσιο κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας του, δηλαδή εξουσιαστικώς με σκοπό τη θεραπεία δημοσίου συμφέροντος ή την ικανοποίηση δημοσίου σκοπού, αλλά κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, με κριτήρια διαχείρισης της περιουσίας του Δημοσίου και ως εκ τούτου δεν συνιστά ατομική διοικητική πράξη, για την οποία και μόνο προβλέπεται στη διοικητική διαδικασία, το κατά το άρθρο 20 παρ.2 του Συντάγματος δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως, που κατά το άρθρο 6 του Ν. 2690/1999 περί "Κύρωσης του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας" συνίσταται στη δυνατότητα του διοικουμένου, πριν από την έκδοση δυσμενούς γι' αυτόν διοικητικής πράξεως, να διατυπώσει τις απόψεις του, ύστερα από σχετική κλήση του από το διοικητικό όργανο (πρβλ.ΑΠ 1020/2010). Ενόψει των προεκτεθέντων η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττηθέντες διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ), τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 του ΕισΝΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν. 1738/1987 (ΑΠ 1738/2012, ΑΠ 1651/2011).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4.10.2010 αίτηση α) της Α. χας Ν. Τ., β) του Μ. Τ. του Ν. και γ) της Δ. Τ. του Ν., για αναίρεση της υπ' αριθμ.75/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή