Θέμα
Αποδεικτικά μέσα, Νομή, Παραγραφή αξιώσεων, Κυριότητα.
Περίληψη:
Αναίρεση: Απορριπτέοι λόγοι αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 19, 559 αρ. 8, 559 αρ. 11 γ΄559 αρ. 3 ΚΠολΔ.
Αριθμός 1055/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Μουχτούρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Λ. του Λ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Δημητρακοπούλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/9/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 114/2004 του ιδίου Δικαστηρίου και 531/2009 του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1/3/2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 25/2/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος αν αυτό διατυπώνεται σαφώς δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 661/1984).Δηλαδή, μόνον το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Ως "ζητήματα" τέλος των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο.
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του προσκομιζομένου αντιγράφου της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι με αυτή το Εφετείο, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα: Δυνάμει του υπ' αριθμ. 465450/4-11-1970 παραχωρητηρίου του Υπουργείου Γεωργίας (Διεύθυνση Εποικισμού), το οποίο μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καβάλας στον τόμο 17 και με αύξοντα αριθμό ..., παραχωρήθηκε στον εναγόμενο η κυριότητα του υπ' αριθμ. 570 οικοπέδου εμβαδού 599 τ.μ, που βρίσκεται O.T. ... εντός του οικισμού της ... Καβάλας. Ήδη, όμως, o εναγόμενος με το από 11-8-1966 ιδιωτικό συμφωνητικό είχε πωλήσει άτυπα το επίδικο οικόπεδο στον ενάγοντα αντί συμφωνησθέντος και καταβληθέντος τιμήματος 17.000 παλαιών Ελληνικών δραχμών. Ο τελευταίος στις 6-5-1972 υπέβαλε αίτηση στο Γραφείο Πολεοδομίας της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Νομού Καβάλας, για την χορήγηση σ' αυτόν οικοδομικής άδειας, προκειμένου να αναγείρει εντός του επίδικου οικοπέδου διώροφη οικία, ενόψει τελέσεως του γάμου του. Πράγματι εκδόθηκε στο όνομα του η υπ' αριθμ. .../13-5-1972 οικοδομική άδεια, ο ενάγων όμως δεν προέβη, τελικώς στην επισκευή της οικίας, διότι ο γάμος του ματαιώθηκε. Παρά την ματαίωση του γάμου του, και την εκ του λόγου τούτου, μη ανέγερση στο επίδικο οικόπεδο την διώροφης oικίας ο ενάγων μετά το έτος 1972 επισκεπτόταν αυτό τουλάχιστον πέντε (5) φορές το έτος (ήτοι περίπου μια φορά ανά δύο μήνες), εκδηλώνοντας έτσι τη σαφή βούληση του για εξουσίαση του επίδικου, το οποίο, άλλωστε, είχε αγοράσει στις 11-8-1966 με πολύ μεγάλες οικονομικές θυσίες που απαιτήθηκαν για τη συγκέντρωση του άνω τιμήματος (17.000 παλαιές Ελληνικές δραχμές), το οποίο καταβλήθηκε την ίδια ημέρα στον εναγόμενο - πωλητή. Οι ως άνω επισκέψεις του ενάγοντος στο επίδικο οικόπεδο δεν ήταν τόσο συχνές όσο θα επιθυμούσε ο ίδιος, καθόσον διαμένει στο χωρίο ... Καβάλας και λόγω των επαγγελματικών ασχολιών του με τα ζώα που συντηρούσε και με τους αγρούς που καλλιεργούσε, δεν μπορούσε να μεταβαίνει πιο συχνά στο χωρίο ... Καβάλας, όπου βρίσκεται το επίδικο, προς επιτήρησή του (η απόσταση μεταξύ της κατοικίας του ενάγοντα στον ... Καβάλας και του επιδίκου, που βρίσκεται στη ... είναι τουλάχιστον 30 χιλιόμετρα). Στις 17-4-1980 ο ενάγων υπέβαλε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καβάλας αίτηση για την επικύρωση της πιο πάνω ανώμαλης δικαιοπραξίας πώλησης, εκδόθηκε δε η υπ' αριθμ. 158/18-6-1980 απόφαση που επικύρωσε αυτή (ανώμαλη δικαιοπραξία) και αποφάνθηκε ότι μεταβιβάστηκε στον ενάγοντα η κυριότητα του επιδίκου οικοπέδου. Η ως άνω απόφαση επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 15-7-1980 (βλ. την υπ' αριθ. 9260 Β' /15-7-1980 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καβάλας, ...), χωρίς αυτός να ασκήσει έφεση ενώπιον του αρμοδίου, καθύλην και κατά τόπον, Προέδρου Πρωτοδικών Καβάλας. Στη συνέχεια η υπ' αριθμ. 158/1980, τελεσίδικη πλέον, απόφαση μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καβάλας στον τόμο 29 και με αύξοντα αριθμό ..., όπως τούτο προκύπτει από το υπ' αριθμ. .../26-9-1980 πιστοποιητικό της ειδικής μεταγραφοφύλακα Καβάλας. Μετά ταύτα ο ενάγων και από της μεταγραφής της άνω τελεσίδικης απόφασης κατέστη, όπως και στη μείζονα σκέψη του δέχθηκε το Δικαστήριο αυτό, κύριος του επιδίκου ακινήτου. Περαιτέρω από τα ίδια πιο πάνω, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, κύριος ομόρου οικοπέδου, όπου βρίσκεται και η κατοικία του, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1981 μέχρι και το έτος 1996 φύτευσε στο επίδικο ακίνητο διάφορα δένδρα. Πιο συγκεκριμένα, κατά το έτος 1981 φύτευσε δύο συκιές, κατά το έτος 1986 δύο δαμασκηνιές και κατά το έτος 1996 δέκα ελαιόδεντρα. Επίσης, ήδη από το έτος 1990 είχε κατασκευάσει σε τμήμα αυτού (επιδίκου) ένα μικρό θερμοκήπιο, στο οποίο καλλιεργούσε λαχανικά για τις ανάγκες της οικογένειας του. Ο ενάγων επέτρεπε τις πιο πάνω υλικές ενέργειες του εναγομένου στο επίδικο, κατά παράκληση του τελευταίου και στα πλαίσια των σχέσεων της καλής γειτονίας με τον εναγόμενο, σε σχετικές μάλιστα μεταξύ των συζητήσεις, όταν ο ενάγων του έλεγε ότι σκοπεύει να αναγείρει οικοδομή στο επίδικο οικόπεδο μετά την επάνοδο του αδερφού του από τη Γερμανία, αυτός (εναγόμενος) προσφερόταν να τον βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορούσε. Κατά το έτος 1998, όμως, όταν ο ενάγων ζήτησε από τον εναγόμενο να πάψει να καλλιεργεί το επίδικο, ο τελευταίος αρνήθηκε να πράξει τούτο, προβάλλοντας για πρώτη φορά αξιώσεις επ' αυτού, ισχυριζόμενος ειδικότερα ότι, αφού καλλιεργεί το επίδικο για τόσα χρόνια, ανήκει πλέον αυτό στην κυριότητα του. Μετά ταύτα ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε επανειλημμένως στον εναγόμενο προφορικά, αλλά και εγγράφως στις 24-4-2000, οπότε και μετέβη στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Καβάλας, εκφράζοντας σχετικώς τα παράπονα του για την άνω συμπεριφορά του εναγομένου. Στις 14-2-2001 ο ενάγων άσκησε αίτηση κατά του εναγομένου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καβάλας, με την οποία ζήτησε, ως ασφαλιστικό μέτρο να αναγνωρισθεί προσωρινά νομέας του επιδίκου και να υποχρεωθεί ο τελευταίος να το αποδώσει σ' αυτόν. Το άνω Δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 184/31-5-2001 απόφαση του έκανε δεκτή την αίτηση, αναγνώρισε τον ενάγοντα προσωρινά νομέα του επιδίκου και διέταξε την απόδοση του σ' αυτόν. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως ο εναγόμενος (τότε καθού η αίτηση) άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας την από 6-9-2001 έφεση. Το πιο πάνω Δικαστήριο δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την άνω έφεση, εξαφάνισε την υπ' αριθμ.184/2001 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καβάλας και αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε την από 14-2-2001 αίτηση, απέρριψε αυτή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Στη συνεχεία ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας την από 23-9-2002 διεκδικητική αγωγή κατά του εναγομένου, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα αυτή (εκκαλουμένη) έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσίαν τη νόμιμη ένσταση του εναγομένου περί κτήσεως από αυτόν της κυριότητας του επιδίκου οικοπέδου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δεχόμενη ότι ο τελευταίος είχε αυτό στη νομή του για περισσότερα από είκοσι έτη. Ενόψει, όμως, των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, αφενός μεν ο ενάγων, καθόλο το χρονικό διάστημα από τις 26 Σεπτεμβρίου του έτους 1980, οπότε μεταγράφηκε η υπ' αριθμ. 158/1980 τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Καβάλας, μέχρι και το κρίσιμο χρόνο ασκήσεως της από 23-9-2002 αγωγής, επιτηρούσε συνεχώς το επίδικο με επισκέψεις σ' αυτό (πέραν των άλλων προηγηθεισών υλικών ενεργειών του, ήτοι της έκδοσης, κατόπιν αιτήσεώς του, της υπ' αριθμ. .../13-5-1972 οικοδομικής αδείας και της υποβολής της από 17-4-1980 αίτησης για επικύρωση της ανωτέρω ανώμαλης δικαιοπραξίας), εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό σαφώς τη βούλησή του για εξουσίαση του ακινήτου, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού πρόκειται για οικόπεδο και όχι για αγροτικό ακίνητο, αφετέρου δε ο εναγόμενος ασκούσε τις άνω πράξεις κατά παράκληση και στα πλαίσια των σχέσεων καλής γειτονίας, πράγμα που είναι πολύ συνηθισμένο σε περιοχές της χώρας μας με λίγους σχετικά κατοίκους. Τα ανωτέρω προκύπτουν με βεβαιότητα από τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις του μάρτυρα του ενάγοντος Ε. Κ., τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσο και στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Καβάλας στις 16-5-2001 κατά τη συζήτηση της άνω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Ειδικότερα ο άνω μάρτυς καταθέτει μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα: "... Από το 1972 και μετά ερχόταν ο Λ. για να δει το οικόπεδο. Ερχόταν 5-10 φορές το χρόνο και έβλεπε το επίδικο ... Εδώ και 6-7 χρόνια ο Λ. ζήτησε να βγει ο Σ., αλλά η απάντηση ήταν πως "αφού το σπέρνω τόσα χρόνια είναι δικό μου"... Ο Λ. ερχόταν στο σπίτι μου στην ... και μου έκανε τα παράπονά του για τον εναγόμενο ...". Βέβαια ο μάρτυς του εναγομένου, Ε. Μ., κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι δεν είδε ποτέ τον ενάγοντα να καλλιεργεί (ή να κτίζει το επίδικο) και ότι αυτός (μάρτυς) ως πρώην γραμματέας της Κοινότητας δεν θυμάται ποτέ τον ενάγοντα να ζητεί πληροφορίες για το επίδικο οικόπεδο, πλην όμως ούτε ο ίδιος ο ενάγων ισχυρίστηκε ποτέ ότι καλλιέργησε αυτό, αλλά ούτε και χρειαζόταν να ζητήσει (ο ενάγων) πληροφορίες για το επίδικο από τους υπαλλήλους της Κοινότητας ... . Πάντως ο μάρτυς αυτός του εναγομένου καταθέτει ότι το έτος 2002 άκουσε τον ενάγοντα να διαμαρτύρεται "λέγοντας πως το επίδικο του ανήκει". Επίσης ο μάρτυς του εναγομένου Χ. Κ. στην υπ' αριθμ. 225/2001 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καβάλας καταθέτει ότι επί πολλά έτη εκτελούσε στο επίδικο διάφορες εργασίες (όργωμα, σβάρνισμα κτλ), κατ' εντολήν του εναγομένου και ότι δεν γνωρίζει τον ενάγοντα ούτε είδε ποτέ να επισκέπτεται το επίδικο, τούτο όμως (δηλαδή ότι δεν τον είδε ο ίδιος), δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο τελευταίος δεν επισκεπτόταν το επίδικο προς επιτήρησή του ή ότι ο εναγόμενος δεν καλλιεργούσε αυτό κατά παράκληση και επειδή το επέτρεπε ο ίδιος ο ενάγων. Μάλιστα φαίνεται ότι ο μάρτυς αυτός αγνοεί πολλά περιστατικά για τους διαδίκους αναφορικά με τη σχέση τους στο επίδικο, αφού καταθέτει ότι ουδέποτε άκουσε για το, μη αμφισβητούμενο, γεγονός της πώλησης αυτού από τον εναγόμενο στον ενάγοντα. Σημειώτεον ότι η μάρτυς του ίδιου του εναγομένου, Α. Λ., η οποία εξετάστηκε στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Καβάλας στις 16-5-2001 κατά την συζήτηση της άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων του ενάγοντος (τότε αιτούντος) κατέθεσε επί λέξει τα εξής: "... Συμβαίνει στα χωριά ο ένας γείτονας να επιτρέπει στο άλλο να φυτεύει το κτήμα μέχρι να το κτίσει ή να το πουλήσει όταν οι σχέσεις γειτονίας είναι καλές ..." (βλ. τα υπ' αριθμ. 184/16-5-2001 πρακτικά συνεδριάσεως του ανωτέρω Δικαστηρίου). Ακόμη, εξεταζόμενοι ανωμοτί ενώπιον του ίδιου, πιο πάνω Δικαστηρίου, οι διάδικοι κατέθεσαν, μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα: ο μεν ενάγων " Όταν αγόρασα το οικόπεδο από τον καθού μου ζήτησε να το φυτεύει με λαχανικά και εγώ του το επέτρεψα γιατί του είχα εμπιστοσύνη. Κατά διαστήματα τον έβρισκα και τον έλεγα σιγά - σιγά να βγεις από το οικόπεδο γιατί θα έλθει και ο άλλος αδερφός μου από τη Γερμανία και θα κτίσω. Αυτός μου απαντούσε, όποτε θέλεις έλα και κτίσε και εγώ θα βοηθήσω όπως και όποτε μπορώ ..." και ο εναγόμενος "Εγώ, αφού πούλησα το οικόπεδο στον αιτούντα δεν τον είδα καθόλου ξανά. Μετά την αγορά νόμισα ότι ο αιτών μετάνιωσε και δεν ήθελε να κρατήσει το οικόπεδο. Εγώ δεν έκανα φορολογική δήλωση σχετικά με το επίδικο όλα αυτά τα χρόνια γιατί το είχα πουλήσει στον αιτούντα ..." Τον ως άνω ισχυρισμό του ότι δηλαδή από το χρόνο πώλησης του επιδίκου (στις 11-8-1966), στον ενάγοντα, ο τελευταίος ουδέποτε εμφανίσθηκε ή ενδιαφέρθηκε για την τύχη αυτού, επανέλαβε ο εναγόμενος και στο δικόγραφο της από 19-6-2001 έφεσής του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθόσον δεν είναι δυνατόν να αγνοεί ο εναγόμενος, πέραν των άλλων (επισκέψεις του ενάγοντος, στο επίδικο οικόπεδο, όπως μετά λόγου γνώσεως κατέθεσε ο μάρτυς Ε. Κ.), την υποβολή της από 6-5-1972 αιτήσεως του ενάγοντος και την έκδοση στο όνομα του της υπ' αριθμ. .../1972 οικοδομικής άδειας για την ανέγερση διώροφης οικίας στο επίδικο οικόπεδο, καθώς και την έκδοση της υπ' αριθμ. 158/1980 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Καβάλας για την επικύρωση της ανωτέρω ανώμαλης δικαιοπραξίας, η οποία (δικαστική απόφαση) επιδόθηκε σ' αυτόν στις 15-7-1980. Ούτε, άλλωστε, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο ενάγων μετανόησε για την αγορά του επιδίκου και "δεν ήθελε να το κρατήσει", όπως επίσης αβασίμως ισχυρίζεται ο εναγόμενος, δεδομένου ότι ο ενάγων προέβη στην ως άνω αγορά, καταβάλλοντας στις 11-8-1966, ως τίμημα, το ποσό των 17.000 παλαιών Ελληνικών δραχμών, το οποίο συγκέντρωσε με μεγάλες οικονομικές θυσίες ("... Δραχμή - δραχμή μαζέψαμε όλη η οικογένεια τα χρήματα για να αγοράσουμε το οικόπεδο..."). Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, η ένσταση που πρόβαλε παραδεκτά ο εναγόμενος με τις από 27-4-2004 έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλομένη απόφαση πρακτικά, περί ίδιας αυτού κυριότητας επί του επιδίκου, κτηθείσας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, παρότι νόμιμη για τα επικαλούμενα μετά τις 26-9-1980 πραγματικά περιστατικά (τα προηγούμενα της άνω ημερομηνίας επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά συνιστούν απλώς αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 126/1979 ΝοΒ. 27, 1093, ΑΠ 881/1976 NοB 25, 338), στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1045 ΑΚ και 262 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 956/1985 NοB 34, 683, ΑΠ 1090/1983 Δνη 25, 559), είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι ο εναγόμενος, μετά την, κατά τα ανωτέρω απόκτηση της κυριότητας του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου με την μεταγραφή της υπ' αριθμ. 158/1980 τελεσίδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Καβάλας (26-9-1980), είχε αυτό (επίδικο) συνεχώς και αδιαλείπτως στη νομή του για περισσότερα από είκοσι (20) έτη και δη μέχρι την άσκηση της από 23-9-2002 αγωγής (3-10-2002). Περαιτέρω ο εναγόμενος και για την περίπτωση απορρίψεως της ως άνω ενστάσεώς του περί κτήσεως ίδιας κυριότητας επί του επίδικου, πρόβαλε επίσης παραδεκτά με τις από 27-4-2004 έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως αυτού, την ένσταση περί παραγραφής της ένδικης αγωγής, ισχυριζόμενος ειδικότερα ότι, από τον Σεπτέμβριο του έτους 1980, που επικυρώθηκε η άνω ανώμαλη δικαιοπραξία της πώλησης και ο ενάγων μπορούσε να ασκήσει την σχετική αγωγή για την προστασία της κυριότητάς του, μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (επίδοση αυτής στον εναγόμενο στις 3-10-2002), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών. Η ένσταση αυτή παρότι νόμιμη (άρθρα 249 και 251 ΑΚ), είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ' ουσίαν και τούτο διότι, όπως αποδείχθηκε, ο ενιστάμενος - εναγόμενος προσέβαλε το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου το πρώτον κατά το έτος 1998, οπότε και αρνήθηκε να το αποδώσει, παρότι βρισκόταν στην κατοχή αυτού, καλλιεργώντας μάλιστα, κατά τα προαναφερθέντα τμήμα του με λαχανικά, κατά παράκληση και επειδή ο ενάγων του είχε επιτρέψει στα πλαίσια των μεταξύ των σχέσεων καλής γειτονίας, δημιουργώντας έτσι έκτοτε με τη συμπεριφορά του αυτή τέτοια κατάσταση στο επίδικο, η οποία αντιτίθετο στο άνω απόλυτο δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος. Επομένως η ένδικη διεκδικητική αγωγή, υποκείμενη στη συνήθη (εικοσαετή) παραγραφή, δεν επέπεσε στην παραγραφή αυτή, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εναγόμενος, καθόσον από την, κατά τα ανωτέρω, προσβολή του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος (το έτος 1998), οπότε, κατά τα εκτιθέμενα στην νομική σκέψη της παρούσας αποφάσεως (στο τέλος αυτής), άρχισε η παραγραφή αυτής (αγωγής), μέχρι την άσκησή της με την επίδοση αντίγραφου του δικογράφου της στον εναγόμενο στις 3-10-2002, παρήλθε χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) μόλις ετών.
Με βάση της παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την έφεση του αναιρεσίβλητου, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση δίκασε την ένδικη αγωγή, δέχθηκε αυτή και αναγνώρισε ότι ο αναιρεσίβλητος είναι κύριος ενός οικοπέδου εκτάσεως 599 τετραγωνικών μέτρων που βρίσκεται στο αγρόκτημα ... Καβάλας και τέλος υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να αποδώσει το πιο πάνω περιγραφόμενο ακίνητο στον αναιρεσίβλητο. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο και έτσι όπως έκρινε, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κτήσεως κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου από τον αναιρεσίβλητο, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1045, 1046, 974 ΑΚ, 26, 74, 79, 180, 188, 193, 203, 207, 208 Αγροτικού Κώδικα, 1 και 3 ΑΝ 431/1968 11 ν.944/1979, 18 παρ.1 ν.1664/1986 και 16 ν.3147/2003. Επομένως είναι αβάσιμος ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος αυτού από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών. Ο ίδιος ως άνω λόγος αναίρεσης κατά το μέρος που ο αναιρεσείων προβάλλει αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, το συσχετισμό και την αιτιολόγηση των αποδείξεων από το Εφετείο, είναι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη, απαράδεκτος.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 περ.β' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης. Δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αν τα αυτοτελή περιστατικά που δεν λήφθηκαν υπόψη είναι αλυσιτελή και συνεπώς δεν θεωρούνται ουσιώδη αφού δεν ασκούν επίδραση στην έκβασή της.
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης κατά το δεύτερο μέρος του από τον αριθμό 8 περ.β' άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι πρότεινε προς θεμελίωση της ενστάσεως ιδίας κυριότητας που προέβαλε κτηθείσης με έκτακτη χρησικτησία επί του επιδίκου ακινήτου ότι, εκτός των άλλων, νεμόμενος το ακίνητο διανοία κυρίου και ασκώντας επί αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής επί εικοσαετία το περιέφραξε και το ενσωμάτωσε στο δικό του ακίνητο που είναι παρακείμενο αυτού. Διατείνεται δε ο αναιρεσείων ότι το Εφετείο που με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την παραπάνω ένστασή του, δεν έλαβε υπόψη το πιο πάνω περιστατικό. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος καθόσον το ως άνω επί πλέον περιστατικό το οποίο και δεν προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη, δεν αρκεί, ενόψει των πιο πάνω παραδοχών της προσβαλλομένης αποφάσεως, προς θεμελίωση της ενστάσεως ιδίας κυριότητας που προέβαλε ο αναιρεσείων ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας και συνεπώς, αλυσιτελώς προβάλλεται.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.11γ'ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο, ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 2/2008), επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης. Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι αλλ' αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνον αν από τη γενική αυτή αναφορά σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός λόγος.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ προσάπτει στο Εφετείο την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που αυτός νόμιμα μεταξύ άλλων, προσκόμισε και επικαλέσθηκε με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση προς απόδειξη της ένστασης ιδίας κυριότητας που προέβαλε προς απόρριψη της αγωγής και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη τις φωτογραφίες του επιδίκου ακινήτου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος διότι από την προσβαλλομένη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχομένη σ' αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι σε συνδυασμό με το παραπάνω περιεχόμενο της απόφασης αυτής δεν γεννάται καμία αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τις ως άνω φωτογραφίες συνεκτιμώντας αυτές για τη στήριξη του προαναφερθέντος αποδεικτικού του πορίσματος.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.3 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν ο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για εξαίρεση δικαστή αν και ο δικαστής αυτός σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε η απόφαση έπρεπε κατά το νόμο να εξαιρεθεί. Με την αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε με τη συμμετοχή του δικαστή συμπροσβάλλεται δε και η επί της αιτήσεως εξαιρέσεως απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει επί λέξει την εξής αιτίαση: "Επειδή πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντα στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν ο κ. Βασίλειος Καγκαϊδης του Σταύρου, ενώ Εφέτης και Εισηγητής της υποθέσεως ήταν ο Θωμάς Πεγιαζόγλου, ο οποίος δε θα έπρεπε να συμμετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου και δη να έχει τη θέση του Εισηγητή και θα έπρεπε να εξαιρεθεί και τούτο διότι στη δικάσιμο της 25ης Μαΐου 2006 ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης ο κλητήρας του ακροατηρίου με εντολή του Προέδρου (Θωμά Πεγιαζόγλου) εκφώνησε το όνομα του κατηγορουμένου (Ψ. Α.) ο οποίος παρουσιάστηκε ... είπε ότι ονομάζεται όπως αναφέρεται παραπάνω και διορίζει συνήγορό του για να τον υπερασπισθεί το δικηγόρο του Δ.Σ.Καβάλας Βασίλειο Καγκαΐδη στο σημείο εκείνο ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Θωμάς Πεγιαζόγλου, εγγράφως δήλωσε ότι: Δήλωση εξαίρεσης του Θωμά Πεγιαζόγλου του Ιωάννη Προέδρου Πρωτοδικών Ροδόπης από την εκδίκαση της υπ'αριθ.πινακίου 11/25-5-2006 υποθέσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης. Επειδή, στην ως άνω υπόθεση υπερασπιστής του κατηγορουμένου Ψ. Α. είναι ο δικηγόρος Καβάλας Βασίλειος Καγκαΐδης, ο οποίος συμμετείχε ως δικηγόρος πολιτικής αγωγής της Μ. Τ. κατά την εκδίκαση υποθέσεως ενώπιον του ΜΟΔ Αλεξανδρούπολης με κατηγορουμένους τον Α. Μ. κ.λπ. Επειδή, ο άνω συνήγορος υπεράσπισης και δικηγόρος Καβάλας Βασίλειος Καγκαΐδης συμμετείχε σε τηλεοπτική εκπομπή, σχολιάζοντας την απόφαση του άνω ΜΟΔ, στο οποίο προήδρευα εγώ κατόπιν σχετικής πράξεως του Προέδρου Εφετών Θράκης και αφήνοντας υπαινιγμούς για την απόφαση αλλά και για τα μέλη του ΜΟΔ. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω και αφού σοβαροί λόγοι ευπρέπειας μου επιβάλλουν την αποχή από την άσκηση των καθηκόντων μου για την εκδίκαση της άνω υποθέσεως, ζητώ κατ' άρθρο 23 παρ.3 και 4 ΚΠολΔ, την αντικατάστασή μου με άλλο Δικαστή του Πρωτοδικείου αυτού. Για τους λόγους αυτούς θα έπρεπε και στη συγκεκριμένη υπόθεση ο Εφέτης-Εισηγητής Θωμάς Πεγιαζόγλου να εξαιρεθεί και να μη συμμετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Γι' αυτό πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση κατ' άρθρο 559 αρ.3 ΚΠολΔ. Επί πλέον, ο συγκεκριμένος Εφέτης υπήρξε Εισηγητής και σε άλλη υπόθεσή μου αστικής φύσεως στην οποία εξεδόθη η υπ' αριθμ. 587/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, η οποία εξαφάνισε την με αριθμό πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας. Για τους λόγους αυτούς θα έπρεπε και στη συγκεκριμένη υπόθεση ο Εφέτης Εισηγητής Θωμάς Πεγιαζόγλου να εξαιρεθεί και να μη συμμετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση". Υπό την επίκληση των ως άνω περιστατικών, δεν στοιχειοθετείται ο εκ του άρθρου 559 αρ.3 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ο οποίος ως εκ τούτου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Κατ' ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης της υπ' αριθμ. 531/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης και να καταδικασθεί ο ηττώμενος αναιρεσείων, κατά το νόμιμο αίτημα του αναιρεσιβλήτου, στη δικαστική του δαπάνη (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-3-2010 αίτηση του Γ. Σ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.531/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ