Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1734 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Τοκογλυφία.




Περίληψη:
Τοκογλυφία. Πραγματώνεται με τη συνομολόγηση ως και με τη λήψη τοκογλυφικών ωφεληματικών ως συναλλαγματικών, επιταγών κλπ, που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους. Πραγματώνεται επίσης και με την επιδίωξη εκπλήρωσης τοκογλυφικών ωφελημάτων. Οι τρόποι τέλεσης είναι αυτοτελείς και τελούν σε αληθή πραγματική συρροή. Επιβαρυντικές περιστάσεις. Επανειλημμένη τέλεση υπάρχει και επί κατ' εξακολούθηση εγκλήματος αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Απορρίπτει αίτηση. Απορρίπτει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης.




Αριθμός 1734/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1791/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ και 2) Κατασκευαστική Εταιρεία "Ν.Δ. ΜΕΤΑΞΑΣ ARTEK Α.Ε.", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1849/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη με αριθμό 66/10.02.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω κατ'άρθρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ την υπ'αριθμ. 181/2008 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ... (δυνάμει της από 30-10-2008 εξουσιοδότησής του προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Λαζανά του Αθανασίου, Δικηγόρο Αθηνών) κατά του υπ'αριθμ. 1791/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ'ακόλουθα.
Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ'ουσία η υπ'αριθμ. 207/24-4-2008 έφεσή του κατά του υπ'αριθμ. 965/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακ/των) για τις αξιόποινες πράξεις: α) τοκογλυφία κατ'εξακολούθηση κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, β) πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, που η συνολική ζημία και το συνολικό όφελος υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ και γ) απάτη κατ'εξακολούθηση και κατ'επάγγελμα ενώπιον του δικαστηρίου, που το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ (άρθρ. 1, 13γ', στ', 14, 26 παρ. 1α, 27, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1, 3 εδ. β', 386 παρ. 1, 3α, 404 παρ. 1, 2α', β', 3 Π.Κ.).
Β) Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1, 3 ΚΠΔ, με τη δήλωση του αναιρεσείοντα στο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η προαναφερθείσα έκθεση, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα είχε επιδοθεί στον αντίκλητο του κατηγορουμένου την 21-10-2008. Είναι κατά συνέπεια τυπικά δεκτή. Με την κρινόμενη αίτηση ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Γ) Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ'άρ. 93§3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τ'αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, ενώ Δ) εσφαλμένη μεν ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ιδρύουσα λόγον αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από αυτήν που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν δεν υπάγει ορθώς σ'αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 252/04 και 2200/02, Π.Χ. ΝΓ/762).
Ε) Εξάλλου, εφόσον τα εκτιθέμενα στην αίτηση αναιρέσεως ως προς το λόγο της έλλειψης αιτιολογίας, ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος αυτός της αιτήσεως είναι απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (Α.Π. 1457/2000 και 591/2001, Π.Χ. ΝΑ/537 και ΝΒ/131).
ΣΤ) Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα, ειδικά δε αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση, η οποία μνημονεύει, όλα κατ'είδος, τ' αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά:
Ο μηνυτής Ψ, αρχιτέκτων - μηχανικός, από το 1997 δραστηριοποιήθηκε στην κατασκευή κατοικιών - εξοχικών συγκροτημάτων και συνέστησε τεχνική Εταιρεία με την επωνυμία "ΝΔ Μεταξάς Ανώνυμη Τεχνική Εμπορική - Βιομηχανική Τουριστική Εταιρεία". Ο μηνυτής το έτος 2000 επειδή είχε ανάγκη χρηματοδότησης, απευθύνθηκε με τη μεσολάβηση του ΑΑ στον κατηγορούμενο-εκκαλούντα για σύναψη δανείων. Το πρώτο δάνειο ποσού 10.000.000 δρχ. συνήφθη τον Ιανουάριο του 2000 για ένα έτος, με επιτόκιο 1.000.000 δρχ. μηνιαίως. Προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του ο κατηγορούμενος - εκκαλών έλαβε τρεις επιταγές, μία για το ποσό του κεφαλαίου (την ... της Εθνικής) και δύο 6.000.000 δρχ. η κάθε μία για το ποσό των τόκων (τις ... και ... της Ιονικής).
Στις 20-1-2001, επειδή ο μηνυτής δεν μπορούσε να εξοφλήσει το ανωτέρω πρώτο δάνειο το οποίο, μαζί με τους τόκους, ανερχόταν στο ποσό των 22.000.000 δρχ. συμφώνησε με τον κατηγορούμενο-εκκαλούντα την παράταση εξόφλησής του μέχρι 20-4-2001, αφού του ζήτησε να του καταβάλει το ποσό των 2.000,000 δρχ., τον μήνα για τόκους. Στις 21-4-2001 έγινε νέα "παράταση της ανωτέρω οφειλής, μέχρι την 31-1-2002. Ο Ψ, τότε, παρέδωσε την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, με ασυμπλήρωτη την ημερομηνία εκδόσεως, ποσού 27.500.000 δρχ., ως εγγύηση του κεφαλαίου και των μέχρι τότε τόκων του ανωτέρω δανείου, ως εγγύηση δε καταβολής των τόκων από 1-5-2001 έως 31-1-2002, του παρέδωσε μία επιταγή της Γενικής Τράπεζας, εκδόσεως της "ΜΕΤΑΞΑΣ ΑΡΤΕΚ Α.Ε." με ασυμπλήρωτη την ημερομηνία εκδόσεως, ποσού 14.370.000 δρχ.
Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος - εκκαλών του χορήγησε στις 20-7-2000, νέο δάνειο, ποσού 30.000.000 δρχ., για ένα χρόνο, με τόκο 1.500.000 δρχ. τον μήνα. Από το ποσό αυτό του κατέβαλε το ποσό ων 21.000.000 δρχ., ενώ το ποσό των 9.000.000 δρχ. το παρακράτησε για τους τόκους από 20-7-2000 έως 20-1-2001. Για εγγύηση του ανωτέρω δανείου, έλαβε τις υπ' αριθμ. ... και ... επιταγές εκδόσεως του, ποσού 15.000.000 δρχ. η κάθε μία, με ημερομηνία εκδόσεως 20-7-2001, ενώ για τους τόκους, για το χρονικό διάστημα από 20-1-2001 έως 20-7-2001 ο μηνυτής και η σύζυγος του ΒΒ αποδέχτηκαν έξι συναλλαγματικές ποσού 1.500.000 δρχ. η κάθε μία.
Για το δεύτερο δάνειο μεταξύ του Ψ, της συζύγου του και του κατηγορούμενου - εκκαλούντα Χ καταρτίστηκε το από 20-7-2000 ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος - εκκαλών φέρεται να χορηγεί στον μηνυτή Ψ και στη σύζυγο του, το ποσό των 19.500.000 δρχ. στον καθένα άτοκα, ενώ αναφέρεται ότι δόθηκαν οι ανωτέρω επιταγές και συναλλαγματικές. Επίσης, για το ανωτέρω δάνειο ο κατηγορούμενος ενέγραψε συναινετική προσημείωση υποθήκης επί ακινήτου συγκυριότητας του Ψ και της συζύγου του, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, που βρίσκεται στην οδό ... αριθμ. ... στο ... . Στις 20-7-2001 έγινε νέα παράταση της ανωτέρω οφειλής και για τα δύο δάνεια για έξι μήνες, έναντι καταβολής τόκων 1.500.000 δρχ. τον μήνα. Στις 20-12-2001 ο κατηγορούμενος - εκκαλών ζήτησε να λάβει από τον Ψ τρεις επιταγές εκδόσεως του, με ασυμπλήρωτη την ημερομηνία εκδόσεως: 1) επιταγή ποσού 88.041 €, σε αντικατάσταση των προαναφερθεισών υπ' αριθμ. ... και ... επιταγών ποσών 15.000.000 δρχ. η καθεμιά, 2) επιταγή ποσού 80.704 €, σε αντικατάσταση της προαναφερθείσας υπ' αριθμ. ... επιταγής ποσού 27.500.000 δρχ., και επιταγή ποσού 34.630 €, που αφορούσε το υπόλοιπο τόκων μέχρι την 18-12-2001. Ο μηνυτής Ψ, επειδή δεν διέθετε τότε προσωπικό μπλοκ επιταγών σε ευρώ, ενόψει της επικείμενης αλλαγής του νομίσματος, εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... επιταγή, από τον λογαριασμό της παραπάνω εταιρείας του, ασυμπλήρωτη ως προς τον τόπο, ημερομηνία εκδόσεως, ποσό και όνομα λήπτη, της Γενικής Τράπεζας, και την παρέδωσε στον κατηγορούμενο με τη συμφωνία να του την επιστρέψει, όταν θα του παρέδιδε τις προαναφερθείσες τρεις επιταγές.
Στις 5-2-2002 έγινε νέα ανανέωση της οφειλής και το ποσό του κεφαλαίου μαζί με τους τόκους, μέχρι 15-1-2002, ορίστηκε από τον κατηγορούμενο- εκκαλούντα, στο, ποσό των 203.375 €. Ο μηνυτής Ψ, παρέδωσε στον κατηγορούμενο - εκκαλούντα Χ την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας (αφού είχε λάβει από την Τράπεζα μπλοκ επιταγών), ασυμπλήρωτη ως προς την ημερομηνία εκδόσεως με την συμφωνία ότι, αν δεν κατέβαλε κάποιο ποσό έναντι της ανωτέρω οφειλής του μέχρι 30-6-2002, ο κατηγορούμενος έπρεπε να τον ειδοποιήσει προηγουμένως, προκειμένου να του δώσει εντολή προς συμπλήρωση. Στη συνέχεια ζήτησε από τον Ψ να του δώσει επιταγές ποσού 50.000 € για εγγύηση καταβολής τόκων της ανωτέρω οφειλής για το χρονικό διάστημα από 15-2-2002 έως 15- -2002 δηλαδή 6.250 το μήνα. Τότε ο μηνυτής Ψ παρέδωσε στον κατηγορούμενο - εκκαλούντα Χ στις 10-4-2002 την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 30.000 € καθώς και την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας ποσού 20.000 €, ασυμπλήρωτη ως προς τα λοιπά στοιχεία της. Μάλιστα ο κατηγορούμενος - εκκαλών προκειμένου να αιτιολογήσει την έκδοση της ανωτέρω επιταγής, κατήρτισε την χωρίς ημερομηνία απόδειξη, σύμφωνα με την οποία ο Ψ φέρεται να επιστρέφει στον κατηγορούμενο εκκαλούντα Χ το ποσό των 50.000 €, που είχε δώσει δήθεν ο τελευταίος ως προκαταβολή αγοράς κατοικίας, από την εταιρεία του μηνυτή στο Λαύριο και για το σκοπό αυτό ο μηνυτής Ψ φέρεται να του παραδίδει τις προαναφερθείσες δύο επιταγές. Για το χρονικό διάστημα δε από 15-10-2002 μέχρι 15-12-2002 ο κατηγορούμενος έλαβε τον Δεκέμβριο του 2002 από τον μηνυτή την ... επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας ποσού 7.200 € για εξόφληση τόκων, με λευκή την ημερομηνία έκδοσης. Ο κατηγορούμενος συμπλήρωσε την ημερομηνία και η επιταγή εμφανίστηκε και πληρώθηκε την 27-1-2005.
Ο κατηγορούμενος - εκκαλών χωρίς να έχει δικαίωμα, συναίνεση ή εντολή συμπλήρωσε τις παραπάνω επιταγές : α) την ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας που ήταν ασυμπλήρωτη ως προς όλα της τα στοιχεία, β) την ... της Γενικής Τράπεζας ποσού 203.375 € που ήταν ασυμπλήρωτη ως προς την ημερομηνία έκδοσης, γ) την ... της Λαϊκής Τράπεζας ποσού 20.000 € που ήταν ασυμπλήρωτη ως προς όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της και στην συνέχεια κατόπιν αίτησης του εκδόθηκαν οι υπ' αριθμ. 3708 - 3709 και 3710 διαταγές πληρωμής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Στις παραπάνω διαταγές πληρωμής ο μηνυτής άσκησε ανακοπές οι οποίες και έγιναν δεκτές με τις 910/06, 911/06, 912/06 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το παραπάνω Δικαστήριο δέχτηκε ότι οι επίδικες επιταγές αφορούν παράνομους τόκους και η ... επιταγή είναι πλαστή. Μάλιστα το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την μ' αριθμό 910/06 απόφαση του σχετικά με την ανακοπή του μηνυτή κατά της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε για την ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας, δέχτηκε ειδικότερα ότι η οφειλή του ανακόπτοντα μέχρι 20-1-2002 ανερχόταν για κεφάλαιο και δικαιοπρακτικούς τόκους στο συνολικό ποσό των 108.115 €. Το υπόλοιπο ποσό (203.375 -108.115) = 95.260 € αφορά παράνομους τόκους και κατά ποσό αυτό η ανωτέρω επιταγή είναι άκυρη. Επίσης ότι ο μηνυτής έχει προβεί προς τον εκκαλούντα από 20-12-2000 μέχρι 27-1-2005 στις ακόλουθες καταβολές. Ειδικότερα, του κατέβαλε τα ακόλουθα ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς: 1) Στις 20-12-2000 το ποσό των 2.100.000 δρχ., 2) στις 03-1-2001 το ποσό των 1.500.000 δρχ., 3) στις 11-1-2001 το ποσό των 500.000 δρχ., 4) στις 16-3-2001 το ποσό των 2.000.000 δρχ., 5) στις 28-3-2001 το ποσό του 1.000.000 δρχ., 6) στις 15-6-20001 το ποσό των 2.500.000 δρχ., 7) στις 31-7-2001 το ποσό των 400.000 δρχ., 8) στις 13-8-2001 το ποσό των 300.000 δρχ., 9) στις 11-9-2001 το ποσό των 1.250.000 δρχ., 10) στις 3-10-2001 το ποσό των 3.000.000 δρχ., 11) στις 18-12-2001 το ποσό του 1.500.000 δρχ., 12) στις 4-6-2002 το ποσό των 4.000 €, 13) στις 11-6-2002 το ποσό των 1.000 €., 14) στις 12-6-2002 το ποσό των 900 €, 15) στις 28-6-2002 το ποσό των 4.000 € 16) στις 9-7-2002 το ποσό των 3.500 €, 17) στις 31-7-2002 το ποσό των 1.500 €, 18) στις 15-10-2002 το ποσό των 4.000 €, 19) στις 13-11-2002 το ποσό των 2000 €, 20) στις 24-4-2003 το ποσό των 2.000 €, 21) στις 13-6-2003 το ποσό των 3.000 €, 22) στις 2-10-2003 το ποσό των 2.000 €, 23) στις 26-11-2003 το ποσό των 2.000 €, 24) στις 6-5-2004 το ποσό των 3.000 €, 25) στις 01-7-2000 €, 26) στις 21-10-2004 το ποσό των 1.500 €, ήτοι συνολικά κατέβαλε στον καθού η ανακοπή το ποσό των 83.501 €. Επίσης, όπως συνομολογεί ο κατηγορούμενος, του παρέδωσε τις ακόλουθες επιταγές: 1) Στις 30-1-2001, την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ΕΤΕ ποσού 3.100.000 δρχ., 2) Στις 26-11-2001 την υπ' αριθμ. ... επιταγή ποσού 2.100.000 δρχ., 3) Στις 22-4-2002 την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ΕΤΕ ποσού 6.897 €, και 4) Στις 27-1-2005, την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας ποσού 7.200 €, ήτοι του παρέδωσε συνολικά επιταγές ποσού 29.357 €. Έτσι, οι καταβολές του μηνυτή προς τον εκκαλούντα σε μετρητά και επιταγές ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 112.858 €.
Όταν ο μηνυτής παρέδωσε στον κατηγορούμενο την ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του επιστρέψει την ... επιταγή, αυτός όμως δεν το έπραξε αλλά αντίθετα την συμπλήρωσε ως προς όλα τα στοιχεία της (τόπο έκδοσης ..., ημερομηνία έκδοσης 18-2-2005, ποσό 71.500 €). Επίσης, εκτός από την Εθνική Τράπεζα που δεν απάντησε για λόγους τραπεζικού απορρήτου, από τις λοιπές βεβαιώσεις Γενικής, Marfin (πρώην Λαϊκής), Πειραιώς προκύπτει ότι είχε ο μηνυτής παραλάβει τα μπλοκ επιταγών πριν από τους αναφερόμενους χρόνους παράδοσης των επιταγών στον κατηγορούμενο.
Εξάλλου τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από τις καταθέσεις του Ψ, ΒΒ, από 28-11-2005 οι οποίοι αναφέρουν ότι το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό, συντάχθηκε κατόπιν απαίτησης του εκκαλούντα, προκειμένου να καλυφθεί ή είσπραξη παρανόμων τόκων και ότι ο μηνυτής για ποσό δανείου συνολικά 91.000 € το οποίο έλαβε, κατέβαλε στον κατηγορούμενο - εκκαλούντα, περίπου 213.000 € ενώ διεκδικεί άλλα 300.000 € περίπου.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι η μήνυση σε βάρος του υποβλήθηκε προκειμένου να εμποδιστεί να διεκδικήσει δικαστικά νόμιμες αξιώσεις του και ότι για το δάνειο των 10.000 € για ασφάλεια έλαβε την ... επιταγή, ότι ο μηνυτής στην συνέχεια στις 6-12-2000 και 30-12-2000 του ζήτησε αντίστοιχα από 6.000.000 δρχ. κάθε φορά και προς ασφάλειά του του παρέδωσε τις ... και ... επιταγές της Ιονικής. Επειδή κανένα ποσό δεν του είχε πληρωθεί και επειδή τον Απρίλιο του 2001 του ζήτησε ο μηνυτής και άλλα 5.500.000 δρχ. (δηλ. του όφειλε πλέον συνολικά και άτοκα 27.500.000 δρχ.), ο Ψ του παρέδωσε την ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας 27.500.000 δρχ. Επειδή δε ο μηνυτής του είχε ζητήσει τον Ιούλιο του 2000 και άλλα 39.000.000 δρχ. για τον λόγο αυτό του είχε δώσει τις ... και ... επιταγές της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος ποσού 15.000.000 δρχ. και 6 συναλλαγματικές των 1.500.000 δρχ. δηλαδή (2 Χ 15.000.000) + (6 Χ 1.500.000) = 39.000.000 δρχ., επίσης ότι ο μηνυτής είχε λάβει από αυτόν την 15-6-2001 και άλλα 7.200.000 δρχ. σε μετρητά και ότι : α) η μεν ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας του δόθηκε συμπληρωμένη από τον μηνυτή, αφού προέβησαν σε λογαριασμό των οφειλών τους επειδή είχε επέλθει η αλλαγή του νομίσματος και το ποσό των 203.375 € αφορά τα κάτωθι: την ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας 27.500.000 δρχ., την ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας 15.000.000 δρχ., την ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας 15.000.000 δρχ., ήτοι 57.500.000 δρχ. από επιταγές + 7.200.000 δρχ. από μετρητά, δηλαδή σύνολο 69.300.000 δρχ. + 4.600.000 δρχ. δικαιοπρακτικούς τόκους (από το 2000 έως τον Ιούλιο του 2002), β) η ... επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας ποσού 20.000 € του δόθηκε συμπληρωμένη και αυτή. Ο μηνυτής του πρότεινε στον κατηγορούμενο - εκκαλούντα να αγοράσει ένα διαμέρισμα στο συγκρότημα που έκτιζε στην ... αξίας 110.000.000 δρχ. για κάλυψη της διαφοράς μεταξύ του ποσού της αγοράς και των ήδη οφειλομένων. Ο κατηγορούμενος υποστηρίζει ότι του προκατέβαλε το ποσό των 50.000 € σε μετρητά. Όταν ο μηνυτής δεν μπορούσε όμως να τελειώσει την οικοδομή τότε του παρέδωσε για το ποσό των 50.000 € δύο επιταγές, μία των 30.000 € της Εθνικής και μία της Λαϊκής των 20.000 €, που αναφέρεται και στην καταρτισθείσα απόδειξη των 50.000 € για επιστροφή προκαταβολής λόγω ματαίωσης της αγοράς. Οι παραπάνω όμως ισχυρισμοί του κατηγορουμένου δεν ευσταθούν και ανατρέπονται από τα παραπάνω στοιχεία.
Κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών ότι ορθώς παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο με το πρωτόδικο βούλευμα, το οποίο και επικύρωσε.
Ζ) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τ'αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντα για λόγους αναίρεσης κατ'άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ είναι αβάσιμες.
Ε Ι Δ Ι Κ Ω Τ Ε Ρ Α Ι. Η αιτιολογία του βουλεύματος είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση αν αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. (Ολ. Α.Π. 1227/79 Ποιν.Χρ. Λ 53, Α.Π. 1151/2006 Ποιν.Χρ. ΝΖ' 33).
ΙΙ. Είναι αβάσιμη, καθ'ότι στηρίζεται σε ανύπαρκτη προϋπόθεση η αιτίαση ότι δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά των αποδεικτικών μέσων, τα οποία ελήφθησαν υπ'όψη για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, αφού στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση γίνεται κατ'είδος αναφορά των εγγράφων και λεπτομερής αναφορά των καταθέσεων των μαρτύρων ΓΓ, ΒΒ και ΔΔ, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου (βλ. σελ. 6β και 7α του βουλεύματος).
ΙΙΙ. Είναι αβάσιμη η αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν αιτιολογεί ότι κάθε μία παραπλάνηση του Δικαστή, ήταν αποτέλεσμα χωριστής πλάνης που είχε προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ώστε να αιτιολογείται ο χαρακτηρισμός της Απάτης ως κατ'εξακολούθηση.
Από τις διατάξεις των άρθρων 94 και 98 ΠΚ σαφώς προκύπτει ότι ο χαρακτησιμός των περισσότερων ομοειδών πράξεων που τελέσθηκαν από το ίδιο πρόσωπο, ως κατ'εξακολούθηση έγκλημα, γίνεται προς το σκοπό της ηπιώτερης μεταχειρίσης του δράστη, ενώ η κρίση περί του αν οι πλείονες αυτές πράξεις μπορούν να θεωρηθούν ως ένα κατ'εξακολούθηση έγκλημα κατελείπεται, ανεξέλεγκτα από τον 'Αρειο Πάγο, στο οικείο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο της ουσίας.
IV. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ'αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικώτερες συνθήκες τελέσεώς του διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ'αυτή. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως απαιτείται επί πλέον και ορισμένος σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο σκοπό αυτό (Α.Π. 1884/2005 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ' 519).
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το Συμβούλιο Εφετών παραπέμπει καθ'ολοκληρία στην πρόταση της Εισαγγελέως Εφετών. Η πρόταση της Εισαγγελέως Εφετών, με τη σειρά της, έχει ενσωματώσει στο σκεπτικό της το σύνολο, σχεδόν, του σκεπτικού και του διατακτικού του πρωτόδικου βουλεύματος, έτσι ώστε τελικώς οι παραδοχές του πρωτοβάθμιου συμβουλίου να αποβούν παραδοχές και του δευτεροβάθμιου συμβουλίου, μετά την επικύρωση του πρωτοδίκου βουλεύματος. Υπ'αυτή την έννοια οι παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος αναφορικά με το δόλο (σκοπό προσπορισμού παρανόμου οφέλους) είναι όχι μόνο ρητές, αλλά και επανειλημμένες. Συγκεκριμένα στο φύλλο 4 σελ. β' του βουλεύματος αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος "με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος κατάρτισε πλαστά έγγραφα με το σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους ... σκόπευε δε με την πράξη του αυτή να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 €" και στη συνέχεια στην ίδια σελίδα, "Ακολούθως με βάση την ίδια επιταγή πέτυχε την έκδοση της υπ'αριθμ. 3708/2005 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος του πρώτου μηνυτή, με την οποία αυτός επιτάσσονταν να του καταβάλλει το ποσό των 212.899 €".
Οι ίδιες παραδοχές επαναλαμβάνονται και αιτιολογούνται τόσο ο δόλος όσο και η κατ'επάγγελμα τέλεση των πράξεων στις επόμενες σελίδες και μέχρι το 6ο φύλλο β' σελίδα του βουλεύματος.
Κατά συνέπεια είναι αβάσιμη η αιτίαση που προβάλλεται με το αναιρετήριο.
V. Από τη διάταξη του άρθρ. 404 παρ. 2 στοιχ. α' ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της τοκογλυφίας μπορεί να πραγματωθεί αντικειμενικά με τη συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων την οποία αποτελεί και η λήψη από το δράστη αξιογράφων (συν/τικών, επιταγών) που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους. Περαιτέρω το παραπάνω έγκλημα μπορεί να πραγματωθεί και με την επιδίωξη της εκπλήρωσης τοκογλυφικών ωφελημάτων (στοιχ. β' της παρ. 2). Οι παραπάνω τρόποι τέλεσης του εγκλήματος της τοκογλυφίας είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και τελούν, εφ'όσον πραγματωθούν, σε αληθινή πραγματική συρροή. Η τοκογλυφία προσλαμβάνει κακουργηματική μορφή αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις των παραγράφων 1 και 2, όπως προκύπτει από την παρ. 3 του άνω άρθρου, που τροποποιήθηκε με το άρθρ. 14 παρ. 8 εδ. β' του Ν. 2721/1999.
Κατά τη διάταξη του άρθρ. 13 στοιχ. στ' ΠΚ κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει και όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. (Α.Π. 829/2006 Ποιν. Χρ. ΝΖ' 229, ΑΠ 1660/2006 Ποιν. Χρ. ΝΖ' 739, ΑΠ 865/2003 Ποιν. Λογ. 2003 σελ. 972).
VI. Κατά το άρθρ. 13 εδ. στ' ΠΚ, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος.
Η κατ'επανάληψη τέλεση είναι ένα αντικειμενικό στοιχείο, όπως επίσης η οργανωμένη ετοιμότητα, δηλαδή η ύπαρξη υποδομής που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, οπότε αρκεί η εφ'άπαξ πράξη.
Το ότι στη δεύτερη περίπτωση αρκεί η εφ'άπαξ πράξη, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συντρέξουν και να συμπέσουν ύπαρξη υποδομής και επανειλημμένη τέλεση, όπως εσφαλμένα, κατά τη γνώμη μου, ισχυρίζεται ο αναιρεσείων.
VII. Με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα είναι αβάσιμες όλες οι αιτιάσεις που προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, κατά συνέπεια θα πρέπει αυτή να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Θα πρέπει εξ άλλου να απορριφθεί το αίτημα του αναιρεσείοντα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου Σας, ως αόριστο, αφού δεν προσδιορίζει τα σημεία του προσβαλλομένου βουλεύματος που έχουν ανάγκη διασαφήσεων και διευκρινίσεων εκ μέρους του και σε κάθε περίπτωση, έχει διεξοδικά αναπτύξει τους προβαλλόμενους λόγους και αιτιάσεις του με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης (Α.Π. 278/2002).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π Ρ Ο Τ Ε Ι Ν Ω
Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 181/2008 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 1791/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β) Να απορριφθεί το ταυτάριθμο αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου Σας.
Γ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του παραπάνω αναιρεσείοντα.
Αθήνα 30 Δεκεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Παναγιώτης Νικολούδης"

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 404 παρ. 2 στοιχ. α' ΠΚ το έγκλημα της τοκογλυφίας μπορεί να πραγματωθεί αντικειμενικά με τη συνομολόγηση καθώς και με τη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, την οποία αποτελεί και η λήψη από το δράστη αξιόγραφων (συναλλαγματικών, επιταγών κλπ) που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους. Το άνω έγκλημα μπορεί να πραγματωθεί και με την επιδίωξη της εκπλήρωσης τοκογλυφικών ωφελημάτων (στοιχ. β' της παρ. 2 του άνω άρθρου). Οι άνω τρόποι τέλεσης του εγκλήματος της τοκογλυφίας (στοιχ. α' και β') είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και τελούν σε αληθή πραγματική συρροή. Η τοκογλυφία, λαμβάνει κακουργηματική μορφή αν ο υπαίτιος επιχειρεί τις τοκογλυφικές πράξεις κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, όπως προκύπτει από την παρ.3 του άνω άρθρου που τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ.8 εδ. β' του ν. 2721/1999 και ισχύει από 3-6-1999. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημοσίας ή ιδιωτικής φύσης. Η πράξη αυτή λαμβάνει κακουργηματική μορφή και όταν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με τη εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται ... . Η πράξη αυτή λαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και όταν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία εκτίθενται τα ανωτέρω στοιχεία με τα οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου αυτού. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το συμβούλιο δίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όχι μόνο όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση στις διατάξεις που εφάρμοσε αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, ήτοι όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις αυτές ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με το 965/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για αν δικαστεί για τα κακουργήματα 1) της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια 2) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, που η συνολική ζημία και το συνολικό όφελος υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και 3) της απάτης κατ' εξακολούθηση ενώπιον του δικαστηρίου κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια που το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Μετά από έφεση του αναιρεσείοντος, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 1791/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το ποίο απέρριψε την έφεση του κατ' ουσίαν και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα κατά τις παραπεμπτικές διατάξεις του. Με το βούλευμα αυτό, το Συμβούλιο Εφετών με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, αφού αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος προσδιορίζονται, δέχτηκε ανελέγκτως ότι: Ο μηνυτής Ψ, αρχιτέκτων - μηχανικός, από το 1997 δραστηριοποιήθηκε στην κατασκευή κατοικιών - εξοχικών συγκροτημάτων και συνέστησε τεχνική Εταιρεία με την επωνυμία "ΝΔ Μεταξάς Ανώνυμη Τεχνική Εμπορική - Βιομηχανική Τουριστική Εταιρεία". Ο μηνυτής το έτος 2000 επειδή είχε ανάγκη χρηματοδότησης, απευθύνθηκε με τη μεσολάβηση του ΑΑ στον κατηγορούμενο-εκκαλούντα για σύναψη δανείων. Το πρώτο δάνειο ποσού 10.000.000 δρχ. συνήφθη τον Ιανουάριο του 2000 για ένα έτος, με επιτόκιο 1.000.000 δρχ. μηνιαίως. Προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του ο κατηγορούμενος - εκκαλών έλαβε τρεις επιταγές, μία για το ποσό του κεφαλαίου (την ... της Εθνικής) και δύο 6.000.000 δρχ. η κάθε μία για το ποσό των τόκων (τις ... και ... της Ιονικής).
Στις 20-1-2001, επειδή ο μηνυτής δεν μπορούσε να εξοφλήσει το ανωτέρω πρώτο δάνειο το οποίο, μαζί με τους τόκους, ανερχόταν στο ποσό των 22.000.000 δρχ. συμφώνησε με τον κατηγορούμενο-εκκαλούντα την παράταση εξόφλησής του μέχρι 20-4-2001, αφού του ζήτησε να του καταβάλει το ποσό των 2.000,000 δρχ., τον μήνα για τόκους. Στις 21-4-2001 έγινε νέα "παράταση της ανωτέρω οφειλής, μέχρι την 31-1-2002. Ο Ψ, τότε, παρέδωσε την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, με ασυμπλήρωτη την ημερομηνία εκδόσεως, ποσού 27.500.000 δρχ., ως εγγύηση του κεφαλαίου και των μέχρι τότε τόκων του ανωτέρω δανείου, ως εγγύηση δε καταβολής των τόκων από 1-5-2001 έως 31-1-2002, του παρέδωσε μία επιταγή της Γενικής Τράπεζας, εκδόσεως της "ΜΕΤΑΞΑΣ ΑΡΤΕΚ Α.Ε." με ασυμπλήρωτη την ημερομηνία εκδόσεως, ποσού 14.370.000 δρχ. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος - εκκαλών του χορήγησε στις 20-7-2000, νέο δάνειο, ποσού 30.000.000 δρχ., για ένα χρόνο, με τόκο 1.500.000 δρχ. τον μήνα. Από το ποσό αυτό του κατέβαλε το ποσό ων 21.000.000 δρχ., ενώ το ποσό των 9.000.000 δρχ. το παρακράτησε για τους τόκους από 20-7-2000 έως 20-1-2001. Για εγγύηση του ανωτέρω δανείου, έλαβε τις υπ' αριθμ. ... και ... επιταγές εκδόσεως του, ποσού 15.000.000 δρχ. η κάθε μία, με ημερομηνία εκδόσεως 20-7-2001, ενώ για τους τόκους, για το χρονικό διάστημα από 20-1-2001 έως 20-7-2001 ο μηνυτής και η σύζυγος του ΒΒ αποδέχτηκαν έξι συναλλαγματικές ποσού 1.500.000 δρχ. η κάθε μία. Για το δεύτερο δάνειο μεταξύ του Ψ, της συζύγου του και του κατηγορούμενου - εκκαλούντα Χ καταρτίστηκε το από 20-7-2000 ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος - εκκαλών φέρεται να χορηγεί στον μηνυτή Ψ και στη σύζυγο του, το ποσό των 19.500.000 δρχ. στον καθένα άτοκα, ενώ αναφέρεται ότι δόθηκαν οι ανωτέρω επιταγές και συναλλαγματικές. Επίσης, για το ανωτέρω δάνειο ο κατηγορούμενος ενέγραψε συναινετική προσημείωση υποθήκης επί ακινήτου συγκυριότητας του Ψ και της συζύγου του, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, που βρίσκεται στην οδό ... αριθμ. ... στο ... . Στις 20-7-2001 έγινε νέα παράταση της ανωτέρω οφειλής και για τα δύο δάνεια για έξι μήνες, έναντι καταβολής τόκων 1.500.000 δρχ. τον μήνα. Στις 20-12-2001 ο κατηγορούμενος - εκκαλών ζήτησε να λάβει από τον Ψ τρεις επιταγές εκδόσεως του, με ασυμπλήρωτη την ημερομηνία εκδόσεως: 1) επιταγή ποσού 88.041 €, σε αντικατάσταση των προαναφερθεισών υπ' αριθμ. ... και ... επιταγών ποσών 15.000.000 δρχ. η καθεμιά, 2) επιταγή ποσού 80.704 €, σε αντικατάσταση της προαναφερθείσας υπ' αριθμ. ... επιταγής ποσού 27.500.000 δρχ., και επιταγή ποσού 34.630 €, που αφορούσε το υπόλοιπο τόκων μέχρι την 18-12-2001. Ο μηνυτής Ψ, επειδή δεν διέθετε τότε προσωπικό μπλοκ επιταγών σε ευρώ, ενόψει της επικείμενης αλλαγής του νομίσματος, εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... επιταγή, από τον λογαριασμό της παραπάνω εταιρείας του, ασυμπλήρωτη ως προς τον τόπο, ημερομηνία εκδόσεως, ποσό και όνομα λήπτη, της Γενικής Τράπεζας, και την παρέδωσε στον κατηγορούμενο με τη συμφωνία να του την επιστρέψει, όταν θα του παρέδιδε τις προαναφερθείσες τρεις επιταγές. Στις 5-2-2002 έγινε νέα ανανέωση της οφειλής και το ποσό του κεφαλαίου μαζί με τους τόκους, μέχρι 15-1-2002, ορίστηκε από τον κατηγορούμενο- εκκαλούντα, στο, ποσό των 203.375 €. Ο μηνυτής Ψ, παρέδωσε στον κατηγορούμενο - εκκαλούντα Χ την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας (αφού είχε λάβει από την Τράπεζα μπλοκ επιταγών), ασυμπλήρωτη ως προς την ημερομηνία εκδόσεως με την συμφωνία ότι, αν δεν κατέβαλε κάποιο ποσό έναντι της ανωτέρω οφειλής του μέχρι 30-6-2002, ο κατηγορούμενος έπρεπε να τον ειδοποιήσει προηγουμένως, προκειμένου να του δώσει εντολή προς συμπλήρωση. Στη συνέχεια ζήτησε από τον Ψ να του δώσει επιταγές ποσού 50.000 € για εγγύηση καταβολής τόκων της ανωτέρω οφειλής για το χρονικό διάστημα από 15-2-2002 έως 15- -2002 δηλαδή 6.250 το μήνα. Τότε ο μηνυτής Ψ παρέδωσε στον κατηγορούμενο - εκκαλούντα Χ στις 10-4-2002 την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 30.000 € καθώς και την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας ποσού 20.000 €, ασυμπλήρωτη ως προς τα λοιπά στοιχεία της. Μάλιστα ο κατηγορούμενος - εκκαλών προκειμένου να αιτιολογήσει την έκδοση της ανωτέρω επιταγής, κατήρτισε την χωρίς ημερομηνία απόδειξη, σύμφωνα με την οποία ο Ψ φέρεται να επιστρέφει στον κατηγορούμενο εκκαλούντα Χ το ποσό των 50.000 €, που είχε δώσει δήθεν ο τελευταίος ως προκαταβολή αγοράς κατοικίας, από την εταιρεία του μηνυτή στο ... και για το σκοπό αυτό ο μηνυτής Ψ φέρεται να του παραδίδει τις προαναφερθείσες δύο επιταγές. Για το χρονικό διάστημα δε από 15-10-2002 μέχρι 15-12-2002 ο κατηγορούμενος έλαβε τον Δεκέμβριο του 2002 από τον μηνυτή την ... επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας ποσού 7.200 € για εξόφληση τόκων, με λευκή την ημερομηνία έκδοσης. Ο κατηγορούμενος συμπλήρωσε την ημερομηνία και η επιταγή εμφανίστηκε και πληρώθηκε την 27-1-2005. Ο κατηγορούμενος - εκκαλών χωρίς να έχει δικαίωμα, συναίνεση ή εντολή συμπλήρωσε τις παραπάνω επιταγές : α) την ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας που ήταν ασυμπλήρωτη ως προς όλα της τα στοιχεία, β) την ... της Γενικής Τράπεζας ποσού 203.375 € που ήταν ασυμπλήρωτη ως προς την ημερομηνία έκδοσης, γ) την ... της Λαϊκής Τράπεζας ποσού 20.000 € που ήταν ασυμπλήρωτη ως προς όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της και στην συνέχεια κατόπιν αίτησης του εκδόθηκαν οι υπ' αριθμ. 3708 - 3709 και 3710 διαταγές πληρωμής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Στις παραπάνω διαταγές πληρωμής ο μηνυτής άσκησε ανακοπές οι οποίες και έγιναν δεκτές με τις 910/06, 911/06, 912/06 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το παραπάνω Δικαστήριο δέχτηκε ότι οι επίδικες επιταγές αφορούν παράνομους τόκους και η ... επιταγή είναι πλαστή. Μάλιστα το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την μ' αριθμό 910/06 απόφαση του σχετικά με την ανακοπή του μηνυτή κατά της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε για την ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας, δέχτηκε ειδικότερα ότι η οφειλή του ανακόπτοντα μέχρι 20-1-2002 ανερχόταν για κεφάλαιο και δικαιοπρακτικούς τόκους στο συνολικό ποσό των 108.115 €. Το υπόλοιπο ποσό (203.375 -108.115) = 95.260 € αφορά παράνομους τόκους και κατά ποσό αυτό η ανωτέρω επιταγή είναι άκυρη. Επίσης ότι ο μηνυτής έχει προβεί προς τον εκκαλούντα από 20-12-2000 μέχρι 27-1-2005 στις ακόλουθες καταβολές. Ειδικότερα, του κατέβαλε τα ακόλουθα ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς: 1) Στις 20-12-2000 το ποσό των 2.100.000 δρχ., 2) στις 03-1-2001 το ποσό των 1.500.000 δρχ., 3) στις 11-1-2001 το ποσό των 500.000 δρχ., 4) στις 16-3-2001 το ποσό των 2.000.000 δρχ., 5) στις 28-3-2001 το ποσό του 1.000.000 δρχ., 6) στις 15-6-20001 το ποσό των 2.500.000 δρχ., 7) στις 31-7-2001 το ποσό των 400.000 δρχ., 8) στις 13-8-2001 το ποσό των 300.000 δρχ., 9) στις 11-9-2001 το ποσό των 1.250.000 δρχ., 10) στις 3-10-2001 το ποσό των 3.000.000 δρχ., 11) στις 18-12-2001 το ποσό του 1.500.000 δρχ., 12) στις 4-6-2002 το ποσό των 4.000 €, 13) στις 11-6-2002 το ποσό των 1.000 €., 14) στις 12-6-2002 το ποσό των 900 €, 15) στις 28-6-2002 το ποσό των 4.000 €, 16) στις 9-7-2002 το ποσό των 3.500 €, 17) στις 31-7-2002 το ποσό των 1.500 €, 18) στις 15-10-2002 το ποσό των 4.000 €, 19) στις 13-11-2002 το ποσό των 2000 €, 20) στις 24-4-2003 το ποσό των 2.000 €, 21) στις 13-6-2003 το ποσό των 3.000 €, 22) στις 2-10-2003 το ποσό των 2.000 €, 23) στις 26-11-2003 το ποσό των 2.000 €, 24) στις 6-5-2004 το ποσό των 3.000 €, 25) στις 01-7-2000 €, 26) στις 21-10-2004 το ποσό των 1.500 €, ήτοι συνολικά κατέβαλε στον καθού η ανακοπή το ποσό των 83.501 €. Επίσης, όπως συνομολογεί ο κατηγορούμενος, του παρέδωσε τις ακόλουθες επιταγές: 1) Στις 30-1-2001, την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ΕΤΕ ποσού 3.100.000 δρχ., 2) Στις 26-11-2001 την υπ' αριθμ. ... επιταγή ποσού 2.100.0G0 δρχ., 3) Στις 22-4-2002 την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ΕΤΕ ποσού 6.897 €, και 4) Στις 27-1-2005, την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας ποσού 7.200 €, ήτοι του παρέδωσε συνολικά επιταγές ποσού 29.357 €. Έτσι, οι καταβολές του μηνυτή προς τον εκκαλούντα σε μετρητά και επιταγές ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 112.858 €. Όταν ο μηνυτής παρέδωσε στον κατηγορούμενο την ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του επιστρέψει την ... επιταγή, αυτός όμως δεν το έπραξε αλλά αντίθετα την συμπλήρωσε ως προς όλα τα στοιχεία της (τόπο έκδοσης ..., ημερομηνία έκδοσης 18-2-2005, ποσό 71.500 €). Επίσης, εκτός από την Εθνική Τράπεζα που δεν απάντησε για λόγους τραπεζικού απορρήτου, από τις λοιπές βεβαιώσεις Γενικής, Marfin (πρώην Λαϊκής), Πειραιώς προκύπτει ότι είχε ο μηνυτής παραλάβει τα μπλοκ επιταγών πριν από τους αναφερόμενους χρόνους παράδοσης των επιταγών στον κατηγορούμενο. Εξάλλου τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από τις καταθέσεις του ΔΔ, ΒΒ, από 28-11-2005 οι οποίοι αναφέρουν ότι το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό, συντάχθηκε κατόπιν απαίτησης του εκκαλούντα, προκειμένου να καλυφθεί ή είσπραξη παρανόμων τόκων και ότι ο μηνυτής για ποσό δανείου συνολικά 91.000 € το οποίο έλαβε, κατέβαλε στον κατηγορούμενο - εκκαλούντα, περίπου 213.000 € ενώ διεκδικεί άλλα 300.000 € περίπου. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι η μήνυση σε βάρος του υποβλήθηκε προκειμένου να εμποδιστεί να διεκδικήσει δικαστικά νόμιμες αξιώσεις του και ότι για το δάνειο των 10.000 € για ασφάλεια έλαβε την 3616678 επιταγή, ότι ο μηνυτής στην συνέχεια στις 6-12-2000 και 30-12-2000 του ζήτησε αντίστοιχα από 6.000.000 δρχ. κάθε φορά και προς ασφάλειά του του παρέδωσε τις ... και ... επιταγές της Ιονικής. Επειδή κανένα ποσό δεν του είχε πληρωθεί και επειδή τον Απρίλιο του 2001 του ζήτησε ο μηνυτής και άλλα 5.500.000 δρχ. (δηλ. του όφειλε πλέον συνολικά και άτοκα 27.500.000 δρχ.), ο Ψ του παρέδωσε την ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας 27.500.000 δρχ. Επειδή δε ο μηνυτής του είχε ζητήσει τον Ιούλιο του 2000 και άλλα 39.000.000 δρχ. για τον λόγο αυτό του είχε δώσει τις ... και ... επιταγές της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος ποσού 15.000.000 δρχ. και 6 συναλλαγματικές των 1.500.000 δρχ. δηλαδή (2 Χ 15.000.000) + (6 Χ 1.500.000) = 39.000.000 δρχ., επίσης ότι ο μηνυτής είχε λάβει από αυτόν την 15-6-2001 και άλλα 7.200.000 δρχ. σε μετρητά και ότι : α) η μεν ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας του δόθηκε συμπληρωμένη από τον μηνυτή, αφού προέβησαν σε λογαριασμό των οφειλών τους επειδή είχε επέλθει η αλλαγή του νομίσματος και το ποσό των 203.375 € αφορά τα κάτωθι: την ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας 27.500.000 δρχ., την ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας 15.000.000 δρχ., την ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας 15.000.000 δρχ., ήτοι 57.500.000 δρχ. από επιταγές + 7.200.000 δρχ. από μετρητά, δηλαδή σύνολο 69.300.000 δρχ. + 4.600.000 δρχ. δικαιοπρακτικούς τόκους (από το 2000 έως τον Ιούλιο του 2002), β) η ... επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας ποσού 20.000 € του δόθηκε συμπληρωμένη και αυτή. Ο μηνυτής του πρότεινε στον κατηγορούμενο - εκκαλούντα να αγοράσει ένα διαμέρισμα στο συγκρότημα που έκτιζε στην ... αξίας 110.000.000 δρχ. για κάλυψη της διαφοράς μεταξύ του ποσού της αγοράς και των ήδη οφειλομένων. Ο κατηγορούμενος υποστηρίζει ότι του προκατέβαλε το ποσό των 50.000 € σε μετρητά. Όταν ο μηνυτής δεν μπορούσε όμως να τελειώσει την οικοδομή τότε του παρέδωσε για το ποσό των 50.000 € δύο επιταγές, μία των 30.000 € της Εθνικής και μία της Λαϊκής των 20.000 €, που αναφέρεται και στην καταρτισθείσα απόδειξη των 50.000 € για επιστροφή προκαταβολής λόγω ματαίωσης της αγοράς. Οι παραπάνω όμως ισχυρισμοί του κατηγορουμένου δεν ευσταθούν και ανατρέπονται από τα παραπάνω στοιχεία. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθόσον σε αυτή αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία των ως άνω εγκλημάτων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο τούτο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου αφού δεν έδωσε στις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και ορθά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, κρίνοντας ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα ρητώς μνημονεύονται κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία τούτο έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την κρίση του, ως τέτοια δε αναφέρει τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας ως και την απολογία του αναιρεσείοντος, χωρίς να προκύπτει ότι έγινε επιλεκτική αξιολόγηση κάποιου εκ τούτων ή μη λήψη υπόψη και των εγγράφων που προσκόμισε ο αναιρεσείων, και συνεπώς οι περί του αντίθετου αιτιάσεις είναι αβάσιμες. Περαιτέρω, αναφέρονται λεπτομερώς οι επιμέρους πράξεις του αναιρεσείοντος, που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων τούτων κατ' εξακολούθηση δι' αναφοράς των ομοειδών για κάθε έγκλημα πράξεων κατά τόπο, χρόνο και λοιπές κατά το νόμο περιστάσεις υπό τη μορφή που προεκτίθενται. Συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά του τρόπου τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας δια της συνομολογήσεως και λήψεως τοκογλυφικών ωφελημάτων (τραπεζικών επιταγών) ως και δια της επιδιώξεως από τον αναιρεσείοντα της εκπλήρωσης των τοκογλυφικών αυτών ωφελημάτων. Περαιτέρω, αναφέρεται η από τον αναιρεσείοντα κατάρτιση των αναφερομένων πλαστών τραπεζικών επιταγών με σκοπό τον πορισμό παράνομου κέρδους και αντίστοιχης ζημίας στο μηνυτή και την ΑΕ με την επωνυμία "Ν.Δ. ΜΕΤΑΞΑΣ ΑΡΤΕΚ", κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο βούλευμα τις οποίες αυτός στη συνέχεια χρησιμοποίησε, εμφανίζοντας αυτές ως γνήσιες στις πληρώτριες τράπεζες προς είσπραξη και ενώπιον του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών παραπλανώντας αυτόν ότι ήταν γνήσιες και ενσωματώνουν αληθείς απαιτήσεις τούτου κατά του μηνυτή και της αναφερόμενης ΑΕ, με αποτέλεσμα ο δικαστής να εκδώσει τις αναφερόμενες διαταγές πληρωμής υπέρ του αναιρεσείοντος. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι με τις πράξεις του αυτές ο αναιρεσείων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος άνω των 15.000 ευρώ, βλάπτοντας ως άνω το μηνυτή και την άνω ΑΕ. Περαιτέρω, όσον αφορά το έγκλημα της απάτης κατ' εξακολούθηση, στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται οι επιμέρους απατηλές πράξεις του αναιρεσείοντος δια της προσκομιδής και επικλήσεως των πλαστών τραπεζικών επιταγών ενώπιον του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τις οποίες εμφάνισε ως γνήσιες και έτσι τον παρεπλάνησε σε ισάριθμες, με τις εμφανισθείσες ενώπιόν του πλαστές επιταγές, περιπτώσεις, με αποτέλεσμα ο δικαστής να εκδώσει τις αντίστοιχες διαταγές πληρωμής, που υπήρξαν προϊόν αντιστοίχων παραπλανήσεών του από τον κατηγορούμενο και έτσι η σχετική αιτίαση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν διαλαμβάνει αιτιολογία για κάθε απατηλή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και εντεύθεν αντίστοιχη πλάνη του δικαστή, είναι αβάσιμη. Περαιτέρω, το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε επαρκή αιτιολογία για τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως όλων των πράξεων για τις οποίες παραπέμπεται ο αναιρεσείων, αφού σχετικώς αναφέρει ότι τις πράξεις αυτές τις τέλεσε κατ' εξακολούθηση, δοθέντος ότι επανειλημμένη τέλεση υπάρχει και επί κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής (ΑΠ 829/2006, 1174/2005). Περαιτέρω, αναφέρεται ότι υπό τις περιστάσεις που τέλεσε τις πράξεις αυτές προέκυπτε ότι είχε σκοπό τον πορισμό εισοδήματος. Όσον αφορά δε την κατ' επάγγελμα τέλεση με τη μορφή της υποδομής με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε ομοίως επαρκή αιτιολογία, αφού θεμελιώνει αυτήν στην όλη περιγραφόμενη εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορουμένου και το σκοπό του προς πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, ως προς την επιβαρυντική περίσταση της κατά συνήθεια τέλεσης της τοκογλυφίας και πλαστογραφίας, η αιτιολογία είναι ομοίως επαρκής, αφού αναφέρεται ότι προέκυψε σταθερή ροπή του αναιρεσείοντος προς διάπραξη όμοιων εγκλημάτων, ως στοιχείο της προσωπικότητα του, καταλήγοντας στην κρίση του αυτή από την εξακολουθητική παράνομη και ομοειδή συμπεριφορά του. Εξάλλου, η απαιτούμενη αιτιολογία για τον υπερχειλή δόλο του εγκλήματος της πλαστογραφίας είναι επαρκής αφού στο προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνεται ότι ο αναιρεσείων σκόπευε να παραπλανήσει με τη χρήση των επιταγών άλλους, ο δε σκοπός τούτου, που αναφέρεται κατ' επανάληψη ήταν ο πορισμός παρανόμου εισοδήματος. Τέλος, η κατ' εξακολούθηση τέλεση ενός εγκλήματος δεν αποκλείει την τέλεση αυτού κατ' επάγγελμα, αφού η επιβαρυντική αυτή περίσταση απαιτεί τη συνδρομή επιπλέον στοιχείου και δη του σκοπού για πορισμό εισοδήματος. Επομένως, το Συμβούλιο, παραπέμποντας τον αναιρεσείοντα για τις άνω πράξεις, και κρίνοντας ότι τις τέλεσε κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, δεν παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ' και 98 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε. Μετά ταύτα, οι περί του αντιθέτου εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και β' λόγοι της αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, είναι αβάσιμοι, ενώ το αίτημα του αναιρεσείοντος περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης του στο παρόν Συμβούλιο, το ποίον είναι νόμιμο (αρθρ. 309 παρ. 2 και 485 παρ. 3 ΚΠΔ) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ' ουσίαν διότι με το δικόγραφο της αναίρεσης, ο αναιρεσείων αναπτύσσει διεξοδικά και με πληρότητα τους ισχυρισμούς του, ώστε δεν συντρέχει λόγος επαναλήψεως τους ενώπιον του Συμβουλίου (ΑΠ 278/2002). Κατ' ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει η αίτηση να απορριφθεί και επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ' αριθ. 181/2008 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αριθ. 1791/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Απορρίπτει το αίτημα του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου τούτου. Και

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουνίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιουλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή