Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1974 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Αναίρεση μερική, Δήμευση.




Περίληψη:
Πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος σε βάρος του Δημοσίου. Κρίσιμο για την κακουργηματική μορφή το συνολικό όφελος που σκόπευε ο δράστης. Απορρίπτει λόγους αναίρεσης για ειδική αιτιολογία, εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Δέχεται αίτηση για υπέρβαση εξουσίας που αφορά τη δήμευση του αυτοκινήτου.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1974/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ασπρογέρακα - Γρίβα, περί αναιρέσεως της 678/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιουνίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1427/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τις διατάξεις αυτές, που αποβλέπουν στην προστασία της ασφάλειας και, της ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται η εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατασκευή) από τον αυτουργό, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή και με τα δύο, λέξεων, αριθμών ή σημείων, για την υποκειμενική δε θεμελίωση του απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των περιστατικών αυτών και επί πλέον το σκοπό του δράστη (υπερχειλή δόλο) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, αδιάφορου όντος αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Περαιτέρω, για την κακουργηματική μορφή της καταρτίσεως ή νοθεύσεως εγγράφου, απαιτείται επί πλέον, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7α του ν. 2408/1996, ο υπαίτιος να σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον να σκόπευε να βλάψει άλλον και το όφελος ή η βλάβη να υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Τέλος, κακουργηματική πλαστογραφία υπάρχει και όταν, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, όπως αντικ. από τα άρθρα 4 παρ. 5 του ν. 1738/1987 και 36 του ν. 2172/1993, σε συνδ. με το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. δ' του ν. 2408/1996, το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή κατ' άλλου νομικού προσώπου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263α του ΠΚ όπως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 4 του ν. 1738/1987, και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε προσδιορίζεται επί εγκλήματος που τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση κατά του Δημοσίου και των ανωτέρω νομικών προσώπων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ΝΔ 2576/1953, η οποία, ως ειδική, κατισχύει του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε υπό το κράτος της ισχύος του ν. 2408/1996, με βάση το όλο περιεχόμενο των επί μέρους πράξεων και όχι καθεμιάς από αυτές. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 2 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 678/2008 αποφάσεως του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα γενικώς, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο δεύτερος κατηγορούμενος στις ... κατάρτισε στην Αγγλική γλώσσα εξ υπαρχής την υπό την ιδίαν ημερομηνία πλαστή επιστολή, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας, που παρατίθεται αυτολεξεί στο διατακτικό μετά από επίσημη μετάφραση, φέρεται να έχει εκδοθεί από τον Γραμματέα της Σχολής Μηχανολογίας και Τεχνολογίας Η/Υ του Πανεπιστημίου της Κεντρικής Αγγλίας στο Μπέρμιγχαμ και απευθύνεται προς κάθε ενδιαφερόμενο και στην οποία αναγράφεται ότι: "η επιστολή αυτή επιβεβαιώνει ότι ο Χ1 (δηλαδή ο εν λόγω κατηγορούμενος) είναι πλήρως εγγεγραμμένος φοιτητής στον πιο πάνω ερευνητικό κύκλο σπουδών που είναι διαρκείας τεσσάρων (4) ετών. Ο Χ1 άρχισε τον κύκλο σπουδών την 5η Οκτωβρίου 1995 και αναμένεται να ολοκληρώσει τον Ιούνιο του 1999". Κάτω δε από το πιο πάνω κείμενο έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της ..., τεθείσα δήθεν από την υπάλληλο Εισαγωγών του Τμήματος Μηχανολογίας και με τη μέθοδο φωτοτυπήσεως από άλλο γνήσιο έγγραφο έθεσε στο εν λόγω έγγραφο την πράξη επικυρώσεως του γνησίου της υπογραφής της ..., που φέρεται ότι έγινε στο Μπέρμιγχαμ της Μεγ. Βρετανίας. Την επιστολή αυτή κατάρτισε ο κατηγορούμενος, ο οποίος δεν ήταν σπουδαστής της προαναφερομένης σχολής, προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Παρακολούθησης και Ελέγχου Αυτοκινήτων της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και ΕΦΚ του Υπουργείου Οικονομικών, σε τρόπο ώστε αυτοί να πεισθούν ότι είναι πράγματι φοιτητής του ανωτέρω Πανεπιστημίου, γεγονός το οποίο είχε σαν έννομη συνέπεια το δικαίωμα του να εισάγει και κατέχει στην Ελλάδα επί τρίμηνο, ΙΧΕ αυτοκίνητο με αλλοδαπές και δη του κράτους σπουδών του πινακίδες αριθμού κυκλοφορίας, χωρίς να καταβάλει στο Ελληνικό Δημόσιο τους αναλογούντες δασμούς, φόρους κλπ. τέλη. Της επιστολής δε αυτής έκανε χρήση στις ..., όταν την προσκόμισε και την κατέθεσε σε υπαλλήλους της ανωτέρω Υπηρεσίας, στην οποία ανήκαν οι εξετασθέντες μάρτυρες, εκ των οποίων ο Μ1 είναι εκείνος που χειρίστηκε τις υποθέσεις και των δύο κατηγορουμένων και έτσι έχει ιδίαν αντίληψη των λεπτομερειών της όλης πορείας αυτών, για την οποία και κατέθεσε με πλήρη αντικειμενικότητα, προκειμένου να δικαιολογήσει την εισαγωγή, κατοχή και κυκλοφορία στην Ελλάδα των κατωτέρω τεσσάρων ΙΧΕ αυτοκινήτων με αλλοδαπές (Μ. Βρετανίας) πινακίδες αριθμού κυκλοφορίας: α) του ..., εργοστασίου κατασκευής CΗΕ, β) του ... του αυτού ως άνω εργοστασίου κατασκευής, γ) του ... εργοστασίου κατασκευής V/W GOLF και δ) του ... εργοστασίου κατασκευής ΤΟΥΟΤΑ, σκοπεύοντας να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, που όπως γνώριζε κατά τον χρόνο εκείνο, συνίστατο στην αποφυγή καταβολής των δασμών κλπ τελών που ήταν υποχρεωμένος διαφορετικά να καταβάλει στον Ελληνικό Δημόσιο, για τον εκτελωνισμό και τη νόμιμη κυκλοφορία των εν λόγω αυτοκινήτων στην Ελλάδα από δραχμές 53.611.720, 89.317.569, 8.368.236 και 10.000.000 δραχμές. Επίσης την αυτή ημερομηνία (...) κατάρτισε στην αγγλική γλώσσα την υπό την ιδίαν ημερομηνία πλαστή επιστολή, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας, που παρατίθεται αυτολεξεί στο διατακτικό μετά από επίσημη μετάφραση, φέρεται να έχει εκδοθεί από το ίδιο ως άνω Πανεπιστήμιο και τον Γραμματέα της ως άνω Σχολής και απευθύνεται προς κάθε ενδιαφερόμενο και στην οποία αναγράφεται ότι: "η επιστολή αυτή επιβεβαιώνει ότι ο Φ1 (δηλαδή ο πρώτος κατηγορούμενος) είναι εγγεγραμμένος φοιτητής στον πιο πάνω ερευνητικό κύκλο σπουδών που είναι διαρκείας τεσσάρων (4) ετών. 0 Φ1 άρχισε τον κύκλο των σπουδών του την 22 Σεπτεμβρίου 1994 και αναμένεται να ολοκληρώσει τον Ιούνιο του 1998". Κάτω δε από το πιο πάνω κείμενο έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της ιδίας υπαλλήλου Εισαγωγών του Τμήματος Μηχανολογίας και με αυτήν ως άνω μέθοδο έθεσε στο εν λόγω έγγραφο και την πράξη επικυρώσεως του γνησίου της υπογραφής της εν λόγω υπαλλήλου. Την επιστολή αυτή κατάρτισε ο κατηγορούμενος με σκοπό να παραπλανηθούν οι αρμόδιοι τελωνειακοί υπάλληλοι, προκειμένου να θεωρήσουν τον πρώτο κατηγορούμενο ως φοιτητή της αλλοδαπής και έχοντα δικαίωμα να εισάγει στη Χώρα και να κατέχει και κυκλοφορεί για τρεις μήνες ΙΧΕ αυτοκίνητο στην Ελλάδα με ευρωπαϊκές πινακίδες και δη της χώρας σε Πανεπιστήμιο της οποίας φοιτούσε. Στον εν λόγω κατηγορούμενο ο Φ1 είχε αναθέσει να τον εγγράψει σε ένα Πανεπιστήμιο της Αγγλίας, όπως τον είχε διαβεβαιώσει ότι μπορούσε να κάνει, όχι διότι ήθελε να φοιτήσει πραγματικά, αλλά, όπως παραδέχεται απολογούμενος, για να μπορεί να κυκλοφορεί με πολυτελές αυτοκίνητο με ευρωπαϊκές πινακίδες, πράγμα που αποτελούσε, όπως χαρακτηριστικά καταθέτει ο μάρτυρας Μ1, διακαή πόθο όλων των γόνων πλουσίων οικογενειών της Αθήνας, όπως και ο κατηγορούμενος. Μάλιστα για τον κόπο του αυτό και τα έξοδα στα οποία θα υποβαλλόταν ο δεύτερος κατηγορούμενος, αλλά και για την εξυπηρέτηση που του έκανε και τον απάλλασσε από τη μετάβαση του στην Αγγλία και όλες τις διατυπώσεις της εγγραφής, κατέβαλε στον τελευταίο χρηματικό ποσό 300.000 δραχμών. Πράγματι ο δεύτερος κατηγορούμενος τον διαβεβαίωσε ότι τον είχε εγγράψει στο εν λόγω Πανεπιστήμιο και του παρέδωσε την ανωτέρω επιστολή και αυτός στη συνέχεια την προσκόμισε στους υπαλλήλους της ως άνω Υπηρεσίας Παρακολουθήσεως και Ελέγχου Αυτοκινήτων, προκειμένου να δικαιολογήσει την εισαγωγή στη Χώρα, κατοχή και κυκλοφορία επί τρίμηνο με Αγγλικές πινακίδες αριθμού ...ΙΧΕ αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής PORSCHE, τύπου 928 και να αποφύγει την καταβολή των αναλογούντων δασμών, τελών κλπ επιβαρύνσεων, ποσού 74.511.850 δραχμών, όπως και ήταν ο σκοπός του, όταν ανέθεσε στον συγκατηγορούμενο του να τον εγγράψει στο Πανεπιστήμιο της αλλοδαπής. Μάλιστα προς μεγαλύτερη πιστότητα της δήθεν εγγραφής στο Πανεπιστήμιο ο δεύτερος κατηγορούμενος κατάρτισε στην αγγλική γλώσσα πλαστή φοιτητική ταυτότητα με τα στοιχεία του Φ1, στην οποία τοποθέτησε τη φωτογραφία του, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας, που παρατίθεται στο διατακτικό σε νόμιμη μετάφραση, έχει εκδοθεί από το ίδιο Πανεπιστήμιο "Δεν ισχύει χωρίς την τρέχουσα επικυρωτική πράξη, ονοματεπώνυμο Φ1, αριθμός φοιτητή ...". Την ταυτότητα αυτή παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο προκειμένου να έχει πρόσθετη απόδειξη της ιδιότητας του ως φοιτητή του εν λόγω Πανεπιστημίου και δικαιούχου κυκλοφορίας με ευρωπαϊκές πινακίδες του ως άνω ΙΧΕ αυτοκινήτου. Των πλαστών αυτών εγγράφων όντως έκανε χρήση στους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω Υπηρεσίας και έτσι επέτυχε να κυκλοφορεί χωρίς να καταβάλλει τους ως άνω δασμούς κλπ τέλη, το ανωτέρω πολυτελές αυτοκίνητο. Η πλαστότητα των εγγράφων αυτών, την οποία εμμέσως πλην σαφώς παραδέχεται ο πρώτος κατηγορούμενος, αρνείται δε ο δεύτερος, επιβεβαιώθηκε από την έρευνα που διενήργησε ο μάρτυρας Μ1, ο οποίος, όπως καταθέτει, απευθύνθηκε στον Βρετανικό Συμβούλιο και αυτό βεβαίωσε την Υπηρεσία του, μετά προηγηθείσα έρευνα στο ως άνω Πανεπιστήμιο, ότι οι κατηγορούμενοι δεν ήταν φοιτητές σ' αυτό, ούτε είχαν ποτέ εγγραφεί, τα δε ανωτέρω έγγραφα δεν είχαν εκδοθεί από το Πανεπιστήμιο, ούτε υπογραφεί από την ως άνω υπάλληλο αυτού, τα όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο δεύτερος κατηγορούμενος τυγχάνουν αβάσιμα. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω στοιχειοθετείται η πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση που αποδίδεται στο δεύτερο κατηγορούμενο, όπως τα στοιχεία αυτής αναλύθηκαν στην μείζονα σκέψη. Με την πλαστογραφία αυτή ο κατηγορούμενος, κατά το χρόνο που κατά τα άνω ενήργησε, σκόπευε να κυκλοφορήσουν αυτός και ο συγκατηγορούμενος του στην Ελλάδα με τις ανωτέρω ευρωπαϊκές πινακίδες αριθμού κυκλοφορίας, τουλάχιστον επί τρίμηνο, το οποίο στην πραγματικότητα θα ήταν πολύ μεγαλύτερο, διότι δεν αποδεικνύεται ασφαλώς πότε εισήλθαν τα αυτοκίνητα κοινοτικής προέλευσης στην Χώρα, αλλά ούτε ήταν βέβαιο πότε θα ελέγχονταν από τις αρμόδιες Υπηρεσίες για να διαπιστωθεί η τήρηση του χρόνου αυτού, τα ανωτέρω πολυτελή αυτοκίνητα και να αποφύγουν την καταβολή των ως άνω ποσών δασμών κλπ τελών που αναλογούσαν σε καθένα αυτοκίνητο με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας του Δημοσίου, στο οποίο και έπρεπε να καταβληθούν τα ποσά αυτά, τα οποία υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των 50 εκατ. Δραχμών ή 150.000 e και έτσι, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, η πράξη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και επιπρόσθετα τυγχάνει εφαρμογής ο Ν.1608/1950, όπως νυν ισχύει. Τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξεως δεν αναιρεί το γεγονός ότι μεταγενεστέρως, με τις κατωτέρω αναφερόμενες ευνοϊκές νομικές ρυθμίσεις, των οποίων έκανε χρήση, όπως θα λεχθεί, ο πρώτος κατηγορούμενος (ήδη πολύ πρόσφατα και ο εν λόγω κατηγορούμενος με την αναγνωσθείσα αίτηση του ζήτησε την υπαγωγή του σ' αυτές) για να κλείσουν όλες οι παλαιές και χρονίζουσες επί πολλά έτη υποθέσεις, περιορίσθηκαν από το Δημόσιο τα ποσά της απαιτήσεως του, για καθένα αυτοκίνητο στο τέλος των 10.240 Ε δηλαδή σε ποσό κατώτερο του ανωτέρω χρηματικού ορίου που απαιτείται για να έχει η πράξη κακουργηματικό χαρακτήρα κατά την ως άνω διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 216 ΠΚ, η οποία, όπως λέχθηκε, εφαρμόζεται ως ευνοϊκότερη και στην παρούσα περίπτωση, γεγονός που δεν καθιστά την πράξη πλημμέλημα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Τούτο δε διότι, όπως λέχθηκε στη μείζονα σκέψη κρίσιμο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό της πράξεως ως κακουργήματος και την εφαρμογή του Ν.1608/1950, είναι το όφελος, που κατά τη γνώση που είχε όταν ενεργούσε ο κατηγορούμενος και το οποίο σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του και στον συγκατηγορούμενο του και να προκαλέσει αντίστοιχη βλάβη στην περιουσία του Δημοσίου, ήταν ανώτερο του ως άνω χρηματικού ορίου που θέτουν η διάταξη του άρθρου 216 παρ.3 ΠΚ και το άρθρο 1 Ν 1608/1950, αφού ανερχόταν αντικειμενικά, στο ανωτέρω συνολικό ποσό, που προκύπτει από τις καταλογιστικές πράξεις των τελωνειακών αρχών που αναγνώσθηκαν, ποσό το οποίο και επιμένει να απαιτεί το Δημόσιο από τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπήχθη στις ως άνω ευνοϊκές ρυθμίσεις, που επιβλήθηκαν από τον ανωτέρω και μόνο λόγο, όπως καταθέτει και ο μάρτυρας Μ1 (βλ. από 23-1-2008 έγγραφο ΔΙΠΕΑΚ που αναγνώσθηκε). Για το λόγο αυτό ακριβώς και είναι νομικά αδιάφορη για το χαρακτηρισμό της ως άνω πράξεως ως κακουργήματος η έκδοση της από 20-9-2007 αποφάσεως του ΔΕΚ, την οποία επικαλείται ο κατηγορούμενος και αναγνώστηκε και με την οποία κρίθηκε ότι, με τον καθορισμό του τέλους ταξινόμησης των εισαγομένων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων κοινοτικής προέλευσης με μοναδικό κριτήριο την παλαιότητα, η Ελλάδα παραβιάζει το άρθρο 90 της ΕΚ. Αβάσιμα λοιπόν ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος ότι η πράξη του έχει χαρακτήρα πλημμελήματος και πρέπει να παύσει η σε βάρος του ποινική δίωξη οριστικά λόγω παραγραφής του αξιοποίνου, αφού παρήλθε διετία από της τελέσεως της.
Συνεπώς πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που του αποδίδεται, όπως εξειδικεύεται στον διατακτικό και να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2ε ΠΚ., αφού επί τόσα πολλά έτη μετά την τέλεση της πράξεως, συμπεριφέρθηκε καλώς δεν τέλεσε άλλη αξιόποινη πράξη, ούτε είχε ανάλογη παραβατικότητα, αλλ' αντιθέτως ασχολείται με τις επιχειρήσεις του και διάγει νόμιμα. Οι λοιποί αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθούν κατά τα ανωτέρω. Όπως κατηγορηματικά κατέθεσε ο μάρτυρας Μ1 που χειρίσθηκε, όπως λέχθηκε την υπόθεση, όταν αποκαλύφθηκε η παράνομη κυκλοφορία των αυτοκινήτων, τα οποία και δεσμεύτηκαν αρχικά και στη συνέχεια κατασχέθηκαν ως αντικείμενα λαθρεμπορίας, πράξη η οποία αποδόθηκε στους κατηγορουμένους αλλά με την 3270/2003 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για ένα χρονικό διάστημα έπαυσε οριστικά η σε βάρος τους ποινική δίωξη λόγω παραγραφής του αξιοποίνου και για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα κηρύχθηκαν αθώοι, αφού η πράξη κρίθηκε ως απλή τελωνειακή παράβαση (ΑΠ 1342/2001), ο πρώτος κατηγορούμενος αγνοούσε ότι τα ανωτέρω έγγραφα που του παρέδωσε ο συγκατηγορούμενος του, για να αποδείξει ότι είχε γίνει η εγγραφή του στο Πανεπιστήμιο, ήταν πλαστά. Πράγματι ο πρώτος κατηγορούμενος θεωρούσε ότι ο δεύτερος, τον οποίο έβλεπε να κυκλοφορεί με ευρωπαϊκές πινακίδες τα ανωτέρω πολυτελή αυτοκίνητα, είχε τη δυνατότητα αποκτήσεως της ιδιότητας του φοιτητή σε αγγλικό Πανεπιστήμιο, αφού τα αυτοκίνητα έφεραν αγγλικές πινακίδες και ευλόγως πίστευε, αφού είχε και τη διαβεβαίωση του, ότι είχε δυνατότητα να τον εγγράψει στο ίδιο Πανεπιστήμιο, στο οποίο ήταν και αυτός εγγεγραμμένος και δεν μπορούσε να σκεφθεί ότι, όταν του έφερε τα ανωτέρω αποδεικτικά της εγγραφής του έγγραφα, δεν είχε γίνει η εγγραφή του και τα έγγραφα ήταν πλαστά. Πρέπει να τονισθεί ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος, μόλις διαπιστώθηκε η παράνομη κυκλοφορία του αυτοκινήτου, δεν έφερε αντίρρηση στην δέσμευση του από τις τελωνειακές Αρχές, όπως έκανε ο συγκατηγορούμενος του, που αντέδρασε βίαια, όπως καταθέτει ο μάρτυρας Μ2, στη συνέχεια δε μετά τροποποίηση του Ν.2960/2001 με το Ν. 3453/2006 ζήτησε να υπαχθεί στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του άρθρου 137Γ 11 του Τελωνειακού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε κατά τα ανωτέρω, κατ' εφαρμογή των οποίων η ανωτέρω απαίτηση του Δημοσίου εκ της ... καταλογιστικής πράξεως, να περιορισθεί σε 10.240 e, ποσό το οποίο και κατέβαλε στις 1-12-2006 (βλ. ... αποδεικτικό είσπραξης και από 23-1-2008 έγγραφο της ΔΙ.ΠΕΑΚ που απεστάλη σε εκτέλεση της 2439/2007 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου και αναγνώσθηκαν). Ενόψει τούτων δημιουργούνται αμφιβολίες αν ο κατηγορούμενος αυτός γνώριζε ότι όταν έκανε χρήση των ως άνω πλαστών εγγράφων ότι αυτά ήταν πλαστά. Αμφιβολίες επίσης δημιουργούνται ενόψει των ανωτέρω και περί του ότι ο πρώτος κατηγορούμενος προκάλεσε στον δεύτερο την απόφαση να καταρτίσει τα ως άνω πλαστά έγγραφα που τον αφορούν και τα οποία ο ίδιος στη συνέχεια χρησιμοποίησε, τούτο δε διότι, προεχόντως, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, δεν του ζήτησε να καταρτίσει τα ως άνω πλαστά έγγραφα, αλλά απλώς να τον εγγράψει στο Πανεπιστήμιο για τον προαναφερθέντα σκοπό, και για την εξυπηρέτηση αυτή και την κάλυψη των δαπανών του, του κατέβαλε το ανωτέρω χρηματικό ποσό, σε κάθε δε περίπτωση ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε αποφασίσει να καταρτίσει το πλαστό ως άνω έγγραφο που αφορούσε τον ίδιο και έτσι δεν χρειαζόταν να γίνει πιεστικός και φορτικός ο πρώτος κατηγορούμενος για να τον πείσει να κάνει το ίδιο και γι' αυτόν, σε τρόπο ώστε να θεωρηθεί ηθικός αυτουργός της πράξεως που τέλεσε ο συγκατηγορούμενος του. Οι εν λόγω αμφιβολίες πρέπει να ερμηνευθούν υπέρ του πρώτου κατηγορουμένου και να κηρυχθεί αθώος της πράξεως που του αποδίδεται κατά το διατακτικό.". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, σε βαθμό κακουργήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναίρεσε ίων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων, 216 παρ. 1 και 3 ΠΚ, όπως η παρ. 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7α του ν. 2408/1996, 1 παρ. 1 ν. 1608/1950, όπως αντικ. από τα άρθρα 4 παρ. 5 ν. 1738/1987 και 36 ν. 2172/1993, σε συνδ. με το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. δ' του ν. 2408/1996, 16 παρ. 2 ΝΔ 2576/1953, 98 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Ούτε, επίσης, το άνω Δικαστήριο παραβίασε το άρθρο 98 ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε υπό το κράτος ισχύος του ν. 2408/1996, ως προς το έγκλημα της κατ' εξακολούθηση κακουργηματικής πλαστογραφίας, ενόψει του ότι, ως υπαγόμενο αυτό στο ρυθμιστικό πεδίο του ν. 1608/1950, δεν εφαρμόζεται επ' αυτού το άρθρο 98 ΠΚ, αλλά ως ειδική διάταξη η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ΝΔ 2576/1953. Ούτε, περαιτέρω, το Πενταμελές Εφετείο εσφαλμένως εφάρμοσε, τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, όπως ισχύει σήμερα. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, ότι: 1) δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την πράξη για την οποία καταδικάστηκε 2) δεν προκύπτει από την πληττόμενη απόφαση αν ο αναίρεσε ίων καταδικάστηκε για πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση, χρήση πλαστού εγγράφου ή και για τις δύο, ενόψει του ότι, αν και στο σκεπτικό αναφέρονται και οι δύο πράξεις του επιβλήθηκε μία ποινή 3) το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην περί ενοχής κρίση του, δεν έλαβε υπόψη του το με αριθμό ... πιστοποιητικό του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στο Μπίρμινχαμ Μεγ. Βρετανίας, το οποίο αναγνώσθηκε 4) δεν αναφέρονται και δεν αιτιολογούνται ειδικότερα οι έννομες συνέπειες της πράξεως του 5) δεν προσδιορίζεται το ύψος της ζημίας του Δημοσίου και ο τρόπος πρόκλησης αυτής, και 6) οι δασμοφορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου οι οποίες αποτελούν, κατά τις παραδοχές της απόφασης και τη ζημία του δεν αποτελούν νόμιμες απαιτήσεις, είναι αβάσιμες, διότι: 1) όπως προαναφέρθηκε, με σαφήνεια και πληρότητα εκτίθενται στην απόφαση τα αναγκαία για τη θεμελίωση της πράξεως πραγματικά περιστατικά, 2) σαφώς προκύπτει από την απόφαση, ότι ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος της αξιόποινης πράξεως της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, την οποία τέλεσε σε βάρος του Δημοσίου, με την επιβαρυντική περίσταση που προαναφέρθηκε 3) εφόσον με την απόφαση βεβαιώνεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του "... όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά", οπωσδήποτε έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και το παραπάνω έγγραφο, δίχως να προκύπτει το αντίθετο από τη μη ειδικότερη αναφορά του στην απόφαση 4) κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο κατηγορούμενος κατάρτισε τα πλαστά έγγραφα, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποίησε, κατά τον τρόπο που ειδικότερα αναφέρεται στο σκεπτικό, με σκοπό να παραπλανήσει με αυτά τους αρμοδίους υπαλλήλους, ότι, ως φοιτητές Πανεπιστημίου της Αγγλίας, ο ίδιος και ο συγκατηγορούμενος του είχαν το δικαίωμα να εισάγουν, κατέχουν και κυκλοφορούν εντός της Ελλάδας τα παραπάνω αυτοκίνητα, σκοπό τον οποίο πέτυχαν, δίχως να καταβάλλουν προς τούτο τους δασμούς και φόρους, που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν στο Ελληνικό Δημόσιο, για τον εκτελωνισμό και τη νόμιμη κυκλοφορία των, 5) με την απόφαση σαφώς προσδιορίζεται το ύψος του κέρδους και της αντίστοιχης ζημίας, που σκόπευε ο αναιρεσείων από την πράξη του και επαρκώς αιτιολογείται ο τρόπος προσπορισμού του κέρδους και πρόκλησης της ζημίας και 6) με την απόφαση γίνεται δεκτό ότι α) ο αναιρεσείων, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξεως γνώριζε ότι το όφελος, το οποίο σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του, συνίστατο στην αποφυγή καταβολής των δασμών φόρων κλπ τελών, που ήταν υποχρεωμένος διαφορετικά να καταβάλει στο Ελληνικό Δημόσιο, για τον εκτελωνισμό και τη νόμιμη κυκλοφορία των εν λόγω αυτοκινήτων και ανερχόταν στο ποσό των 161.297.525 δραχμών και β) κρίσιμο στοιχείο για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξεως και την εφαρμογή του ν. 1608/1950, είναι το όφελος που, κατά τη γνώση που είχε, όταν ενεργούσε ο κατηγορούμενος και το οποίο σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του και στον συγκατηγορούμενο του και να προκαλέσει αντίστοιχη βλάβη στην περιουσία του Δημοσίου, ήταν ανώτερο των χρηματικών ορίων που προαναφέρθηκαν, αφού ανερχόταν στο ανωτέρω συνολικό ποσό, που προκύπτει από τις καταλογιστικές πράξεις των τελωνειακών αρχών, ποσό το οποίο και επιμένει να απαιτεί το Ελληνικό Δημόσιο από τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπήχθη σε ευνοϊκές ρυθμίσεις, με βάση δε τις παραδοχές αυτές, ορθώς με την απόφαση γίνεται δεκτό ότι είναι νομικά αδιάφορη για το χαρακτηρισμό της ως άνω πράξεως ως κακουργήματος η έκδοση της από 20-9-2007 αποφάσεως του ΔΕΚ, την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων και αναγνώσθηκε και με την οποία κρίθηκε ότι, με τον καθορισμό του τέλους ταξινόμησης των εισαγομένων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων κοινοτικής προέλευσης με μοναδικό κριτήριο την παλαιότητα, η Ελλάδα παραβιάζει το άρθρο 90 της ΕΚ. Επομένως οι πρώτος, τρίτος και τέταρτος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται οι παραπάνω αιτιάσεις είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, κατά το μέρος δε που με αυτούς, με την επίκληση, κατ' επίφαση, α) ελλείψεως της επιβαλλόμενης πιο πάνω αιτιολογίας και β) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση τους, είναι απαράδεκτοι.
Με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλει την, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, αιτίαση, ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση διατάχθηκε η δήμευση των αυτοκινήτων, που αναφέρονται στις από ..., ..., ... και ... εκθέσεις κατασχέσεως, δίχως να συντρέχει νόμιμη περίπτωση. Από το περιεχόμενο της απόφασης προκύπτει ότι στο διατακτικό της περιλήφθηκε διάταξη σύμφωνα με την οποία 1) επικυρώθηκαν τρεις κατασχέσεις με χρονολογία α) ..., β) ..., γ) από ... και η από ... προσωρινή συντηρητική δέσμευση αυτοκινήτου, που συντάχθηκε από τον Τ1 και 2) διατάχθηκε η δήμευση των αυτοκινήτων που κατασχέθηκαν με αυτές. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις παραπάνω εκθέσεις κατασχέσεως, οι οποίες παραδεκτά επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως, τα αυτοκίνητα που αναφέρονται σ' αυτές κατασχέθηκαν, ως αντικείμενα λαθρεμπορίας και όχι ως προϊόντα της πλαστογραφίας ή μέσα τελέσεως αυτής. Επομένως, το Δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών), που προέβη στην εκδίκαση της πράξεως της λαθρεμπορίας, είχε την εξουσία να διατάξει τη δήμευση των, όπως και έπραξε με την 3270/2003 απόφαση του και όχι εκείνο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού αυτό προέβη, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στην εκδίκαση μόνο της πλαστογραφίας.
Συνεπώς, η παραπάνω αιτίαση του αναιρεσείοντος είναι βάσιμη, ακολούθως δε είναι βάσιμος και ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος αυτό και να διαταχθεί η απάλειψη της περί δημεύσεως διάταξης της. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση, κατά τα λοιπά.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθμό 678/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες: 1) "Επικυρώνει τις τρεις κατασχέσεις με ημ/νία α) ... που συνετάγη από τον Τελωνειακό Υπάλληλο Μ1 β) ... που συνετάγη από τον Τελωνειακό Υπάλληλο Τ1 γ) ... που συνετάγη από τον Μ2, την από ...προσωρινή συντηρητική δέσμευση αυτοκινήτου που συνετάγη από τον Τ1, υπάλληλο της κίνησης ΔΙΠΕΑ" και 2) "Διατάσσει τη δήμευση των κατασχεθέντων αυτοκινήτων, τα οποία αναφέρονται στις παραπάνω εκθέσεις κατάσχεσης".
Διατάσει την απάλειψη των παραπάνω διατάξεων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή