Θέμα
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, κατ’ εξακολούθηση, ιδιαίτερα μεγάλου ποσού, με ιδιαίτερα τεχνάσματα, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, με όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 50.000.000 δραχμών, που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 €, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου για τους καταχραστές του Δημοσίου-αποκτά η πράξη κακουργηματική μορφή όταν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο αυτών είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας- για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται ή ο υπαίτιος να μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 15.000 € ή το αντικείμενο της πράξεως να έχει αντικείμενο μεγαλύτερο των 73.000 € -Ιδιαίτερα τεχνάσματα είναι μέσα τα οποία από τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι επιτήδεια γι τη συγκάλυψη της παράνομης ιδιοποίησης, όπως κάθε ενέργεια ή παράλειψη ικανή να προκαλέσει σύγχυση και να δυσχεράνει τον έλεγχο ή να συγκαλύψει το έγκλημα - Αβάσιμος ο λόγος για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ως προς τα ιδιαίτερα τεχνάσματα-απορρίπτει αίτηση και πρόσθετους λόγους αναίρεσης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 505/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αθανάσιο Γεωργόπουλο και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Ανδρέα Ξένου), Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Α. Ρ. του Ν., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Νιγρίτας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Φυτράκη περί αναιρέσεως της με αριθμό 2755/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Σταυρούλα Μπανάκου.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Ιανουαρίου 2011 αίτησή αναίρεσης, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 26 Αυγούστου 2011 προσθέτους λόγους η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 180/2011.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες α) από 14-1-2011 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου, Α. Ρ. και β) από 26-8-11, με ξεχωριστό δικόγραφο, από τον άνω κατηγορούμενο, κατατεθέντες νόμιμα και εμπρόθεσμα, πρόσθετοι λόγοι, κατά της υπ' αριθμ. 2755/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Είναι σαφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 του ΠΚ, όπως η περ. γ' αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14§5 β του ν.2721/1999, "υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητας του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: (α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ή (β) το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ". Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) Παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο. Κατοχή, δε, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούληση του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστό δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούληση του. Αν πρόκειται για χρήματα, η απόκτηση κατοχής τους, υπό την παραπάνω έννοια, δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοση τους στο δράστη, αλλά και με τη λογιστική τους μεταφορά στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη ή καθ' υπόδειξη του τελευταίου σε λογαριασμό τρίτου σε τράπεζα, οπότε γίνεται δικαιούχος αυτός (δράστης ή τρίτος) και αποκτά δικαίωμα αναλήψεώς τους κατά τις διατάξεις που διέπουν το τραπεζικό σύστημα, β) Ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του ίδιου Κώδικα. Και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι' αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικώς απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη, ο οποίος ενέχει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη βούληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Τέτοια βούληση υφίσταται και όταν εκμεταλλεύεται το πράγμα προς ίδιο όφελος και αντίθετα με τις δοθείσες οδηγίες του κυρίου του πράγματος. Εξάλλου, στοιχειοθετείται υπεξαίρεση και όταν πρόκειται για παραστατικά αξίας έγγραφα, όπως είναι οι πιστωτικοί τίτλοι, καθόσον αντικείμενο ιδιοποιήσεως εδώ είναι η ενσωματωμένη σε αυτά αξία. Περαιτέρω, ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη. Έτσι, και ο εντολοδόχος που διαχειρίζεται χρήματα για λογαριασμό του εντολέα του δεν αποκτά κυριότητα επ' αυτών. Από τη διάταξη δε του άρθρου 719 ΑΚ προκύπτει ότι αν ο εντολοδόχος απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής χρήματα και αρνείται να τα διαθέσει προς περαιτέρω τυχόν εκτέλεση της εντολής ή να τα αποδώσει στον εντολέα, ιδιοποιούμενος αυτά, δεν αθετεί μόνο την υποχρέωση του από το νόμο ή τη σύμβαση της εντολής, αλλά διαπράττει και την παράνομη πράξη της υπεξαιρέσεως. Τέλος, με την υπαλληλική ιδιότητα λαμβάνει κανείς χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, όταν μεταξύ της λήψεως και της υπαλληλικής ιδιότητας του λήπτη υπάρχει μια άμεση σχέση αιτιότητας. "Κάτι τέτοιο, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάλληλος λαμβάνει ένα πράγμα στο πλαίσιο της υπαλληλικής του αρμοδιότητας, αλλά υπάρχει και εκεί, που μπορεί κανείς να μην έχει "in concreto " αρμοδιότητα, το πράγμα όμως δίνεται σ' αυτόν ως υπάλληλο. Για τη στοιχειοθέτηση δε του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται ή ο υπαίτιος να μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 15.000 ευρώ, ή το αντικείμενο της πράξεως να έχει αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ. Ως "ιδιαίτερα τεχνάσματα", κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, θεωρούνται κρυφές υλικές ενέργειες και μέθοδοι, μη εμφανώς διακριτές, με τις οποίες καθίσταται δυσχερής η αποκάλυψη και οι οποίες αποσκοπούν στη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση τρίτων προσώπων και μάλιστα των προϊσταμένων ή εκείνων που έχουν δικαίωμα ελέγχου, οι οποίοι, έτσι, θεωρούν τις ενέργειες ως κατ' αρχήν νόμιμες. Δηλαδή, τα ιδιαίτερα τεχνάσματα είναι μέσα, τα οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι επιτήδεια για τη συγκάλυψη της παράνομης ιδιοποίησης, όπως οι ψευδείς εγγραφές ή οι παραποιήσεις τους σε βιβλία ή λογαριασμούς, οι αλλοιώσεις αριθμών και κάθε άλλη ενέργεια ή παράλειψη ικανή να προκαλέσει σύγχυση και να δυσχεράνει τον έλεγχο ή να συγκαλύψει το έγκλημα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ, 1 εδ. α' του ν. 1608/1950 "για τους καταχραστές του Δημοσίου κ.λπ.", "στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται και στο άρθρο 258 ΠΚ, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του ΠΚ, μεταξύ των οποίων και οι τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή (κατά το νόμο ή το καταστατικά τους), και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικό πρόσωπα, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδία δε όταν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρύ χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ1 αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Η εσφαλμένη δε ερμηνεία μπορεί να αναφέρεται και σε άλλη διάταξη νόμου, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (ΟλΑΠ 3/1998).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, με ιδιαίτερα τεχνάσματα, το αντικείμενο της οποίας είχε αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ, στρεφόταν δε κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ήτοι, του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ), το δε όφελος που επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε, αλλά και η ζημία που απειλήθηκε και προξενήθηκε στο άνω νομικά πρόσωπο υπερέβαινε το ποσό των 150.000 ευρώ, σ δε κατηγορούμενος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενο του ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, πράξη που τέλεσε με τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και της καλής μετά την πράξη συμπεριφοράς και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, σε βάρος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.). με ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο των επί μέρους πράξεων του ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών και ήδη των 15.000 ευρώ, καθώς και το ποσό των 25.000.000 δραχμών και ήδη των 73.000 ευρώ, το όφελος δε που πέτυχε και η αντίστοιχη ζημία του Ν.Π.Δ.Δ. είναι, ιδιαίτερα μεγάλα και υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δραχμών και ήδη το ποσό των 150.000 ευρώ, η οποία του αποδίδεται, γι' αυτό και πρέπει να κηρυχθεί αυτός ένοχος της πράξης αυτής. Ειδικότερα αποδείχθηκαν τα εξής:
Ο κατηγορούμενος υπηρετούσε ως εφοριακός υπάλληλος στη Δ.Ο.Υ. Παλλήνης από το έτος 1993 με καθήκοντα διαχειριστή του Δημοσίου και Υλικού της Δ.Ο.Υ. Παράλληλα εκτελούσε και χρέη διαχειριστή του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.) στη Δ.Ο.Υ. Παλλήνης, γιατί το Ταμείο δεν διέθετε δικό του υπάλληλο στη Δ.Ο.Υ αυτή. Τα καθήκοντα του ήταν να διενεργεί εισπράξεις, για τις οποίες έπρεπε να εκδίδει γραμμάτια είσπραξης του Τ.Π.Δ. και πληρωμές, για τις οποίες έπρεπε να εκδίδει χρηματικά εντάλματα. Οι πληρωμές πραγματοποιούνταν είτε με μετρητά, είτε με επιταγές του Τ.Π.Δ. Στο τέλος κάθε ημέρας παρελάμβανε από τον ταμία της Δ.Ο.Υ. Παλλήνης τις εισπράξεις της Δ.Ο.Υ., οι οποίες μαζί με τις εισπράξεις, που εκείνος ως διαχειριστής πραγματοποιούσε, έπρεπε να αποσταλούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, για το κλείσιμο δε του ταμείου μπορούσε να αποστείλει αντί μετρητών ισόποση επιταγή του ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και με τον τρόπο αυτό εμφανιζόταν λογιστική τακτοποίηση. Στη Δ.Ο.Υ. Παλλήνης ένα μεγάλο μέρος των πληρωμών ήταν οι πληρωμές που αφορούσαν τους ΟΤΑ, των οποίων τα λογιστικά ελέγχονταν από τον ελεγκτή εξόδων ΟΤΑ, ο οποίος παρέδιδε στον κατηγορούμενο δύο συγκεντρωτικές καταστάσεις με τις σχετικές καταχωρήσεις των λογαριασμών, εκ των οποίων η μία αφορούσε τους λογαριασμούς της ημέρας και η άλλη του μήνα ανά ΟΤΑ. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη των προϊσταμένων και των συναδέλφων του, ενώ όφειλε να καταχωρεί σε ημερήσια βάση στο βιβλίο ταμείου τις εισπράξεις και τις πληρωμές της ημέρας, δεν ενημέρωνε το βιβλίο αυτό την ίδια ημέρα, ισχυριζόμενος φόρτο εργασίας λόγω των τριών διαχειρίσεων. Τέλος αποδείχθηκε ότι τις επιταγές που εξέδιδε για πληρωμές που πραγματοποιούσε για λογαριασμό του Τ.Π.Δ., τις κατείχε ο ίδιος και τις υπέγραφε ως υπόλογος διαχειριστής, συνυπέγραψε δε τις επιταγές αυτές και ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Παλλήνης, ο οποίος όμως δεν προέβαινε στον έλεγχο των δικαιολογητικών, βάσει των οποίων εκδίδονταν οι επιταγές αυτές, λόγω της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου, του φόρτου εργασίας από την συναλλακτική κίνηση και του μεγάλου αριθμού των.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 5-7-2000 ανέλαβε προϊσταμένη στη Δ.Ο.Υ. Παλλήνης η Α. Χ., στην οποία με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκαν κάποιες υπόνοιες ως προς την σωστή διαχείριση εκ μέρους του κατηγορουμένου. Έτσι στις αρχές Μαΐου του 2001 αυτή τηλεφώνησε στον Πρόεδρο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και του ζήτησε να παραγγείλει τη διενέργεια διαχειριστικού-λογιστικού ελέγχου στη διαχείριση του γραφείου του Τ.Π.Δ. της Δ.Ο.Υ. Παλλήνης, πράγμα το οποίο και έκανε αυτός με την έκδοση στις 13-6-2001 της υπ' αριθμ. 811 εντολής του Προέδρου του Δ.Σ. του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Τον έλεγχο αυτό πραγματοποίησαν οι Επιθεωρητές Κ. Ζ. και Α. Κ. και συνέταξαν την υπ' αριθμ. πρωτ. ΕΠ 4977/9-11-2001 πορισματική έκθεση. Από το διαχειριστικό έλεγχο που ενήργησαν αυτοί διαπιστώθηκε η ύπαρξη ελλείμματος στο Τ.Π.Δ. του ιδιαίτερα μεγάλου ποσού των 323.335.239 δραχμών. Μάλιστα το συνολικό αυτό ποσό του ελλείμματος προέκυψε από τις εκ των υστέρων καταχωρήσεις στο βιβλίο ταμείου των παραστατικών στοιχείων εισπράξεων και πληρωμών που έκανε ο ίδιος ο κατηγορούμενος, στον οποίο δόθηκε προθεσμία, για να προβεί στις καταχωρήσεις αυτές. Μετά από αυτά οι επιθεωρητές συνέταξαν την υπ' αριθμ. πρωτ. ΕΠ 4990/19-11-2001 απόφαση καταλογισμού.
Όπως αποδείχθηκε το ιδιαίτερα μεγάλο αυτό ποσό των 323.335.239 δραχμών, το οποίο ανήκε στην κυριότητα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και το οποίο έπρεπε να υπάρχει στο γραφείο του Τ.Π.Δ. της Δ.Ο.Υ. Παλλήνης, το ιδιοποιήθηκε παράνομα ο κατηγορούμενος. Η ιδιοποίηση του ποσού αυτού έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 1999 μέχρι 10-7-2001 και γινόταν τμηματικά. Δεν κατέστη δυνατόν να διαπιστωθούν οι συγκεκριμένες ημερομηνίες κατά τις οποίες ο κατηγορούμενος προέβη στην ιδιοποίηση κάθε επί μέρους ποσού, ούτε και ποιο συγκεκριμένο ποσό ιδιοποιείτο αυτός κάθε φορά, αποδείχθηκε όμως ότι τα επί μέρους αυτά ποσά ήσαν ιδιαίτερα μεγάλα και υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Ωστόσο αυτό δεν έχει σημασία για τον ακριβή προσδιορισμό της πράξης που του αποδίδεται και που αποδείχθηκε ότι τέλεσε, αφού αποδείχθηκε, χωρίς καμία αμφιβολία, τόσο το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο αυτός ιδιοποιήθηκε τα επί μέρους ποσά, όσο και το συνολικό ποσό, το οποίο ιδιοποιήθηκε και το οποίο αποτελεί αντικείμενο της πράξης του. Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ενώπιον των επιθεωρητών το συνολικό έλλειμμα των 323.335.239 δραχμών που διαπίστωσαν αυτοί και στις 31-10-2001 που κλήθηκε από αυτούς, για να λάβει γνώση του πρωτοκόλλου λογιστικού και διαχειριστικού ελέγχου, στο οποίο αναφέρεται ότι το έλλειμμα ανερχόταν στο ποσό αυτό, υπέγραψε το πρωτόκολλο αυτό χωρίς επιφύλαξη. Επίσης με την από 20-5-2003 εξώδικη δήλωση -υπόμνΗμα του προς την Δ/νση Επιθεώρησης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, παραδέχθηκε την με τις αναφερόμενες σ' αυτό ενέργειες του δημιουργία του ελλείμματος και δεν αναφέρει ότι δεν συμφωνεί με το ύψος του ελλείμματος.
Βέβαια στο Δικαστήριο ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι τα ποσά που υπεξαίρεσε ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 134.851.353 δραχμών και όχι στο ποσό των 323.335.239 δραχμών. Ωστόσο αυτός δεν προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχεία, από το οποίο να αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του αυτός. Αντίθετα, όπως αναφέρθηκε, αποδείχθηκε κατά τρόπο αναμφίβολο ότι το έλλειμμα της διαχειρίσεως του ανήλθε συνολικά στο ποσό των 323.335.239 δραχμών, ποσό το οποίο και αναγνώρισε αυτός.
Συνεπώς όσα αντίθετα ισχυρίζεται είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επίσης ισχυρίσθηκε ότι το ποσό αυτό των 134.851.353 δραχμών, το οποίο αφήρεσε τμηματικά, το δάνεισε στους αδελφούς Η. και Θ. Μ., για να τους εξυπηρετήσει, πλην όμως αυτοί δεν του το επέστρεψαν. Ο ισχυρισμός του αυτός, και αληθής υποτιθέμενος, δεν έχει σημασία για την ποινική αξιολόγηση της πράξης του, αφού έλαβε χώρα μετά την ιδιοποίηση των επί μέρους χρηματικών ποσών, δηλαδή μετά την ολοκλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία και απλώς αποκαλύπτει το λόγο, για τον οποίο αυτός προέβαινε κάθε φορά στην παράνομη ιδιοποίηση των επί μέρους ποσών.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος για να ιδιοποιηθεί το πιο πάνω ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό των 323.335.239 δραχμών και να καταστήσει αδύνατη την ανακάλυψη της παράνομης δραστηριότητας του εκμεταλλεύθηκε το γεγονός ότι, μέσω του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων διακινούνταν πολύ μεγάλα ποσά ημερησίως για πληρωμές των ΟΤΑ και το γεγονός ακόμη ότι αυτός είχε και τις δύο ιδιότητες του διαχειριστή του Τ.Π.Δ. και της Δ.Ο.Υ. Μεταχειρίστηκε δε προς τούτο ιδιαίτερα τεχνάσματα. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι εφοδιαζόταν με μετρητά από τη Δ.Ο.Υ., χωρίς να υπάρχει προς τούτο ανάγκη, αφού αποδείχθηκε ότι τις όποιες πληρωμές απαιτείτο να κάνει, μπορούσε να τις καλύψει τόσο από το ταμειακό υπόλοιπο της προηγούμενης ημέρας, όπως αυτό εμφανιζόταν στο βιβλίο ταμείου και έπρεπε να το είχε και ως πραγματικό στο ταμείο του, όσο και από τις διάφορες ημερήσιες εισπράξεις. Για τα ποσά που εφοδιαζόταν κάθε φορά από τη Δ.Ο.Υ. εξέδιδε ισόποση επιταγή του Τ.Π.Δ. σε διαταγή της Δ.Ο.Υ., την οποία στην συνέχεια εισέπραττε η Δ.Ο.Υ. από την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς όμως να προβαίνει αυτός και σε αντίστοιχες πληρωμές του Τ.Π.Δ. Από τα ποσά δε αυτά που εφοδιαζόταν από τη Δ.Ο.Υ. ιδιοποιείτο τμηματικά διάφορα ποσά κάθε φορά. Επίσης αποδείχθηκε ότι χρήματα που εισέπραττε για λογαριασμό της Δ. Ο. Υ. σε μετρητά, όπως ΦΠΑ, αντί να τα αφήνει στο ταμείο της Δ.Ο.Υ., εξέδιδε ισόποση επιταγή του Τ.Π.Δ. σε διαταγή της Δ.Ο.Υ. και τα παρακρατούσε για δήθεν πληρωμές του Ταμείου, χωρίς όμως να προβαίνει και σε αντίστοιχες πληρωμές του Τ.Π.Δ. Έτσι η Δ.Ο.Υ. ήταν ταμειακά εντάξει, γιατί αντί των μετρητών είχε την αντίστοιχη επιταγή, την οποία στην συνέχεια εισέπραττε από την Τράπεζα της Ελλάδος. Πλέον συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι στις 2-7-1999 εξέδωσε τις υπ' αριθμ. ... και ... επιταγές ποσού 62.000.000 και 50.000.000 δραχμών αντίστοιχα σε διαταγή της Δ.Ο.Υ. Παλλήνης, χωρίς να προκύψει ανάγκη αντίστοιχων πληρωμών από το Τ.Π.Δ. και ανέλαβε από τη Δ.Ο.Υ. τα ποσά αυτά και ιδιοποιήθηκε τα εξ αυτών πλεονάζοντα ποσά, εξέδωσε δε μεταχρονολογημένα στις 6-7-1999 το υπ' αριθμ. 0997/6-7-1999 γραμμάτιο είσπραξης 112.000.000 δρχ., το οποίο και καταχώρησε την ίδια ημερομηνία στο βιβλίο ταμείου. Επίσης αποδείχθηκε ότι ενώ στις 30-7-1999 έπρεπε βάσει του βιβλίου ταμείου να έχει υπόλοιπο ταμείου 269.000.000 δρχ., στην πραγματικότητα δεν το είχε και γι' αυτό τις επόμενες μέρες προέβη σε τακτές αναλήψεις (εφοδιασμό) από την δημόσια διαχείριση της Δ.Ο.Υ. Παλλήνης για πληρωμές του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ακόμη και σε χρονολογίες που δεν διενεργούσε πληρωμές. Έτσι, στις 30-7-1999 παρουσιάστηκε έλλειμμα ύψους 156.538.625 δρχ. από εισπράξεις που πραγματοποίησε για λογαριασμό του Τ.Π.Δ., οι οποίες αντί να παραμένουν στο ταμείο ή να κατατίθενται στις συνεργαζόμενες τράπεζες, σύμφωνα με εγκύκλιο του Τ.Π.Δ., ιδιοποιούντο από τον κατηγορούμενο και με πλαστές εγγραφές μεταφερόταν μέχρι και την 10-7-2001 που διαπιστώθηκε η διαφορά.
Επίσης αποδείχθηκε ότι στις 15-6-2001 εξέδωσε τις υπ' αριθμ. ...-9, ...-8, ...-1, ...-0, ...-0 επιταγές ποσού 5.002.599, 35.973.635, 409.764, 11.610.616 και 1.800.000 δρχ. αντίστοιχα, συνολικού ποσού 54.796.614 δρχ. σε διαταγή της Δ.Ο.Υ. Παλλήνης και τρίτων προσώπων, για τις οποίες δεν είχε εκδώσει αντίστοιχο γραμμάτιο είσπραξης και δεν πραγματοποίησε πληρωμές. Μάλιστα αποδείχθηκε ότι αυτό έγινε σε χρόνο κατά τον οποίο είχε παραγγελθεί η διενέργεια ελέγχου και η προϊσταμένη της Δ.Ο.Υ. Παλλήνης Α. Χ. είχε εκφράσει τις υπόνοιες της για τη δραστηριότητα του κατηγορουμένου και εκείνος για να αποφύγει το έλεγχο αυτής απέσπασε την προσυπογραφή των . επιταγών από τον αναπληρωτή προϊσταμένου.
Τέλος αποδείχθηκε ότι για να μη γίνει αντιληπτό το πραγματικό, χρηματικό ταμειακό υπόλοιπο, μέρος του οποίου ιδιοποιείτο κάθε φορά παράνομα, δεν εξέδιδε σκοπίμως παραστατικά εσόδων και εξόδων του Γραφείου του Τ.Π.Δ. στις ημερομηνίες που έπρεπε και δεν προέβαινε στις σχετικές καταχωρήσεις σε ημερήσια βάση, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο ημερήσιος έλεγχος από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Επίσης δεν καταχώριζε στις αντίστοιχες ημερομηνίες που έπρεπε τα σχετικά γραμμάτια είσπραξης, προκειμένου να διαμορφώνει κατά τη βούληση του το υπόλοιπο του Ταμείου για την περίπτωση διενέργειας ελέγχου, ούτε κατέθετε το υπόλοιπο της διαχείρισης του γραφείου του Τ.Π.Δ. στις τράπεζες, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 877/23-1-1980 εγκύκλιο του Τ.Π.Δ., καίτοι καθημερινά υπήρχαν μεγάλα χρηματικά ποσά στη διαχείριση του Γραφείου.
Η παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, σε βάρος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), με ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο των επί μέρους πράξεων του ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών και ήδη το ποσό των 15.000 ευρώ, καθώς και το ποσό των 25.000.000 δραχμών και ήδη το ποσό των 73.000 ευρώ, το όφελος δε που πέτυχε και η αντίστοιχη ζημία του Ν.Π.Δ.Δ. είναι ιδιαίτερα μεγάλα και υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δραχμών και ήδη το ποσό των 150.000 ευρώ, γι' αυτό και πρέπει να κηρυχθεί αυτός ένοχος του εγκλήματος αυτού.
Τέλος αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος μέχρι το χρόνο που έγινε η παραπάνω πράξη του έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή και επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή.
Συνεπώς πρέπει να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική αυτή περίσταση, την οποία του είχε αναγνωρίσει και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και να του επιβληθεί ποινή μειωμένη. Επίσης αποδείχθηκε ότι αυτός για μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του συμπεριφέρθηκα καλά, μετά δε τη διαπίστωση του ελλείμματος κατέθεσε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων έναντι του χρέους του και για να μειωθεί η ζημία του Ταμείου το ποσό των 30.000.000 δραχμών.
Συνεπώς πρέπει να του αναγνωρισθεί και η ελαφρυντική αυτή περίσταση και να του επιβληθεί, ποινή μειωμένη".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ, α' 26 παρ.1α, 27 παρ.1,98 παρ. 1,84παρ.2 περ. α' και ε', 258 περ. γ' ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει, μετά το Ν. 2721/99 και το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως ισχύει, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα- εκπροσωπήθηκε ο κατηγορούμενος), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα, παρατίθενται στην απόφαση η ιδιότητα του κατηγορουμένου ως υπαλλήλου στη Δ.Ο.Υ Παλλήνης από το έτος 1993 με καθήκοντα διαχειριστή του Δημοσίου και Υλικού της Δ.Ο.Υ αυτής, ενώ παράλληλα εκτελούσε και χρέη διαχειριστή του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ) στη Δ.Ο.Υ Παλλήνης, γιατί το εν λόγω Ταμείο δεν διέθετε υπάλληλο στη Δ.Ο.Υ αυτή. Τα καθήκοντα του σε σχέση με το Ταμείο, συνίσταντο στη διενέργεια εισπράξεων και τη διενέργεια πληρωμών, για τα οποία έπρεπε να εκδίδει γραμμάτια εισπράξεως και πληρωμών με μετρητά ή με επιταγές του άνω Ταμείου. Ότι μετά από διαχειριστικό λογιστικό έλεγχο στη διαχείριση του γραφείου του Τ.Π.Δ στη Δ.Ο.Υ Παλλήνης κατά τα μέσα του έτους 2001 διαπιστώθηκε η ύπαρξη ελλείμματος στο εν λόγω Ταμείο του ιδιαίτερα μεγάλου ποσού των 323.335.239 δραχμών, το οποίο ανήκε στην κυριότητα του Ταμείου αυτού και το οποίο ιδιοποιήθηκε παράνομα ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα πό το μήνα Ιούλιο 1999μέχρι τις 10 Ιουλίου2001, τμηματικά, μεταχειριζόμενος προς τούτο διάφορα τεχνάσματα, παραδέχθηκε δε ο κατηγορούμενος ενώπιον των επιθεωρητών, το συνολικό έλλειμμα στο άνω ποσό, που διαπίστωσαν αυτοί, υπογράφοντας μάλιστα το συνταχθέν από τους επιθεωρητές πρωτόκολλο λογιστικού και διαχειριστικού ελέγχου χωρίς επιφύλαξη. Ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο του δικογράφου της αιτήσεως και του ομοίου περιεχομένου πρώτο επίσης λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων, προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που αποτελεί τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του αυτού Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι στη απόφαση αυτή και ειδικότερα στο θέμα της ύπαρξης ή μη ιδιαίτερων τεχνασμάτων κατά την τέλεση της πράξης του άρθρου 258 ΠΚ, που αφορά την επίταση της ευθύνης σε κακουργηματικό βαθμό, δεν παρατίθεται η πολυπλοκότητα των ενεργειών, ο συνδυασμός μεθόδων και ενεργειών και η προσφορότητα των τεχνασμάτων να εξαπατήσουν το μηχανισμό ελέγχου. Αβάσιμα όμως, διότι όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης, γίνεται ειδική αναφορά των τεχνασμάτων, που μετείλθε ο κατηγορούμενος, προκειμένου λογιστικά οι πράξεις του να μαίνονται νόμιμες, ενώ το πραγματικό υπόλοιπο του Τ.Π.Δ υπολειπόταν αυτού το οποίο εμφάνιζε στα λογιστικά του βιβλία και συγκεκριμένα, εφοδιαζόταν από τη Δ.Ο.Υ μετρητά, παρά το ότι δεν υπήρχε ανάγκη προς τούτο, καθόσον τις οποιεσδήποτε πληρωμές του Ταμείου μπορούσε να καλύψει είτε από το Ταμειακό του υπόλοιπο της προηγούμενης ημέρας είτε από τις ημερήσιες εισπράξεις του, ενώ για τα ποσά αυτά που εφοδιαζόταν από τη Δ.Ο.Υ., εξέδιδε ισόποση επιταγή του Τ.Π.Δ., την οποία η Δ.Ο.Υ εισέπραττε στη συνέχεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα ποσά δε, που εφοδιαζόταν από τη Δ.Ο.Υ ιδιοποιείτο τμηματικά ένα μέρος αυτών κάθε φορά, χωρίς να προβαίνει σε αντίστοιχες πληρωμές του Τ.Π.Δ Κατ' αυτό τον τρόπο, η Δ.Ο.Υ εμφανιζόταν ταμειακά εντάξει, γιατί αντί των μετρητών είχε αντίστοιχη επιταγή, την οποία εισέπραττε στη συνέχεια από την Τράπεζα της Ελλάδος. Επίσης, για να μη γίνει αντιληπτό το πραγματικό ταμειακό υπόλοιπο χρημάτων, μέρος των οποίων ιδιοποιείτο κάθε φορά παράνομα, δεν εξέδιδε σκόπιμα παραστατικά εσόδων και εξόδων του Τ.Π.Δ στις ημεροχρονολογίες που έπρεπε και δεν προέβαινε στις σχετικές καταχωρήσεις κάθε ημέρα, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο ημερήσιος έλεγχος από τον Προϊστάμενό του. Δεν καταχώριζε επίσης στις αντίστοιχες ημερομηνίες που έπρεπε τα σχετικά γραμμάτια είσπραξης, προκειμένου να διαμορφώνει όπως αυτός ήθελε το υπόλοιπο του Τ.Π.Δ., για την περίπτωση διενέργειας ελέγχου, ούτε κατέθετε το υπόλοιπο διαχείρισης του εν λόγω Ταμείου στις Τράπεζες, σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο του Τ.Π.Δ, αν και κάθε ημέρα υπήρχαν διάφορα χρηματικά ποσά στη διαχείριση του γραφείου του Τ.Π.Δ. Τα έλος ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο του δικογράφου της αιτήσεως και του ομοίου επίσης περιεχομένου δεύτερο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων, προβάλλει την αιτίαση ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τους νομικούς κανόνες της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, που αποτελεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, διότι με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έχουν αποδειχθεί, έπρεπε να δεχθεί ότι έχει διαπράξει απλή υπεξαίρεση στην υπηρεσία και όχι υπεξαίρεση σε κακουργηματική της μορφή. Αβάσιμα όμως, διότι ενόψει όλων των παραπάνω που έχουν αποδειχθεί, ορθά ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος κακουργηματικής υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, καθώς και οι ασκηθέντες με ξεχωριστό δικόγραφο πρόσθετοι λόγοι στο σύνολο τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, μειωμένη όμως στο μισό(άρθρο 22 Ν. 3693/1957).-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24 Ιανουαρίου 2011 (υπ' αριθμ. πρωτ. 66/27-1-2011 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) αίτηση, καθώς και τους, με το από 26-8-2011 ξεχωριστό δικόγραφο, ασκηθέντες πρόσθετους λόγους από τον κατηγορούμενο, Α. Ρ. του Ν., για αναίρεση της με αριθμό 2755/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ΕΥΡΩ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων από τριακόσια (300) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Μαρτίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ