Θέμα
Παραγραφή, Σύνταγμα, Αμνηστία, Αγροτικές κινητοποιήσεις.
Περίληψη:
Στην διάταξη του αρ. 25 του Ν. 2721/1999 θεσπίζεται σαφώς ειδική παραγραφή των αδικημάτων που τελέσθηκαν κατά την διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων και δεν περιέχεται "κρυπτοαμνηστία", την οποία απαγορεύει το Σύνταγμα. Κατά συνέπεια δε η εν λόγω διάταξη δεν αντίκειται στο αρ. 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος. Νομική φύση της αμνηστίας και της παραγραφής. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ αμνηστίας και παραγραφής συνίσταται στο ότι με την αμνηστία εκμηδενίζεται αναδρομικά το έγκλημα με όλες τις συνέπειες του και η καταδίκη γι’ αυτό, ενώ με την παραγραφή εξαλείφεται μόνο το αξιόποινο της πράξεως. Η εκ μέρους του νομοθέτη επιλογή του ενός από τα δύο αυτά μέσα αντεγκληματικής πολιτικής εναπόκειται στην αποκλειστική του κρίση που βασίζεται στην στάθμιση στοιχείων μη νομικών, κυρίως πολιτικών, και δεν μπορεί να υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή, ο οποίος δεν δύναται να ελέγχει τις σκέψεις ή τα ελατήρια που οδήγησαν τον νομοθέτη στην ψήφιση του νόμου, ούτε μπορεί να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του τελευταίου με το να δέχεται ότι στην συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση. Στην διάταξη του αρ. 25 του Ν. 2721/1999 θεσπίζεται σαφώς ειδική παραγραφή των αδικημάτων που τελέσθηκαν κατά την διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων και δεν περιέχεται "κρυπτοαμνηοτία", την οποία απαγορεύει το Σύνταγμα, κατά συνέπεια δε η εν λόγω διάταξη δεν αντίκειται στο αρ. 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος. Κατά την γνώμη της μειοψηφίας (19 μελών) ο δικαστής έχει το δικαίωμα να ελέγχει αν με μία διάταξη χορηγείται αμνηστία, καθώς κρίσιμη δεν είναι η ονομασία που χρησιμοποιείται κάθε φορά στο κείμενο της νομοθετικής διατάξεως, αφού αυτή μπορεί να είναι εσφαλμένη ή να τείνει στην συγκάλυψη της πραγματικής νομικής φύσης του λαμβανόμενου νομοθετικού μέτρου· Η νομοθετική εύνοια που παρέχεται με το αρ. 25 του Ν. 2721/1999, ενόψει της φύσεως και των εννόμων συνεπειών της, έχει τον χαρακτήρα αμνηστίας και κατά τούτο η εν λόγω διάταξη είναι αντισυνταγματική. Κατά την κρατήσασα γνώμη της πλειοψηφίας είναι απορριπτέες ως αβάσιμες οι αιτήσεις αναιρέσεως που στρέφονται κατ' αποφάσεων στις οποίες εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 2721/1999 ως μη αντικείμενες στο Σύνταγμα(Ολομ. ΑΠ 11/2001 Ποιν.Χρον. ΝΑ. 792). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αριθμός 11/2001
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΠΟΙΝΙΚΗ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Γεώργιο Βελλή, Θεόδωρο Τόλια, Διονύσιο Κατσιρέα, Χαράλαμπο Μυρσινιά, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Αντιπροέδρους , Ευάγγελο Περλίγκα, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Γεώργιο Βρέττα, Γεώργιο Κρασσά, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γεώργιο Κάπο, Παύλο Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Στυλιανό Μοσχολέα, Δημήτριο Λινό, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Λέανδρο Ρακιντζή, Θεόδωρο Μπάκα, Γεράσιμο Φρούντζο, Ελευθέριο Τσακόπουλο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου , Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη , Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο-Εισηγητή, Αθανάσιο Κρητικό, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Αρεοπαγιτών), Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του , την 15η Μαρτίου 2001, για να δικάσει τις από 29.6.1999, 16.12.1999 και 7.7.1999 αιτήσεις του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η πρώτη και του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης η δεύτερη και τρίτη , για αναίρεση των αποφάσεων 2081/1999 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, 2953α/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας και 10210/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα, οι οποίες διέταξαν όσα αναφέρονται σ' αυτές. Με κατηγορούμενους τους: Α). ....(αναφέρονται 8 ονόματα) που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους 1) Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο, 2) Νικόλαο Κατσαρό, 3) Θεόδωρο Θεοδωρόπουλο και 4) Ιωάννη Κυπριωτάκη και 9. Βασίλειο Καλταπανίδη του Χρήστου, κάτοικο Βαμβακούσας Σερρών που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Β). 1. .....(αναφέρονται 15 ονόματα), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο, 16. ......, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 17. ..... 18. ..... 19. ......, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο, 20. ...., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 21. ..... , 22. ..... , 23. ......, 24. ......25. ....., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο, 26. ...., 27. ..... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, 28. ...... , 29. ..... 30. ....., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο, 31. ..... και 32. ......, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, Και Γ) 1. ...., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο, 2. ...... ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 3. ...., 4. ..... , 5. ...., 6. ..... , 7. ...., 8. ...., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο, 9. ...., 10. ...., 11. ..... και 12. ...., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Το Εφετείο Θεσσαλονίκης με την απόφασή του 2081/1999, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας με την απόφασή του 2953α/1999 και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την απόφασή του 10210/1999 διέταξαν όσα αναφέρονται σ' αυτές.
Τις αναιρέσεις των αποφάσεων αυτών ζήτησαν: ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με την από 29.6.1999 αίτησή του που εγχειρίστηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Πουλχερίας Καραμπουρνιώτη και ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης με τις από 16.12.1999 και 7.7.1999 αιτήσεις του που εγχειρίστηκαν ενώπιον της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης Αφροδίτης Σιώνη και ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Αλεξάνδρας Σαμψωνίδου, αντίστοιχα, και καταχωρήθηκαν στα πινάκια με τους αριθμούς 1014/1999, 115/2000 και 1146/1999, αντίστοιχα .
Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκαν οι με αριθμούς 162/2001, 163/2001 και 209/2001 αποφάσεις των Ποινικών Τμημάτων του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, οι οποίες παρέπεμψαν τις υποθέσεις στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Στη συνέχεια, άκουσε τον Εισαγγελέα που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
Κατόπιν δόθηκε ο λόγος στους πληρεξουσίους των παραστάντων κατηγορουμένων , οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους λόγους αναιρέσεως, που περιλαμβάνονται στα σχετικά δικόγραφα και ζήτησαν να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, παραδεκτά εισάγονται στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, οι από 29.6.1999, 16.12.1999 και 7.7.1999 αιτήσεις του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η πρώτη και του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης η δεύτερη και τρίτη, για αναίρεση των αποφάσεων 2081/1999 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, 2953α/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας και 10210/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης αντιστοίχως. Οι αιτήσεις αυτές παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια με τις αντίστοιχες 162/2001, 163/2001 και 209/2001 αποφάσεις των Ποινικών Τμημάτων του Αρείου Πάγου, διότι τίθεται ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, κατά το άρθρο 23 παρ. 2 εδαφ. γ' του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), όπως ισχύει μετά το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995.
Επειδή, στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 47 του Συντάγματος καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο τρόπος παροχής της αμνησίας. Η αμνηστία είναι πάντοτε μεταγενέστερη της αξιόποινης πράξης την οποία αφορά και –κατά την καθιερωμένη έννοιά της- ανατρέχει αναδρομικά στην τέλεση της πράξης, επιφέρει οριστική αναστολή της εφαρμογής του ποινικού νόμου ως προς τη συγκεκριμένη αυτή πράξη και εκμηδενίζει το έγκλημα που τελέσθηκε. Με αυτήν ο νομοθέτης επιδιώκει τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης. Γιαυτό αμνηστία προβλέπεται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα. Ένα από τα αποτελέσματά της είναι ότι αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξης και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της από τον ποινικό νόμο, άγεται δε εν τέλει η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε οριστική παύση (άρθρα 310 παρ. 1, 370 ΚΠοινΔ). Δεν αίρεται όμως ο άδικος χαρακτήρας της πράξης που αμνηστεύεται. Παραλλήλως η αμνηστία εκτείνεται και επί της καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε πριν από αυτήν και συνεπάγεται την αναδρομική εξαφάνισή της, καθώς και την εξάλειψη όλων των άμεσων ή έμμεσων αποτελεσμάτων της (Ολομ. Α.Π. 672/1982). Από το άλλο μέρος η παραγραφή που και αυτή επέρχεται μετά την πράξη – σύμφωνα με την ουσιαστική θεωρία που ασπάζεται ο Ποινικός μας Κώδικας – είναι απλή περίσταση που, ανεξαρτήτως των όρων υπό τους οποίους θεσπίζεται, επιφέρει μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης λόγω της παρόδου ορισμένου χρόνου που ορίζεται στο νόμο (άρθρα 111 επ. ΠοινΚ) και την οριστική παύση της ποινικής δίωξης (άρθρα 310 παρ. 1, 370 ΚΠοινΔ), δεν εξαφανίζει όμως το αξιόποινο της πράξης αναδρομικά. Εξάλλου στην περίπτωση της παραγραφής η εξάλειψη του αξιοποίνου είναι πρωτογενής και όχι παρεπόμενη της εκμηδένισης της πράξης, όπως στην αμνηστία. Δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής είναι η λόγω της παρόδου του χρόνου αποδυνάμωση των σκοπών που επιδιώκονται με την επιβολή της ποινής, δηλαδή της ειδικής και της γενικής πρόληψης. Το ποιος είναι ο χρόνος η πάροδος, του οποίου επιφέρει αυτή την αποδυνάμωση, ορίζεται κάθε φορά από το νομοθέτη. Στην επιλογή του χρόνου αυτού ο νομοθέτης δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Εκτός από τη γενική παραγραφή του ΠοινΚ θεσπίζονται και επιμέρους παραγραφές, για συγκεκριμένα εγκλήματα ή για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων, μακρύτερες ή συντομότερες της συνήθους παραγραφής (όπως για τα εγκλήματα του τύπου). Ενώ στη νομοθετική πρακτική γίνεται πολλές φορές χρήση του θεσμού της ειδικής παραγραφής που και αυτή αναγνωρίζεται ως θεσμός του ποινικού δικαίου (βλ. Ολ. ΑΠ 421/1964). Η εν λόγω παραγραφή θεσπίζεται όταν οι κοινωνικές περιστάσεις κατά την κρίση του νομοθέτη έχουν – στη συγκεκριμένη περίπτωση- αποδυναμώσει τους σκοπούς που θα εκπλήρωνε η επιβολή μιας ποινής. Το κοινό χαρακτηριστικό αμνηστίας και παραγραφής, η εξάλειψη δηλαδή του αξιοποίνου, αυτό και μόνο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι δύο λόγοι αυτοί εξάλειψης του αξιοποίνου ταυτίζονται εννοιολογικά μεταξύ τους ή στη διαπίστωση ότι ο ένας αποτελεί «κεκαλυμμένη» έκφραση του άλλου. Αυτό όμως θα συνέβαινε αν η διαφορά μεταξύ των δύο θεσμών – σε μια συγκεκριμένη περίπτωση - υπήρχε μόνο στο όνομα ενώ θα διαπιστώνετο ταύτισή τους ως προς τη φύση και τις έννομες συνέπειες. 'Αλλωστε στη νομολογία δεν έγινε δεκτό ότι η ειδική παραγραφή είναι συγκαλυμένη αμνηστία ούτε διαπιστώθηκε ποτέ καμία αντίθεση των νόμων, που κατά καιρούς θέσπισαν ειδικές παραγραφές, προς τα Συντάγματα τόσο του 1952 όσο και του 1975. Η ΑΠ 779/1929 (Θέμις ΜΑ/1930 σελ. 297) δεν αποφάνθηκε αντιθέτως. Αυτή έκρινε μόνο ότι το άρθρο 2 του ν. 3810/1929 «περί κυρώσεως του από 31.5.1926 ν. διατάγματος περί αμνηστείας αδικημάτων τινων», που όριζε ότι «αμνηστεύονται πάσαι αι εκλογικαί παραβάσεις και τα αδικήματα εν γένει τα προβλεπόμενα υπό των εκλογικών νόμων τα λαβόντα χώραν κατά τας εκλογάς της 19.8.1929», «αντίκειται προδήλως εις την διάταξιν του άρθρου 84 παρ. 2 του εν ισχύι Συντάγματος (του 1927), καθ' ην αμνηστεία επί κοινών εγκλημάτων, οία και τα εκλογικά τοιαύτα, ουδέ δια νόμου απονέμεται». Επρόκειτο στην περίπτωση αυτή για διάταξη νόμου που παρείχε ευθέως αμνηστία και από την απόφαση του ΑΠ δεν μπορεί να συναχθεί κάποιο επιχείρημα σε σχέση με το θέμα της συνταγματικότητας της ειδικής παραγραφής. Από όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι είναι βασική η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της αμνηστίας και της παραγραφής και εντοπίζεται στο ότι με την πρώτη εκμηδενίζεται αναδρομικά το έγκλημα με όλες τις συνέπειές του και η καταδίκη γι αυτό, ενώ με τη δεύτερη εξαλείφεται μόνο το αξιόποινο της πράξης. Η από μέρους του νομοθέτη επιλογή του ενός από τα δύο αυτά μέσα κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής, της αμνηστίας (μόνο επί των πολιτικών εγκλημάτων) ή της ειδικής παραγραφής ( επί όλων γενικά των εγκλημάτων), εναπόκειται στην αποκλειστική του κρίση που βασίζεται στη στάθμιση στοιχείων μη νομικών, κυρίως πολιτικών, και δεν μπορεί να υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή. Και βεβαίως ο τελευταίος έχει την εξουσία και την υποχρέωση να μη εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος). Δεν δύναται όμως να ελέγχει τις σκέψεις ή τα ελατήρια που οδήγησαν το νομοθέτη στην ψήφιση του νόμου. Ούτε μπορεί να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του νομοθέτη, με το να δέχεται την άποψη ότι υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, και συγκεκριμένα ότι διάταξη νόμου που σαφώς θεσπίζει ειδική παραγραφή αξιόποινης πράξης και ομιλεί για εξάλειψη και μόνο του αξιοποίνου την οποία συνδέει με την πάροδο ορισμένου (του κατά την κρίση του νομοθέτη ενδεδειγμένου) χρόνου, συνιστά «κρυπτοαμνηστία» την οποία απαγορεύει το Σύνταγμα. 'Ετσι ο δικαστής θα υπερέβαινε τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου, που πραγματοποιείται με βάση το περιεχόμενό του και μόνο και με αποκλειστικά νομικά κριτήρια, και θα υποκαθιστούσε στο ρόλο του το νομοθέτη επεμβαίνοντας στην επιλογή του σκοπού που επιδιώκει με την ψήφιση ενός νόμου και των μέσων που για το σκοπό αυτό θεσπίζει και ελέγχοντας τη νομοθετική επιλογή με κριτήρια πολιτικά. Με τον τρόπο αυτόν όμως η δικαιοσύνη «παρενείρει εαυτήν εις εντελώς ξένα, νομοθετικά, καθήκοντα». Με το άρθρο 25 του ν. 2721/1999 ορίσθηκε στην παρ. 1 ότι εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων που στη διάταξη αυτή με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια αναφέρονται και τελέστηκαν προ του Μαρτίου του έτους 1997, προβλέφθηκε δε στην παρ. 2 η παύση της ποινικής δίωξης για τις πράξεις αυτές και η διαγραφή των τυχόν επιβληθεισών ποινών από το ποινικό μητρώο. Δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι ο νομοθέτης με τις διατάξεις αυτές επέλεξε, ως μέτρο κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής, τη θέσπιση ειδικής παραγραφής και επέβαλε αποκλειστικά και μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου των ανωτέρω πράξεων, με συντόμευση του χρόνου της παραγραφής τους. Και στην εισηγητική έκθεση του εν λόγω νόμου γίνεται λόγος για εξάλειψη του αξιοποίνου των αδικημάτων που αφορούν τις αγροτικές κινητοποιήσεις και για τερματισμό των διαδικασιών καταλογισμού ποινικών ευθυνών. Από το συγκεκριμένο αυτό άρθρο δεν προκύπτει εξάλλου κανένα στοιχείο από εκείνα που χαρακτηρίζουν την αμνηστία ούτε δίνεται στον εφαρμοστή του δικαίου η εικόνα ότι θεσπίζεται αμνηστία ή, σε κάθε περίπτωση, ότι με την εν λόγω διάταξη προβλέπεται ρύθμιση που κατά τη φύση της και τις έννομες συνέπειές της ταυτίζεται με την αμνηστία. Το γεγονός ότι καθιερώνεται αποκλειστικά και μόνο εξάλειψη του αξιοποίνου, που συνδέεται με την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από την τέλεση των πράξεων, και ότι η πρόβλεψη του νομοθέτη εξαντλείται στην οριστική παύση της ποινικής δίωξης και τη διαγραφή της ποινής από το ποινικό μητρώο, αποκλείει κάθε σκέψη για θέσπιση αμνηστίας, κατά τρόπο ευθύ ή συγκαλυμμένο. Επομένως η ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη , θεσπίζουσα ειδική παραγραφή αξιοποίνων πράξεων και όχι αμνηστία αυτών, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, και συγκεκριμένα στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 47. Στην προκειμένη περίπτωση, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις τα Δικαστήρια, που τις εξέδωσαν, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, έπαυσαν οριστικά την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων 1) ..... κλπ, 2) ..... κ.λπ και 3) ..... κ.λπ, για την παράβαση του άρθρου 34 παρ. 12 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2094/1992) και του άρθρου 292 του Π.Κ., που φέρονται ότι τέλεσαν στις 10.4.1994 έως 12.4.1994, 30.11.1996 και 2.4.1996 αντιστοίχως και συνίσταται στο ότι τυγχάνοντας αγρότες και θέλοντας να διαμαρτυρηθούν με αγροτικές κινητοποιήσεις, για την επίλυση αιτημάτων τους, με πρόθεση κατέλαβαν το οδόστρωμα των αναφερόμενων στις αποφάσεις οδών, οι μεν κατηγορούμενοι ως άνω με το στοιχ. 3 δια των αυτοκινήτων τους, οι δε λοιποί τοποθετώντας στο οδόστρωμα τους γεωργικούς ελκυστήρες, που κατείχαν και οδηγούσαν και αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό τη συγκοινωνία με αυτοκίνητα οχήματα. Επομένως, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, ορθώς εφαρμόσθηκε από τα δικαστήρια της ουσίας η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, ως μη αντικειμένη στο Σύνταγμα.
Κατά τη γνώμη όμως δέκα εννέα (19) μελών του Δικαστηρίου ήτοι του Προέδρου του Αρείου Πάγου Στέφανου Ματθία, των Αντιπροέδρων Γεωργίου Βελλή και Διονυσίου Κατσιρέα και των Αρεοπαγιτών Παύλου Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Δημητρίου Βούρβαχη, Στυλιανού Μοσχολέα, Δημητρίου Λινού, Θεοδώρου Λαφαζάνου, Λέανδρου Ρακιντζή, Θεοδώρου Μπάκα, Γεράσιμου Φρούντζου, Ελευθερίου Τσακόπουλου, Κωνσταντίνου Βαρδαβάκη, Στυλιανού Πατεράκη, Δημητρίου Παπαμήτσου, Γεράσιμου Σιμόπουλου, Σπυρίδωνος Μπαρμπαστάθη και Θεοδώρου Αποστολόπουλου, κατά το άρθρο 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος : « 3. Αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα , με νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. 4. Αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο». Αμνηστία, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, αποτελεί η αναδρομική εξάλειψη του αξιοποίνου ορισμένων τελεσθέντων ήδη εγκλημάτων με αποτέλεσμα το απαράδεκτο της δίωξής τους, την οριστική παύση των ασκηθεισών ποινικών διώξεων και την εξαφάνιση των τυχόν εκδοθεισών καταδικαστικών αποφάσεων. Από την αμνήστευση των εγκλημάτων που τελέσθηκαν δεν επηρεάζεται η ποινική πρόβλεψη και ο άδικος χαρακτήρας των εγκλημάτων καθεαυτών, ούτε ο προβλεπόμενος στον ποινικό κώδικα χρόνος παραγραφής του αξιοποίνου τους. Η αμνήστευση αφορά μόνο τα συγκεκριμένα εγκλήματα που έχουν ήδη διαπραχθεί (πρβλ. ΟλΑΠ 672/1982). Με την αμνηστία παρέχεται επομένως νομοθετική άφεση της ποινικής ευθύνης ορισμένων δραστών. 'Ετσι όμως η αμνηστία αποτελεί επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στα έργα της δικαστικής, αφού με νομοθετικό μέτρο, είτε ατομικό είτε αναφερόμενο σε συγκεκριμένο κύκλο περιπτώσεων και προσώπων, κηρύσσει μη τελεσθέντα τα διαπραχθέντα ήδη εγκλήματά τους, αφαιρώντας την επ' αυτών κρίση από τα δικαστήρια και καταργώντας όσες καταδικαστικές αποφάσεις έχουν τυχόν εκδοθεί. Είναι επομένως η αμνηστία ασυμβίβαστη προς τη διάκριση των εξουσιών. Γι' αυτό δε απαγορεύτηκε με την ως άνω διάταξη του άρθρου 47 παρ. 4 του Συντάγματος. Η δυνατότητα αμνήστευσης περιορίστηκε, με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου, στα «πολιτικά εγκλήματα», με σκοπό τον κατευνασμό των πολιτικών παθών και την αποκατάσταση της κοινωνικής γαλήνης, υπό την προϋπόθεση πάντως της αυξημένης ως άνω πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών. Το πότε πρόκειται για αμνηστία αποτελεί ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού, που απόκειται στα δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ονομασία που χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο της νομοθετικής διάταξης (λ.χ. «εξάλειψη του αξιοποίνου», «ειδική παραγραφή»), η οποία (ονομασία) μπορεί να είναι εσφαλμένη ή να τείνει στη συγκάλυψη της πραγματικής νομικής φύσης του λαμβανόμενου νομοθετικού μέτρου. Η προβλεπόμενη στον Ποινικό Κώδικα παραγραφή και οι λοιποί λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου διακρίνονται σαφώς από την περιστασιακή αμνηστία, διότι εκείνοι δεν θεσπίζονται εκ των υστέρων για την κατάργηση των ποινικών συνεπειών ορισμένων διαπραχθέντων ήδη εγκλημάτων αλλά αφορούν απροσώπως την πράξη. Το γεγονός ότι στο παρελθόν, ιδίως υπό την ισχύ προηγουμένων Συνταγμάτων, τα οποία, με εξαίρεση εκείνο του 1927, δεν απαγόρευαν την αμνηστία, ο νομοθέτης είχε καταφύγει ενίοτε σ' αυτήν, υπό την ονομασία «ειδική παραγραφή», δεν μπορεί να επηρεάσει τη δικαστική κρίση, αφού, υπό το ισχύον Σύνταγμα του 1975, η νομοθετική εκείνη πρακτική αποδοκιμάστηκε και ρητά απαγορεύθηκε. Υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1927, το οποίο επίσης απαγόρευε την παροχή αμνηστίας, ο 'Αρειος Πάγος δεν δίστασε να κηρύξει αντισυνταγματική την αμνήστευση ορισμένων εγκλημάτων (ΑΠ 779/1929 Θ. ΜΑ 297). Διάφορη, εξάλλου, υπήρξε η περίπτωση του ν. 1240/1982. Διότι ο νόμος αυτός «παρέγραψε» όλα, και όχι ορισμένα μόνο, μικρής δε βαρύτητας εγκλήματα, για τα οποία η απειλούμενη ποινή δεν υπερέβαινε το έτος, αλλά και διότι συνεδύαζε την «παραγραφή» με όρο, ο οποίος προσέδιδε στη ρύθμιση εκείνη το χαρακτήρα μέτρου αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής, για το λόγο δε αυτό θεωρήθηκε από την απόφαση ΟλΑΠ 672/1982 ότι δεν υπέκρυπτε αμνηστία.
Με τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, η οποία άρχισε να ισχύει από 3.6.1999 και φέρει τον τίτλο «εξάλειψη αξιοποίνων και παύση ποινικής δίωξης ορισμένων αξιόποινων πράξεων διαπραχθεισών κατά τις αγροτικές κινητοποιήσεις» ορίζεται : «1. Εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων των άρθρων 290, 291 και 292 του Ποινικού Κώδικα που αφορούν την παρακώλυση συγκοινωνιών, καθώς και των παραβάσεων του άρθρου 34 παρ. 12 του ν. 2696/1999 (ΦΕΚ 57 Α') και έχουν τελεστεί προ του Μαρτίου του έτους 1997, εκ μέρους αγροτών κατά τη διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων, με τη μορφή βίαιης διακοπής συγκοινωνιών και σε βάρος της αγροτικής και εθνικής οικονομίας. 2. Την παύση της ποινικής δίωξης κηρύσσει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούν υποθέσεις της ανωτέρω μορφής, με πρόταση του εισαγγελέα της έδρας ή με αίτηση του κατηγορουμένου, είτε και αυτεπαγγέλτως, οι τυχόν δε αμετακλήτως επιβληθείσες ποινές διαγράφονται επίσης από το Ποινικό Μητρώο με απόφαση του δικαστηρίου που τις επέβαλε, ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος ή πρόταση του εισαγγελέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου». Με τη διάταξη αυτή σκοπείται η εκ των υστέρων εξάλειψη του αξιοποίνου ειδικώς προσδιορισμένων κοινών εγκλημάτων, που έχουν τελεσθεί στο παρελθόν, για ορισμένο λόγο, από συγκεκριμένη ομάδα πολιτών, και η οριστική παύση των ποινικών διώξεων, καθώς και η αναδρομική κατάργηση και διαγραφή από το Ποινικό Μητρώο των αμετακλήτως επιβληθεισών για τα εγκλήματα αυτά ποινών, χωρίς να επηρεάζεται ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων αυτών. Η νομοθετική αυτή εύνοια δεν ονομάζεται μεν στο νόμο αμνηστία ή ειδική παραγραφή, ενόψει όμως της φύσεως και των έννομων συνεπειών της, έχει τον χαρακτήρα αμνηστίας, που απαγορεύεται, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 47 παρ. 4 του Συντάγματος. Είναι φανερό ότι η ως άνω ρύθμιση δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της παραγραφής των εγκλημάτων των άρθρων 290-292 του ΠΚ και 34 παρ. 12 του ν. 2696/1999 αφού ο απαιτούμενος για την παραγραφή αυτών χρόνος δεν μεταβάλλεται, αλλ' εκ των υστέρων «εξαλείφεται» το αξιόποινο μόνο των συγκεκριμένων πράξεων στις οποίες η ως άνω διάταξη ειδικώς αναφέρεται. Ούτε η όλη ρύθμιση συνδυάζεται με μέτρα αντεγκληματικής ή σωφρονιστικής πολιτικής, ώστε να μπορεί να κριθεί ότι διαφοροποιείται, κατά τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της και δεν πρόκειται για απαγορευμένη αμνηστία. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο της Εισηγητικής Εκθέσεως του Σχεδίου του ν. 2721/1999, όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι η εξάλειψη του αξιοποίνου των αδικημάτων αυτών, που αφορούν τις αγροτικές εκείνες κινητοποιήσεις, γίνεται ύστερα «από την πολλαπλώς εκφρασθείσα πρόταση παροχής συγγνώμης των ευρισκόμενων ήδη υπό την ποινική κατηγορία αγροτών εκ μέρους των εκπροσώπων του λαού στο Κοινοβούλιο των αγροτικών περιοχών, καθώς και μεγάλου τμήματος του λαού και του επαγγελματικού κόσμου αλλά και προς ομαλοποίηση της ζωής του αγροτικού μας κόσμου», «με τη βεβαιότητα ότι δεν θα συμβούν στο μέλλον τοιαύτα έκτροπα ασέβειας προς τους πολίτες και το κράτος». Το αναφερόμενο στην 'Εκθεση αυτή στοιχείο της παροχής συγγνώμης για συγκεκριμένα εγκλήματα ορισμένης ομάδας πολιτών σε συνδυασμό με την έλλειψη αντιμετώπισης, με αντικειμενικά κριτήρια, συγκεκριμένων αναγκών, κατά την κυριαρχική από τη νομοθετική εξουσία άσκηση αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής, επιμαρτυρεί το χαρακτήρα της ρύθμισης αυτής ως αμνηστίας, με αποτέλεσμα η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999 να είναι αντισυνταγματική και ανεφάρμοστη κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Την ίδια άποψη διατύπωσε και το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής επί του αντίστοιχου άρθρου του σχεδίου νόμου στην από 10.5.1999 έκθεσή του, όπου αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «η διάταξη αυτή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «φωτογραφική» δεδομένου ότι εντοπίζεται σε συγκεκριμένες ομάδες προσώπων που διέπραξαν σε ορισμένο χρόνο εγκληματικές πράξεις, δεν φαίνεται δε να αφορά γενικό μέτρο αντεγκληματικής πολιτικής ή να αποβλέπει στην αποσυμφόρηση των φυλακών, ως εκ τούτου εμφανίζεται ως συγκεκαλυμμένη αμνηστία μολονότι κατά το Σύνταγμα αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο (άρθρο 47 παρ. 4)». Επομένως, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, από το άρθρο 510 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, με τις οποίες οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πλήττονται διότι εφάρμοσαν την ως άνω αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, έπρεπε κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, να γίνουν δεκτές ως βάσιμες και να αναιρεθούν οι αποφάσεις αυτές.
Κατά την κρατήσασα όμως ως άνω γνώμη οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, καθόσον τα δικαστήρια της ουσίας, που εξέδωσαν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, εφαρμόζοντας τη μη αντικειμένη στο Σύνταγμα διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2721/1999, δεν υπέπεσαν στην αποδιδόμενη πλημμέλεια του άρθρου 510 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει : 1) την από 29.6.1999 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 2081/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και 2) τις από 16.12.1999 και 7.7.1999 αιτήσεις του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, για αναίρεση των αποφάσεων 2953α/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας και 10210/1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, αντιστοίχως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2001 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2001.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ