Θέμα
Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου.
Περίληψη:
Απορριπτέοι λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1, 559 αρ. 19 559 αρ. 8 και 559 αρ. 12 ΚΠολΔ.
Αριθμός 954 /2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Φ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σάββα Τσαμπή.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Χ. του Α., 2) Ν. Χ. του Α., κατοίκων ... και ήδη αγνώστου διαμονής, 3) ’. Χ. του Γ., κατοίκου ..., ως κληρονόμου της ’. Χ. του Α., 4) Σ. Χ. του Α., κατοίκου ... και ήδη αγνώστου διαμονής, 5) Γ. Χ. του Α., κατοίκου ..., 6) Ι. Σ. του Σ., κατοίκου ..., 7) Ε. Κ. του Σ., τέως κατοίκου ... και ήδη αγνώστου διαμονής, 8) Σ. συζ. Β. Χ., το γένος Α. Α., 9) Μ. συζ. Ι. Κ., το γένος Α. Χ., 10) Δ. Χ. του Α., 11) Ε. Χ. του Α., 12) Ο. Χ. του Α., κατοίκων ..., 13) Δ. Χ. χήρας Ε., 14) Α. Χ. του Ε., 15) Σ. Χ. του Ε., 16) Ν. - Μ. Χ. του Ε., και 17)Α. Χ. του Ε., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/9/1999 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κω. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 305/2003 του ιδίου Δικαστηρίου και 49/2009 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/6/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 25/1/2013 έκθεσή της, με την οποία πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, όπως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες εκθέσεις επιδόσεως υπ' αριθμ. 48152/23-3-2012, 48142/23-7-2012, 48132/23-7-2012, 48122/23-7-2012, 50022/6-8-2012 με τις συνημμένες σ' αυτή απόδειξη εγχείρισης αντιγράφου θυροκολληθέντος δικογράφου στον Προϊστάμενο του Αστυνομικού Τμήματος Ρόδου και από 6-8-2012 βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου ..., 50032/6-8-2012 με τις συνημμένες σ' αυτή από 6-8-2012απόδειξη εγχείρισης αντιγράφου θυροκολληθέντος δικογράφου στον Προϊστάμενο του Αστυνομικού Τμήματος Ρόδου και από 6-8-2012 βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ρόδου ..., υπ' αριθμ. 50002/6-8-2012 με τις συνημμένες σ' αυτή από 6-8-2012 απόδειξη εγχείρισης αντιγράφου θυροκολληθέντος δικογράφου και από 6-8-2012 βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ρόδου ..., 50012/6-8-2012 έκθεση επιδόσεως και τις συνημμένες σ 'αυτή από 6-8-2012 έκθεση επιδόσεως και τις συνημμένες σ' αυτή από 6-8-2012 απόδειξη εγχείρισης αντιγράφου θυροκολληθέντος δικογράφου και από 6-8-2012 βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ρόδου ..., 50052/6-8-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου ..., υπ' αριθμ. 9760Γ/9-1-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθήνας ..., υπ' αριθμ. 48162/23-7-2012 και 50042/6-8-2012 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού του Πρωτοδικείου Ρόδου ..., υπ' αριθμ. 10572/3-8-2012 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Καλαμάτας ... υπ' αριθμ. 9758Γ/9-1-2012, 9759Γ/9-1-2012, 9757Γ/9-1-2012, 9760Γ/9-1-2012 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθήνας ... και περιλήψεις κοινοποιηθεισών αναιρέσεων στους αναιρεσιβλήτους Νίκη θυγ. Α. Χ. και Ε. Κ. του Σ. του δικαστικού επιμελητού ... στα υπ' αριθμ. 2769/30-3-2012 και 7729/30-3-2012 φύλλα ημερήσιων εφημερίδων "Ελεύθερη Ώρα" και "Ο ΛΟΓΟΣ", επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με την επιμέλεια του αναιρεσείοντος ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με τις πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου για την αναφερομένη στην αρχή απόφασης συνεδρίαση και κλήση προς συζήτηση της υπόθεσης. Επομένως, αφού οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου στην πιο πάνω δικάσιμο ούτε υπέβαλαν την κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δήλωση παράστασης τους στο ακροατήριο, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία τους σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ 2 ΚΠολΔ.
Επειδή, από το άρθρο 61 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου που κυρώθηκε με το υπ' αριθ. 132/1929 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη Δωδεκανήσου και διατηρήθηκε σε ισχύ ως τυπικό δίκαιο και μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου και την εισαγωγή σ' αυτήν της ελληνικής νομοθεσίας με το άρθρο 8 παρ.2 ν. 5140/1947, σαφώς προκύπτει ότι τόσο η αρχική και θεμελιώδης εγγραφή όσο και οι μεταγενέστερες αυτής καταχωρήσεις στο κτηματολογικό βιβλίο δημιουργούν μαχητό τεκμήριο ότι το δικαίωμα ανήκει σ' εκείνον στο όνομα του οποίου έγιναν, αν δε η αρχική εγγραφή καταστεί αμετάκλητη κατά τα άρθρα 37-39 το απ' αυτήν τεκμήριο είναι εφεξής αμάχητο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 63 του ίδιου πιο πάνω Κτηματολογικού Κανονισμού κατά των εγγραφών του Κτηματολογικού Βιβλίου που αφορούν ακίνητα Ελεύθερης ιδιοκτησίας (μούλκ) συγχωρείται η παραγραφή κατά τις αρχές της ιταλικής νομοθεσίας μετά από δεκαπέντε (15) έτη από την εγγραφή που έγινε, ο δε νομέας που χρησιδέσποσε μπορεί να επιτύχει την εγγραφή του δικαιώματος είτε με πράξη με την οποία συνομολογείται η συνεχής δεκαπενταετής νομή του εκ μέρους του τιτλούχου που είναι εγγεγραμμένος, είτε με δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει έναντι του τελευταίου τιτλούχου ή των κληρονόμων του ή αν αυτοί δεν υπάρχουν, του διευθυντή του κτηματολογικού γραφείου ότι η παραγραφή συμπληρώθηκε. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται έκτακτη χρησικτησία (κτητική παραγραφή) με δεκαπενταετή νομή ως προς τα άλλα δε στοιχεία αυτής δηλαδή τις προϋποθέσεις ενάρξεως διαδρομής και συμπληρώσεως της δεκαπενταετούς αυτής κτητικής παραγραφής, η εν λόγω διάταξη παραπέμπει στις "αρχές της ιταλικής νομοθεσίας". Η παραπομπή όμως αυτή που είναι γνήσια, έχει την έννοια ότι η συμπλήρωση της παραπάνω διατάξεως γίνεται όχι με εκείνες της αστικής νομοθεσίας που ίσχυε κατά τη θέσπισή της, αλλά με αυτές που ισχύουν κάθε φορά. Μετά απ' αυτά, ενόψει και του ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 3 ΕισΝΑΚ κατά το οποίο στις "περιπτώσεις που στην ισχύουσα νομοθεσία γίνεται παραπομπή σε διατάξεις που καταργούνται με το νόμο αυτό, εφαρμόζονται στις θέσεις τους οι αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, είναι σαφές ότι από 30-12-1947 οπότε εισήχθη στη Δωδεκάνησο, με το άρθρο 2 παρ1 στοιχ α' του πιο πάνω ν. 510/1947, ο Αστικός Κώδικας, ο ΕισΝΑΚ και το ν.δ της 7/10-5-1946 "περί αποκαταστάσεως του ΑΚ και του Εισαγωγικού Αυτού Νόμου", η παραπομπή της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 63 παρ 1 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου στις αρχές της Ιταλικής Νομοθεσίας, έχει πλέον την έννοια της παραπομπής στις αντίστοιχες διατάξεις του Ελληνικού ΑΚ που ισχύει πλέον στη Δωδεκάνησο από τις οποίες τώρα διέπεται η δεκαπενταετής κτητική παραγραφή που προβλέπει ο Κανονισμός αυτός ως προς τις προϋποθέσεις ενάρξεως, διαδρομής και συμπληρώσεως αυτής (ΟλΑΠ 188/1980). Επομένως, μετά την εισαγωγή της Ελληνικής νομοθεσίας στη Δωδεκάνησο αρκεί κατά τα άρθρα 974, 976, 979 και 1045 ΑΚ προς κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία η επί πλήρη δεκαπενταετία άσκηση νομής με διάνοια κυρίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 974 ΑΚ, εκείνος που απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας αν έχει αυτή την εξουσία με διάνοια κυρίου. ’σκηση της νομής η οποία κατά το άρθρο 983 ΑΚ μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέως επί ακινήτου αποτελούν εμφανείς πράξεις επ' αυτού που είναι δηλωτικές της βουλήσεως του νομέως να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον κατά τη βούληση του νομέως προορισμό του πράγματος. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 980, 981, 982, 984 και 994 ΑΚ συνάγεται ότι ο συννομεύς ή οι συννομείς αν κατέχουν ολόκληρο το κοινό, θεωρούνται κατέχοντες τούτο και επ' ονόματι των λοιπών και δεν μπορούν να αποκτήσουν την κυριότητα τούτων δια χρησικτησίας και κατά το ανήκον στους λοιπούς κοινωνούς ποσοστό πριν ή καταστήσουν σ' εκείνους γνωστό ότι νέμονται ολόκληρο το κοινό πράγμα ήτοι και κατά το ανήκον σ' εκείνους ποσοστό ώστε της αποφάσεώς του αυτής να λάβουν γνώση καθ' οιονδήποτε τρόπο οι λοιποί κοινωνοί. Τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται όταν οι λοιποί μη ευρισκόμενοι στην κατοχή του κοινού συννομείς, εξεδήλωσαν καθ' οιονδήποτε τρόπο τη βούληση να μην είναι νομείς (συννομείς) πράγμα το οποίο συμβαίνει και επί εκουσίας αποξενώσεως των από το κοινό (ΑΠ 1386/2002). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίον περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, Ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει όταν το δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει κανόνα ουσιαστικού δικαίου αν και ήταν εφαρμοστέος στη συγκεκριμένη περίπτωση βάσει των παραδοχών του ή εφάρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου που με βάση τις ίδιες παραδοχές δεν έπρεπε να εφαρμόσει. Τέλος κατά την έννοια του εδαφίου 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ελλείψεις αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ολ ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνον το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομμένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, μετ' εκτίμηση των αποδείξεων τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο ήτοι αγρός καλλιεργήσιμος έκτασης 26.280 τ.μ. κείμενος στην τοποθεσία "..." της κτηματικής περιφέρειας ... Κω με κτηματολογικά στοιχεία τόμος γαιών ... 22, φύλλο 39, μερίδα 471, νομικής φύσης "μούλκ", συνορευόμενος ανατολικά με την κτηματομερίδα 476, δυτικά με τις κτηματομερίδες 506-470, βόρεια με τις κτηματομερίδες 507-508-541 και νότια με την κτηματομερίδα 476-οικοδ-76, φέρεται καταχωρισμένος στο οικείο βιβλίο Ρόδου με αρχική (θεμελιώδη) εγγραφή κατά τη 2.8.1932 στο όνομα της Σ. συζ. Α. Χ., το γένος Ν. Ζ.. Η αρχική αυτή τιτλούχος απεβίωσε το έτος 1935 και κληρονομήθηκε όσον αφορά το επίδικο ακίνητο, από τους μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, το σύζυγό της Α. Χ. του Γ. και τα έξι τέκνα της Μ., Ν., ’., Α., Σ., και Γ. κατά ποσοστά εξ αδιαιρέτου 6/24 ο σύζυγος και 3/24 έκαστο τέκνο. Ο σύζυγος Α. Χ. απεβίωσε την 11.6.1959 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου όσον αφορά την ιδανική του μερίδα επί του επιδίκου ακινήτου, από την κόρη του από τον πρώτο γάμο του Δ. συζ. Σ., το γένος Α. Χ., από τα πέντε τέκνα του από το δεύτερο γάμο του με την ανωτέρω αρχική τιτλούχο του επιδίκου ακινήτου Σταματία το γένος Ν. Ζ., Μ., Ν., ’., Σ. και Γ. από τα τρία τέκνα της προαποβιωσάσης κατά την 28.2.1958 άγαμης κόρης του από το δεύτερο γάμο του Α., Ι. Σ. του Σ., Ε. Κ. του Σ. και Σ. Α. του Α. και από τα πέντε τέκνα του από τον τρίτο γάμο του με την προαποβιώσασα κατά το έτος 1958 σύζυγό του Α. το γένος Ε. Π., Ε., Μ. συζ. Ι. Κ., Δ., Ε. και Ο.. Την 27.2.1977 απεβίωσε ο Ε. Χ. του Α., τέκνο από τον τρίτο γάμο του συζύγου της άνω αρχικής τιτλούχου, ο οποίος κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου στην ιδανική του μερίδα επί του επιδίκου ακινήτου, από τη σύζυγό του Δ. χηρ. Ε. Χ. και τα τέσσερα τέκνα του Α., Σ., Ν.-Μ. και Α. κατά ποσοστά 1/4 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Την 20.7.1993 απεβίωσε η Δ. Ν. Σ., το γένος Α. Χ. τέκνο από τον πρώτο γάμο του συζύγου της αρχικής τιτλούχου, η οποία, ενόψει του ότι ο σύζυγό της Ν. Σ. του Ε. είχε προαποβιώσει κατά την 22.10.1989, κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου στην ιδανική της μερίδα επί του επίδικου ακινήτου από τα επτά τέκνα της Ε., Μ., Ε., Ρ., Ι., Α. και Σ. κατ' ισομοιρία. Μετά τους προαναφερθέντες θανάτους, κληρονόμοι επί του επιδίκου ακινήτου τυγχάνουν οι εναγόμενοι κατά ποσοστά εξ αδιαιρέτου 112/768 έκαστος οι πέντε πρώτοι, 37,33/768 έκαστος οι έκτος, έβδομη και όγδοη, 16/768 έκαστος η δέκατη μέχρι και το δέκατο τρίτο, 4/768 η δέκατη τέταρτη και 3/768 έκαστος η δέκατη Πέμπτη έως και δέκατο όγδοο. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η τρίτη εναγόμενη (’. Χ. του Α.) τέκνο της αρχικής τιτλούχου Σ. συζ. Α. Χ., το γένος Ν. Ζ., έλαβε το επίδικο ακίνητο λόγω άτυπης προίκας από το έτος 1941 και έκτοτε ασκούσε επ' αυτού με διάνοια κυρίου διακατοχικές πράξεις νομής, και δη το εκμίσθωνε σε τρίτους ως βοσκότοπο μέχρι το έτος 1990 που το μεταβίβασε σ' αυτόν (ενάγοντα), ο οποίος συνέχισε να το νέμετω με διάνοια κυρίου μέχρι και το χρόνο άσκησης της υπ' αριθμ. καταθ. 703/15.5.2000 ένδικης αγωγής, ασκώντας επ' αυτού τις ίδιες διακατοχικές πράξεις νομής της δικαιοπαρόχου του, κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθ' όσον το επίδικο ακίνητο κατά το έτος 1941 είχε ήδη καταστεί επίκοινο από τον κατά το έτος 1935 θάνατο της αρχικής τιτλούχου μητέρας της δικαιοπαρόχου του ενάγοντος και έκτοτε συγκύριοι του εν λόγω επίδικου ακινήτου ήταν ο σύζυγος της αρχικής δικαιοπαρόχου Α. Χ. και τα έξι τέκνα της Μ., Ν., ’. (δικαιοπάροχος του ενάγοντος), Α., Σ. και Γ. κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου 6/24 ο σύζυγος και 3/24 έκαστο τέκνο, και ως εκ τούτου ο σύζυγος της αρχικής τιτλούχου και πατέρας της δικαιοπαρόχου του ενάγοντος (’. Χ. του Α.) αφού κατά το έτος 1941 ήταν συγκύριος του επιδίκου ακινήτου με ποσοστό 6/24 εξ αδιαιρέτου και όχι αποκλειστικός κύριος αυτού, δεν μπορούσε να το μεταβιβάσει ολόκληρο λόγω άτυπης προίκας στην κόρη του Τρίτη εναγομένη και δικαιοπάροχο του ενάγοντος, άλλωστε αυτή μέχρι και την άσκηση της κρινόμενης αγωγής ποτέ δεν τέλεσε νόμιμο γάμο, ώστε να λάβει λόγω άτυπης προίκας το επίδικο ακίνητο. Τέλος ο ισχυρισμός του ενάγοντος με την έφεσή του ότι, η νομή της δικαιοπαρόχου του επί του επίδικου ακινήτου, από το 1941 μέχρι το έτος 1990 που το μεταβίβασε σ' αυτόν, προκύπτει από το από 4.12.1979 ιδιωτικό συμφωνητικό του επιδίκου αγρού, που αυτή ως εκμισθώτρια το έχει εκμισθώσει μέχρι την 4.12.1989 στο μισθωτή Σ. Σ. μόνιμο κάτοικο ... και μελισσοτρόφο, αλυσιτελώς προβάλλεται και κρίνεται απορριπτέος, καθ' όσον η δικαιοπάροχος του ενάγοντος ως συγκυρία του επιδίκου ακινήτου κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου 3/24, θεωρείται ότι κατείχε το επίδικο ακίνητο και ενεργούσε σ' αυτό διακατοχικές πράξεις και επ' ονόματι των λοιπών συνημμένων, και δεν καθίσταται αποκλειστική αυτού νομέας, ούτε δύναται να αντιτάξει κατά των συγκυρίων έκτακτη χρησικτησία κατά το αντιστοιχούν στη συγκυριότητά τους ιδανικό μερίδιο, αφού δεν ισχυρίζεται ο ενάγων ότι την απόφασή της να νέμεται το επίδικο ακίνητο αποκλειστικώς για τον εαυτό της και ότι την απόφασή της αυτή, που αποτελεί την αντιποίηση των λοιπών συγκυρίων, έλαβαν γνώση οι τελευταίοι (βλ. ΑΠ 364/2002 ΧΑ.Ι.Δ. 2002.410, ΑΠ 1386/2002 Ελλ.Δνη 44.506, ΑΠ6 45/2001 Ελλ.Δνη 43.1417, ΑΠ 1573/1997 Ε.Ε.Ν. 1999.359, ΑΠ 689/1996 Ελλ.Δνη 37.1609, ΑΠ 121/1994 Ελλ.Δνη 37.346, Απ 554/1994 Ελλ.Δνη 36369). Μετά απ' αυτά αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, προσμετρώντας στο χρόνο νομής του από το 1990 μέχρι και την άσκηση της υπ' αριθμ. καταθ. 703/15.5.2000 αγωγής το χρόνο νομής της δικαιοπαρόχου του από το 1941 μέχρι το 1990, συμπλήρωσε στο πρόσωπό του το νόμιμο χρόνο της δεκαπενταετούς κτητικής παραγραφής του άρθρου 63§1 του ισχύοντος στην Κω Κτηματολογικού κανονισμού, η αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη.
Ακολούθως, το Εφετείο, κατ' επικύρωση της πρωτόδικης αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω έκρινε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την αγωγή του αναιρεσείοντος με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί κύριος του περιγραφομένου εκεί ακινήτου κειμένου στην τοποθεσία "..." της κτηματικής Περιφέρειας ... Κω νομικής φύσεως "μούλκ". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Κτηματολογικού Κανονισμού της Δωδεκανήσου και του Αστικού Κώδικα για την κρίση του περί μη κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από τον αναιρεσείοντα συννομέα της επιμάχου εκτάσεως, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, έναντι των συννομέων της αυτής εκτάσεως, ευθέως ή εκ πλαγίου αφού διαλαμβάνει σ' αυτήν (απόφασή του) επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες σχετικά με το ως άνω ουσιώδες ζήτημα. Γι' αυτό και οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ 1 και 19 ΚΠολΔ που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Οι αυτοί λόγοι αναιρέσεως, κατά τα λοιπά, προσβάλλουν τις ως άνω παραδοχές ως εσφαλμένες γι' αυτό και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, διότι ανάγονται σε εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται αναιρετικά (561 παρ1 ΚΠολΔ).
Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ.11γ ΚΠολΔ αναιρέσεως είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει με την απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή έλαβε υπόψη όλα τα μετ' επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα έστω και χωρίς να γίνεται μνεία και αξιολόγηση χωριστή του καθενός απ' αυτά στην απόφαση εάν παρά τη βεβαίωση αυτή από το περιεχόμενο της αποφάσεως και ιδίως από τις αιτιολογίες, καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή μερικών αποδεικτικών μέσων(ΑΠ 1204/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του βεβαιώνει ότι κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα του αφού συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται σ' αυτή μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα τα οποία επικαλέσθηκαν νομίμως και προσεκόμισαν οι διάδικοι. Από τη βεβαίωση αυτή και όλο το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το εφετείο για να σχηματίσει το αποδεικτικό του πόρισμα έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τον κτηματολογικό τίτλο του ακινήτου στον οποίο φέρονται εγγεγραμμένες οι αγωγές και το συμβόλαιο αγοραπωλησίας. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως κατ' ορθή εκτίμηση εκ του άρθρου 559 αρ 11γ ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων ως ηττώμενος διάδικος κατά το νόμιμο αίτημα του αναιρεσιβλήτου στη δικαστική του δαπάνη (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-6-2011 αίτηση του Γ. Φ. περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 49/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700)ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ