Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 353 / 2010    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Ποινή, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Συνέργεια, Λαθρομεταναστών μεταφορά.




Περίληψη:
Άρθρ. 211 Α΄ ΚΠΔ. Άρθρο 171 § 1, εδ. δ΄ ΚΠΔ. Πότε απόλυτος ακυρότης, εάν ληφθεί υπόψη αποκλειστικά μαρτυρική κατάθεση ή απολογία συγκατηγορουμένου, όχι απόλυτη ακυρότητα, εάν ληφθεί υπόψη συνδυαστικά με άλλα αποδεικτικά μέσα. Πότε παραβιάζεται η άνω αρχή. Πότε αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως. Άρθρο 45 ΠΚ. Πότε από κοινού τέλεση της πράξεως. Άρθρο 46 § 1 στοιχ. β΄ ΠΚ. Πότε άμεση συνδρομή. Άρθρο 47 § 1 ΠΚ. Πότε απλή συνέργεια. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως των άρθρων 47 και 46 ΠΚ. Αναιρεί (και παύει οριστικώς), διότι εδέχθη ότι η συνδρομή πριν από την πράξη είναι άμεση συνδρομή. Απαλείφει διάταξη περί ποινής. Εφαρμογή άρθρα 517 § 2 ΚΠΔ, ήτοι χωρίς να παραπεμφθεί η υπόθεση. Αυτοτελείς ισχυρισμοί. Πρέπει να προβάλλονται ορισμένως, αλλιώς το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει. Ελαφρυντική περίπτωση 84 § 2α ΠΚ. Δεν επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά και εφόσον ήτο αόριστος, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. Αναιρεί εν μέρει ως προς τη διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης περί ενοχής του πρώτου αναιρεσείοντος για άμεση συνδρομή στην τελεσθείσα από τρίτο υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης. ΠΟΠΔ για την πράξη αυτή. Απαλείφει ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα τη διάταξη περί επιβολής ποινής για την πράξη αυτή και από τη διάταξη περί επιβολής συνολικής ποινής την ποινή των 2 μηνών για την πράξη αυτή. Ορίζει συνολική ποινή 23 μηνών. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντος. Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης του δευτέρου αναιρεσείοντος.




Αριθμός 353/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άγγελο Νεστορίδη, για αναίρεση της 270/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με συγκατηγορουμένη την Χ3.
Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 19 Ιουνίου 2009 δύο αυτοτελείς αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1059/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές εν μέρει οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να παύσει οριστικώς η ασκηθείσα ποινική δίωξη ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1 για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι από 19/6/2009 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2, ασκηθείσα δια δηλώσεως επιδοθείσης στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 22/6/2009, στρέφονται κατά της υπ' αριθμ. 270/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Πρέπει, λοιπόν, λόγω της μεταξύ των προδήλου συναφείας να συνεκδικασθούν και να εξετασθούν περαιτέρω κατ' ουσίαν. Κατά το άρθρο 211 Α ΚΠΔ (το οποίο προσετέθη με το άρθρο 2 § 8 του Ν. 2408/1996). "Μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου", κατά δε το άρθρο 171 ιδίου κώδικος "Ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπ' όψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται παραγ. 1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν ... δ' την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος". Από τις διατάξεις αυτές, η παραβίαση εκ των οποίων της πρώτης, επιφέρει την υπό της δευτέρας προβλεπομένη απόλυτη ακυρότητα, προκύπτει ότι το άρθρο 211 Α' ΚΠΔ δεν εισάγει ευθεία αποδεικτική απαγόρευση, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για κανόνα αξιολογήσεως των αποδεικτικών στοιχείων που τίθεται διευκρινιστικά συμπληρωματικά στη βασική αρχή που εισάγει το άρθρο 177 ΚΠΔ, την οποίαν εντεύθεν και δεν καταλύει, ούτε άλλωστε αυτό απαγορεύει την αξιοποίηση της μαρτυρικής καταθέσεως του συγκατηγορουμένου, η οποία δεν παύει να αποτελεί αποδεικτικό μέσο' απλώς παρέχεται οδηγία στο δικαστήριο να μην αρκείται, στην προσπάθειά του για την αναζήτηση της αληθείας, στην μαρτυρία ή απολογία του συγκατηγορουμένου, αλλά να επεκτείνει την αναζήτησή του και σε άλλα στοιχεία και να προσπαθεί να τεκμηριώσει όσο το δυνατό καλύτερα την δικανική του πεποίθηση. Η διάταξη αναφέρεται σε "μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου" - ο συγκατηγορούμενος δηλαδή να εξητάσθη ως μάρτυς ή να απελογήθη ως κατηγορούμενος - και μάλιστα στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας από τις οποίες και δη απ' ευθείας έγινε η άντληση των πληροφοριών για την καταδίκη. Ούτως η κατάθεση μαρτύρων - αστυνομικών, ότι αυτά που καταθέτουν τα γνωρίζουν μόνο από την κατάθεση συγκατηγορουμένου, αξιολογούνται μεν, πλην δεν μπορεί να έχουν την αξιοπιστία της αμέσου γνώσεως και έτσι μόνη της δεν θα μπορεί να στηρίξει καταδίκη, (παραβιαζομένης και με αυτό τον τρόπο της άνω αρχής) όπως όταν το δικαστήριο, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν στηρίζεται αποκλειστικώς στη μαρτυρική κατάθεση ή στην ομολογία του συγκατηγορουμένου, ή την μαρτυρική κατάθεση άλλου προσώπου, το οποίο ως μοναδική πηγή πληροφορήσεώς του έχει τον τελευταίο αυτό, αλλά συνδυαστικά τόσο στη μαρτυρική κατάθεση ή την απολογία του κατηγορουμένου ή την μαρτυρική κατάθεση προσώπου εις το οποίο τα εδιηγήθη αυτός όσο και σε καταθέσεις μαρτύρων ή αναγνωσθείσες τοιαύτες και αναγνωσθέντα έγγραφα. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ' όψη του και συνεξετίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά εξ αυτών, κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Περαιτέρω το άρθρο 45 ΠΚ ορίζει ότι "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη καθένας του τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων ταυτόχρονες ή διαδοχικές (Ολ. ΑΠ 50/1990). Τέλος κατ' άρθρον 46 § 1 στοιχ. β' ΠΚ. Με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια τις άδικης πράξεως που διέπραξε και στην εκτέλεση της κύριας πράξεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 270/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης τούτο εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του περί τα πράγματα, μετά από αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και δη "(από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρ. 177 ΚΠΔ) και την όλη αποδεικτική διαδικασία" - λόγος περί απολογίας των κατηγορουμένων δεν έγινε, διότι ούτοι παρέστησαν δια πληρεξουσίου (εδέχθη) τα εξής: "Ο πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 11-7-2002 έως 8-8-2002 προώθησαν στο εσωτερικό της χώρας και διευκόλυναν την μεταφορά και προώθηση και εξασφάλιση καταλύματος για απόκρυψη σε τέσσερις αλλοδαπές συγκεκριμένα στις α) ΑΑ, β) Χ3, γ) ΒΒ και δ) ΓΓ, οι οποίες δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος. Ειδικότερα, στις 10-7-1002 ο δεύτερος των κατηγορουμένων, Χ2 και ο ΔΔ (ως προς τον οποίο με την με αριθμ 456/2005 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω θανάτου), μετά από συνεννόηση με τον πρώτο κατηγορούμενο, Χ1, μετέβησαν στην ... από όπου μετά από προσυννενόηση με Τούρκο συνεργό παρέλαβαν τα ταξιδιωτικά έγγραφα των παραπάνω αλλοδαπών. Τις παραπάνω αλλοδαπές τις νυκτερινές ώρες της 11ης προς 12-7-2002, μετέφερε ο Τούρκος συνεργός των κατηγορουμένων μέσω του ποταμού Έβρου, στην Ελλάδα, όπου τις ανέμεναν και τις παρέλαβαν ο πρώτος των κατηγορουμένων και ο ΔΔ, τις οδήγησαν δε, τις μεν ΒΒ και Χ3 στην οικία του ΔΔ, τις δε ΑΑ και ΓΓστην οικία του πρώτου και τρίτου των κατηγορουμένων. Εκεί τις απέκρυψαν μέχρι 8-8-2002 όταν ο πρώτος των κατηγορουμένων τις μετέφερε παράνομα, στη ..., όπου οι ΒΒ , Χ3 και ΓΓ, κατέθεσαν δικαιολογητικά στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης για την νομιμοποίηση τους στη χώρα. Τα παραπάνω αποδεικνύονται από την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο αλλά και από τα αναγνωστέα πρακτικά της εκκαλουμένης απόφασης. Συνακόλουθα, πληρούται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πρώτης των πράξεων για την οποία κατηγορούνται οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων και πρέπει αυτοί να κηρυχθούν ένοχοι, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, στην παράβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Ν. 2910/2001 όπως αντικ. με το άρθρο 37 του Ν. 3153/2003. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, τέλεσε τη πράξη της άμεσης συνέργειας σε υφαρπαγή ψευδών βεβαιώσεων κατ' εξακολούθηση και χρήση πλαστών εγγράφων κατ' εξακολούθηση. Ειδικότερα, ο παραπάνω κατηγορούμενος, στις 8-8-2002, στη ..., όπου, όπως προαναφέρθηκε, μετέφερε, παράνομα τις παραπάνω τρεις αλλοδαπές χορήγησε σ' αυτές τις με αριθμ. ..., ... και ...αντίστοιχα, πλαστές άδειες παραμονής της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας στα ονόματα τους, ενώ αυτές είχε εκδοθεί για άλλα άτομα, με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν καταθέτοντας τες στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και να επιτύχουν την έκδοση των με αριθμ 22/..., 22/..., και 22/.../8-8-2002 ψευδών βεβαιώσεων για κατάθεση (αναληθώς) νόμιμων δικαιολογητικών από αυτές για την ανανέωση άδειας παραμονής τους ...".
Μετά ταύτα εκήρυξε τους κατηγορουμένους (Χ1 και Χ2) ενόχους του ότι: "Α) Στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 11-7-2002 έως 8-8-2002 από κοινού ενεργώντας προώθησαν στο εσωτερικό της χώρας και διευκόλυναν την μεταφορά και προώθηση και εξασφάλισαν κατάλυμα για απόκρυψη, 4 αλλοδαπές που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος και συγκεκριμένα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα ο κατηγορούμενος Χ2 κατόπιν συνεννοήσεως με τον Χ1 αφού μετέβη στις 10-7-2002 στην Τουρκία και παρέλαβαν τα ταξιδιωτικά έγγραφα των ΑΑ, Χ3, ΒΒ και ΓΓ κατόπιν προσυνεννόησης με Τούρκους συνεργούς α.λ,σ. οι οποίο μετέφεραν μέσω του ποταμού ... λάθρα στη χώρα κατά τις νυκτερινές ώρες της 11/12-7-2002, τις ανέμενε και τις οδήγησε ο Χ1 στις οικίες των (ΔΔ) και 1ου κατ/νου Χ1 και 3ου κατ/νου Χ2 και δη τις ΒΒ, Χ3 στην οικία του ΔΔ και τις ΓΓ και ΑΑ στην οικία των 1ου κατ/νου Χ1 και 3ου κατ/νου Χ2, όπου τις απέκρυψαν έως τις 8-8-2002 οπότε κατατέθηκαν από τις αλλοδαπές ΒΒ, Χ3 και ΓΓ δικαιολογητικά στη Νομαρχία Θεσ/νίκης για τη νομιμοποίηση τους στη χώρα με τη βοήθεια του 1ου κατ/νου που τις μετέφερε παράνομα στη ... . Β) Στη ... τις 8-8-2002 με περισσότερες πράξεις του ο 1ος κατηγορούμενος Χ1 παρείχε άμεση συνδρομή στις ΒΒ, Χ3, ΓΓ κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της υπό αυτών αδίκων πράξεων της υφαρπαγής ψευδών βεβαιώσεων κατ' εξακολούθηση και της χρήσης πλαστών εγγράφων κατ' εξακολούθηση και συγκεκριμένα στις 8-8-2002 μετέφερε τις ΒΒ, Χ3 και ΓΓ στη ... και τους χορήγησε τις με αριθμ. ..., ... και ... αντίστοιχα άδειας παραμονής επ' ονόματί τους ώστε αυτές εν συνεχεία α) να χρησιμοποιήσουν αυτές καταθέτοντας τες στην Νομαρχία Θεσσαλονίκης και β) να επιτύχουν την έκδοση των με αριθμ. 22/..., 22/... και 22/.../8-8-2002 ψευδών βεβαιώσεων περί καταθέσεως των νομίμων δικαιολογητικών από αυτές για την ανανέωση εξάμηνης άδειας παραμονής".
Με τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο Θράκης διέλαβε στην άνω απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κατεδικάσθησαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που εδέχθη στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες εφήρμοσε (άρθρα 55 § 1 Ν. 2910/2001 όπως ισχύει, 45, 46 § 1β', 216 §§ 1, 2, 220 § 1 ΠΚ). Ειδικότερα αναφέρει όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία έλαβεν υπ' όψη της η απόφαση και όχι μόνο την κατάθεση του αστυνομικού ..., ο οποίος εξητάσθη στο ακροατήριο και κατέθεσε ό,τι του κατήγγειλε η ΑΑ κατά την προσέλευσή της στο τμήμα, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι αναιρεσείοντες, τις συνθήκες της προωθήσεως στη χώρα, της διευκολύνσεις μεταφοράς και εξασφαλίσεως καταλύματος για απόκρυψη στις ανωτέρω αλλοδαπές και την σύμπραξη των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων με τις ενέργειες ενός εκάστου των συμμετόχων αυτουργών, τα περιστατικά της αμέσου συνδρομής του πρώτου Χ1 εις την υφαρπαγή ψευδών βεβαιώσεων κατ' εξακολούθηση και της χρήσεως πλαστών εγγράφων κατ' εξακολούθηση, τελεσθεισών υπό των τριών αλλοδαπών ΒΒ, Χ3, ΓΓ κατά την διάρκεια και στην εκτέλεση των πράξεων αυτών. Μετά ταύτα ο σχετικός κοινός λόγος, αμφοτέρων των αιτήσεων, κατά τον οποίον, δια την ενοχή και καταδίκη των αναιρεσειόντων ελήψθη υπ' όψη αποκλειστικώς και μόνον η κατάθεση του άνω αστυνομικού, ο οποίος δεν είχεν ιδία αντίληψη αλλά μετέφερεν ό,τι του ανέφερεν η ανωτέρω αλλοδαπή, υπαρξάσης, εντεύθεν, απολύτου ακυρότητος της διαδικασίας, άλλως υπαρχούσης ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εξ αυτού του λόγου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Λόγον αναιρέσεως συνιστά, κατ' άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία εδέχθη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Εξ άλλου κατ' άρθρο 47 § 1 ΠΚ "όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγουμένου άρθρου" (που ορίζεται, δηλαδή ή άμεση συνδρομή), "παρέσχε με πρόθεση σε άλλους οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)". Ούτως απλή συνέργεια είναι η παροχή με πρόθεση στο δράστη οποιασδήποτε βοηθείας πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της αδίκου πράξεως που διέπραξε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση το Τριμελές Εφετείο Θράκης, εδέχθη πέραν των άνω εκτεθέντων και ότι "2) Στην ... στις 13-8-2001 παρείχε άμεση συνδρομή στην ΕΕ πριν από την εκτέλεση της υπό αυτής (υπό Γβϊ στοιχ. κατηγορητηρίου) άδικης πράξης της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης καταβάλλοντας το ποσό των 91.000 δρχ. προκειμένου να αναγνωρισθεί ασφαλιστική προϋπηρεσία από τον ανταποκριτή του ΟΓΑ και υποδεικνύοντας της τη διαδικασία, προκειμένου να της χορηγηθεί η με αριθμ. .../.../13-8-2001 βεβαίωση προσωρινής άδειας παραμονής κατόπιν εξαπάτησης της αρμόδιας αρχής της Νομαρχίας Έβρου ως προς το χρονικό διάστημα της παραμονής της στην Ελλάδα". Ούτως εδέχθη ότι συνιστά άμεση συνέργεια η παροχή συνδρομής πριν από την τέλεση της αδίκου πράξεως από τον αυτουργό και δι' άμεσο συνέργεια τον κατεδίκασε σε φυλάκιση 6 μηνών. Εντεύθεν και εσφαλμένως εφήρμοσε το άνω δικαστήριο τις διατάξεις περί απλής συνεργείας και αμέσου συνδρομής του ΠΚ (47 και 46 ΠΚ) και ούτως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως του (πρώτου) αναιρεσείοντος Χ1, υποστηρίζων τούτο, είναι βάσιμος. Γι' αυτό και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η απόφαση (μόνο) κατά το σκέλος της αυτό. Στη συνέχεια πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή λόγω παραγραφής, καθ' όσον από του χρόνου τελέσεώς της (13/8/2001) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας, και δη προ της εις την αρχήν της παρούσης αναφερομένης συζητήσεως, και συνεπώς το αξιόποινο αυτής εξηλείφθη κατά τα άρθρα 111 αριθμ. 3, 113 § 3 ΠΚ. Τέλος πρέπει να διαταχθεί από τον Άρειο Πάγο η απάλειψη από την απόφαση της περί ποινής διατάξεως των έξι (6) μηνών για την γ' πράξη δηλ. άμεση συνέργεια στην υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως τελεσθείσης υπό της ΕΕ, ως και από την συνολική ποινή η ποινή των δύο (2) μηνών και ορισθεί (η) νέα συνολική ποινή για τον Χ1 σε είκοσι τρεις (23) μήνες, κατ' ανάλογο εφαρμογή του άρθρου 517 § 2 ΚΠΔ, χωρίς να παραπεμφθεί, κατά ταύτα η υπόθεση για νέα συζήτηση. Η κατά τις αναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντ. και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στην απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου που τείνουν μεταξύ άλλων, και στη μείωση της ποινής, όπως είναι οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 § 2 ΠΚ και μεταξύ αυτών ή του στοιχ. α' αυτού, κατά το οποίον ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Πρέπει όμως οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα αναγκαία περιστατικά, (που είναι αναγκαία) για την θεμελίωσή τους. Άλλως το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένως στην απόρριψή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, καθ' ην εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, ο (δεύτερος) κατηγορούμενος Χ2, εκτός από την ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του εζήτησε να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του προηγουμένου εντίμου βίου, επικαλούμενος ότι, κατά λέξη: "Μέχρι σήμερα έχω ζήσει έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, χωρίς ποτέ στο παρελθόν να έχω απασχολήσει τις διωκτικές αρχές για οιαδήποτε αιτία, έχω δε λευκό ποινικό μητρώο". Ούτω δεν επικαλείται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να στοιχειοθετούν την άνω ελαφρυντική περίσταση, απλώς κάνει μόνο μνεία της σχετικής διατάξεως (του άρθρου 84 § 2α' ΠΚ), ενώ και το λευκό ποινικό μητρώο δεν αρκεί για την ύπαρξη της περιστάσεως αυτής. Δι ό και το δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Θράκης) δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον άνω ισχυρισμόν του αναιρεσείοντος Χ2, ο δε περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως αυτού εκ του άρθρου 510 § 1 Δ' ΚΠΔ είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά πάντα ταύτα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν ως αβάσιμες πλην της αναιρέσεως του Χ1, η οποία κατά τ' άνω πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει καταδικασθεί δε ο δεύτερος των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 270/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης ως προς την διάταξή της περί ενοχής του αναιρεσείοντος Χ1για άμεση συνδρομή, στην από της ΕΕ τελεσθείσης υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, την 13/8/2001.
Παύει οριστικώς την ποινική του δίωξη γι' αυτή.
Απαλείφει, όσον αφορά τον αυτόν Χ1, α) την διάταξη περί επιβολής ποινής των έξι (6) μηνών για την άνω γ' πράξη, β) από την διάταξη της συνολικής ποινής των είκοσι πέντε (25) μηνών, την ποινή των δύο (2) μηνών για την αυτή πράξη. Και
Ορίζει την συνολική του ποινή εις είκοσι τρεις (23) μήνες.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 19/6/2009 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της άνω 270/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Απορρίπτει την αίτηση του Χ2 για αναίρεση της αυτής αποφάσεως. Και
Καταδικάζει τον τελευταίον αυτόν αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή