Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 594 / 2010    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση όχι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας (άρθρο 375 ΠΚ). Πως προσδιορίζεται η αξία. Διαχειριστής ξένης περιουσίας και εντολοδόχος. Πότε υπάρχει διαχείριση. Αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Η αιτιολογία εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς και όχι στην άρνηση της κατηγορίας. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 594/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Αλεξίου, περί αναιρέσεως της 842/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τρικάλων. Με πολιτικώς ενάγουσα την ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωτήριο Γιαννικόπουλο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Τρικάλων, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Νοεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1617/2009.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εκ της διατάξεως του άρθρου 375 § 1 Π.Κ. προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα, όπως είναι η μετοχή ή το χρήμα υπό την έννοιαν ότι βρίσκεται σε ξένη, εν αναφορά με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο να περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστου, ο τελευταίος να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, με την έννοια της ενσωματώσεως αυτού εις την περιουσία του χωρίς την συναίνεση του κυρίου ή άλλη νόμιμη δικαιολογητική αιτία. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος του δράστου που περιλαμβάνει την συνείδηση ότι το κινητό πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή άρνηση αποδόσεως αυτού στον ιδιοκτήτη. Δεν αρκεί, δηλαδή, πρόθεση ιδιοποιήσεως (έστω και αν αυτή ανεκοινώθη εις τρίτον), αλλ' απαιτείται έμπρακτη εκδήλωση εξωτερικής συμπεριφοράς, που να μπορεί να αναγνωρισθεί αντικειμενικώς ως πραγμάτωση της θελήσεως για ιδιοποίηση. Επί υπεξαιρέσεως ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου είναι αναγκαίος, όταν αυτό χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου ως μεγάλης ή μικράς αξίας αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο έχει βάση τις συνθήκες της αγοράς κατά τον χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από την συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, εάν αυτή είναι ή όχι ευτελούς μικράς ή ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Κατά την έννοια δε της διατάξεως της § 2 του ιδίου ως άνω άρθρου, δια να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του εντολοδόχου διαχειριστού ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως, με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων, με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Την τοιαύτην εξουσία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο, είτε από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από την δημιουργία απλώς μιας πραγματικής καταστάσεως. Με την έννοια αυτή εάν η πράξη ετελέσθη από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσεως, η εντολή εμπεριέχεται στη διαχείριση. Ο εντολοδόχος, ούτω είναι και διαχειριστής, εφ' όσον έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ' όψη του και συνεξετίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ'επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 Κ.Π.Δ. (ολ. ΑΠ. 1/2005). Επίσης η απαιτουμένη κατά τα άνω άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εφ' όσον οι ισχυρισμοί αυτοί είναι πράγματι αυτοτελείς και δεν είναι αρνητικοί της κατηγορίας τοιούτοι? είναι δε αυτοτελείς ισχυρισμοί εκείνοι που προβάλλονται, κατά τα άρθρα 170 § 2 και 332 § 2 Κ.Π.Δ. στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο αυτού και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, τον αποκλεισμό ή την μείωση της ικανότητος προς καταλογισμόν, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, εφ' όσον βέβαια προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να μπορεί το δικαστήριο να τους αξιολογήσει και να τους κάμει δεκτούς ή να τους απορρίψει. Εντεύθεν και όταν ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται, δεν προβάλλει αυτοτελή ισχυρισμό, ώστε το δικαστήριο να υποχρεούται να του απαντήσει, αλλ' αρνητικόν της κατηγορίας ισχυρισμόν, στον οποίον απαντά αυτό με τις παραδοχές της αποφάσεώς του.
Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοχ. Ε' ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως συνιστά η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο, αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Τρικάλων δικάσαν κατ' έφεση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 842/2009 απόφασή του, εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με αναφορά κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων και δη "πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα λοιπά έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, την χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία του παρόντος κατηγορουμένου" - λόγος για απολογία του δευτέρου κατηγορουμένου δεν έγινε, διότι ούτος εξεπροσωπήθη υπό συνηγόρου - εδέχθη (ότι απεδείχθησαν) τα εξής περιστατικά: "Η πολιτικώς ενάγουσα ... από το Φθινόπωρο του έτους 2000 άνοιξε λογαριασμό στην εταιρία με την επωνυμία "Βουτινόπουλος - ανώνυμη εταιρία - λήψης και διαβίβασης εντολών (ΑΕΛΔΕ)", Πρόεδρος της οποίας ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος και αντιπρόεδρος ο πρώτος τούτων, με σκοπό την αγοραπωλησία μετοχών ανωνύμων εταιριών εισηγμένων στο χρηματιστήριο Αθηνών, μέσω της ανώνυμης εταιρίας "... χρηματοοικονομικές υπηρεσίες" αρχικά και στη συνέχεια μέσω της ανώνυμης εταιρίας "Magna Trust". Από τον Μάρτιο του έτους 2001 έως και τον Ιούνιο του 2003 η πολιτικώς ενάγουσα προχώρησε σε αλλεπάλληλες αγοραπωλησίες μετοχών και τελικώς έγινε κάτοχος 3.000 κοινών μετοχών της ΑΛΤΕ Α.Ε. και 2.000 κοινών μετοχών της "Πετζετάκης Α.Ε." αξίας κατά την 30-6-2003, 5.540 ευρώ. Κατά το χρονικό διάστημα από του Ιουλίου του 2003 μέχρι του Ιουνίου του 2004, όποτε η ως άνω εταιρία "Βουτινόπουλος - ανώνυμη εταιρία - λήψης και διαβίβασης εντολών (ΑΕΛΔΕ)", έπαψε να λειτουργεί εν τοις πράγμασιν και ο πρώτος κατηγορούμενος έγινε υπάλληλος της εταιρίας "Magna Trust", o τελευταίος με την ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας ιδιοποιήθηκε παράνομα τις ως άνω μετοχές που του είχε εμπιστευθεί η εγκαλούσα και με δικές του ενέργειες, χωρίς την σύμπραξη του δευτέρου κατηγορουμένου και χωρίς καμία εντολή της τελευταίας, τις μεταβίβασε σε τρίτους. Σχετικά με την ως άνω υπεξαίρεση ρητώς καταθέτουν οι μάρτυρες κατηγορίας και η πολιτικώς ενάγουσα, οι οποίοι μάλιστα καταθέτουν, ότι ο πρώτος των κατηγορουμένων παραδέχθηκε ότι πώλησε άνευ εντολής σε τρίτους τις ως άνω μετοχές και ζήτησε πίστωση χρόνου προκειμένου να αποζημιώσει την εγκαλούσα, πράγμα το οποίο τελικώς δεν υλοποίησε.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο πρώτος κατηγορούμενος της πράξεως της υπεξαίρεσης για την οποία κατηγορείται με το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμελείας διότι επεδίωξε να άρει τις συνέπειες της πράξεώς του, ελαφρυντικό που δόθηκε και πρωτοδίκως κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό".
Μετά ταύτα εκήρυξε τον 1° κατηγορούμενο ... ένοχο του ότι "στα ... και σε χρόνο που δεν προσδιορίστηκε επακριβώς, πάντως το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του έτους 2003 μέχρι και τον Ιούλιο του έτους 2004, με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του και του τα είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητος του ως εντολοδόχου-διαχειριστή ξένης περιουσίας, η αξία όμως των οποίων δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Ειδικότερα στον παραπάνω τόπο και κατά τον παραπάνω χρόνο ο ... ήταν πρόεδρος του Διοικητικού συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στα ... ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΒΟΥΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ-ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ-ΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ ENTOΛΩN (ΑΕΛΔΕ)" και ο ... (1ος κατηγορούμενος) αντιπρόεδρος του Δ.Σ., στην οποία η εγκαλούσα ... απευθύνθηκε και άνοιξε λογαριασμό, εντός του έτους 2000, στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, με σκοπό την αγοραπωλησία μετοχών ανωνύμων εταιριών εισηγμένων σ' αυτό μέσω της ανώνυμης εταιρίας "... ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ" αρχικά και στη συνέχεια μέσω της ανώνυμης εταιρίας "MAGNA TRUST". Από τον Μάρτιο του έτους 2001 έως τον Ιούνιο του 2003 μέσω της εταιρίας αυτής η εγκαλούσα προχώρησε σε αλλεπάλληλες αγοραπωλησίες μετοχών και εν τέλει έγινε κάτοχος μετοχών των εξής ανώνυμων εταιριών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και συγκεκριμένα α) τριών χιλιάδων (3000) κοινών μετοχών της ΑΛΤΕ ΑΕ και β) δύο χιλιάδων κοινών μετοχών της ΠΕΤΖΕΤΑΚΙΣ Α.Γ.Α.Ε., αξίας (στις 30-6-2003) πέντε χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα (5.540) ευρώ. Όμως, κατά το διάστημα από τον Ιούλιο του 2003 μέχρι τον Ιούνιο του 2004, υπό την ως άνω ιδιότητά του (δηλαδή ως εντολοδόχος και διαχειριστής ξένης περιουσίας) ιδιοποιήθηκε παράνομα τις παραπάνω μετοχές που του είχε εμπιστευθεί η εγκαλούσα καθ' όσον με δικές του ενέργειες και άνευ εντολής της εγκαλούσας μεταβιβάστηκαν σε τρίτα πρόσωπα". Με αυτά που εδέχθη το ανωτέρω δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως από εντολοδόχο διαχειριστή, για το οποίο και κατεδικάσθη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 § 1, 27 και 375 § 1α (και 2) ΠΚ, που εφήρμοσε, χωρίς ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου να τις παραβιάσει με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει ούτω την απόφασή του νομίμου βάσεως. Ειδικότερα εδέχθη ότι ο αναιρεσείων ετέλεσε την άνω πράξη, καίτοι ούτος ηρνήθη ταύτην, προς δε στην απόφαση αναφέρονται τα ξένα ολικά πράγματα ήτοι οι μετοχές με την αντιπροσωπεύουσα αυτές αξία, οι οποίες περιήλθαν στην κατοχή του λόγω της αναθέσεως εντολής (υπό) της πολιτικώς εναγούσης προς τον αναιρεσείοντα για την διαχείριση των κινητών της και δη την αγοραπωλησία μετοχών ανωνύμων εταιριών, εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, δια λογαριασμόν της, η παράνομη ιδιοποίηση αυτών με την άρνηση της επιστροφής των (και την μεταβίβασή των εις τρίτους, εφ' όσον το τελευταίο αυτό δεν περιέχεται εις την εντολή - διαχείριση των μετοχών), η αξία αυτών εκ 5.540 €, όχι ιδιαιτέρως μεγάλη, ενώ το γεγονός που εδέχθη η απόφαση, ότι δηλαδή ο αναιρεσείων, μετά την παύση της λειτουργίας της εταιρίας υπό την επωνυμία "Βουτινόπουλος - ανώνυμη εταιρία - λήψης και διαβίβασης εντολών Α.Ε.Λ.Δ.Ε." έγινε υπάλληλος της εταιρίας "Magna Trust", κατ' ουδέν αναιρεί την άνω διαπιστωθείσα και δεχθείσα από την απόφαση ιδιότητά του τού εντολοδόχου διαχειριστού ξένης περιουσίας όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων τοσούτον μάλιστα, καθ' όσον, πάλι κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, η εταιρία "Βουτινόπουλος ΑΕΛΔΕ" διεχειρίζετο τις μετοχές της πολιτικώς εναγούσης μέσω και της τελευταίας ως άνω εταιρίας.
Μετά ταύτα οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως ο μεν περί ελλείψεως αιτιολογίας εις την προσβαλλομένη απόφαση, και διότι, παρ'ότι ο αναιρεσείων ισχυρίσθη ότι δεν διέπραξε ως εντολοδόχος ή διαχειριστής την πράξη της υπεξαιρέσεως, δια ην και κατεδικάσθη, το δικαστήριο της ουσίας δεν αιτιολόγησε την αντίθετη παραδοχή του, ο δε περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, εκ του τελευταίου ακριβώς λόγου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Καθ' ο μέρος δε υπό την επίκληση των λόγων αυτών προσβάλλεται η ουσία της υποθέσεως, ούτοι είναι απαράδεκτοι. Κατ' ακολουθίαν αυτών και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου αναιρέσεως η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5/11/2009 αίτηση του ... για αναίρεση της υπ'αριθμ. 842/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τρικάλων.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220) ως και την δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης εξ ευρώ πεντακοσίων (500).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή