Θέμα
Αποδεικτικά μέσα, Έγγραφα, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου.
Περίληψη:
Αναίρεση, λόγοι αυτής από το άρθρο 559 αρ. 1, 19, 11γ και 20 του Κ.Πολ.Δ. απορρίπτονται.
Αριθμός 396/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Α. του Σ. , κατοίκου ... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Λυκοκάπη.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Σ. του Δ. , κατοίκου ... , που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου-Τσάκου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/6/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μεσολογγίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 14/2007 του ιδίου Δικαστηρίου, 433/2009 μη οριστική και 770/2010 οριστική του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16/2/2011 αίτηση και τους από 30/6/2012 προσθέτους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 20/11/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως κατά το λόγο που πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη εκ του άρθρου 559 αρ. 11 Κ.Πολ.Δ.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 παρ.1 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφήρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφήρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια, διαφορετική από την αληθή (Ολομ.ΑΠ 36/1988, ΑΠ 741, 377, 371 και 366/2011). Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση (ΑΠ 741, 377, 373 και 366/2011). Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, γενικοί (αρ.173 και 200 ΑΚ) και ειδικοί, όταν ο νόμος αποδίδει ορισμένη έννοια σε σιωπηρή δήλωση βουλήσεως, σε έλλειψη δηλώσεως βουλήσεως ως προς κάποιο σημείο ή σε περίπτωση αμφιβολίας. Παραβιάζονται δε οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών όταν το δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σε αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθούς εννοίας των δηλώσεων, καθώς και όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε κενό ή ασάφεια της ερμηνευομένης δικαιοπραξίας και προσέφυγε στους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, με την ερμηνεία όμως που έδωσε παραβίασε τους κανόνες αυτούς (ΑΠ 1728/2008, ΑΠ 1703/2008, ΑΠ 1076/2008, ΑΠ 1183/2007). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικώς και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησε στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, ως τρόπον ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του, που θα έχει επαχθείς συνέπειες για τον οφειλέτη, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπήρχε το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού αλλά απαιτείται να συντρέχουν και πρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώματος, η οποία τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της ως άνω καταστάσεως δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονομική κατάστασή του, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις (Ολομ.ΑΠ 8/2001, ΑΠ 9/2010, ΑΠ 265/2009). Εξάλλου, ο εκ του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολομ.ΑΠ 30/1997, Ολομ.ΑΠ 28/1997). Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσεως, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ'άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 358/200, 361/2008, ΑΠ 610/2007, ΑΠ 1490/2006). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, όπως από αυτή προκύπτει, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ως αποδειχθέντα, τα ακόλουθα: Με το υπ' αριθμ. …/2002 δωρητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ναυπάκτου Αθανασίου Γουργουλέτη, που μεταγράφηκε νόμιμα στις 8.5.2002 στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ναυπάκτου, ο ενάγων απέκτησε παράγωγα με ειδική διαδοχή λόγω δωρεάς εν ζωή από την Ε. χήρα Π. Π. , το γένος Κ. Α. , την ψιλή κυριότητα ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 1.411,70 τ.μ, που περιέχει ελαιόδενδρα, το οποίο βρίσκεται στη θέση... οικισμού …της κτηματικής περιφέρειας Παλιοπαναγιάς του δήμου Ναυπάκτου και συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία Ν. και Κ. Π. , ανατολικά εν μέρει με απόληξη αγροτικού δρόμου και εν μέρει με ιδιοκτησία Ν. και Κ. Π. , νότια με βατό δρόμο και πέραν αυτού με ιδιοκτησία Δ. Ε. και δυτικά με ακίνητο, συγκυριότητας του εναγομένου και των τέκνων του. Ο εναγόμενος είναι συγκύριος με τα τρία τέκνα του, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ενός ομόρου ακινήτου, εκτάσεως 2.634 τμ. που βρίσκεται στην ίδια θέση και συνορεύει ανατολικά με το προαναφερόμενο ακίνητο του ενάγοντος, δυτικά με ακίνητο ιδιοκτησίας Ι. Ε. , βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων Ν. Λ. και νότια με κοινοτικό και ήδη δημοτικό δρόμο. Τη συγκυριότητα του απέκτησε με παράγωγο τρόπο, λόγω δωρεάς με βάση το …/ 1980 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή του συμβολαιογράφου Ναυπάκτου Ν. Παπαναστασόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Τα ανωτέρω ακίνητα των διαδίκων, αλλά και των λοιπών ομόρων ακινήτων, εξυπηρετούντο από τον προαναφερόμενο κοινοτικό και ήδη δημοτικό δρόμο, ο οποίος υφίσταται από παλιά, πλέον της 100ετίας, ήταν δε ο μεγάλος επαρχιακός δρόμος που άρχιζε από τη Ναύπακτο, οικισμό…και έφθανε μέχρι τα χωριά... και ... του δήμου Αντιρρίου. Ο δρόμος αυτός αρχικά είχε πλάτος 5 περίπου μέτρα και διήρχοντο μέσω αυτού οι διάδικοι, οι όμοροι ιδιοκτήτες, αλλά και οι κάτοικοι της περιοχής πεζοί ή με ζώα ή με κάρα. Λόγω όμως μη χρησιμοποιήσεώς του, κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, περιορίστηκε κατά πλάτος και απέμεινε πλάτος περίπου 3,50 μέτρων. Επίσης, λόγω του ότι δεχόταν πολλά νερά διαβρώθηκε και βάθυνε η επιφάνεια του, με αποτέλεσμα να αποκτήσει βάθος 2 περίπου μέτρων, δηλαδή να γίνει ρέμα και να μην υπάρχει πλέον δυνατότητα διαβάσεως του. Έτσι επί τριάντα και πλέον έτη η επικοινωνία και η πρόσβαση των διαδίκων, των δικαιοπαρόχων τους και των λοιπών ομόρων ιδιοκτητών στα κτήματα τους είτε πεζή είτε με ζώα και τροχοφόρα (τρακτέρ κλπ.) γινόταν δια μέσου των ομόρων ακινήτων. Ενόψει της ως άνω διαμορφωθείσας κατάστασης, τον Ιούλιο 2004, προκειμένου να καταργηθεί η διέλευση των ιδιοκτητών, των εργατών κατά την καλλιεργητική περίοδο, καθώς και των τρακτέρ και οχημάτων από τα ακίνητα τους, οι ιδιοκτήτες που είχαν τα κτήματα τους στην περιοχή αυτή και ειδικότερα οι Γ. Λ., Α. Λ., Γ. Σ., Γ. Λ., Κ. Π., Κ. Α. (ενάγοντες) και Ν. Σ. (εναγόμενος) συμφώνησαν με δαπάνες τους και συνεισφορά γης να διανοίξουν και διαμορφώσουν τον παραπάνω δρόμο, ώστε να γίνει αμαξωτός, (βλ. το από Ιουλίου 2004 ιδιωτικό συμφωνητικό που φέρει τις υπογραφές των ως άνω ιδιοκτητών), έδωσαν δε την εντολή στον εναγόμενο να προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες. Στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής ο εργολάβος Δ. Δ. ανέλαβε τη διάνοιξη του δρόμου αυτού ενώ τη χαλικόστρωση ανέλαβε ο εργολάβος Ι. Μ. (εξετασθείς ενώπιον του ακροατηρίου μάρτυρας). Το ποσό αμοιβής τους, ύψους 1.500 ευρώ, συγκεντρώθηκε από τους ανωτέρω ιδιοκτήτες, δηλαδή ο ενάγων κατέβαλε 300 ευρώ, ο εναγόμενος 600 ευρώ, ο Γ. Σ. 300 ευρώ και ο Α. Λ. 300 ευρώ (βλ. την από 25-1-2005 εξοφλητική απόδειξη του εισπράξαντος Ι. Μ. ). Έτσι τον Ιούλιο 2004 άρχισε η διάνοιξη του δρόμου, επειδή δε στην είσοδο του που συναντά την εθνική οδό Αντιρρίου - Ναυπάκτου υπήρχε αρχική στροφή και δεν επαρκούσε το πλάτος του για τη διαμόρφωση, κατεβλήθη το ποσό των 600 ευρώ στην ιδιοκτήτρια του ομόρου ακινήτου Ε. Α. για την εξαγορά έκτασης 25-30 περίπου μέτρων για τη διαπλάτυνση του, τα χρήματα δε αυτά κατέβαλαν οι διάδικοι, από 300 ευρώ έκαστος (βλ. τη σχετική απόδειξη είσπραξης). Ο δρόμος διανοίχθηκε, με πλάτος στην αρχή του περίπου 6 μέτρων και στην κατάληξη του περίπου 3,70-3,80 μέτρων, όλοι δε οι όμοροι ιδιοκτήτες συνεισέφεραν για τη διάνοιξη σε έδαφος, ορισμένοι μάλιστα έκοψαν και ελαιόδενδρα. Το Μάϊο 2005 ο εργολάβος Ι. Μ. εκτέλεσε τις εργασίες της χαλικόστρωσης στον ήδη διανοιχθέντα κατά τα ανωτέρω δρόμο, ο ίδιος ο ενάγων δε τοποθέτησε σιδηρούς πασσάλους στη νότια πλευρά του κτήματος του, ώστε να οριοθετήσει τη λωρίδα του κτήματος του που παραχωρούσε για τη διάνοιξη του δρόμου. Ο παραπάνω εργολάβος, κατόπιν της προαναφερθείσας συμφωνίας των . ιδιοκτητών, εκρίζωσε ένα ελαιόδενδρο, που υπήρχε μέσα στην παραχωρηθείσα από τον ενάγοντα λωρίδα του κτήματος του για τη διάνοιξη του δρόμου, το οποίο ο ενάγων τεμάχισε και παρέλαβε τα ξύλα του. Ο εναγόμενος δε, στο σημείο της νοτιανατολικής εισόδου του ακινήτου του όπου προϋπήρχε .... "αμπάρα", δηλαδή άνοιγμα στο φράκτη από όπου εισερχόταν στο κτήμα του, τοποθέτησε σιδηρόπορτα. Όλα αυτά προκύπτουν σαφώς από τους εξετασθέντες στο ακροατήριο μάρτυρες, αλλά και από τις ένορκες καταθέσεις των Γ. Λ., Θ. συζύγου Γ. Σ., Γ. Λ. και Γ. Σ. . Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι συμφώνησε στη διάνοιξη και διαπλάτυνση του δρόμου μόνον μέχρι το κτήμα, ιδιοκτησίας Κ. και Δ. Π. , το οποίο βρίσκεται αμέσως πριν από το κτήμα του, και όχι μέχρι το κτήμα του εναγομένου, που επιβεβαιώνουν ο μάρτυρας αποδείξεως και το ζεύγος Ε. στις ένορκες καταθέσεις τους, έρχεται σε αντίθεση με το ανωτέρω από Ιουλίου 2004 έγγραφο συμφωνητικό, στο οποίο αναφέρεται σαφώς "Με δαπάνες μας και συνεισφορά σε γη θα διαμορφωθεί δρόμος αμαξωτός που θα αρχίζει από το κτήμα Α. και θα καταλήγει στο κτήμα Σ. , Ν. ". Εξάλλου, ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντος αντίκειται στη λογική, αφού δεν είναι δυνατόν να κατέβαλε ο εναγόμενος χρήματα για διάνοιξη δρόμου που δεν αφορούσε στο ακίνητο του και συνεπώς δεν θα ωφελείτο από αυτήν. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προηγηθείσα συμπεριφορά του ενάγοντος, ήτοι η συμφωνία του με τον εναγόμενο, αλλά και τους λοιπούς όμορους ιδιοκτήτες, στη διάνοιξη, διαμόρφωση και διαπλάτυνση του παραπάνω δρόμου με συνεισφορά, για την κοινή ωφέλεια, σε έδαφος και με παραχώρηση στην κοινή χρήση λωρίδας του ακινήτου του που εφάπτεται του δρόμου, καθιστά τη μεταγενέστερη άσκηση της υπό κρίση αγωγής για διατάραξη της ψιλής κυριότητας στην εν λόγω εδαφική λωρίδα του ακινήτου του, καταχρηστική και μη ανεκτή, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Επομένως, είναι βάσιμη και κατ' ουσίαν η ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής (281 ΑΚ), που προέβαλε πρωτοδίκως ο εναγόμενος και ήδη επαναφέρει με σχετικό λόγο εφέσεως.
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.
Συνεπώς είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του με το οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο για παραβίαση της προαναφερόμενης ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Ο αυτός λόγος αναιρέσεως κατά το δεύτερο μέρος του με το οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται ότι κατά νομική πλημμέλεια το δικαστήριο δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς των δικαιοπραξιών κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος εφόσον το δικαστήριο της ουσίας όπως προκύπτει από τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν διαπίστωσε κενά ή αμφίβολα σημεία ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Περαιτέρω, με αυτά που δέχτηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση αφού διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως το ουσιώδες ζήτημα της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του αναιρεσείοντος, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή της παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως. Επομένως είναι αβάσιμος ο σχετικός εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης. Ο τρίτος εκ του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παρά το νόμο το Εφετείο έκρινε ορισμένη την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ παρά το ότι ήταν αόριστη, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας εφόσον δεν αναφέρονται συγκεκριμένοι λόγοι αοριστίας της ως άνω ενστάσεως.
Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ. Πγ' Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει με την απόφαση του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, έστω και χωρίς να γίνεται μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά στην απόφαση, εκτός αν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της αποφάσεως και ιδίως από τις αιτιολογίες, καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων (ΑΠ 1204/2008, ΑΠ 532/2008, ΑΠ 58/2008, ΑΠ 2191/2007). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, βεβαιώνει ότι κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα του αφού συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται σε αυτή, μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα, τα οποία επικαλέσθηκαν νομίμως και προσκόμισαν οι διάδικοι. Από τη βεβαίωση αυτή και όλο το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Εφετείο, για να σχηματίσει το αποδεικτικό πόρισμα του, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και το από 9-6-2005 επίσημο απόσπασμα από το βιβλίο συμβάντων του Α.Τ.Ναυπάκτου. Επομένως, ο τέταρτος, εκ του άρθρου 559 αρ. Πγ' Κ.Πολ.Δ., αντίθετος, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος.
Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, ιδρύεται αν το δικαστήριο υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν, από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποία σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο, αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμα του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε ως προς το αποδεικτέο γεγονός (Ολομ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 109/2008, ΑΠ 446/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, όπως από αυτή προκύπτει, για να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα του, συνεκτίμησε όλα τα αναφερόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα, καθώς και το από Ιουλίου 2004 ιδιωτικό συμφωνητικό - υπεύθυνη δήλωση που προσκόμισε και επικαλέσθηκε ο αναιρεσίβλητος και δεν στήριξε σε αυτό, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, την κρίση του. Επομένως, ο οικείος, εκ του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, αντίθετος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθία τούτων, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι. Ο αναιρεσείων ως ηττώμενος διάδικος πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Απορρίπτει την από 16-2-2011 αίτηση του Κ. Α. περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 770/2010 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών και τους προσθέτους από 30-6-2012 λόγους -
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ