Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 477 / 2014    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Επίδομα αλλοδαπής.




Περίληψη:
Το αίτημα για την προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής για οικογενειακά βάρη, είναι νόμιμο. Δεν είναι νόμιμο το αίτημα για την προσαύξηση του ίδιου επιδόματος, λόγω δαπανών στέγασης, αφού η αναιρεσίβλητη δεν ανήκει στην κατηγορία των αποσπασθέντων στο εξωτερικό υπαλλήλων, στους οποίους χορηγήθηκε η προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, για την αιτία αυτή, με τις σχετικές ΚΥΑ.




Αριθμός 477/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Αναστασία Βασιλείου, Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. Π. του Ι., υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών, υπηρετούσης στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Οττάβα (Καναδάς) και τώρα στο Γραφείο Συνδέσμου στα Σκόπια, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Σκορδάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-6-2004 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2456/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1855/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 24-3-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 23-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης και να απορριφθεί ο πρώτος.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την παρ. 1 του άρθρου 131 του ν. 419/1976 "περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών" που ίσχυε μέχρι τις 23-3-1998 (άρθρ. 150 §1 του νέου Οργανισμού του ΥΠΕΞ που κυρώθηκε με ν. 2594/1998), ορίζεται ότι "ως αποδοχαί απάντων των υπαλλήλων του Υπουργείου νοούνται ο βασικός μισθός του βαθμού μεθ` όλων των κατά τας κειμένας διατάξεις χορηγουμένων επιδομάτων και προσαυξήσεων". Περαιτέρω, με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου, παρασχέθηκε στους υπαλλήλους που υπηρετούν στο εξωτερικό, προς αντιμετώπιση της διαφοράς κόστους ζωής και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως σε κάθε χώρα, Επίδομα Υπηρεσίας Αλλοδαπής (Ε.Υ.Α.), σε συνάλλαγμα, ανάλογα με τον κλάδο, το βαθμό, τα οικογενειακά βάρη και το κόστος ζωής του τόπου στον οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος, ειδικότερα δε για τους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου και τους εμπειρογνώμονες του ΥΠΕΞ και ανάλογα με τις συνθήκες στέγασης που επικρατούν στη χώρα που υπηρετούν. Σύμφωνα δε με την παρ. 11 του αυτού άρθρου το ως άνω επίδομα καθορίζεται κάθε φορά για τους υπαλλήλους που έχουν πρεσβευτικό βαθμό με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν προτάσεως των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών και για όλους τους άλλους υπαλλήλους της εξωτερικής υπηρεσίας με την ίδια πράξη σε ποσοστό επί του επιδόματος που καθορίστηκε για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Το εν λόγω επίδομα δικαιούται, κατά το άρθρο 69 παρ. 1 του άνω ν. 419/1976, και το βοηθητικό προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Εξάλλου, στο άρθρο 132 του ν. 419/76 ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι των διπλωματικών και των εμμίσθων προξενικών αρχών δικαιούνται δωρεάν οίκησης σε βάρος του Δημοσίου και ότι σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ένεκα ειδικών οικιστικών συνθηκών, είναι δυνατό να μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα για τη στέγαση των λοιπών υπαλλήλων της εξωτερικής υπηρεσίας, στην περίπτωση αυτή, όμως, θα εκπίπτεται το ένα τρίτο του καταβαλλόμενου στους υπαλλήλους αυτούς επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής. Περαιτέρω, με την Φ 083-58/1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας, Εξωτερικών και Οικονομικών (ΦΕΚ 177 Β`/31-3-1988), που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.1256/1982 και 3 παρ. 8 του 1288/1982 και κυρώθηκε με το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 1884/1990, καθορίστηκε το παραπάνω επίδομα για τους προϊσταμένους των διπλωματικών και προξενικών αρχών και για τους λοιπούς υπαλλήλους όλων των κλάδων και ορίστηκε επί πλέον στο κεφάλαιο Γ` αυτής ότι στους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος που καθορίστηκε γι` αυτούς αυξάνεται κατά 10% κατά τις αναφερόμενες εκεί διακρίσεις. Με τις παραγρ. Ε` και ΣΤ` της παραπάνω Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) ορίζεται ότι σε όλους τους μονίμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του πρέσβη για κάθε παιδί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ν. 1504/1984. Το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής του επί συμβάσει, εν γένει, προσωπικού μπορεί να μειώνεται με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, εφόσον συντρέχουν ειδικοί γι` αυτό λόγοι. Ακολούθως, με την ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ2900/1993 κοινή απόφαση του Υπουργού Προεδρίας και του Υφυπουργού Εξωτερικών, χορηγήθηκε επίδομα στέγασης που ανέρχεται σε προσαύξηση 10% του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής στους μόνιμους υπαλλήλους του Διοικητικού Κλάδου Γεν. Καθηκόντων, του Κλάδου Τεχνικών Επικοινωνιών, του Κλάδου Διοικητικών Γραμματέων και του Κλάδου βοηθητικού προσωπικού που αποσπώνται σε Αρχή του εξωτερικού και εφόσον δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 132 παρ. 2 του ν.419/1976. Με τη 2001800/185/0022/17-3-1993 ΚΥΑ των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών τροποποιήθηκε η παραπάνω παράγραφος Γ` της Φ 083-58/1988 και ορίστηκε ότι σε όλους τους μονίμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται από 1-1-1993 κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του πρέσβη για κάθε παιδί ηλικίας μέχρις 6 ετών, κατά ποσοστό 8% για κάθε παιδί ηλικίας 7 έως 12 ετών και κατά ποσοστό 14% για κάθε παιδί ηλικίας 13 έως 18 ετών. Τα παραπάνω ποσοστά αυξήθηκαν σε 8, 12 και 16% αντιστοίχως από 1.1.2001, με την 083/ΕΥΑ/ΑΣ11254/ 22.1.2001 ΚΥΑ. Με την τελευταία αυτή ΚΥΑ καθορίστηκε στην παρ. Γ` ότι : "Στους υπαλλήλους του Διπλωματικού κλάδου, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής προσαυξάνεται κατά 20% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/Πρέσβεως, εκτός του αρχαιοτέρου εκ των Συμβούλων Πρεσβείας ή του μοναδικού που υπηρετεί σε Πρεσβεία ή Μόνιμη Αντιπροσωπεία, του οποίου το ποσοστό αυξάνεται κατά 30%, αποκλειομένων από τη ρύθμιση αυτή των τυχόν λαμβανόντων επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής ανωτέρας βαθμίδας. Στους μονίμους υπαλλήλους των λοιπών κλάδων, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής προσαυξάνεται κατά 10% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/Πρέσβεως". Εξάλλου, κατά τις ταυτόσημες του ν. 419/1976 διατάξεις του άρθρου 135 §§ 4 και 5 του ν. 2594/1998, δηλαδή του από 24-3-1998 ισχύοντος νέου Οργανισμού του Υπ. Εξωτερικών, προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα παρέχεται σε συνάλλαγμα επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αναλόγως του κλάδου και του βαθμού. Το επίδομα αυτό προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση. Το επίδομα αυτό καθορίζεται εκάστοτε για τους με πρεσβευτικό βαθμό υπαλλήλους του Υπ. Εξωτερικών με κοινή απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών, για δε τους λοιπούς υπαλλήλους καθορίζεται με την ίδια ΚΥΑ σε ποσοστό επί αυτού το οποίο έχει καθοριστεί για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Με το άρθρο 129 §§ 2 και 5 του παραπάνω νόμου στις αρχές του εξωτερικού ορίζονται με ΠΔ θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Στις θέσεις αυτές προσλαμβάνονται, επιτοπίως, μόνιμοι κάτοικοι της χώρας, όπου εδρεύει η συγκεκριμένη αρχή. Με την ΚΥΑ των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών για την πρόσληψή τους καθορίζεται και το ύψος της αντιμισθίας των ανωτέρω υπαλλήλων. Η πρόσληψη γίνεται με σύμβαση καταρτιζόμενη από τον προϊστάμενο της αρχής. Οι κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού υπηρετούντες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην εξωτερική υπηρεσία διατηρούν το συμβατικό καθεστώς τους μέχρι την καθ' οιονδήποτε χρόνο λήξη του, οπότε οι οργανικές θέσεις τους μετατρέπονται σε θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και εξακολουθούν να αμείβονται όπως μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Ειδικά, για όσους από αυτούς ελάμβαναν το επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, το ύψος αυτού μπορεί να αναπροσαρμόζεται, με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, μετά από εισήγηση του προϊσταμένου της αρχής, στην οποία υπηρετούν. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, καταρχήν, ότι τα προβλεπόμενα στις ανωτέρω Κ.Υ.Α. ποσοστά αύξησης για δαπάνες στέγασης δεν αποτελούν ξεχωριστό επίδομα, αλλά αύξηση του καταβαλλομένου επιδόματος Υπηρεσίας Αλλοδαπής, το οποίο καταβάλλεται και στο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που οι κείμενες διατάξεις προβλέπουν για την καταβολή του. Οι εκδιδόμενες κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 131 § 11 του ν. 419/1976 ή του άρθρου 135 § 5 του ν. 2594/1998 κοινές υπουργικές αποφάσεις, που καθορίζουν ή αυξάνουν το επίδομα αυτό με βάση τα οριζόμενα στους εξουσιοδοτικούς αυτούς νόμους κριτήρια και μέσα στα διαγραφόμενα πλαίσια, δεν είναι δυνατό να διακρίνουν τους υπαλλήλους σε κατηγορίες που δεν προβλέπονται από τους εξουσιοδοτικούς νόμους, όπως είναι η διάκριση αυτών σε μόνιμους, που συνδέονται με το Δημόσιο με σχέση δημοσίου δικαίου και σε υπηρετούντες με σχέση ιδιωτικού δικαίου και να αυξήσει το επίδομα μόνο στους πρώτους αποκλείοντας από την αύξηση τους δεύτερους. Οι αποφάσεις, άρα, που στηρίζονται αποκλειστικά στην ανωτέρω διάκριση, για να αυξήσουν το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής μόνο των μονίμων υπαλλήλων, βρίσκονται έξω από τα όρια της προαναφερόμενης νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρ. 43 § 2 του Συντάγματος) και κατά το μέρος που εξαιρούν από την αύξηση αυτή τους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου είναι ανίσχυρες. Στην προκειμένη περίπτωση,το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, ότι με την Φ. 2218.21/1/ΑΣ791/12-3-1996 Πράξη Πρόσληψης του Πρέσβη της Ελλάδας στην Οττάβα του Καναδά, Ι. Θ., η ενάγουσα προσλήφθηκε από το εναγόμενο, σε κενή οργανική θέση Ιδιαιτέρας Γραμματέως στην Πρεσβεία της Ελλάδας στην Οττάβα του Καναδά, δυνάμει της από 12 Ιουλίου 1997 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στην Οττάβα του Καναδά, σε εκτέλεση της παραπάνω πράξης πρόσληψης μεταξύ αυτής και του ως άνω Πρέσβη, ο οποίος ενεργούσε ως εκπρόσωπος του εναγομένου. Με αυτή τη σύμβαση (άρθρο 1) ορίστηκε ότι θα καταβάλλεται στην ενάγουσα, μηνιαία αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ.4 του Ν.419/76, δηλαδή, ποσό αντίστοιχο ΅ε το ΅ισθό του βαθ΅ού του Διοικητικού Γρα΅΅ατέα Ε' Τάξης, του κλάδου Διοικητικών Γρα΅΅ατέων του Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και το παρεχόμενο επίδο΅α υπηρεσίας αλλοδαπής στους υπαλλήλους του κλάδου αυτού. Η ενάγουσα απασχολήθηκε στο εναγό΅ενο ΅ε την παραπάνω ιδιότητα ΅έχρι την 21-1-2003, οπότε κατατάχθηκε σε ΅όνι΅η θέση του κλάδου Διοικητικής Λογιστικής και Γρα΅΅ατειακής Υποστήριξης στον Ε' βαθ΅ό. Κατά το χρόνο της πρόσληψης της ζούσε ΅όνι΅α στον Καναδά, είχε, την καναδική υπηκοότητα και διέθετε καναδικό διαβατήριο, ενώ κατείχε και δίπλω΅α στην προσχολική αγωγή του George Brown College στο Τορόντο του Καναδά, είχε διατελέσει δασκάλα ελληνικής γλώσσας και πολιτιστικής κληρονο΅ιάς στα σχολεία της Ελληνικής Κοινότητος Μητροπολιτικού στην ίδια περιφέρεια και στα Συ΅βούλια Παιδείας East York, North York του Τορόντο και ακό΅η είχε εργασθεί ως εκπαιδευτική βοηθός και υπεύθυνη γραμματείας στο δη΅οτικό σχολείο Fran Kland Logan Ave, της ίδιας περιοχής του Καναδά. Καθ' όλο δε το επίδικο χρονικό διάστη΅α της απασχόλησής της λά΅βανε ποσό 3.100 δολαρίων ΗΠΑ και αποδοχές εσωτερικού, στις οποίες περιλα΅βανόταν και επίδο΅α τέκνων, ποσού 17,61 ευρώ για κάθε τέκνο, ανάλογα με τα πιστοποιητικά σπουδών που προσκόμιζε στην υπηρεσία, καθώς και το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής, όχι, όμως, και την προσαύξηση σ' αυτό, λόγω στέγασης και λόγω τέκνων. Στη συνέχεια, δέχθηκε, ότι η αγωγή δεν είναι νόμιμη κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά στην προσαύξηση επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω στέγασης, διότι η ενάγουσα δεν είχε την ιδιότητα της "αποσπασμένης" υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών σε αρχή του εξωτερικού, αλλά την ιδιότητα υπαλλήλου, με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλου, προσληφθέντος, επιτοπίως, στην αλλοδαπή και με τις παραδοχές αυτές, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση κατά τις αντίστοιχες διατάξεις και απέρριψε την αγωγή, ως προς το προαναφερόμενο κεφάλαιο της, ως μη νόμιμη. Περαιτέρω δέχθηκε ότι, κατά το μέρος, που η ένδικη αγωγή αφορά το αίτημα της ενάγουσας, περί καταβολής σ' αυτήν προσαύξησης του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω τέκνων, με βάση το αιτούμενο ποσοστό της με αριθμό 083/ΕΥΑ/ΑΣ11254/22.1.2001 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ποσοστό 14% για τέκνο ηλικίας μέχρι δεκαοκτώ (18) ετών ή μέχρι εικοσιτεσσάρων ετών, εφόσον σπουδάζει) είναι νόμιμη και βάσιμη, καθόσον η ενάγουσα, η οποία προσλήφθηκε από το εναγό΅ενο την 12.7.1997, ΅ε σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ελά΅βανε τις α΅οιβές που συ΅φωνήθηκαν και προβλέπονταν από τις προαναφερό΅ενες διατάξεις των Ν. 419/1976 και 2594/1998, καθώς και το στους βαθ΅ούς αυτούς παρεχό΅ενο επίδο΅α υπηρεσίας αλλοδαπής. Επο΅ένως, αυτή είχε δικαίω΅α να λάβει την προσαύξηση λόγω τέκνων που σπουδάζουν επί του επιδό΅ατος, που προβλέπονταν ΅ε την ΣΤ1/Μ/Φ083-13/ΑΣ2900/5.4.1993 Κοινή Υπουργική Απόφαση (όπως αυτό αυξήθηκε ΅ε τις ΣΤ1/Μ/Φ083-4ΑΣ5172113.6.1995, 1202506/ 32421/21.4.1997,2020006/1988/ 27.4.1998 και 083/ΕΥΑΣ 11254/22.1.2001), δεδο΅ένου ότι αυτή χορηγούσε την προσαύξηση σ' όλους τους ΅ονί΅ους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών και όχι ΅όνο σ' αυτούς που αποσπώνταν σε αρχή του εξωτερικού και έτσι, κατά το μέρος που εξαιρούσε από την προασαύξηση τους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου, ήταν ανίσχυρη. Η ενάγουσα, η οποία είναι ΅ητέρα δύο τέκνων, τα οποία έχουν ΅εν υπερβεί το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους, αλλά σπουδάζουν σε σχολές Ανώτερης και Ανώτατης βαθ΅ίδας εκπαίδευσης δικαιούνταν να λάβει από το εναγό΅ενο για το χρονικό διάστη΅α από 1.1.1999 ΅έχρι 21.1.2003, ως προσαύξηση λόγω τέκνων στο επίδο΅α υπηρεσίας αλλοδαπής, ΅ε βάση τις ΅ηνιαίες αποδοχές του Προϊστα΅ένου Πρέσβη στην Οττάβα του Καναδά, ανερχό΅ενες για το έτος 1999 στο ποσό των 6.600 δολαρίων ΗΠΑ, για το έτος 2000 στο ποσό των 6.800 δολαρίων ΗΠΑ και για τα έτη 2001, 2002 και 2003 στο ποσό των 7.000 δολαρίων ΗΠΑ, ποσοστό 28%(14% για κάθε τέκνο) ΅έχρι την 31.12.2000 και ποσοστό 32% (16% για κάθε τέκνο) για τα έτη 2001, 2002 και 2003 και ότι η ενάγουσα δικαιούται να λάβει τα παρακάτω ποσά: α) για το χρονικό διάστη΅α από 1.1.1999 έως 31.12.1999 ποσόν 20.328 δολαρίων ΗΠΑ, β) για το χρονικό διάστη΅α από 1.1.2000 έως 31.12.2000 ποσόν 20.944 δολαρίων ΗΠΑ. γ) Για το χρονικό διάστη΅α από 1.1.2001 έως 31.12.2001 ποσό 26.880 δολαρίων ΗΠΑ, δ) Για το χρονικό διάστη΅α από 1.1.2002 έως 31.12.2002 ποσόν 25.984 δολάρια ΗΠΑ, ε) Για το χρονικό διάστη΅α από 1.1.2003 έως 20.1.2003, ποσόν 1.493,33 δολαρίων ΗΠΑ και συνολικά 95.629,33 δολάρια ΗΠΑ, με τις παραδοχές δε αυτές επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη το παραπάνω ποσό. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν και ο, περί του αντιθέτου, πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους", η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της", κατά δε την διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ίδιου νόμου, "επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι με την πρώτη από αυτές ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και ορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης. Η διάταξη αυτή, είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ανωτέρου νόμου, με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του δημοσίου από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, που υπάρχει στο άρθρο 91 εδ. α' και επομένως κατισχύει αυτής (ΑΕΔ 32/2008, Ολ. Α.Π. 29/2006). Η θεσπιζόμενη με τις ως άνω διατάξεις βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από εκείνον των παρομοίων αξιώσεων του άρθρου 250 αριθμ.6 και 17 ΑΚ, είναι συνταγματικά θεμιτή και δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αφού η ως άνω διαφορετική ρύθμιση δικαιολογείται από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των ως άνω αξιώσεων και των σχετικών υποχρεώσεων του Δημοσίου, ούτε και στη διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος (για το δικαίωμα ακρόασης από τα δικαστήρια). Εξάλλου, η θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής, κατά κατηγορία αξιώσεων ή δικαιούχων και υπόχρεων, δεν προσκρούει στο άρθρο 6 § 1 α' της ΕΣΔΑ, που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο να δικάζεται η υπόθεση του δίκαια και αμερόληπτα, ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, αφού οι διατάξεις αυτές παρεμποδίζουν το νομοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόμη δικαιώματα (ενδεχομένως και με τη μέθοδο της αναδρομικής παραγραφής) και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά τη ισχύ τους (Ολ. ΑΠ 38/2005, 22/2005, 31/2007, Α.Ε.Δ 9/2009). Τέλος, η ανωτέρω διετής παραγραφή δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις των άρθρων 2 § 3 α'(περί πρόσφορης προσφυγής του ατόμου επί παραβιάσεως των δικαιωμάτων του), 5 § 1 ( περί καταργήσεως δικαιωμάτων προσώπου ή περιορισμών τους), 22 παρ.1, 26 (περί της ισότητας των προσώπων ενώπιον του νόμου και απαγόρευσης διακρίσεων), 14 § 1 (περί δικαιώματος του προσώπου για δίκαιη δίκη) του με το Ν.2462/1997 κυρωθέντος και υπερνο΅οθετικής ισχύος, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, έχοντος Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Εξάλλου, κατά την 2010481/1172/0022/10.5.1996 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 387 Β/27.5.1996), η καταβολή του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής που χορηγήθηκε στους υπηρετούντες στο εξωτερικό υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών σύμφωνα με το άρθρο 131 παρ. 10 του ν. 419/1976 "περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών" σε συνδ. με άρθρο 150 παρ. 1 του νέου Οργανισμού του ΥΠΕΞ, που κυρώθηκε με ν. 2594/1998, γίνεται κάθε δίμηνο και στην αρχή αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι οι αξιώσεις της αναιρεσίβλητης, από προσαύξηση οικογενειακών βαρών επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, για το διάστημα από 1-1-1999 μέχρι 30-6-2002 δεν έχουν υποπέσει στην υπό του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 καθιερούμενη διετή παραγραφή, με την παραδοχή ότι οι παραπάνω διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή στις επίδικες αξιώσεις και στη συνέχεια απέρριψε την ένσταση παραγραφής του αναιρεσείοντος. Έτσι, όπως έκρινε το Εφετείο, δεχόμενο ότι δεν είχε υποκύψει στην παραπάνω διετή παραγραφή η αξίωση της αναιρεσίβλητης, για το διάστημα από 1-1-1999 έως 30-6-2002, παραβίασε τις αναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 90 παρ.3 και 91 του ν. 2362/1995 και της προαναφερθείσας Υπ. Απόφασης. Διότι από τη γένεση των αξιώσεων του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, οι οποίες καταβάλλονται στην αρχή κάθε διμήνου, σύμφωνα με την ως άνω απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, έως την επίδοση της ένδικης αγωγής στο Ελληνικό Δημόσιο, στις 3-6-2004 είχε παρέλθει η διετία που ορίζει η ανωτέρω διάταξη. Επομένως, είναι βάσιμος ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η παραπάνω πλημμέλεια. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το παραπάνω μέρος της και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 65 παρ.1 Ν.4139/2013). Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν, ολικά, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας καθενός από αυτούς και ενόψει του ότι αναιρεσίβλητο είναι το Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 22 Ν. 3693/1957).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1855/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος της που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή