Θέμα
Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα Α.Π..
Περίληψη:
Αναίρεση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που απέρριψε την προσφυγή της προσφεύγουσας κατά της διάταξης του ανακριτή, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της, για αντικατάσταση περιοριστικού όρου ως εκπρόθεσμη. Λόγοι: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης
αιτιολογίας. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση και κατά παρεμπίπτοντος βουλεύματος. Κοινοποίηση σε απόντα διάδικο δεν νοείται και απαιτείται επίδοση. Δεκτή η αίτηση αναίρεσης διότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αιτιολογείται η παραδοχή του εκπροθέσμου της ασκήσεως της προσφυγής διότι δεν εκτίθεται ο τρόπος επιδόσεως της στην προσφεύγουσα και ο χρόνος της επίδοσης της. Παραπέμπει στο ίδιο Συμβούλιο για νέα συζήτηση συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Αριθμός 607/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 4256/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με κατηγορούμενη την S. M. του S., κάτοικο ... .
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μπόμπολης, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 55/12 Δεκεμβρίου 2012 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Ελπινίκης Τσιφτσή και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1344/2012.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πλιώτας, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη, με αριθμό 70/12.3.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι. Εισάγουμε, ενώπιον Σας, σύμφωνα με την διάταξη του αρθρ. 485 ΚΠΔ , την με αριθ. 55/2012 αίτηση μας, με την οποία ζητούμε να αναιρεθεί το με αριθ. 4256/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. II. Για την βασιμότητα των λόγων για τους οποίους ασκήθηκε η υπό κρίση αναίρεση, αναφερόμαστε εξ "ολοκλήρου στο περιεχόμενο της σχετικής εκθέσεως. Για τους λόγους αυτούς Α) Να γίνει δεκτή η με αριθ. 55/2012 αίτηση αναιρέσεως την οποία ασκήσαμε κατά του με αριθ 4256/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Β) Να αναιρεθεί το ως άνω βούλευμα. Γ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα. Αθήνα 12 Μαρτίου 2013 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μπόμπολης".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 483 παρ.3 ΚΠΔ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 παρ. 2 του Ν. 3904/2010, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σ' αυτήν την περίπτωση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος είτε οριστικού, είτε προδικαστικού ή παρεμπίπτοντος (ΑΠ 879/2011). Κατ' ακολουθία, η ένδικη με αριθμ. 55/2012 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ασκήθηκε με δήλωση του, στη Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, την 12-12-2012, κατά του υπ' αρ. 4256/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που εκδόθηκε την 19-11-2012 και απέρριψε την από 24-9-2012 προσφυγή της κατηγορουμένης Σ. Μ. του Σ. (S. M. του S.), κατοίκου ..., κατά της υπ' αρ. 526/20-7-2012 διάταξης της ανακρίτριας του 19ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών ως εκπρόθεσμη, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρθρ. 168 παρ.1, 2, 483 παρ.3, ΚΠΔ) και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 286 παρ.2 του ΚΠΔ ορίζεται ότι: "Εκείνος που προσωρινά κρατείται ή εκείνος στον οποίο έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι, μπορεί να υποβάλλει αίτηση στον ανακριτή για την άρση των μέτρων αυτών ή για την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους ή για την αντικατάσταση των περιοριστικών όρων με άλλους. Εναντίον της διάταξης του ανακριτή επιτρέπεται προσφυγή στο συμβούλιο μέσα σε πέντε ημέρες από τότε που κοινοποιήθηκε η ανακριτική διάταξη σ' εκείνον που υπέβαλε την αίτηση". Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 154 ΚΠΔ "1. Ο νόμος ορίζει πότε είναι απαραίτητη η κοινοποίηση κάποιου εγγράφου της ποινικής διαδικασίας και πότε η επίδοσή του. Η κοινοποίηση και η επίδοσή του συνεπάγονται τα ίδια νόμιμα αποτελέσματα. 2. Η επίδοση ή η κοινοποίηση είναι άκυρες, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των αρθρ. 155-157, 159, 165 ΚΠΔ". Σύμφωνα, με τη διάταξη του άρθρου 165 ΚΠΔ, "Η κοινοποίηση γίνεται με ανακοίνωση του δικαστή, του εισαγγελέα ή του ανακριτικού υπαλλήλου στον παρόντα διάδικο ... Για την κοινοποίηση συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 151 του κώδικα ...". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται με σαφήνεια ότι η κοινοποίηση υλοποιείται, με ανακοίνωση σε παρόντα διάδικο, μάρτυρα, πραγματογνώμονα, τεχνικό σύμβουλο ή αντικλήτους ή σε συνηγόρους.
Συνεπώς εκείνος προς τον οποίο γίνεται ανακοίνωση η οποία συνιστά την κοινοποίηση, πρέπει να είναι παρών, είτε ο ίδιος είτε εκπρόσωπός του, δηλ. η παρουσία του ιδίου ή του εκπροσώπου του, είναι προϋπόθεση της κοινοποίησης και δεν νοείται κοινοποίηση προς απόντα διάδικο, αλλά προς αυτόν πρέπει οπωσδήποτε να γίνει επίδοση κατά τα αρθρ. 156 ΚΠΔ.
Κατά τα άρθρα 93 παρ.1 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται ο από το άρθρο 484 παρ.1 εδ.δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, απαιτείται σε κάθε βούλευμα παραπεμπτικό ή απαλλακτικό ή παρεμπίπτον, ακόμη και αν η έκδοση του αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Ο παρών αναιρετικός λόγος ιδρύεται τόσο όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, όσο και όταν υπάρχει, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως, όταν απορρίπτεται η προσφυγή που ασκεί ο κατηγορούμενος κατά της διάταξης του ανακριτή, που απέρριψε την αίτηση του για αντικατάσταση περιοριστικού όρου, στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως της, χωρίς να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως στον προσφεύγοντα της προσβαλλόμενης με την προσφυγή του διατάξεως του ανακριτή καθώς και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση της απορριπτικής διατάξεως σ' αυτόν λόγω της απουσίας του κατά την έκδοση της απορριπτικής διατάξεως του ανακριτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 4256/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που αποφάνθηκε επί της από 24-9-2012 προσφυγής της S. M. του S. κατά της υπ' αρ. 526/20-7-2012 διατάξεως της ανακρίτριας του 19ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, το ανωτέρω Δικαστικό Συμβούλιο, δέχθηκε τα εξής: Κατά της προσφεύγουσας κατηγορουμένης ασκήθηκε ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη στο σύνολο της συναλλαγή κατ' εξακολούθηση, η δε συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει τα 150.000 Ευρώ (αρθρ. 19 παρ. 1β περ. β-α Ν. 2523/97 και 98 ΠΚ) και παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης. Μετά την απολογία της κατηγορουμένης ενώπιον της ανακρίτριας του 19ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, της επιβλήθηκε με την υπ' αρ. 34/2012 διάταξη της τελευταίας, ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας, ποσού ύψους διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) Ευρώ. Στις 21-6-2012 (ημερ. Κατάθεσης 28-6-2012) η κατηγορουμένη υπέβαλε αίτηση άρσης ή αντικατάστασης των περιοριστικών όρων κατά της υπ' αρ. 34/2012 διάταξης της Ανακρίτριας αυτής, η οποία απέρριψε την αίτηση με την υπ' αρ. 526/20-7-2012 διάταξή της, κατά της οποίας στρέφεται τώρα η προσφεύγουσα, με την υπό κρίση προσφυγή της. Αυτή όμως, δηλαδή η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα μετά τη νόμιμη κατά το άρθρο 286 παρ.2 ΚΠΔ πενθήμερη προθεσμία και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (βλ. την από 5-10-2012 βεβαίωση του ΑΤ Εξαρχείων μετά των συνημμένων εγγράφων). Με το διατακτικό δε του βουλεύματος του αποφάνθηκε ότι: "Απορρίπτει την από 24-9-2012 προσφυγή της Σ. Μ. του Σ. (S. M. του S.), κατοίκου ... κατά της υπ' αρ. 526/20-7-2012 διάταξης της Ανακρίτριας του 19ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ' αρ. 4256/2012 βούλευμά του, στέρησε αυτό από την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του άρθρου 93 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ,με τη παραδοχή του, ότι η προσφυγή της προσφεύγουσας ασκήθηκε εκπρόθεσμα δηλαδή μετά την παρέλευση πέντε (5) ημερών, από την κοινοποίηση της υπ' αρ. 526/20-7-2012 διάταξης της ανακρίτριας του 19ου ανακριτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού δεν εκτίθεται σ 'αυτήν με ποιο τρόπο, έλαβε γνώση της απορριπτικής αυτής διατάξεως η προσφεύγουσα δεδομένου ότι ήταν απούσα κατά την έκδοση αυτής, και κατά τα προαναφερθέντα έπρεπε να της επιδοθεί κατά τα άρθρα 156 επ. η διάταξη αυτή, αν της επιδόθηκε ή όχι και πότε έγινε η επίδοση αυτή, ώστε να κριθεί αν η προσφυγή της ήταν πράγματι εκπρόθεσμη ή όχι. Σημειώνεται ότι, από την επισκόπηση της από 5-10-2010 βεβαιώσεως του ΑΤ Εξαρχείων και τα συνημμένα αυτής έγγραφα, που επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, βεβαιώνεται από τον Υπαρχιφύλακα του Αστυνομικού Τμήματος Εξαρχείων, ότι από το τηρούμενο αρχείο της Υπηρεσίας τους το με αρ. πρωτ. 992/2012 έγγραφο του 19ου τακτικού ανακριτή Αθηνών εισήλθε στην υπηρεσία τους, την 26-7-2012, ημέρα Πέμπτη έλαβε αρ. 1016/93/1/803. Επιδόθηκε και επεστράφη την 12-9-2012 με τα ΕΛΤΑ. Επισυνάπτεται δε στα συνημμένα έγγραφα απόδειξη κατάθεσης αντικειμένων επίσημης αλληλογραφίας, στα οποία αναφέρεται μόνο υπ' αρ. πρωτ. 992/2012 έγγραφο της 19ης ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, χωρίς να διαλαμβάνεται το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως από το οποίο να προέκυπτε σε ποιόν επιδόθηκε το έγγραφο αυτό και πότε ώστε να κριθεί το εμπρόθεσμο ή μη της προσφυγής της προσφεύγουσας.
Κατ' ακολουθία όλων των προεκτεθέντων, είναι βάσιμος, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ' του ΚΠΔ, προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως και πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη με αριθμ. 55/2012 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως βάσιμη κατ' ουσία, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο 4256/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, για τον εκτεθέντα λόγο και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός απ' αυτούς που έκριναν προηγουμένως (αρθρ. 485 παρ.1 και 519 ΚΠΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Δέχεται τυπικά και κατ' ουσία την υπ' αρ. 55/12-12-2012 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Αναιρεί το υπ' αρ. 4256/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από κείνους που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ