Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 521 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Καταχραστές Δημοσίου.




Περίληψη:
Πλαστογραφία στρεφόμενη κατά Τράπεζας εδρεύουσας στην ημεδαπή, με ζημία που υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια δρχ. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για την άνω πράξη με εφαρμογή και του Ν. 1608/1950. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 521/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Αναστάσιο Λιανό, Νικόλαο Ζαΐρη (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 44/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Νικόλαο Λεοντή (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 30/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Μιχαλόλια, για αναίρεση της με αριθμό 291/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία "Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρία" και τον διακριτικό τίτλο "Eurobank Ergasias", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κλειδαρά.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 378/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί ως αβάσιμη η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950, περί αυξήσεως των προβλεπομένων για τους καταχραστές του Δημοσίου ποινών, όπως ισχύει μετά το Ν.1738/1987, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ των οποίων και το 216 για την πλαστογραφία, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263α ΠΚ και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης, ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών (όπως αυξήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν.2408/1996), επιβάλλεται η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή ποινή. Κατά δε το άρθρο 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953, οσάκις στις περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950 το έγκλημα επράχθη κατ'εξακολούθηση, με πολλές μερικότερες πράξεις, για τον, κατά το αυτό άρθρο, προσδιορισμό του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας, λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων. Νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 263α ΠΚ και συνεπώς προστατεύονται από την ανωτέρω διάταξη του Ν.1608/1950, υπό την έννοια ότι τα κατ' αυτών διαπραττόμενα εγκλήματα τιμωρούνται, συντρεχόντων και των λοιπών όρων του Ν.1608/1950, κατά τις διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου, είναι και οι τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή, κατά το νόμο ή το καταστατικό τους. Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από το δράστη, που να το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιάς του με μεταβολή του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη και, επιπλέον, το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει, με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή θεμελίωση, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως, με την πρόσθετη επιδίωξη του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, εφόσον το όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν τα 25.000.000 δραχμές. Η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενό του τρίτον και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων κατάρτιση πλαστού εγγράφου συνιστά και η συμπλήρωση από το δράστη των στοιχείων του άρθρου 1 του Ν.5960/1933 ελλιπούς ως προς τα στοιχεία αυτά επιταγής, εν αγνοία και παρά τη θέληση του δικαιούχου της, χρήση δε αποτελεί η κατά οποιοδήποτε τρόπο χρησιμοποίηση του πλαστού εγγράφου και ιδίως, αν πρόκειται για πλαστή επιταγή, η οπισθογράφησή της και η εμφάνιση προς πληρωμή της στην πληρώτρια Τράπεζα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, διότι στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που εξέδωσε την προσβαλλόμενη 291/2007 απόφαση, δέχθηκε, ανελέγκτως, αναφέροντας κατά κατηγορία τα αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα για το αποδιδόμενο στον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση: "ο κατηγορούμενος διέθετε στην κατοχή του τις παρακάτω αναφερόμενες τρείς λευκές επιταγές, οι οποίες είχαν αφαιρεθεί με κλοπή από το δικαιούχο αυτών Α, κάτοικο ..... . Ο κατηγορούμενος τις λευκές αυτές επιταγές συμπλήρωσε κατά τα αμέσως παρακάτω αναφερόμενα στοιχεία τους, χωρίς εντολή ή συναίνεση του δικαιούχου αυτών Α, από το "μπλόκ" του οποίου είχαν αφαιρεθεί....και ειδικότερα α) στην ..... επιταγή έθεσε ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ημερομηνία εκδόσεως την 13.4.1993, ποσό 18.470.000 δρχ. ... σε διαταγή Β και υπέγραψε στη θέση του εκδότη και πρώτου οπισθογράφου, β) στη ..... επιταγή έθεσε ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ημερομηνία εκδόσεως την 8.4.1993, ποσό 14.950.000 δρχ. .... σε διαταγή Γ και υπέγραψε στην θέση του εκδότη και πρώτου οπισθογράφου και γ) στη ..... επιταγή έθεσε ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ημερομηνία εκδόσεως την 13.4.1993, ποσό 22.600.000 δρχ. .... σε διαταγή Δ και υπέγραψε στη θέση του εκδότη και πρώτου οπισθογράφου. Με την κατάρτιση των πλαστών αυτών επιταγών, συμπληρώνοντας αυτές καθόλα αυτά τα στοιχεία, επεδίωξε και επέτυχε να εμφανισθεί ως νόμιμος κομιστής και δικαιούχος αυτών. Ειδικότερα, τις εν λόγω πλαστές επιταγές εμφάνισε στο κατάστημα ..... της ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "INTERBANK EΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", η οποία κατά το καταστατικό της έχει την έδρα της στην Ελλάδα (Λεωφ. Κηφισίας 117 - Μαρούσι). Με τη χρησιμοποίηση και εμφάνιση των εν λόγω πλαστών επιταγών, έπεισε τους υπαλλήλους της Τράπεζας, καθολική διάδοχος της οποίας είναι η πολιτικώς ενάγουσα Τράπεζα "ERG Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρία", η οποία ομοίως εδρεύει στην ημεδαπή, ότι είναι νόμιμος κομιστής και δικαιούχος αυτών. Με την παραπλάνησή τους με τον τρόπο αυτό, επεδίωξε και επέτυχε να εισπράξει το ποσό των εν λόγω επιταγών, συνολικού ποσού ... 56.020.000 δρχ. και κατά την κατηγορία 55.970.000 δρχ., με αντίστοιχο αυτού περιουσιακό όφελος και ισόποση ζημία σε βάρος της περιουσίας της Τράπεζας ΙΝΤΕRNBANK. Οι ουσιαστικές αυτές παραδοχές στηρίζουν ασφαλώς την κρίση του Δικαστηρίου για ενοχή του κατηγορουμένου για την αποδιδόμενη σ'αυτόν πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, όπως στο διατακτικό της παρούσας ...". Με βάση τα ανωτέρω το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος δια βλάβης της περιουσίας της ως άνω Τράπεζας, υπερβαίνουσας τα 50.000.000 δρχ. με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 του Ν.1608/1950, αφού δε αναγνώρισε σ'αυτόν το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας, του επέβαλε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προμνημονευθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια η οποία προεκτέθηκε. Ειδικότερα, εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε την εν λόγω κρίση του και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 ΠΚ και 1 παρ. 1 Ν.1608/1950, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου, λόγω ασαφών ή αντιφατικών αιτιολογιών. Περισσότερο συγκεκριμένα, με σαφήνεια και χωρίς οποιαδήποτε αντίφαση, δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών ότι το ποσόν της ζημίας που προκλήθηκε στην Τράπεζα ήταν κατά κεφάλαιο ίσο με το άθροισμα του ποσού των τριών επιταγών, ήτοι 18.470.000 + 14.950.000 + 22.600.000=56.020.000 δραχμές, δηλαδή μεγαλύτερο των 50.000.000 δραχμών, παραδοχή κατόπιν της οποίας, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα, ορθώς υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι δεν ήταν εφαρμοστέος ο Ν.1608/1950, διότι, τόσον στη μήνυση όσον και στο παραπεμπτικό βούλευμα, ως ζημία της Τράπεζας αναφέρεται το ποσόν των 50.014.639 δραχμών κατά κεφάλαιο και τόκους, εκ των οποίων ποσόν μεγαλύτερο των 14.639 δραχμών αντιστοιχεί σε τόκους, είναι αβάσιμος, καθόσον κρίσιμο μέγεθος ζημίας εν προκειμένω δεν είναι το αναφερόμενο στη μήνυση ή το παραπεμπτικό βούλευμα αλλά εκείνο που δέχθηκε κατά τα ανωτέρω η απόφαση. Η περαιτέρω, ενυπάρχουσα στα προεκτεθέντα, αιτίαση, ότι εσφαλμένα το Εφετείο υπολόγισε στην προσβαλλόμενη απόφαση το ποσόν της ζημίας στο προεκτεθέν ποσόν αντί ποσού μικρότερου των 50.000.000 δραχμών, δεν αποτελεί παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, καθόσον με την αιτίαση αυτή, προβαλλόμενη υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως της αποφάσεως, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ δύο λόγοι της ένδικης αιτήσεως, με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα προς τα ανωτέρω, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, συνακολούθως δε να απορριφθεί κατ' ουσίαν η αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 26 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως της 291/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, το ακροατήριό του στις 20 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή