Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2325 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Αναίρεση μερική, Κλοπή, Συρροή εγκλημάτων.




Περίληψη:
Κλοπή κατά συρροή, Πλαστογραφία (νόθευση εγγράφων) κατά συρροή. Πλήρης και σαφής αιτιολογία για κλοπή. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης ως προς πράξη κλοπής. Εσφαλμένη εφαρμογή διατάξεως περί πλαστογραφίας (ΠΚ 216 § 1). Η υπογραφή εξ υπ' αρχής και η συμπλήρωση των τυπικών στοιχείων της επιταγής αποτελεί την άλλη μορφή της καταρτίσεως πλαστού εγγράφου του σωρρευτικώς μικτού εγκλήματος της πλαστογραφίας. Έννομο συμφέρον του κηρυχθέντος ενόχου για πλαστογραφία, με τη μορφή της νοθεύσεως εγγράφου, κατηγορουμένου, προς άσκηση αναιρέσεως για μη ορθή του νόμου εφαρμογή. Δεκτή η αίτηση αναίρεσης για το λόγο αυτό ως προς τη β' πράξη. Αναιρεί για τη διάταξη της προσβαλλόμενης ως προς την πράξη αυτή. Επειδή το πλαίσιο ποινής είναι το αυτό και για τις δύο μορφές της πλαστογραφίας, κρατεί κατ' άρθρο 518 § 1 ΚΠΔ και δικάζει το ίδιο. Κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο καταρτίσεως πλαστών εγγράφων κατά συρροή.




Αριθμός 2325/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αρκουμάνη, περί αναιρέσεως της 9191/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Τζέλλη.
Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 513/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση, να κηρυχθεί ένοχος ο αναιρεσείων για τη χρήση πλαστών εγγράφων και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρ. 372 παρ. 1 ΠΚ, όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησία, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η αξία του αντικειμένου της κλοπής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασής της και εφόσον αυτή δεν χαρακτηρίστηκε ως κλοπή με αντικείμενο ιδιαιτέρας μεγάλης αξίας, πράγμα που αποτελεί επιβαρυντική περίσταση του εγκλήματος αυτού και κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, δεν απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός της αξίας του πράγματος που παράνομα αφαιρέθηκε. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αρ. 216 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση ίου εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση (παρ. 1). Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι καθιερώνονται δύο αυτοτελή εγκλήματα, δηλαδή ένα της πλαστογραφίας και άλλο της χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, ότι η χρήση του πλαστού εγγράφου, όταν τελείται από τον πλαστογράφο παύει να είναι αυτοτελές έγκλημα και καθίσταται επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας από το οποίο και απορροφάται και ότι αυτοτέλεια υπάρχει είτε αυτή έγινε από τρίτο είτε από τον πλαστογράφο, όταν όμως για οποιονδήποτε λόγο η πλαστογραφία μένει ατιμώρητη. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας θεσπίζεται ως σωρευτικώς μικτό, υπό την έννοια όχι οι περισσότεροι τρόποι πραγματώσεώς του, που αναφέρονται στο νόμο, δηλαδή, 1) η κατάρτιση πλαστού εγγράφου και 2) η νόθευση γνήσιου, δεν μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους και κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως. Κατάρτιση πλαστού εγγράφου, κατά την έννοια του άρ. 13 στοιχ. γ' του ΠΚ, υπάρχει όταν εξ υπαρχής συντίθεται έγγραφο, το οποίο το πρώτον διατυπώνεται από το ενεργητικό υποκείμενο και εμφανίζεται ότι προέρχεται από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα νόθευση συνιστά η αλλοίωση της έννοιας καταρτισμένου εγγράφου, του οποίου μεταβάλλεται το περιεχόμενο σε ορισμένα σημεία. Κάθε μια μορφή είναι ξεχωριστή και ιδιαίτερη, ανεξαρτήτως του ότι αφορούν και οι δύο έγγραφο. Η αντικειμενική υπόσταση ίων δύο μορφών δεν ταυτίζεται, ία δε δύο εγκλήματα διακρίνονται κατά την φύση και το είδος τους, δεδομένου ότι η νόθευση σε αντίθεση με την κατάρτιση, προϋποθέτει επέμβαση σε υφιστάμενο ήδη έγγραφο. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος του δράστη, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση (έστω και με την έννοια της αμφιβολίας) των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας και τη θέληση ή αποδοχή να συντελέσει με την ενέργειά του στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και επιπροσθέτου σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει άλλον με την χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή που είναι σημαντικά για τη δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει επίσης ότι το στοιχείο της παραπλανήσεως άλλου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες είναι αναγκαίο για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας και πρέπει όχι μόνο στο διατακτικό της αποφάσεως να περιλαμβάνεται, αλλά και στο αιτιολογικό να διαλαμβάνονται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η δυνατότητα της παραπλανήσεως για το γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, είναι δε αδιάφορο αν επήλθε το αποτέλεσμα αυτό ή όχι. Ως χρήση πλαστού εγγράφου νοείται κάθε ενέργεια που καθιστά τούτο προσιτό στο πρόσωπο, το οποίο επιδιώκει να παραπλανήσει ο χρήστης, με την παροχή σ' αυτόν ως δυνατότητας να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως, απαιτείται επί πλέον και ορισμένος σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) όπως στο έγκλημα της πλαστογραφίας, η αιτιολογία πρέπει εκτείνεται και στο σκοπό αυτό, στα μικτά δε εγκλήματα, όπως η πλαστογραφία, πρέπει να αναφέρεται στην αιτιολογία και ο συγκεκριμένος τρόπος (ένας εκ των δύο), με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 9.191/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "Ο κατηγορούμενος στην Αθήνα τον Αύγουστο 2002 και σε ημερομηνίες που δεν προσδιορίσθηκε επακριβώς, αφαίρεσε με σκοπό παράνομης ιδιοποιήσεως από το ατομικό μπλοκ επιταγών του μηνυτή ... που βρίσκονταν στην κατοικία του τελευταίου στην ... στο ... τις υπ' αριθμ.... επιταγές της EUBANK και τις υπ' αριθμ. ... επιταγές της ALFA BANK, που ανήκουν στον μηνυτή. Ακολούθως ο κατηγορούμενος στην Αθήνα στις 30/10/2002 νόθευσε την υπ' αριθμ. ... επιταγή της EUROBANK και ειδικότερα έθεσε σ'αυτή ως τόπο έκδοσης την Αθήνα, ως ημερομηνία έκδοσης την 30/10/2002, ως ποσό 24.000 ευρώ αριθμητικώς και ολογράφως και ως λήπτη τον Λ θέτοντας στη θέση του εκδότη υπογραφή δυσανάγνωστη. Την ίδια ημερομηνία στην ... ο κατηγορούμενος νόθευσε την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ALFA BANK και ειδικότερα έθεσε σ'αυτή ως τόπο έκδοσης την ..., ως ημερομηνία έκδοσης την 30/10/2002 ως ποσό 36.000 Ευρώ, αριθμητικώς και ολογράφως, σε διαταγή εμού του ιδίου, έθεσε δε σ'αυτή δυσανάγνωστη υπογραφή και το όνομα Χ στη θέση του εκδότη. Ακολούθως χρησιμοποίησε τις ανωτέρω πλαστογραφημένες επιταγές και ειδικότερα της μεταβίβασε στον Λ. Στις πράξεις του αυτές προέβη με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση της των επιταγών τρίτου, στις οποίες θα περιήρχοντο οι επιταγές ότι είναι έγκυρες έχουν εκδοθεί νόμιμα από τους φερόμενους εκδότες της και ότι ως εκ τούτου θα πληρωθούν κανονικά κατά την εμφάνισή της. Επομένως πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της κλοπής των επιταγών και πλαστογραφίας με χρήση (κατά συρροή) 2 επιταγών. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται πλήρως από τις καταθέσεις του μάρτυρα ... που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο και από τη χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα". Στη συνέχεια , το δικάσαν Δικαστήριο, τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κήρυξε ένοχο των αξιοποίνων πράξεων: α) της κλοπής και β) της νοθεύσεως εγγράφων κατά συρροή και ειδικότερα, του ότι: "Με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται από το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, Ειδικότερα: 1) Στην ... τον Αύγουστο 2002 και σε χρόνο που δεν προσδιορίστηκε με ακρίβεια αφαίρεσε ξένο ολικά κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Συγκεκριμένα αφαίρεσε από το σπίτι του παθόντος ... και από το ατομικό μπλοκ επιταγών τις με αριθμούς... και 9034881 επιταγές της Τράπεζας EUROBANK και τις με αρ. ... επιταγές της ALPHA BANK. Προέβη δε στην παραπάνω πράξη με σκοπό να ιδιοποιηθεί παράνομα τα πράγματα αυτά. 2) Στις Αθήνα 30/10/2002 νόθευσε έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, χρησιμοποίησε δε ο ίδιος το έγγραφο αυτό. Συγκεκριμένα: Α) νόθευσε την με αριθμό 9034884-2 επιταγή της Τράπεζας EUROBANK επί του ...λογαριασμού με πληρώτρια την Τράπεζα EUROBANK και έθεσε επ' αυτής τα εξής στοιχεία, "τόπος έκδοσης ..., ημερομηνία 30/10/2002, ποσό 24.000 ευρώ και ολογράφως είκοσι τέσσερις χιλιάδες ευρώ, σε διαταγή Λ". Έθεσε επίσης δυσανάγνωστη υπογραφή ως εκδότης, χρησιμοποίησε δε ο ίδιος τη νοθευμένη αυτή επιταγή και τη μεταβίβασε στον Λ. Β) νόθευσε την με αριθμό ... επιταγή της ALPHA BANK επί του ... λογαριασμού με πληρώτρια την Τράπεζα ALPHA BANK και έθεσε επ' αυτής τα εξής στοιχεία, "τόπος έκδοσης ΑΘΗΝΑ, ημερομηνία 30/12/2002, ποσό 36.000 ευρώ και ολογράφως τριάντα έξι χιλιάδες' ευρώ, σε διαταγή εμού του ιδίου". Έθεσε επίσης δυσανάγνωστη υπογραφή ως εκδότης και, αφού την οπισθογράφησε θέτοντας δυσανάγνωστη υπογραφή και το όνομα Χ, τη μεταβίβασε στον Λ. Στις παραπάνω πράξεις προέβη με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση των επιταγών τους τρίτους που θα συναλλάσσονταν μαζί του ότι οι επιταγές είναι έγκυρες, έχουν κυκλοφορήσει νόμιμα από τον φερόμενο ως εκδότη τους και ο ίδιος ως νόμιμος κομιστής τους τις μεταβιβάζει, επομένως θα πληρωθούν κανονικά κατά τη λήξη τους". Ακολούθως, το άνω Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών (αποτελούμενη από τη βασική ποινή φυλακίσεως των 10 μηνών, κατ' επαύξηση από τις συντρέχουσες ποινές κατά πέντε (5) μήνες), την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ΕΥΡΩ για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Ως προς την αξιόποινη πράξη της κλοπής κατά συρροή: Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, και 372 § 1 Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 9191/2007 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα - παρέστη δια πλ/σίου ο κατηγορούμενος-), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας... και την ανωμοτί κατάθεση του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος, Υ.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, ως προς την άνω πράξη, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής κατά συρροή, για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: 1) η αιτιολογία της αποφάσεως είναι εντελώς τυπική και πιστή αντιγραφή του διατακτικού, το οποίο είναι αντίγραφο του κατηγορητηρίου, καθόσον περιέχει εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τέτοια πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως. 2) Ότι δημιουργείται αντίφαση στην απόφαση εκ του ότι ως τόπος τελέσεως της κλοπής φέρεται η ..., ενώ γίνεται δεκτό ότι η αφαίρεση των εν λόγω επιταγών έγινε από την ευρισκόμενη στο ... οικία του παθόντος, διότι η αναφορά των Αθηνών ως τόπος τελέσεως έγινε με την ευρύτερη έννοια των περιοχών που περιλαμβάνονται στο λεκανοπέδιο Αθηνών και από αυτό δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την πράξη της κλοπής οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση ως προς το πιο πάνω κεφάλαιό της, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως προς το κεφάλαιό της που αναφέρεται στην αξιόποινη πράξη της κλοπής κατά συρροή.
Περαιτέρω, ως προς το μέρος της αιτήσεως με το οποίο ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως για την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως του άρθρου 216 § 1 ΠΚ, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένα υπάχθηκαν στη διάταξη περί νοθεύσεως εγγράφων, αντί αυτής περί καταρτίσεως πλαστών εγγράφων της διατάξεως ΠΚ 216 § 1, δεδομένου ότι εκτός των τυπικών στοιχείων των επιταγών που είχαν κλαπεί και συμπληρώθηκαν από τον κατηγορούμενο, τέθηκε και η υπογραφή του φερομένου ως εκδότη αυτών και έτσι, κατά τα προεκτεθέντα, εξ υπαρχής συντίθεται το, κατά την έννοια της Π.Κ. 13 στοιχ. γ', έγγραφο, το οποίο το πρώτον διατυπώνεται από το ενεργητικό υποκείμενο και εμφανίζεται ότι προέρχεται από τρίτο πρόσωπο με επακόλουθο την κατάρτιση πλαστού εγγράφου, ως την άλλη μορφή του σωρευτικώς μικτού εγκλήματος της πλαστογραφίας. Κατόπιν αυτών, είναι βάσιμος ο σχετικός αναιρετικός λόγος περί εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 216 § 1 ΠΚ και πρέπει ως προς αυτό να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, δεδομένου ότι χωρεί βελτίωση της κατηγορίας από αυτή της νοθεύσεως εγγράφων στην κατηγορία της καταρτίσεως πλαστών εγγράφων, έχει δε προς τούτο έννομο συμφέρον ο αναιρεσείων, πρέπει να δοθεί ο προσήκων χαρακτηρισμός στην παραπάνω αξιόποινη πράξη, δηλαδή, αυτός της καταρτίσεως πλαστών εγγράφων, πράξη για την οποία και πρέπει από το Δικαστήριο αυτό, κατά την ΚΠΔ 518 § 1, να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος (ΑΠ 195/1990 ΝοΒ 38.494). Εξάλλου, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση προς επιβολή ποινής, αφού και για τις δύο (2) πράξεις, δηλαδή, της πλαστογραφίας με κατάρτιση εξ υπαρχής πλαστού εγγράφου και της νοθεύσεως εγγράφων, προβλέπεται η αυτή ποινή κατά το ανώτερο και το κατώτερο όριό της, μέσα στο πλαίσιο της οποίας ήδη επιμετρήθηκε αυτή.
Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διάταξη της περί νοθεύσεως εγγράφων και, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, δοθεί ο προσήκων χαρακτηρισμός στην πράξη της παραβάσεως του άρθρου 216 § 1 ΠΚ, που κατηγορείται ο κατηγορούμενος, πρέπει κατ' άρθρο 518 § 1 ΠΚ, να κηρυχθεί ένοχος αυτός της καταρτίσεως πλαστών εγγράφων, κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Α) Αναιρεί την υπ' αριθμό 9.191/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, ως προς τη διάταξή της περί νοθεύσεως εγγράφων κατά συρροή.
Β) Κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο, Χ του ότι: στην ... στις 30/10/2002 κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, χρησιμοποίησε δε ο ίδιος τα έγγραφα αυτά. Συγκεκριμένα: α) Κατάρτισε τη με αριθμό ... πλαστή επιταγή της Τράπεζας EUROBANK επί του ... λογαριασμού με πληρώτρια την Τράπεζα EUROBANK και έθεσε επ' αυτής τα εξής στοιχεία, "τόπος έκδοσης ..., ημερομηνία 30/10/2002, ποσό 24.000 ευρώ και ολογράφως είκοσι τέσσερις χιλιάδες ευρώ, σε διαταγή Λ. Έθεσε επίσης δυσανάγνωστη υπογραφή ως εκδότης, χρησιμοποίησε δε ο ίδιος τη πλαστή αυτή επιταγή και τη μεταβίβασε στον Λ. β) Κατάρτισε τη με αριθμό ... πλαστή επιταγή της ALPHA BANK επί του ... λογαριασμού με πληρώτρια την Τράπεζα ALPHA BANK και έθεσε επ' αυτής τα εξής στοιχεία, "τόπος έκδοσης ΑΘΗΝΑ, ημερομηνία 30/12/2002, ποσό 36.000 ευρώ και ολογράφως τριάντα έξι χιλιάδες ευρώ, σε διαταγή εμού του ιδίου". Έθεσε επίσης δυσανάγνωστη υπογραφή ως εκδότης και, αφού την οπισθογράφησε θέτοντας δυσανάγνωστη υπογραφή και το όνομα Χ, τη μεταβίβασε στον Λ. Στις παραπάνω πράξεις προέβη με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση των επιταγών τους τρίτους που θα συναλλάσσονταν μαζί του ότι οι επιταγές είναι έγκυρες, έχουν κυκλοφορήσει νόμιμα από τον φερόμενο ως εκδότη τους και ο ίδιος ως νόμιμος κομιστής τους τις μεταβιβάζει, επομένως θα πληρωθούν κανονικά κατά τη λήξη τους.
Γ) Απορρίπτει την από 28 Φεβρουαρίου 2008 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (αρ. πρωτ. 1969/3-3-08) αίτηση του άνω κατηγορουμένου για αναίρεση της αυτής αποφάσεως, ως προς τη διάταξή της για την αξιόποινη πράξη της κλοπής επιταγών (2) κατά συρροή.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2009. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή