Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 186 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπεξαίρεση, Δόλος.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση αντικείμενου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Αιτιολογημένη καταδίκη. Όχι παράβαση εκ πλαγίου. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν είναι αναγκαία η συγκριτική αξιολόγηση και συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων και η αναφορά του τι προκύπτει από καθένα εξ αυτών. Επί της υπεξαιρέσεως δεν απαιτείται η ειδική αιτιολογία του δόλου ο οποίος ενυπάρχει στη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις που πλήττουν την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου




Αριθμός 186/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Hρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: ......, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Θεοδώρα Πέτρουλα-Πέτρου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1219/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Ευαγγέλου. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουνίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1213/2006.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά το άρθρο 375 παρ.1, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί αυτό παρανόμως κατά το χρόνο που βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Εξ άλλου έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπαγάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχεται στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις, ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το κατ' έφεση δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθησαν τα ακόλουθα: "... Η εγκαλούσα Ψ1 ήταν συγκυρία, μαζί με τους εξαδέλφους της, δύο συνεχόμενων οικοπέδων που βρίσκονταν στη λεωφόρο ..... και ήθελε να προχωρήσει στη διανομή τους. Το Σεπτέμβριο του έτους 2000 ο κατηγορούμενος αρχιτέκτονας, ο οποίος ήταν γνωστός του συζύγου της Σ1, της δήλωσε ότι μπορούσε να τακτοποιήσει το θέμα και άρχισε να της αποσπά τα κατωτέρω χρηματικά ποσά, προκειμένου δήθεν να προβεί στις κατωτέρω ενέργειες: α) στις 29-9-2000 775.000 δραχμές για εξόφληση υποχρεώσεων της εγκαλούσας στην Πολεοδομία, β) στις 25-10-2000 500.000 δραχμές για εξόφληση δαπανών Νομαρχίας, γ) στις 7-12-2000 285.000 δραχμές για έξοδα εγγραφής της ιδιοκτησίας της στο Υποθηκοφυλακείο, δ) στις 7-12-2000 285.000 δραχμές για εγγραφή στο κτηματολόγιο, ε) στις 7-12-2000 150.000 δραχμές για δύο παράβολα του Δημοσίου, στ) στις 13-12-2000 917.000 δραχμές για εξόφληση οφειλής στην Εφορία, ζ) στις 21-1-2000 100.000 δραχμές για προκαταβολή δικηγόρου, η) στις 21-12-2000 577.000 δραχμές για εξόφληση οφειλής στην Εφορία και θ) στις 28-12-2000 1.770.000 δραχμές για πληρωμή υπεραξίας για την παραίτηση επικαρπίας της Ψ1. Ο κατηγορούμενος όμως δεν προέβη σε καμία από τις πιο πάνω ενέργειες αλλά αντίθετα με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα τα προαναφερθέντα ξένα εν όλω κινητά πράγματα (χρήματα), τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του κατά τον ανωτέρω τρόπο και των οποίων η αξία ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Σαφής και κατηγορηματική για τα πιο πάνω είναι η κατάθεση της εγκαλούσας, η οποία καταθέτει επί πλέον ότι ο κατηγορούμενος της έδωσε να υπογράψει εν λευκώ κάποια έγγραφα, που όπως εκ των υστέρων αποδείχτηκε ήταν μία αίτηση προς την πολεοδομία και μία δήλωση αναθέσεως, τις οποίες αυτός συμπλήρωσε στη συνέχεια και ισχυριζόταν ότι η εγκαλούσα του είχε αναθέσει τη σύνταξη μελέτης για την ανέγερση οικοδομής, ενώ η ίδια ουδέποτε του είχε δώσει τέτοια εντολή. Η κρίση του δικαστηρίου για τα πιο πάνω ενισχύεται από την αναγνωσθείσα έκθεση ένορκης εξετάσεως του ήδη αποβιώσαντος συζύγου της εγκαλούσας Σ1 και από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρα κατηγορίας ....., δεν αναιρείται δε από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο ούτε από την από 28-12-2000 συνολική απόδειξη εισπράξεως του χρηματικού ποσού των 5.500.000 δραχμών (την οποία χορήγησε ο κατηγορούμενος στην εγκαλούσα και στην οποία αναγράφεται ότι το ποσό αυτό εισπράχθηκε "έναντι εξόδων, δαπανών και αμοιβών μελετών"), ενόψει του ότι η απόδειξη αυτή συντάχθηκε από τον ίδιο. Επίσης η ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου δεν αναιρείται από τα αναγνωσθέντα στατική μελέτη, τοπογράφηση και σχεδιαγράμματα (κατόψεις), αφού από πουθενά δεν προκύπτει ότι αυτά συντάχθηκαν κατόπιν εντολής της εγκαλούσας ή (κατά μείζονα λόγο) ότι παραδόθηκαν σ' αυτήν ή υποβλήθηκαν στην αρμόδια Πολεοδομία. Τέλος ο κατηγορούμενος με την απολογία του δεν έδωσε εύλογες και πειστικές εξηγήσεις για τις πιο πάνω πράξεις του. Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση η οποία του αποδίδεται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό...".
Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο Αθηνών ως προς το προαναφερθέν αδίκημα της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ποσού 5.500.000 δραχμών και στο διατακτικό του, που με το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε (15) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 του ΠΚ την οποία ορθώς εφάρμοσε χωρίς να την παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου. Η αιτίαση ότι δεν γίνεται στην απόφαση συγκριτική αξιολόγηση και συσχέτιση των μαρτυρικών καταθέσεων, της απολογίας του κατηγορουμένου και των αναγνωσθέντων εγγράφων, είναι αβάσιμη. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν απαιτείται, κατά τα προαναφερθέντα, η συγκριτική αξιολόγηση και συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων, παρεκτός του ότι στην προκείμενη περίπτωση από το σκεπτικό της αποφάσεως προκύπτει ότι το δικαστήριο ειδικώς αναφέρεται στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας (μάρτυρες υπερασπίσεως δεν εξετάσθηκαν) και από τα αναγνωσθέντα έγγραφα αναφέρεται στην από 28-12-2000 απόδειξη του κατηγορουμένου, τη στατική μελέτη, τοπογραφικό διάγραμμα και σχεδιαγράμματα, χωρίς από την ειδική μνεία των τελευταίων εγγράφων να προκύπτει ότι επιλεκτικώς εκτίμησε αυτά ενώ δεν λήφθηκαν υπόψη και αγνοήθηκαν τα λοιπά αναγνωσθέντα έγγραφα ούτε ότι δεν συνεκτιμήθηκε η απολογία του κατηγορουμένου, αφού το δικαστήριο αναφερόμενο σε αυτήν (απολογία) δέχεται ότι ο κατηγορούμενος δεν έδωσε εύλογες και πειστικές εξηγήσεις. Αβάσιμη επίσης είναι η αιτίαση ότι το σκεπτικό της αποφάσεως αποτελεί απλή επανάληψη και αντιγραφή του διατακτικού, αφού από την αντιπαραβολή αυτών προκύπτει ότι το δικαστήριο διέλαβε στο σκεπτικό δικές του σκέψεις στις οποίες στήριξε την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του. Περαιτέρω, επί του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, για την θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλή δολία προαίρεση του δράστη, για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν απαιτείται ειδική αιτιολόγηση του δόλου, αφού αυτός ενυπάρχει στην θέληση τέλεσης των πραγματικών περιστατικών τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Τέλος είναι αβάσιμη και απορριπτέα, ως επί αναληθούς προϋποθέσεως ερειδόμενη, η αιτίαση ότι το δικαστήριο δεν απάντησε επί αυτοτελών ισχυρισμών που υποβλήθηκαν με την από 6-2-2006 αίτησή του η οποία, υπό το τίτλο "ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ " εγχειρίσθηκε προς καταχώρηση στα πρακτικά, αφού από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως δεν προκύπτει ότι αναγνώσθηκε το προαναφερόμενο έγγραφο ούτε ζητήθηκε η ανάγνωση αυτού και το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί σχετικώς. Κατά συνέπεια οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε' του ΚΠΔ περί εσφαλμένης εφαρμογής και εκ πλαγίου παραβίασης της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 375 παρ.1 και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος αναφορικά με την αιτία για την οποία η εγκαλούσα έδωσε σ' αυτόν συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, είναι απαράδεκτες γιατί πλήττουν την περί πραγμάτων ανέλεγκτη διαφορετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, εφόσον ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως σχετικά με τις παραδοχές της και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1, η εσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών.
ΙΙ.- 'Ελλειψη ακροάσεως, η οποία δημιουργεί σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και θεμελιώνει, εφόσον δεν καλυφθεί, τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ αναιρετικό λόγο, υπάρχει όταν, κατά παράβαση των ορισμών του άρθρου 170 παρ.2 ΚΠοινΔ, το δικαστήριο της ουσίας παραλείπει να αποφανθεί σε υποβληθείσα αίτηση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου η οποία αναφέρεται στην άσκηση δικαιωμάτων παρεχόμενων σ' αυτόν από τον νόμο. Δεν υπάρχει έλλειψη ακροάσεως και δεν δημιουργείται ο από το άνω άρθρο αναιρετικός λόγος, όταν το δικαστήριο, χωρίς να αρνηθεί στον κατηγορούμενο ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του το δικαίωμα υποβολής ενστάσεων και αιτημάτων ή το δικαίωμα να αναπτύξει πλήρως τους ισχυρισμούς του, δεν υιοθετεί το περιεχόμενο των ισχυρισμών και της απολογίας του, ούτε και όταν αξιολογεί τις αποδείξεις κατά διαφορετικό τρόπο από εκείνον που τις αξιολογεί αυτός ή ο συνήγορός του. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων, με την επίφαση της έλλειψη ακροάσεως, ισχυρίζεται ότι ενώ στην απολογία του διέλαβε, μεταξύ των άλλων, ότι " ...Η δήλωση ανάθεσης είναι γραπτή σύμβαση έργου που μετά το πλαστογράφησαν με τον ...... Εγώ δεν έχω πλαστογραφήσει και δεν μπορεί αυτό το έντυπο να είναι λευκό..." το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του παρέλειψε να αποφανθεί εάν το συγκεκριμένο έγγραφο είναι αναγκαίο για την κρίση του και, χωρίς να διατάξει γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, χώρησε στην έκδοση της εναντίον του καταδικαστικής αποφάσεως. Υπό τα εκτεθέντα, δεν συντρέχει έλλειψη ακροάσεως και δεν επήλθε εντεύθεν ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ο δε σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου, διηγηματικώς στην απολογία του κατηγορουμένου γίνεται λόγος για πλαστότητα του εγγράφου της σύμβασης έργου, χωρίς παντάπασι να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η πλαστότητα και να αποδίδεται η πλαστότητα σε ορισμένο πρόσωπο, παραδεκτώς δε το δικαστήριο συνεκτίμησε το έγγραφο αυτό μαζί με τα άλλα αναγνωσθέντα.
Κατ' ακολουθίαν του ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμη και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και τη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ)


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-6-2006 αίτηση του κατηγορουμένου .......για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1219/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή