Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συρροή εγκλημάτων.
Περίληψη:
Ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση από κοινού (κατά συναυτουργία) και κατά συρροή. Ληστεία από κοινού κατά συρροή. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα και ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών από το άρθρ. 84 παρ. 2α΄ και ε΄ του ΠΚ.
Αριθμός 1955/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Θεοδώρα Γκοΐνη, Ανδρέα Τσόλια (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, περί αναιρέσεως της 197,198-2002/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενους τους Χ2 και Χ3, και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., ο οποίος δεν παρέστη.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1914/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Ειδικά προκειμένου περί εγγράφων, τα οποία περιλαμβάνονται κατά το άρθρο 178 περ. στ ΚΠοινΔ στα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει από την απόφαση, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, όλα τα έγγραφα που ρητώς αναφέρονται ότι ανεγνώσθησαν και όχι μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στην κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 ΠΚ, αφού από την αναγνώριση ή μη τέτοιων περιστάσεων εξαρτάται και η μείωση της προβλεπόμενης από την εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη ποινής. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' και ε' του ΠΚ προκύπτει ότι για να συντρέξουν οι προβλεπόμενες από τις περιπτώσεις αυτές ελαφρυντικές περιστάσεις, πρέπει ο υπαίτιος, αντίστοιχα? α) να έζησε έως το χρόνο που έλαβε χώρα το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή πρέπει ο έντιμος βίος να ανάγεται σε όλες τις μορφές της κοινωνικής συμπεριφοράς και β)να συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του.
Στην προκείμενη περίπτωση από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ανεγνώσθησαν χωρίς να προβληθεί αντίρρηση υπό ουδενός τα αναφερόμενα στις σελίδες 22-24 έγγραφα. Αρχικά τα με αριθμούς 1-35, στη συνέχεια δε τα με αριθμούς 1-9, τα οποία προσκόμισαν οι συνήγοροι υπερασπίσεως του αναιρεσείοντος και των λοιπών συγκατηγορουμένων του. Από τα έγγραφα αυτά που προσκόμισαν οι συνήγοροι υπερασπίσεως, τα τρία τελευταία, ήτοι? 7)η με αριθμ. πρωτ. 5640/2007 βεβαίωση της Κλειστής Φυλακής Πατρών, 8)Σελίδα από το βιβλίο μερίδων εργασίας της Κλειστής Φυλακής Κέρκυρας και 9)Απόσπασμα από το βιβλίο μερίδων εργασίας της Δικαστικής Φυλακής Θεσσαλονίκης, προσκομίστηκαν για λογαριασμό του αναιρεσείοντος από τη συνήγορό του.
Μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας η συνήγορος του αναιρεσείοντος ζήτησε να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις από το άρθρο 84 παρ.2 α, δ και ε του ΠΚ και μάλιστα επικαλέστηκε για το τελευταίο το σχετικό πιστοποιητικό της Δικαστικής Φυλακής Θεσσαλονίκης.
Στην προκείμενη περίπτωση από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 197,198,199,200,201 και 202/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά? "Οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, που είναι αδέλφια, είναι συγχωριανοί και φίλοι με τον τρίτο κατηγορούμενο και κατοικούσαν όλοι το έτος 1995 στο χωριό ..., ασχολούνταν δε οι δύο πρώτοι, με την κτηνοτροφία και ο τρίτος με την επισκευή μηχανημάτων. Στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας ο πρώτος κατηγορούμενος απασχολούσε έναν Αλβανό υπήκοο, ονόματι Α, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Ο τελευταίος κατά το μήνα Δεκέμβριο πρότεινε στον ανωτέρω κατηγορούμενο (πρώτο) να μεταφέρει με το αυτοκίνητό του έναντι αμοιβής δύο συμπατριώτες του, τον Β και τον Γ, στα Ελληνοαλβανικά σύνορα προκειμένου αυτοί να μεταβούν εν συνεχεία στην πατρίδα τους. Ο ως άνω κατηγορούμενος αποδέχθηκε την πρόταση αυτή και ακολούθως ήρθε σε επικοινωνία μαζί τους και καθόρισε τον τόπο και το χρόνο συνάντησης τους. Εν τω μεταξύ ο ανωτέρω κατηγορούμενος πληροφορήθηκε, ότι οι δύο Αλβανοί υπήκοοι θα είχαν μαζί τους μεγάλο χρηματικό ποσό, το οποίο προέρχονταν από την εργασία τους στην Ελλάδα καθώς και χρήματα από την εργασία των συμπατριωτών τους στην Ελλάδα, τα οποία, θα μετέφεραν στην Αλβανία σε συγγενείς τους και σκέφθηκε, αφού του ληστέψει να τους σκοτώσει και να κρύψει τα πτώματα αυτών, ώστε να μη αποκαλυφθεί η πράξη του. Τη σκέψη του αυτή μετέφερε στον αδελφό του και στο Χ1 και όλοι μαζί βρισκόμενοι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση αποφάσισαν από κοινού να τελέσουν τις πιο κάτω εγκληματικές πράξεις της ληστείας εις βάρος των δύο Αλβανών και της θανατώσεως αυτών. Για την πραγματοποίηση των ως άνω εγκληματικών πράξεων κατέστρωσαν το εξής σχέδιο. Ο πρώτος κατηγορούμενος ανέλαβε να επιβιβάσει τους δύο Αλβανούς υπηκόους στο ΙΧ φορτηγό αυτοκίνητό, τύπου ISUZU, με σκοπό δήθεν να τους μεταφέρει στη ... αλλά αντί να κατευθυνθεί προς τη ..., θα κατευθυνόταν προς το χωριό ..., σε ερημική τοποθεσία, την οποία γνώριζε. Ο Χ3 και ο Χ1 θα ακολουθούσαν με το ΙΧ αυτοκίνητο, τύπου AUDI, ιδιοκτησίας του Χ1 έχοντας μαζί τους, όπλα και όταν το αυτοκίνητο του Χ2 θα έφθανε σε συγκεκριμένο σημείο, ο Χ1 θα έκανε σινιάλο, με τα φώτα του αυτοκινήτου στον Χ2 να σταματήσει και προφασιζόμενος ο Χ3 και ο Χ1 ότι είναι αστυνομικοί, θα ακινητοποιούσαν τους δύο Αλβανούς δήθεν για έλεγχο και ακολούθως με τα όπλα που θα είχαν μαζί τους, θα τους σκότωναν. Πράγματι, κατά τις απογευματινές ώρες της 20-12-1995 ο Χ2 επιβίβασε στο αγροτικό ΙΧ αυτοκίνητό του, τους δύο Αλβανούς υπηκόους : Β, που γεννήθηκε στις ... και Γ, που γεννήθηκε στις ... μαζί με τις αποσκευές τους, για να τους μεταφέρει δήθεν στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Το ανωτέρω όχημα ακολούθησαν ο Χ3 και ο Χ1, επιβαίνοντες στο ΙΧΕ αυτοκίνητο, τύπου AUDI, ιδιοκτησίας του τελευταίου, το οποίο οδηγούσε ο ίδιος έχοντας εφοδιασθεί με μονόκανο κυνηγετικό όπλο ο Χ3 και μία επαναληπτική κυνηγετική καραμπίνα τύπου MAVERICK ο Χ1. Μετά το χωριό ... κινήθηκαν σε χωματόδρομο προς το χωριό ... . Εν τω μεταξύ είχε βραδιάσει και επικρατούσε σκοτάδι. Όπως είχαν προαποφασίσει, φθάνοντας σε ερημικό σημείο της ως άνω οδού ο Χ1 έκανε σινιάλο με τα φώτα του αυτοκινήτου του στον Χ2 να σταματήσει. Εκείνος ακινητοποίησε το αυτοκίνητό του και ακολούθως αποβιβάσθηκε από το αυτοκίνητο, ενώ το ίδιο έπραξαν και οι δύο αλλοδαποί. Τότε ο Χ3 και ο Χ1 αποβιβάστηκαν από το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν και έχοντας παρατεταμένα τα όπλα δηλαδή την κυνηγετική καραμπίνα ο Χ1 και το μονόκανο ο Χ3, προσποιούμενοι τους αστυνομικούς, ανάγκασαν τους δύο αλλοδαπούς να καθήσουν πρηνηδόν στο έδαφος για να τους υποβάλλουν δήθεν σε έλεγχο. Ακολούθως οι κατηγορούμενοι βρισκόμενοι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση πυροβόλησαν ο μεν Χ3 από απόσταση δύο περίπου μέτρων τον ένα αλλοδαπό και ο Χ1 από την ίδια απόσταση τον άλλον, χωρίς αυτοί να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση. Επειδή, όμως διαπίστωσαν ότι ο ένας αλλοδαπός και συγκεκριμένα εκείνος που είχε πυροβολήσει ο Χ3 είχε ακόμα τις αισθήσεις του και για το λόγο αυτό ο Χ2 παίρνοντας από τα χέρια του αδελφού του το όπλο, τον πυροβόλησε εκ νέου. Πριν ακόμη επέλθει ο θάνατός τους, οι κατηγορούμενοι από κοινού αφαίρεσαν από την κατοχή των αλλοδαπών το χρηματικό ποσό που αυτοί είχαν μαζί τους, ύψους 1.000.000 δρχ. περίπου καθώς και διάφορα αντικείμενα με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Εν συνεχεία τοποθέτησαν το σώμα του ενός αλλοδαπού στο πόρτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του Χ1 και το άλλο στην καρότσα του αυτοκινήτου του Χ2. Μάλιστα για να μην είναι ορατό το σώμα που έβαλαν στην καρότσα, τοποθέτησαν από πάνω του τα προσωπικά αντικείμενα των αλλοδαπών, σακκιά, δοχείο νερού και άλλα αντικείμενα. Κατόπιν μετέφεραν τα σώματα των δύο αλλοδαπών στο 4ο χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού ... και αφού τα πέταξαν στην πλαγιά, κατέβηκαν και αυτοί κάτω από τη γέφυρα και τα απέκρυψαν σε υπόγεια σήραγγα απορροής ομβρίων υδάτων. Αποτέλεσμα όλων των προαναφερομένων ενεργειών των κατηγορουμένων ήταν ο θάνατος των δύο αλλοδαπών, ο οποίος οφείλεται στα τραύματα που τους προξένησαν οι πυροβολισμοί των κατηγορουμένων, στην έλλειψη παροχής βοήθειας στη συνέχεια από τους κατηγορουμένους, οι οποίοι λόγω της προηγούμενης παράνομης συμπεριφοράς τους είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψουν την επέλευση του θανάτου των κατηγορουμένων και στην τοποθέτηση πάνω από το σώμα του αλλοδαπού, που είχαν βάλει στην καρότσα του αυτοκινήτου, διαφόρων αντικειμένων (δοχείων, σακκιών) εμποδίζοντας έτσι την αναπνοή του θύματος και τέλος στην απόρριψη των σωμάτων αυτών σε απόκρημνη περιοχή και την εγκατάλειψή τους στο σημείο εκείνο. Το ότι ο θάνατος των δύο αλλοδαπών επήλθε αργότερα και δεν ήταν ακαριαίος προκύπτει από τις από 19-2-1996 και από 23-5-1996 ιατροδικαστικές εκθέσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο ένας σκελετός, ο οποίος ανήκει στον Γ φέρει κάταγμα στη μετωπιαία χώρα, γεγονός το οποίο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το άτομο αυτό κτυπήθηκε στο κεφάλι, προφανώς κατά την πτώση του σώματος του από την καρότσα του αυτοκινήτου στην πλαγιά του δρόμου, ο δε άλλος σκελετός, ο οποίος ανήκει στον Β, δεν φέρει κατάγματα, φέρει όμως έντονη αιμοραγική διήθηση των περισσοτέρων οδόντων, η οποία οδηγείς σε βίαιο ασφυκτικό θάνατο, ο οποίος προήλθε από την τοποθέτησή του στην καρότσα με τον τρόπο που προαναφέρθηκε και τον εμπόδιζε να αναπνεύσει. Μετά την ολοκλήρωση του εγκληματικού τους σχεδίου οι κατηγορούμενοι κινήθηκαν με τα αυτοκίνητά τους σε ερημική περιοχή, όπου διεμοίρασαν τα χρήματα και τα λοιπά κινητά πράγματα λαμβάνοντας 300.000 δραχμές ο καθένας και επιπλέον ο Χ2 ένα αλυσσοπρίονο, ο Χ3 ένα κασσετόφωνο και ο Χ1 μία αντλία νερού, και μία γεννήτρια. Στις 17-2-1996 ο Δ, χημικός, ασχολούμενος με λατομεία και ορυχεία, βρέθηκε στην περιοχή ..., ψάχνοντας για ορυκτά κατάλληλα προς εκμετάλλευση, όπου εντόπισε στην υπόγεια σήραγγα ανθρώπινα οστά και ειδοποίησε την αστυνομία. Κατά τη διάρκεια των ερευνών βρέθηκαν τμήματα των δύο σκελετών καθώς επίσης και είδη ένδυσης αλλά δεν εντοπίσθηκε η ταυτότητα των δύο αλλοδαπών, επειδή ο πρώτος κατηγορούμενος φρόντισε να διαδοθεί στο χωριό, ότι οι δύο αλλοδαποί συνελήφθηκαν από αστυνομικά όργανα καθ' όσον προς τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα και ότι κρατούνται στις φυλακές, αποπροσανατολίζοντας την έρευνα των συγγενών των θυμάτων. Οι εγκληματικές ως άνω ενέργειες των κατηγορουμένων απεκαλύφθησαν το έτος 2004 κατά τη διάρκεια διενέργειας προανάκρισης εις βάρος του πρώτου κατηγορουμένου για την υπ'αυτού τέλεση της αναφερόμενης πιο κάτω εις βάρος του Ε ανθρωποκτονίας. Οι κατηγορούμενοι μη δυνάμενοι να αντικρούσουν τα εις βάρος τους αδιάσειστα στοιχεία ομολόγησαν τις ως άνω εγκληματικές πράξεις δηλ. της ανθρωποκτονίας των δύο αλλοδαπών, την οποία απεφάσισαν και εκτέλεσαν βρισκόμενοι σε ήρεμοι ψυχική κατάσταση και της ληστείας, διαφοροποιούμενοι μόνο ως προς τις μκρολεπτομέρειες τελέσεως των εγκλημάτων, οι οποίες όμως ουδεμία ουσιώδη επιρροή ασκούν στην προκειμένη περίπτωση, αφού αποδείχθηκε η με πρόθεση ανθρωποκτονία των ανωτέρω αλλοδαπών μετά και από σχέδιο που από κοινού κατάρτισαν οι κατηγορούμενοι. Ο ισχυρισμός που προβάλλει ο πρώτος κατηγορούμενος ότι τέλεσε τις πράξεις της ανθρωποκτονίας βρισκόμενος σε κατάσταση άμυνας αναιρείται από την απολογία του ίδιου του κατηγορουμένου, αλλά και των συγκατηγορουμένων του, οι οποίοι περιγράφοντες τις συνθήκες τελέσεως των εγκληματικών τους ενεργειών αναφέρουν ότι οι αλλοδαποί πυροβολήθηκαν καθ' όν χρόνον βρίσκονταν κάτω στο έδαφος, μετά από διαταγή του Χ3 και του Χ1, οι οποίοι προσποιήθηκαν τους αστυνομικούς. Ειδικότερα αυτοί απολογούμενοι ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατέθεσαν ο μεν πρώτος ότι "Αυτοί είχανε το όπλο και εμείς τους είπαμε να πέσουν κάτω... Ο Χ1 τους έρριξε, αυτοί γύρισαν, ο Χ3 έριξε στον αέρα. Τον άλλον τον τραυμάτισε ο Χ1 και εγώ σκότωσα τον άλλον" και ο δεύτερος Χ3 ότι "προσποιηθήκαμε ότι είμαστε αστυνομικοί... ο αδελφός μου τους είπε ότι θα είναι ο αδελφός μου και ένας φίλος μου. Τη στιγμή που πήγε στα πράγματα, αυτοί έβγαλαν το μονόκανο. Εμείς βγήκαμε έξω και παρόλο που είπε ότι θα είμαστε εκεί είπαμε Αστυνομία για να φοβηθούν... Ο Χ1 βγήκε με την καραμπίνα. "όταν σήκωσαν το μονόκανο, το πήραμε. 'Όταν είπαμε εμείς αστυνομία, το άφησαν κάτω", ενώ ο Χ1 επιβεβαιώνει ότι "Οι Αλβανοί ήταν καθιστοί". Κατά συνέπεια είναι απορριπτέος ο περί αμύνης ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορουμενος, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, ασχολείτο επαγγελματικά με την κτηνοτροφία, το μήνα Μάϊο του έτους 1996 προσέλαβε ως βοσκό για την περιποίηση και φύλαξη των ζώων του τον Αλβανό υπήκοο ΣΤ, γεννηθέντα το έτος 1976-1977 στο ... γνωστό στην περιοχή ως "ΣΤ1". Μετά πάροδο ολίγων ημερών και ενώ βρισκόταν μαζί με τον ανωτέρω αλλοδαπό στη στάνη, στη θέση "...", ...μετά από λογομαχία που είχαν ως προς τον τρόπο εργασίας, ο κατηγορούμενος βρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση πήγε στην καλύβα, που βρισκόταν σε απόσταση 10 μέτρων από το σημείο της εργασίας του και αφού πήρε το κυνηγετικό του όπλο, επέστρεψε και πυροβόλησε με αυτό μία φορά τον ανωτέρω στη θωρακική χώρα προκαλώντας του σωματικές κακώσεις, συνεπεία των οποίων και μόνο επήλθε ακαριαία ο θάνατός του. Στη συνέχεια τραβώντας το πτώμα από τα πόδια το μετέφερε πλησίον της στάνης. Εκεί, αφού έσκαψε, άνοιξε λάκκο μέσα στον οποίο τοποθέτησε το πτώμα και στη συνέχεια τοποθέτησε πάνω από το λάκκο μία λαμαρίνα, έτσι ώστε να μη ξεθάψουν το πτώμα τα σκυλιά και αποκαλυφθεί η εγκληματική του ενέργεια. Το πτώμα του αλλοδαπού, ανευρέθη το έτος 2004 μετά από υπόδειξη του εξεταζομένου ως μάρτυρος Χ3 κατά τη διενέργεια προανάκρισης εις βάρος του Χ2 για την τέλεση της αναφερομένης πιο κάτω ανθρωποκτονίας. Ο κατηγορούμενος επικαλέσθηκε επίθεση του αλλοδαπού ΣΤ με μαχαίρι εναντίον του, γεγονός που κατά τους ισχυρισμούς του έθεσε σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του και να αποτρέψει τον κίνδυνο αυτό αναγκάσθηκε να πυροβολήσει εναντίον του. 'Όμως ο ισχυρισμός του αυτός, εκτός του ότι δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο, καταρρίπτεται και από την απολογία του ίδιου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με την οποία "πήγα εγώ στην καλύβα, που ήταν στα 10 μέτρα, πήρα την καραμπίνα και την έρριξα". Αν πράγματι ο ΣΤ του είχε επιτεθεί με το μαχαίρι, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, δεν θα ανέμενε τον κατηγορούμενο να διανύσει 10 μέτρα για να μεταβεί στην καλύβα να πάρει το όπλο και να επιστρέψει, διανύοντας άλλα 10 μέτρα και να τον σκοτώσει. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ο περί αμύνης ισχυρισμός του κατηγορουμένου. Τέλος, από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκαν και τα ακόλουθα: Ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος διατηρούσε με τη Η ερωτικό για ένα περίπου έτος, από τις αρχές του έτους 2004 συμβίωνε μαζί της σε ιδιόκτητο διαμέρισμα της τελευταίας στα ... . Στα μέσα Απριλίου 2004, η Η διέκοψε τον ερωτικό της δεσμό με τον κατηγορούμενο, εγκατέλειψε το διαμέρισμα της στη ... και εγκαταστάθηκε στην οικία των γονέων της στο ... . Ο κατηγορούμενος μη αποδεχόμενος την απόφασή της αυτή, της τηλεφωνούσε συνέχεια, ζητώντας της να συνεχισθεί η σχέση τους. κατά τις απογευματινές ώρες της 2-5-2004 σε τηλεφωνική επικοινωνία τους συμφώνησαν να συναντηθούν τα μεσάνυκτα σε συγκεκριμένη θέση της περιοχής ... . Στην ανωτέρω συνάντηση θα παρευρίσκονταν και τα αδέλφια της Θ και Ι. Ο κατηγορούμενος θεωρώντας ότι είχε πληγωθεί ο ανδρικός του εγωϊσμός, αποφάσισε να απαγάγει τη Η και να σκοτώσει τον οποιοδήποτε έφερε αντίρρηση στην ενέργειά του αυτή. Για το λόγο αυτό, πριν μεταβεί στη σημείο συνάντησης, πήρε από το σπίτι του το με αριθμό ..... ημιαυτόματο λειόκαννο όπλο (καραμπίνα) διαμετρήματος (GAUGE) 12, του πατέρα του, καθώς και ένα μονόκανο όπλο και τα τοποθέτησε στο αυτοκίνητό του. Ακολούθως, περί ώρα 21.30 με 22 μετέβη στην οικία του Κ, κατοίκου ..., από τον οποίο ζήτησε να του δανείσει σφαίρες, προφασιζόμενος ότι θέλει να προστατέψει τα ζώα του. Ο ανωτέρω πείστηκε και του έδωσε έξι σφαίρες. Με πέντε από αυτές τις σφαίρες ο κατηγορούμενος όπλισε την καραμπίνα πριν την τοποθετήσει στο πόρτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Ακολούθως μετέβη στο στάβλο του πατέρα του και τον βοήθησε στη φροντίδα των ζώων του. Μετά τα μεσάνυχτα απεχώρησε από τον στάβλο και επέστρεψε στο σπίτι του στο χωριό. Μετά τις 01.00' της 3-5-2004, μίλησε τηλεφωνικά με τη Η, η οποία του είπε ότι βρίσκονται στο σημείο, όπου είχε κανονιστεί η συνάντησή τους και έφυγε από το σπίτι του κατευθυνόμενος προς το σημείο εκείνο. 'Όταν έφθασε εκεί συνομίλησε για λίγη ώρα με τη Η και ακολούθως της ζήτησε να πάει μαζί του. Τόσο η ίδια, όσο και τα αδέλφια της, αντέδρασαν και συμφώνησαν να μεταβούν όλοι μαζί στο σπίτι της οικογένειας Η-Θ-Ι στον ... . Πράγματι, η Η και ο Ι επιβιβάστηκαν στο με αριθμό κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο, τύπου GOLF, που οδηγούσε ο αδελφός τους Θ και ο κατηγορούμενος στο δικό του ΙΧΕ αυτοκίνητο, με αριθμό κυκλοφορίας ..... εργοστασίου κατασκευής OPEL, τύπου ASKONA και ξεκίνησαν για το Λαγκαδά. Προπορεύτηκε ο κατηγορούμενος με το αυτοκίνητό τους και ακολουθούσε ο Θ με το δικό του αυτοκίνητο. 'Οταν τα δύο οχήματα έφθασαν στο 2ο χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού ... και ενώ η ώρα ήταν 2.30' περίπου, ο Χ2, ακινητοποίησε το αυτοκίνητό του επί της οδού, οπότε βλέποντας αυτή την κίνηση ο Θ ακινητοποίησε και αυτός το δικό του όχημα, στο άκρο δεξιό του οδοστρώματος και εξήλθε αυτού για να δει τι συμβαίνει. Τότε ο κατηγορούμενος, βρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, αφού πήρε στα χέρια του την μία καραμπίνα, την οποία έφερε παράνομα μαζί του, εξήλθε του αυτοκινήτου και κατευθύνθηκε προς το Θ, ο οποίος στεκόταν όρθιος δίπλα στην πόρτα του οδηγού. Αφού τον πλησίασε, τον σκόπευσε, από απόσταση ενός μέτρου και πενήντα εκατοστών του μέτρου και τον πυροβόλησε στη θωρακική χώρα, δύο φορές με σκοπό να τον σκοτώσει. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς την πλευρά του συνοδηγού, όπου καθόταν ο Ι, ο οποίος βλέποντας τον κατηγορούμενο να κινείται προς το μέρος του, έκλεισε την πόρτα του συνοδηγού και κρατώντας την πόρτα εμπόδισε τον κατηγορούμενο να την ανοίξει. Τότε ο κατηγορούμενος σκόπευσε τον Ι από πολύ μικρή απόσταση τρεις φορές στην αριστερή θωρακική χώρα. Από τους πυροβολισμούς που δέχθηκε ο Ι υπέστη διαμπερές τραύμα στο κάτω τριτημόριο του δεξιού βραχίονα με πύλη εισόδου στην έσω επιφάνεια του βραχίονα και έξοδο στην έξω επιφάνεια, τραύμα στο αριστερό ημιθωράκιο, στην πρόσθια επιφάνεια της αριστερής ωμικής χώρας, στην έξω επιφάνεια της αριστερής ωμικής χώρας, δύο μικρά τραύματα έσωθεν όλων των άλλων τραυμάτων προς το στέρνο και τραύμα του δέρματος στη ράχη παρασπονδυλικά στο ύψος του 8ου θωρακικού σπονδύλου. Επίσης υπέστη βαρειά τραυματική ρήξη στον άνω και κάτω λοβό του αριστερού πνεύμονα και εκτεταμένη τραυματική ρήξη της καρδίας, κυρίως των αριστερών κοιλοτήτων αυτής. Από τα προαναφερόμενα τραύματα και μόνο επήλθε ο θάνατός του, ο οποίος σύμφωνα και με την αριθμ. 1099/3-4-2004 ιατροδικαστική έκθεση, του εργαστηρίου ιατροδικαστικής και τοξικολογίας του ΑΠΘ, οφείλεται σε μεγάλη αιμορραγία, συνεπεία ρήξεων του αριστερού πνεύμονα και της καρδίας. Ο Θ, από τους πυροβολισμούς που δέχθηκε, υπέστη τραύμα πρόσθιας επιφάνειας άνω ημιμορίου του προσθίου θωρακικού τοιχώματος, τραύμα έξω επιφανείας άνω ημιμορίου δεξιού βραχίονος, τα οποία έγιναν από μία βολή με κατεύθυνση από αριστερά προς τα δεξιά. Υπέστη επίσης τραύμα στην έξω επιφάνεια του αριστερού λαγονίου, στο ύψος της πρόσθιας λαγονίου ακάνθης. Τα σκάγια διαπέρασαν τα μαλακά μόρια της κοιλίας, τραυματίζοντας τους μυς και το οστούν στο θυροειδές τμήμα. (βλ. την από 1100/25-5-2004 ιατροδικαστική έκθεση του εργαστηρίου ιατροφικαστικής και τοξικολογίας του ΑΠΘ). Ο ανωτέρω μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Θεσσαλονίκης "ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ", όπου και αντιμετωπίσθηκαν αμέσως τα τραύματά του και έτσι αποφεύχθηκε ο θάνατός του. Αποτέλεσμα των σωματικών κακώσεων που επέφεραν οι πυροβολισμοί του κατηγορουμένου στο Ι ήταν ο ακαριαίος θάνατός του, τον οποίο επεδίωκε ο κατηγορούμενος. Οι σωματικές κακώσεις όμως που υπέστη ο Θ από τους πυροβολισμούς που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο δεν επέφεραν το θάνατό του, παρότι αυτό το αποτέλεσμα επεδίωκε και τούτο, διότι μεταφέρθηκε άμεσα στο "ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ" νοσοκομείο, όπου του παρασχέθηκε η αναγκαία ιατρική φροντίδα και βοήθεια και εξ αυτής δεν επήλθε ο θάνατός του, τον οποίον, όπως προαναφέρθηκε, επεδίωκε ο κατηγορούμενος. Ο κατηγορούμενος δεν αρνήθηκε ότι τέλεσε τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας και της απόπειρας ανθρωποκτονίας, ισχυρίσθηκε όμως ότι τέλεσε τις πράξεις αυτές βρισκόμενος σε κατάσταση μέθης, η οποία επέφερε σημαντική μείωση στην ικανότητά του προς καταλογισμό. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος διότι καταρρίπτεται από τις περιγραφόμενες ως άνω συνθήκες τελέσεως του αδικήματος και ιδιαίτερα από την ίδια τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου κατά το χρόνο τέλεσης των εγκλημάτων και στη συνέχεια από την προσπάθειά του να αποφύγει τη σύλληψή του αλλά και από τον τρόπο με τον οποίον μεθόδευσε τις εγκληματικές του ενέργειες που αποδεικνύουν την αναλήθεια του ισχυρισμού του και συγκεκριμένα αυτός πριν μεταβεί στο στάβλο, φρόντισε να εφοδιασθεί με όπλα και φυσίγγια με τον τρόπο που προαναφέρθηκε. Δεν πυροβόλησε εναντίον των αδελφών Θ-Ι κατά την άφιξή του στο σημείο συνάντησης, διότι κατά το χρόνο εκείνο τον ανέμεναν, τον είδαν να πλησιάζει και ίσως είχαν και το χρόνο να αντιδράσουν σε κάποια ενέργειά του, ενόψει του ότι ήταν μόνος του και από την άλλη πλευρά τρεις. Συμφώνησε να κινηθούν όλοι μαζί στο ..., προπορεύτηκε του άλλου αυτοκινήτου και πριν φθάσουν στο ..., ακινητοποίησε το όχημά του στο άκρο του δρόμου. Με τον τρόπο αυτό δεν κίνησε καμμία υποψία, διότι είναι λογικό οι ακολουθούντες αυτόν να πίστεψαν ότι κάτι θέλει να τους πει και για το λόγο αυτό σταμάτησαν και μάλιστα ο Θ εξήλθε του αυτοκινήτου του. Πυροβόλησε και τα δύο θύματα από πολύ μικρή απόσταση, με απανωτές βολές, σε καίρια σημεία του σώματός του, γεγονός που αποδεικνύει αποφασιστικότητα, πλήρη διαύγεια νου και καλή φυσική κατάσταση σώματος. Ακολούθως, αφού πήρε μαζί του τη Η απομακρύνθηκε από τον τόπο του ατυχήματος οδηγώντας με ταχύτητα το αυτοκίνητό του διανύοντας σε 6 σκοτεινούς χωματόδρομους μεγάλη απόσταση μέχρι το ερημικό σημείο, όπου το εγκατέλειψε, καταφέροντας να διαφύγει τη σύλληψη. Και ναι μεν ο μάρτυρας Μ κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος επισκέφθηκε περί την 10 βραδινή το κέντρο νεότητος βρισκόμενος σε κατάσταση πλήρους μέθης και ήπιε βότκα και ότι ενώ ο ίδιος απεχώρησε περί τις 10.20 ο κατηγορούμενος παρέμεινε εκεί. Η κατάθεσή του όμως αυτή είναι αντιφατική με όσα ο ίδιος κατέθεσε ως προς το χρόνο αποχωρήσεως του κατηγορουμένου στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε ότι "όταν έφυγα εγώ στις 12.00 ήταν ακόμη εκεί". Εκτός όμως αυτού η ανωτέρω κατάθεση έρχεται σε αντίθεση και με: α) την κατάθεση της μάρτυρος Η, που κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν μεθυσμένος και β) την κατάθεση του μάρτυρος Κ, συγγενούς τον κατηγορουμένου, που κατέθεσε ότι ο τελευταίος, όταν του επισκέφθηκε στο σπίτι του στις 9.00 με 9.30 της 2-5-2004 για να ζητήσει φυσίγγια που χρησιμοποίησε τη νύκτα που επηκολούθησε για την ανθρωποκτονία και την απόπειρα ανθρωποκτονίας δεν ήταν πιωμένος αλλά ήταν μια χαρά και φυσιολογικός. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο κρίνει ότι ο κατηγορούμενος σκότωσε τον Ι και αποπειράθηκε να σκοτώσει το Θ, έχοντας ανθρωποκτόνο δόλο, αφού πυροβόλησε τα θύματά του από πολύ κοντινή απόσταση και σε καίρια σημεία του σώματός τους και ειδικότερα πυροβόλησε το Θ από απόσταση 1,5 μέτρο περίπου στη θωρακική και κοιλιακή χώρα και τον Ι από απόσταση μικρότερη του μέτρου, ενώ αυτός βρισκόταν στη θέση του συνοδηγού του αυτοκινήτου του αδελφού του, σημαδεύοντάς τον στη θωρακική χώρα, βρισκόταν δε ο κατηγορούμενος τόσο κατά το χρόνο που αποφάσισε την τέλεση των ανωτέρω εγκλημάτων όσο και κατά το χρόνο τέλεσης αυτών σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Τέλος αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος Χ2 αμέσως μετά τη δολοφονία του Ι και την απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του Θ, ανάγκασε με τη βία την Η να εξέλθει από το με αριθμό ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο, στο οποίο, όπως προαναφέρθηκε, επέβαινε και συγκεκριμένα, αφού έριξε προς τα εμπρός το κάθισμα του οδηγού, την τράβηξε με τη βία προς τα έξω, κτυπώντας την ταυτόχρονα με γροθιά στο αριστερό μάτι και εξυβρίζοντάς της με τις λέξεις "καριόλα, πουτάνα". Η ανωτέρω, στην προσπάθειά της να ξεφύγει, κατάφερε να του αποσπάσει την καραμπίνα, την οποία αφού πέταξε σε παρακείμενο αγρό, έτρεξε προς το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου και αφού το ασφάλισε προσπάθησε να θέσει σε λειτουργία τη μηχανή και να φύγει. Ο κατηγορούμενος όμως έσπασε με το χέρι του το τζάμι από το παράθυρο του οδηγού και αφού την έσπρωξε προς τη θέση του συνοδηγού, έθεσε σε λειτουργία τη μηχανή του αυτοκινήτου και κάνοντας αναστροφή κινήθηκε προς το χωριό ... . Αντιλαμβανόμενος σε κάποιο σημείο ότι τον ακολουθεί κάποιο άλλο όχημα, πιθανόν όχημα της αστυνομίας, έσβησε τα φώτα του αυτοκινήτου του και κινήθηκε στα σκοτεινά σε χωματόδρομο. Ενώ βρισκόταν στο χωματόδρομο προς την τοποθεσία "..." είδε εκ νέου φώτα αυτοκινήτου. Τότε, αφού είπε στη Η να είναι έτοιμη να πηδήξει από το αυτοκίνητο αν χρειαστεί, αύξησε την ταχύτητα του αυτοκινήτου του και εισήλθε σε ένα στενότερο χωματόδρομο, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, να εξέλθει του οδοστρώματος και να πέσει το αυτοκίνητό του σε παρακείμενους θάμνους. Αμέσως κατέβηκε από το αυτοκίνητο και παίρνοντας μαζί του το μονόκανο όπλο που έφερε παράνομα μαζί του και που είχε μέσα στο αυτοκίνητό του, απείλησε τη Η, ότι θα τη σκοτώσει αν τυχόν φώναζε και την ανάγκασε να τον ακολουθήσει με τη βία λέγοντας της να κάνει ότι αυτός της έλεγε. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά την περιοχή, κινήθηκε από μονοπάτια που γνώριζε, στην προσπάθειά του να αποφύγει τη σύλληψη. Κατά τη διάρκεια της νύκτας περπατούσαν μέσα στο δάσος και όταν άρχισε να ξημερώνει κρύφτηκαν ανάμεσα σε δέντρα. Την επόμενη ημέρα 3-5-2004 εξακολούθησε να μένει κρυμμένος στα δένδρα, έχοντας πάντα μαζί του, χωρίς τη θέλησή της τη Η, απειλώντας την με το μονόκανο όπλο και λέγοντάς της ότι "αν κάνει πως φεύγει θα σου την ανάψω". Κατά τη διάρκεια της νύκτας, έχοντας πάντα μαζί του τη Η κινούνταν είτε προς κάποια στέρνα για νερό ή σε κάποια απόμερη οικία, όπου διέμεναν ηλικιωμένα άτομα, για να προμηθευτεί τρόφιμα. Από κάποια οικία μάλιστα, κατά τη διάρκεια της τρίτης ημέρας, αφαίρεσε ένα μαχαίρι, το οποίο στη συνέχεια έφερε πάντα μαζί του και απειλούσε με αυτό τη Η, εξαναγκάζοντάς την να μένει χωρίς τη θέλησή της μαζί του. Τα ξημερώματα της τέταρτης ημέρας, δηλ. στις 6-5-2004 ο κατηγορούμενος έκρυψε το μονόκανο όπλο του σε μία τοποθεσία του χωριού ..., και περί ώρα 09.00 πρωϊνή είπε στη Η, ότι είναι ελεύθερη να φύγει. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο κρίνει ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα της αρπαγής αφού αυτός από τις 02.30' της 3-5-2004 μέχρι και ώρα 09.00' της 6-5-2004, με βία και απειλή βίας απήγαγε αρχικά και κατακράτησε παράνομα στη συνέχεια τη Η, με τρόπο ώστε, αυτή να στερείται της προστασίας της πολιτείας, αφού καθ'όλο αυτό το χρονικό διάστημα της στέρησε την ελευθερία της, κρατώντας την υπό τη φυσική του εξουσία, χωρίς τη θέλησή της, υποχρεώνοντάς την με σωματική βία και με απειλή βίας, αφού είχε στην κατοχή του ένα μαχαίρι και το μονόκανο όπλο, το οποίο πρόβαλε επανειλημμένα απειλητικά προς το μέρος της, να τον ακολουθεί και να βρίσκεται συνέχεια μαζί του στη δασώδη περιοχή πέριξ αλλά και εντός του χωρίου ..., αδυνατώντας η ανωτέρω να επικαλεστεί την προστασία της πολιτείας και περιάγοντας κατά τον τρόπο αυτό την ανωτέρω σε κατάσταση ομηρίας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι καθ' όλη τη διάρκεια της πιο πάνω παράνομης κατακράτησής της την χτυπούσε με πρόθεση με τα χέρια του σε διάφορα σημεία του σώματός της, προκαλώντας της θλαστική εκχύμωση του κάτω βλεφάρου, του αριστερού οφθαλμού και της αριστερής ζυγωματικής χώρας, θλάση του τριχωτού της κεφαλής κατά το θόλο αυτής, θλαστική εκχύμωση κατά τη μεσότητα του άνω χείλους του στόματος, θλάση του αριστερού αγκώνα, θλαστική εκχύμωση κίτρινης χροιάς κατά τη μεσότητα του δεξιού βραχίονα, γραμμοειδείς εκδορές αριστερού κοιλιακού τοιχώματος, θλαστικό οίδημα της ραχιαίας επιφάνειας της ρινός μετά άλγους της περιοχής, θλαστική εκχύμωση κατά την έσω επιφάνεια του δεξιού γονάτου (βλ. την από 7-5-2004 ιατροδικαστική έκθεση). Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πλήρως αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι διέπραξαν τα παρακάτω εγκλήματα, για τα οποία πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, ήτοι ο πρώτος κατηγορούμενος του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας εις βάρος των τριών αλλοδαπών Β, Γ, ΣΤ, καθώς και εις βάρος του Ι, της απόπειρας ανθρωποκτονίας εις βάρος του Θ, της ληστείας εις βάρος των δύο πρώτων ως άνω αλλοδαπών, της αρπαγής, της παράνομης οπλοφορίας κατά συρροή (ημιαυτόματο λειόκαννο όπλο (καραμπίνα), μονόκανο όπλο, μαχαίρι) και της οπλοφορίας κατά συρροή, ο δεύτερος κατηγορούμενος του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας εις βάρος των δύο πρώτων ως άνω αλλοδαπών και της ληστείας εις βάρος αυτών και ο τρίτος κατηγορούμενος του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας εις βάρος ωσαύτως των δύο ως άνω αλλοδαπών και της ληστείας εις βάρος αυτών. Το Δικαστήριο ομόφωνα κρίνει ότι πρέπει να αναγνωρισθεί στο δεύτερο κατηγορούμενο Χ3 το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας, διότι κατά το χρόνο τέλεσης των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων αυτός είχε συμπληρώσει το 15ο έτος, όχι όμως και το 21ο έτος της ηλικίας του, το οποίο του ανεγνωρίσθη και πρωτοδίκως. Το αίτημα του κατηγορουμένου Χ1 για αναγνώριση υπέρ αυτού του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μεταμελείας (άρθρο 84 παρ.2 δ ΠΚ) πρέπει να απορριφθεί ως κατ'ουσίαν αβάσιμο. Και τούτο διότι μόνη η επίκληση συγγνώμης τον κατηγορούμενο δεν αρκεί για να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό αυτό, αφού δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η συγγνώμη αυτή, ήταν ειλικρινής, ούτε αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος επεδίωξε να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του. Τουναντίον από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι αυτός από της τελέσεως των ως άνω αξιοποίνων πράξεων (1995) μέχρι το έτος 2004, ήτοι επί εννέα συνεχή έτη απεσιώπησε τις ως άνω εγκληματικές πράξεις, τις οποίες αναγκάσθηκε να ομολογήσει μόνον όταν προέκυψαν εις βάρος του αδιάσειστα στοιχεία περί της υπ'αυτού τελέσεως των ως άνω αξιοποίνων πράξεων. Αλλά και το αίτημα με το οποίο ζητεί να αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ (προτέρου εντίμου βίου) πρέπει να απορριφθεί κατά πλειοψηφία ως κατ'ουσίαν αβάσιμο, διότι δεν αποδείχθηκαν θετικά στοιχεία ικανά να χαρακτηρίσουν έντιμη την ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική του ζωή. Και είναι αληθές ότι ο μάρτυρας Λ κατέθεσε αορίστως, ότι δεν υπήρξε παραβατικότητα εκ μέρους του κατηγορουμένου, πλην όμως η κατάθεση του αυτή δεν είναι πειστική, εφόσον δεν αναφέρει πραγματικά περιστατικά πριν την τέλεση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων, που να αποδεικνύουν ότι η ζωή του άνω κατηγορουμένου ήταν έντιμη. Το αντίθετο προκύπτει από το αποδειχθέν γεγονός, ότι αυτός συναναστρεφόταν τον πρώτο κατηγορούμενο, έναν αδίστακτο και επικίνδυνο εγκληματία, του οποίου η κοινωνική συμπεριφορά πριν την τέλεση των ως άνω εγκληματικών του πράξεων ήταν βίαιη, αφού χειροδικούσε εις βάρος της μνηστής του. Ανεξαρτήτως όμως των ανωτέρω αποδείχθηκε, ότι ο εγκληματικός χαρακτήρας του κατηγορουμένου εκδηλώθηκε σε νεαρή ηλικία, ήτοι σε ηλικία μόλις 23 ετών, με αποτέλεσμα η προηγούμενη διάρκεια της ζωής του να μην είναι αρκετή να εκδηλώσει τις εγκληματικές του διαθέσεις, έτσι ώστε να μη δύναται να κριθεί εάν η ζωή του ήταν έντιμη το χρόνο που προηγήθηκε. Τέλος και το αίτημα για αναγνώριση του ελαφρυντικού της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ.2 δ' ε' ΠΚ) πρέπει κατά πλειοψηφία να απορριφθεί ως κατ'ουσίαν αβάσιμο, διότι ναι μεν η συμπεριφορά του, όπως κατέθεσαν οι μάρτυρες υπερασπίσεως, ήταν γενικά καλή μετά τη διάπραξη του αποτρόπαιου αυτού εγκλήματος, πλην όμως αυτή ήταν προσχηματική. Και τούτο για να μη δημιουργηθούν υπόνοιες στους συγχωριανούς του, μεταξύ των οποίων εγένοντο συζητήσεις περί των πιθανών δραστών των ως άνω εγκληματικών πράξεων, χωρίς ουδείς να τολμήσει να καταγγείλει τους κατηγορουμένους, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων και αποκαλυφθεί έτσι ότι αυτός είναι ένας εκ των δραστών των ως άνω αξιοποίνων πράξεων, τις οποίες, όπως αποδείχθηκε, δεν ομολόγησε οικεία βουλήσει, αλλά υπό το κράτος των αποκαλυφθεισών εις βάρος του συντριπτικών στοιχείων μετά την απολογία του συγκατηγορουμένου του Χ3, ο οποίος υπέδειξε αυτόν, ως ένα εκ των δραστών των ως άνω εγκλημάτων. Αλλά και το γεγονός ότι συμπεριφέρθηκε καλά στη φυλακή δεν αρκεί για να του χορηγηθεί το ελαφρυντικό αυτό (ΑΠ 2036/2001 ΠοινΔικ. 2000-462), διότι η συμπεριφορά του στη φυλακή δεν είναι συνέπεια ελεύθερης επιλογής του αλλά εξαναγκασμένης συμμόρφωσής τους προς τους κανόνες των κρατουμένων στη φυλακή (ΑΠ 373/2003 Ποιν. Λόγος Γ-348, ΑΠ 1690/2003 ΠΔ 2004-231). Εξάλλου η καλή συμπεριφορά του στη φυλακή δεν εκτείνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα σε σχέση με τη βαρύτητα της πράξης που τέλεσε".
Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: "1. Ενεργώντας από κοινού με τους συναυτουργούς φίλους του, αδελφούς Χ2 και Χ3 και ευρισκόμενοι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση συναποφάσισαν και σκότωσαν άλλους. Ειδικότερα, στο ..., σε μη διακριβωθείσες ημερομηνίες, πάντως ολίγες ημέρες πριν την 20η.12.1995, σε επανειλημμένες συναντήσεις και συζητήσεις που είχε με τους συναυτουργούς φίλους του αδελφούς Χ2 και Χ3, ευρισκόμενος, τόσο ο ίδιος, όσο και οι συναυτουργοί του σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, συναποφάσισαν να σκοτώσουν τους αλβανούς υπηκόους Β και Γ, γνωστούς ως Β1 και Γ1, προκειμένου να αφαιρέσουν τα χρήματα και τα λοιπά κινητά τους για να τα διανείμουν μεταξύ τους, καθόσον ήδη γνώριζαν ότι αυτοί είχαν πληρωθεί εσχάτως για την εργασία τους και σκόπευαν να μεταβούν στην Αλβανία, μεταφέροντας ταυτόχρονα και χρήματα συμπατριωτών τους. Τοιουτοτρόπως κατέστρωσαν το εξής λεπτομερές σχέδιο, κατανέμοντας συνάμα τους επί μέρους για τον καθένα τους, ρόλους προς επίτευξη του σκοπού τους: Με το πρόσχημα ότι ο Χ2 θα μετέφερε με το αυτοκίνητό του τους ως άνω αλβανούς υπηκόους αντί αμοιβής τριάντα χιλιάδων (30.000) δραχμών, στη ..., προκειμένου να μεταβούν περαιτέρω στην Αλβανία, συναποφάσισαν ο Χ2 να τους οδηγήσει σε ερημική περιοχή του χωριού ..., την οποία γνώριζε από το παρελθόν, και αφού προσέλθουν στον ίδιο τόπο ο κατηγορούμενος και ο έτερος συναυτουργός τους Χ3 με άλλο αυτοκίνητο, φέροντας μαζί τους όπλα, να τους σκοτώσουν, να αφαιρέσουν τα κινητά τους πράγματα (κυρίως χρήματα), να τα διανείμουν μεταξύ τους και να αποκρύψουν τα πτώματα. Έτσι, την 20η. 12.1995 και περί τις απογευματινές ώρες ο Χ2 επιβίβασε τους ως άνω αλλοδαπούς με τις αποσκευές τους στο IX φορτηγό, τύπου ISUZU αυτοκίνητό του, με σκοπό δήθεν να τους μεταφέρει στην ..., ενώ ο κατηγορούμενος και ο έτερος συναυτουργός τους Χ3, όπως είχαν ήδη προσυνεννοηθεί, επιβιβάστηκαν στο IX επιβατικό αυτοκίνητο, τύπου AUDI, ιδιοκτησίας του ιδίου του κατηγορουμένου προκειμένου να τον ακολουθήσουν για το "ραντεβού" στο προκαθορισθέν σημείο. Οδηγώντας ο Χ2 το αυτοκίνητα του προσήλθε μαζί με τους συνεπιβάτες του αλβανούς υπηκόους στο προκαθορισθέν σημείο, δηλ. σε ερημική περιοχή του χωριού ..., σε ώρα που είχε βραδιάσει και επικρατούσε σκοτάδι. Ταυτοχρόνως με αυτόν προσήλθε στον ίδιο τόπο και ο κατηγορούμενος με τον έτερο συναυτουργό, που ακολουθούσαν από κοντινή απόσταση. Προσποιούμενοι τους αστυνομικούς - όπως, επίσης, είχαν προσυνεννοηθεί - και φέροντες προτεταμένα όπλα, ο μεν κατηγορούμενος μία κυνηγετική "καραμπίνα", ο δε Χ3 ένα κυνηγετικό "μονόκαννο", ανάγκασαν τους αλλοδαπούς να ξαπλώσουν πρηνηδόν επί του εδάφους και πυροβόλησαν εναντίον τους από απόσταση δύο μέτρων. Διαπιστώνοντας στην συνέχεια ο Χ2 ότι το ένα από τα θύματα, εκείνο που είχε πυροβολήσει ο Χ3 είχε ακόμη τις αισθήσεις του, όπλισε το "μονόκαννο" και πυροβόλησε για δεύτερη φορά το θύμα αυτό. Ακολούθως τοποθέτησαν τα σώματα των αλλοδαπών στα αυτοκίνητα, το ένα στο πορτμπαγκάζ του AUDI και το άλλο στην "καρότσα" του ISUZU και τα μετέφεραν στο 4ο χιλιόμετρο της Επαρχιακής Οδού ..., όπου τα πέταξαν στην πλαγιά και ακολούθως τα απέκρυψαν επιμελώς σε υπόγεια σήραγγα απορροής ομβρίων υδάτων, γέφυρας που βρίσκεται στο σημείο εκείνο. Αποτέλεσμα όλων των προαναφερομένων ενεργειών του κατηγορουμένου και των συναυτουργών του ήταν ο θάνατος και των δύο αλλοδαπών, ο οποίος οφείλεται στα τραύματα που τους προξένησαν οι πυροβολισμοί που δέχθηκαν από τους κατηγορουμένους, στην έλλειψη παροχής βοήθειας εκ μέρους τους στην συνέχεια, στην τοποθέτηση του ενός θύματος στην καρότσα του αυτοκινήτου, ανάμεσα στο παραπέτο της καρότσας και σε δοχείο με νερό, με τους σάκους που περιείχαν τα ατομικά αντικείμενα των αλλοδαπών πάνω στο σώμα, εμποδίζοντας έτσι την αναπνοή του και τέλος στην απόρριψη των σωμάτων των θυμάτων σε απόκρυμνη περιοχή και στην εγκατάλειψή τους στο σημείο εκείνο.
2. Ενεργώντας από κοινού, Mε τους ίδιους πιο πάνω αναφερόμενους συναυτουργούς του, μετά από συναπόφασή τους με σωματική βία εναντίον προσώπου και απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής, αφαίρεσαν από άλλους, ξένα ολικά κινητά πράγματα, για να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Συγκεκριμένα, αφού πυροβόλησε, μαζί τους συναυτουργούς του τα προαναφερόμενα θύματα, όπως ανωτέρω υπό στοιχείο Γ1 περιγράφεται, αφαίρεσαν από την κατοχή τους περί το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές, που ανήκαν στους τελευταίους, καθώς επίσης και ένα αλυσσοπρίονο, ένα κασετόφωνο, μία αντλία νερού και μία γεννήτρια ηλεκτρικού ρεύματος, για να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, όπως και έπραξαν κατά τον κοινό σκοπό τους, αφού το ίδιο βράδυ σε προκαθορισμένο σημείο συναντήθηκαν και διένειμαν αυτά μεταξύ τους, ο κατηγορούμενος δε έλαβε από την διανομή 300.000 δραχμές, το μονόκαννο, την γεννήτρια και την αντλία νερού, ο Χ2 400.000 δραχμές και το αλυσσοπρίονο και ο Χ3 300.000 δραχμές και το κασετόφωνο".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία , αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων του ΠΚ που αναφέρθηκαν παραπάνω, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, όπως και στην απόρριψη των παρακάτω ελαφρυντικών, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά.
Ειδικότερα, διέλαβε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και σε σχέση με την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών της αναγνωρίσεως στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των ελαφρυντικών? 1) του προτέρου εντίμου βίου και 2) της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τις πράξεις του. Το αίτημα για χορήγηση ελαφρυντικού από το άρθρο 84 παρ. 2δ ΠΚ απορρίφθηκε ως κατ' ουσία αβάσιμο και κατά της διατάξεως αυτής δεν υπάρχει αιτίαση. Με τις ως άνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, απέρριψε, κατά πλειοψηφία, ως κατ' ουσία αβάσιμο τον αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων, αφού έκρινε ότι τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό στοιχεία υποδηλώνουν όχι μεμονωμένη παράνομη συμπεριφορά και συνακόλουθα δεν συνέτρεχαν οι ως άνω ελαφρυντικές περιστάσεις και πριν (αναφορικά με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ) και μετά την τέλεση των εγκλημάτων για τα οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε (αναφορικά με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ). Για το διάστημα πριν από την τέλεση των πιο πάνω εγκλημάτων από τον αναιρεσείοντα η απόφαση δέχτηκε ότι δεν αποδείχτηκε θετική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος σε όλους τους τομείς που υπάγονται στην περίπτωση 2α, αντίθετα δέχτηκε αρνητική τοιαύτη, δεδομένου ότι "αυτός συναναστρεφόταν τον πρώτο κατηγορούμενο, έναν αδίστακτο και επικίνδυνο εγκληματία, του οποίου η κοινωνική συμπεριφορά πριν την τέλεση των ως άνω εγκληματικών του πράξεων ήταν βίαιη..." Από της τελέσεως των ως άνω αξιοποίνων πράξεων (1995) μέχρι το έτος 2004, ήτοι επί εννέα συνεχή έτη χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του προσχηματικά καλή, για να μη δημιουργηθούν υπόνοιες στους συγχωριανούς του, ενόψει και του ότι αποσιώπησε τις ως άνω εγκληματικές πράξεις για μεγάλο χρονικό διάστημα, τις οποίες αναγκάστηκε να ομολογήσει μόνον όταν προέκυψαν εις βάρος του αδιάσειστα στοιχεία περί της υπ' αυτού τελέσεως των ως άνω αξιοποίνων πράξεων. Ως προς το διάστημα που ο αναιρεσείων κρατήθηκε στις φυλακές συνάγεται ότι ελήφθησαν υπόψη τα υπό στοιχεία 7, 8 και 9 έγγραφα των φυλακών Πατρών, Κέρκυρας και Θεσσαλονίκης και δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι η συμπεριφορά του στη φυλακή δεν είναι συνέπεια ελεύθερης επιλογής του, αλλά εξαναγκασμένης συμμόρφωσής του προς τους κανόνες των κρατουμένων στη φυλακή, παρεκτός του ότι δεν εκτείνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα σε σχέση με τη βαρύτητα των πράξεων που τέλεσε. Εξάλλου, η παθητική απλώς συμπεριφορά του δράστη μετά την πράξη δεν αρκεί για την αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, με τους οποίους προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας.
Κατ' ακολουθία πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-11-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της με αριθμ. 197-202/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Αυγούστου.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ