Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Ηθική αυτουργία, Συρροή εγκλημάτων.
Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως και χρήση υφαρπασθείσης ψευδούς βεβαιώσεως. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα λόγου μη νομίμου παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ζημιώνεται άμεσα από την άνω αξιόποινη πράξη. Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση για τον κηρυχθέντα ένοχο ήδη αναιρεσείοντα ως ηθικό αυτουργό της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και αυτουργό χρήσεως της υφαρπασθείσης ψευδούς βεβαιώσεως που συρρέουν αληθώς λόγω μη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ελλείψεως νομίμου βάσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως προς την αναλήθεια του βεβαιουμένου στο δημόσιο έγγραφο γεγονότος και την πρόθεση του αναιρεσείοντος να εξαπατηθεί ο αρμόδιος υπάλληλος που εξέδωσε την άδεια.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2518/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Νίκα, περί αναιρέσεως της 1890/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. Χ1 και 2. Χ2. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαΐου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 5 Οκτωβρίου 2009 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 873/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 220 παρ. 1 του ΠΚ όποιος επιτυγχάνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα από τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και της χρήσεως υφαρπαγείσης ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται α) αναληθής βεβαίωση σε δημόσιο κατά την έννοια των άρθρων 438 και 439 Κ.Πολ.Δ., έγγραφο, για περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή μπορεί να επιφέρει γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης, β) η αναληθής βεβαίωση να προκλήθηκε με οποιοδήποτε απατηλού μέσο δια του οποίου παρασύρθηκε ο υπάλληλος, έστω και από αμέλεια, ή ευπιστία, στην παροχή της βεβαιώσεως και γ) δόλος που εμπεριέχει τη γνώση, ότι το βεβαιούμενο στη δημόσιο έγγραφο γεγονός είναι αναληθές και μπορεί να έχει τις συνέπειες αυτές, είτε για τον εαυτό του είτε για άλλον τρίτο αλλά και τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην παραπλάνηση του δημοσίου υπαλλήλου με οποιονδήποτε τρόπο ή για να χρησιμοποιήσει την ψευδή βεβαίωση με σκοπό να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το αναληθώς βεβαιούμενο περιστατικό. Δημόσιο έγγραφο κατά το άρθρο 438 Κ.Πολ.Δ, που έχει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο, γιατί το άρθρο 13 περ. γ' του ΠΚ δεν προσδιορίζει την έννοιά του, είναι εκείνο που έχει συνταχθεί από καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο και είναι προορισμένο για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη, έναντι πάντων κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό. Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδαφ. α' ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν, αντικειμενικώς α) πρόκληση στον αυτουργό της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές (παρακίνηση, παρόρμηση, ενθάρρυνση) με παραινέσεις (συμβουλές κλπ.), με πειθώ ή φορτικότητα ή με εκμετάλλευση της επιβολής στον φυσικό αυτουργό, λόγω υπηρεσιακής εξαρτήσεως, υποκειμενικής δε, απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, που περιλαμβάνει α) συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παρήγαγε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση για την διάπραξη από αυτόν της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος β) συνείδηση της συγκεκριμένης πράξεως στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός.
Η καταδικαστική απόφαση, εξάλλου, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελίωναν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται κατ' είδος χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας επιτρέπεται η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Ο δόλος δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως είναι να έχει τελεσθεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού ή με πρόσθετο σκοπό ως υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου. Στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την επιβαλλόμενη από τις άνω διατάξεις αιτιολογία πρέπει να αναφέρονται σ' αυτή τα μέσα και ο τρόπος με τον οποίο ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε καθώς και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στον αυτουργό την συγκεκριμένη απόφαση. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ε' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν η παραβίαση γίνεται και εκ πλαγίου. Η παραβίαση δε αυτή υπάρχει και όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε μετά από εκτίμηση των κατ' είδος μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του τα ακόλουθα ουσιώδη περιστατικά: Στην ... στις ...η συγκατηγορούμενη του αναιρεσείοντος Χ1 (που δεν άσκησε αναίρεση) υπέβαλε στην αρμόδια υπηρεσία της Περιφερειακής Ανατολικής Αττικής, αίτηση-δήλωση, η οποία φερόταν ότι συνυποβαλλόταν α) από τον ήδη αναιρεσείοντα, β) από τον συγκατηγορούμενό του Χ2 (που επίσης δεν άσκησε αναίρεση) και γ) από τον πολιτικώς ενάγοντα - εγκαλούντα Ψ1. Με βάση την άνω αίτηση που υπέβαλε η εν λόγω κατηγορούμενη επέτυχε αυτή με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο περιστατικό που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα επέτυχε η συγκατηγορούμενη του αναιρεσείοντος να εκδοθεί από τη Διεύθυνση Τοπικής Αυτοδιοίκησης της Περιφέρειας Ανατολικής Αττικής η με την αυτή ημερομηνία και με αριθμό πρωτοκόλλου ... απόφαση χορήγησης ενιαίας άδειας εκτέλεσης έργου και χρήσης νερού που αφορούσε την εκτέλεση νέας γεώτρησης σε αντικατάσταση παλαιάς στο όνομα και του εγκαλούντος στο αναφερόμενο ακίνητο (για το οποίο στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρεται ότι ο εγκαλών, ο ήδη αναιρεσείων και ο έτερος (γ) των κατηγορουμένων ήταν συγκύριοι). Στη συνέχεια, αναφορικά με τον ήδη αναιρεσείοντα, κατηγορούμενο δέχθηκε το Εφετείο τα εξής: Ο ήδη αναιρεσείων και ο συγκατηγορούμενος του με πρόθεση προκάλεσαν στις 24/2/2002 και στις 30/902002, στην ..., την απόφαση στην συγκατηγορούμενη των Χ1 να εκτελέσει την άδικη πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, καθόσον αυτή προήλθε στην άνω πράξη, κατόπιν πειθούς και φορτικότητας που δέχθηκε από τους άνω συγκατηγορουμένους της και οι οποίοι προκειμένου να τους χορηγηθεί νέα άδεια γεώτρησης σε αντικατάσταση παλαιάς που είχε εκδοθεί στο όνομα αυτών και του εγκαλούντα στο αναφερόμενο ακίνητο, προκάλεσαν με τον τρόπο που αναφέρθηκε στην εν λόγω κατηγορούμενη την απόφαση να επιτύχει με εξαπάτηση να εκδοθεί από την αρμόδια υπηρεσία η υπ' αρ. πρωτ. ... από ... νέα άδεια γεώτρησης στο όνομα και του εγκαλούντος. Δέχθηκε ακόμη το Εφετείο ότι ο ήδη αναιρεσείων στη συνέχεια έκανε στον ..., στις 12/11/2002, χρήση, ενώπιον των αστυνομικών του Α.Τ. ..., της άνω αδείας γεωτρήσεως, στην οποία είχε βεβαιωθεί αναληθώς με εξαπάτηση περιστατικά που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και ειδικότερα επέδειξε την υπ' αριθμ. πρωτ. ... άδεια γεώτρησης στους αστυνομικούς αυτού του τμήματος, εμφανίζοντας των ως νομίμως εκδοθείσα, ενώ αυτή είχε εκδοθεί κατόπιν της προαναφερθείσας αιτήσεως - δηλώσεως στην οποία εν αγνοία του, είχε συμπεριληφθεί ο εγκαλών. Ακολούθως το Εφετείο κήρυξε ενόχους την πρώτη κατηγορουμένη Χ1 ως φυσική αυτουργό της πράξεως της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως τον αναιρεσείοντα και τον τρίτο κατηγορούμενο ένοχους ηθικής αυτουργίας στην άνω πράξη της συγκατηγορουμένης των και επιπλέον τον αναιρεσείοντα ένοχο χρήσεως υφαρπαγείσης ψευδούς βεβαιώσεως και καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών καθένα των λοιπών κατηγορούμενων και σε φυλάκιση πέντε μηνών για κάθε πράξη τον αναιρεσείοντα, καθόρισε δε την συνολικώς εκτιτέα από αυτόν ποινή σε φυλάκιση έξι (6) μηνών ανασταλείσα επί τριετία.
Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα δεν παρατίθενται στην άνω απόφαση συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά με τα οποία να αποδεικνύεται ότι κατά τους αναφερομένους σ' αυτήν κρισίμους χρόνους προκάλεσαν ο αναιρεσείων και το κατηγορούμενος Χ2 την απόφαση και δημιούργησαν τη βούληση στην συγκατηγορούμενη την φυσικό αυτουργό να ενεργήσει ώστε να προκληθεί με οποιοδήποτε απατηλό μέσο από το οποίο να παρασύρθηκε ο αρμόδιος υπάλληλος, να περιλάβει στην νέα άδεια γεώτρησης αναληθές περιστατικό με την αναφορά μεταξύ εκείνων υπέρ των οποίων χορηγήθηκε από τη διεύθυνση Τοπικής Αυτοδιοίκησης της Περιφέρειας Ανατολικής Αττικής και το όνομα του εγκαλούντος Ψ1. Από όσα εκτίθενται στο σκεπτικό και επαναλαμβάνονται στο διατακτικό της αποφάσεως του Εφετείου ότι ο αναιρεσείων και ο έτερος συγκατηγορούμενος του Χ2 απέβλεπαν στο να τους χορηγηθεί νέα άδεια γεώτρησης σε αντικατάσταση παλαιάς που είχε εκδοθεί στο όνομα τους και στο όνομα του εγκαλούντος, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι αυτοί προκάλεσαν στην συγκατηγορουμένη τους Χ1 την απόφαση να επιτύχει να εκδοθεί αυτή η νέα άδεια με συμπερίληψη και του ονόματος του εγκαλούντος στους αναφερόμενους ως δικαιούχους και με ενέργειες που στοιχειοθετούσαν αντικειμενικώς και υποκειμενικώς το έγκλημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως. Δεν μνημονεύονται στην απόφαση άλλα περιστατικά που να θεμελιώνουν των αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της δράσης του αναιρεσείοντος και του τρίτου κατηγορούμενου ως ηθικών αυτουργών και της τελεσθείσης από τη φυσική αυτουργό άνω αξιόποινου πράξεως. Επιπλέον όσον αφορά των πράξη της χρήσεως υφαρπασθείσης ψευδούς βεβαιώσεως δεν παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση περιστατικά που να θεμελιώνουν το δόλο του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου για το ότι περιεχόταν αναληθές βεβαίωση στη νέα άδεια γεώτρησης για συνεπαγόμενο έννομες συνέπειες γεγονός, που να είχε περιληφθεί στο εν λόγω δημόσιο έγγραφο κατόπιν εξαπατήσεως του υπαλλήλου που την εξέδωσε και ακόμη για το ότι ο αναιρεσείων κατά τον αναφερόμενο χρόνο επιδείξεως αυτής της νέας άδειας γεώτρησης στους αστυνομικούς του Α/Τ ...ενεργούσε έχοντας τον απαιτούμενο επιπροσθέτως ως υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου σκοπό εξαπατήσεως αυτών και δεν αναπληρώνεται το στοιχείο αυτό από όσα αναφέρονται στο σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Οι ελλείψεις αυτές καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, αναφορικά με την ορθή ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις κατά τις άνω διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1, 220 παρ. 1 και 26 παρ. 1 Π.Κ. που εφαρμόσθηκαν. Επομένως, κατά παραδοχή των από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε Κ.Ποιν. σχετικών λόγων της ένδικης αίτησης αναίρεσης και του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης με τους οποίους βασίμως προβάλλονται η αιτίαση της έλλειψης ένδικης και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της έλλειψης νομίμου βάσεως πρέπει να αναιρεθεί μερικώς η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, αναφορά του αναιρεσείοντος και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο καθόσον είναι δυνατή η σύνθεση του από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό 1890/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που αφορά τον αναιρεσείοντα... .
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος που αναιρείται προς εκδίκαση στο ίδιο άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Δεκεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ