Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2175 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Χρησικτησία.




Περίληψη:
Διεκδικητική αγωγή. Αναιρετικοί λόγοι κατ’ αποφάσεων Ειρηνοδικείου (άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ). Ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Πότε ιδρύεται λόγος αναίρεσης. Απαιτείται δικαιοπρακτική δήλωση περιεχόμενη σε έγγραφο με έννομες συνέπειες. Δηλώσεις περιεχόμενες σε μη δικαιοπρακτικά έγγραφα δεν έχουν ανάγκη ερμηνείας και προσφυγής στις διατάξεις αυτές. Οι αιτιάσεις που αποδίδουν στην απόφαση έλλειψη νόμιμης βάσης και πλήττον την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απαράδεκτες.





Αριθμός 2175/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Δ. Π. του Π., 2) Γ. Ξ., το γένος Δ. Π., 3)Θ. Π. του Δ., 4)Π. συζ. Κ. Τ., το γένος Κ. Λ., κατοίκων ..., και 5)Μ. συζ. Β. Κ., το γένος Α. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Λαμπράκη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Β. - Χ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-5-2008 αγωγή των 4ης και 5ης των ήδη αναιρεσειόντων και της αρχικής διαδίκου Ε. συζ. Δ. Π., δικαιοπαρόχου των 1ου, 2ης και 3ης των ήδη αιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αρναίας Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 37/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 128/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26-7-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 28-1-2014 έκθεση του Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ρουμπή, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 518Β/18.12.2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Χαλκιδικής Δ. Κ., ακριβές αντίγραφα της από 26.7.2012 αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 19.2.2014, κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε η συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο. Νέα κλήτευση για την μετ' αναβολή δικάσιμο δεν χρειαζόταν, η δε αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ. 575 και 224 παρ. 4 εδ. γ' ΚΠολΔικ).
Συνεπώς εφόσον ο αναιρεσίβλητος δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία αυτού (άρθρ. 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ).
Επειδή κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατ' αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο από τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔικ. Οι λόγοι αυτοί, που είναι περιοριστικοί - NUMERUS CLAUSUS - είναι τέσσερεις και αντιστοιχούν προς τους λόγους των αριθμών 1, 2, 4, 5 και 7 του άρθρου 559, με τους οποίους όμως δεν ταυτίζονται απολύτως και συνεπώς είναι απαράδεκτοι οι άλλοι λόγοι αναιρέσεως που αναφέρονται στο άρθρο 559. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 του ΚΠολΔικ αναίρεση κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 11/2011). Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο περιλαμβάνονται, όπως προεκτέθηκε και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθής βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, καθώς επίσης ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες όταν, αν και ανελέγκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στη δήλωση βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπληρώσεως ή ερμηνείας τους, παραλείπει να προσφύγει για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και τη συμπλήρωση ή την ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι, δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, ακόμη δε και όταν προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, οπότε ο αναιρετικός έλεγχος καταλαμβάνει και την ορθότητα της κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, αναφορικά με την ερμηνεία της δικαιοπρακτικής βουλήσεως των μερών, αφού πρόκειται για εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού δικαίου (Ολ ΑΠ 26/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την ένδικη διεκδικητική αγωγή της τέταρτης και πέμπτης των αναιρεσειόντων, καθώς και της Ε. συζ. Δ. Π., στη θέση της οποίας, λόγω του θανάτου, υπεισήλθαν οι τρείς πρώτοι αναιρεσείοντες - σύζυγος και θυγατέρες της - ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της. "Ο Κ. Λ. του Ν., πατέρας των δύο πρώτων εναγουσών και παππούς της τρίτης ενάγουσας, ήταν κύριος από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ενός αγροτικού ακινήτου, εμβαδού 10.000 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "…" της κτηματικής περιφέρειας του δ.δ. Βαρβάρας του Δήμου Αρναίας και συνορεύει ανατολικά επί πλευράς 45,95 γρ.μ. με αγρό φερόμενο ως αποτερματισμένο με αριθμό … (δημόσια δασική έκταση), δυτικά επί τεθλασμένης πλευράς συνολικού μήκους 59,80 γρ.μ. με δημόσια δασική έκταση, βόρεια επί τεθλασμένης πλευράς συνολικού μήκους 188,88 γρ.μ. με δημόσια δασική έκταση και νότια επί τεθλασμένης πλευράς συνολικού μήκους 197,91 γρ.μ. με επαρχιακή οδό Βαρβάρας - Μαδύτου. Ο προαναφερόμενος συγγενής των εναγουσών απεβίωσε στις 30.1.1939 στη Βαρβάρα Χαλκιδικής και άφησε ως πλησιέστερους συγγενείς του τη σύζυγο του Α., και τα επτά τέκνα του, δηλαδή την Ε. σύζυγο Δ. Π. (πρώτη ενάγουσα), την Π. σύζυγο Κ. Τ. (δεύτερη ενάγουσα), την Ε. χήρα Α. Κ. (μητέρα της τρίτης ενάγουσας), τον Γ. Λ. (σύζυγο της θετής μητέρας του εναγομένου), και τους μη διαδίκους στην παρούσα δίκη Ν. Λ., Ε. σύζυγο Δ. Σ. και Δ. σύζυγο Β. Ι.. Ο άνω αποβιώσας δεν είχε συντάξει διαθήκη, είχε όμως εκφράσει ρητά τη βούληση του σχετικά με την περιουσία του, όσο ήταν ακόμη εν ζωή. Ειδικότερα, είχε ορίσει ώστε η ακίνητη περιουσία του να περιέλθει στα άρρενα τέκνα του, ενώ τις κόρες του είχε προικίσει, κατά τις συνήθειες της εποχής, με χρήματα και ζώα. Στα πλαίσια της άνω θέλησης του, που είχε γνωστοποιήσει στη σύζυγο και στα τέκνα του, το επίδικο ακίνητο έπρεπε να περιέλθει, μεταξύ άλλων, στο γιο του Γ. Λ.. Τη βούληση του Κ. Λ. ανέλαβε να υλοποιήσει, όπως συνηθιζόταν, η σύζυγος του, Α.. Έτσι, ενώ όλα τα τέκνα του γνώριζαν καλά τι τους αναλογούσε από την περιουσία του πατέρα τους, η σύζυγος του ήταν αυτή που τη διαχειριζόταν, δηλαδή απέδιδε στα τέκνα της το μερίδιο τους ενόψει του γάμου τους, ώστε να τα νέμονται πλέον τα ίδια, αλλά όσο ζούσε εξακολουθούσε να επιβλέπει την πιστή τήρηση της βούλησης του συζύγου της, ουσιαστικά δε να νέμεται κάθε ακίνητο για λογαριασμό του τέκνου στο οποίο θα περιερχόταν. Με βάση τα ανωτέρω, ο Γ. Λ. άρχισε ο ίδιος να νέμεται το επίδικο, αφού η μητέρα του του παραχώρησε τη νομή του ενόψει του δικού του γάμου, δηλαδή το έτος 1952 και όλοι οι άλλοι κληρονόμοι του αποβιώσαντος πατέρα του γνώριζαν από τότε και αποδέχονταν ότι το νέμεται αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό. Με τον τρόπο αυτό ο ανωτέρω κατέστη κύριος ολοκλήρου του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ήδη από το έτος 1972, αφού καθ' όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα ασκούσε επ' αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής, δηλαδή το καλλιεργούσε με σιτηρά και το όργωνε ο ίδιος ή το εκμίσθωνε σε τρίτους.
Συνεπώς, τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την αγωγή, ότι δηλαδή το επίδικο απέκτησαν όλοι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Κ. Λ. μετά το θάνατο του, με ενεργή ανάμειξη στην κληρονομιά του και κατά τα αναφερόμενα σ' αυτήν ποσοστά εξ αδιαιρέτου, και με τις αναφερόμενες σ' αυτήν δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς, πρέπει ν' απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Το ότι το επίδικο ανήκε στην κυριότητα του Γ. Λ. ήταν επίσης γνωστό στους κατοίκους της Βαρβάρας Χαλκιδικής, μεταξύ των οποίων και οι Α. Α. του Δ. και Γ. Χ. του Κ., που βεβαίωσαν ενόρκως ενώπιον του συμβολαιογράφου Αρναίας Γρηγορίου Μπύρου, συνταγείσης προς τούτο της υπ' αριθμ. .../6.6.1995 ένορκης βεβαίωσης, ότι το επίδικο περιήλθε στον Γ. Λ. από την κληρονομιά του πατέρα του και την εντεύθεν άτυπη διανομή μεταξύ των κληρονόμων, που έλαβε χώρα το έτος 1952. Το Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση περί του ότι ακριβώς έτσι μεταβιβάστηκε η νομή του επιδίκου στον Γ. Λ., με τη διαφορά ότι η άτυπη διανομή δεν αποτελούσε προϊόν απόφασης των κληρονόμων, αλλά υλοποιούσε την ήδη εκφρασμένη βούληση του κληρονομουμένου. Η λήψη εξάλλου της παραπάνω ένορκης βεβαίωσης δεν έγινε στα πλαίσια κάποιας δίκης μεταξύ των κληρονόμων ή των διαδόχων τους, αλλά λόγω της έλλειψης νομίμου τίτλου στο όνομα του Γ. Λ., όσον αφορά στο επίδικο, και της επιθυμίας του τελευταίου να έχει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο για αυτό το ακίνητο της περιουσίας του. Τον ίδιο σκοπό είχε και η σύνταξη από τις δύο πρώτες ενάγουσες και τη μητέρα της τρίτης ενάγουσας, Ε. Κ., των από 2.1.1998 υπευθύνων δηλώσεων σε έντυπο του ν. 1599/1986, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από τις ενάγουσες, στις οποίες οι παραπάνω αναφέρουν με πανομοιότυπες εκφράσεις ότι δωρίζουν το μερίδιο τους από την κληρονομιά του πατέρα τους, Κ. Λ., και της μητέρας τους, Α. Λ., που ήδη είχε αποβιώσει (26.1.1963), στους αδελφούς τους Ν. και Γ.. Με τις δηλώσεις αυτές, που αποτελούν εξώδικη ομολογία των δύο πρώτων εναγουσών και υπεύθυνη δήλωση τρίτου - της μητέρας της τρίτης ενάγουσας, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο ως δικαστικό τεκμήριο, διότι δεν δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί στην προκείμενη δίκη, οι άνω κόρες του Κ. Λ. ναι μεν φέρονται να δωρίζουν άτυπα όλο το κληρονομικό τους μερίδιο στους αδελφούς τους, στην πραγματικότητα όμως ουσιαστικά επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη είχε συμβεί στο παρελθόν, δηλαδή την υλοποίηση της βούλησης του πατέρα τους να περιέλθει η ακίνητη περιουσία του στα άρρενα τέκνα του, και τούτο ελλείψει τίτλων μετεγγραμμένων στο Υποθηκοφυλακείο και με σκοπό την κατά κάποιο τρόπο κατοχύρωση των τελευταίων έναντι οιουδήποτε τυχόν αμφισβητούσε το εμπράγματο δικαίωμα τους. Το γεγονός ότι η Α. σύζυγος Κ. Λ. ζήτησε από το Δασαρχείο Αρναίας και έλαβε τις υπ' αριθμ. 564/2.11.1959 και 2581/19.9.1960 άδειες υλοτομίας του επιδίκου (βλ. την υπ' αριθμ. πρωτ. 2021/30.4.2009 βεβαίωση της υπηρεσίας αυτής), και ειδικότερα των ατόμων δρυός που βρίσκονταν περιμετρικά των ορίων του, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου. Και τούτο διότι, όπως προειπώθηκε, η σύζυγος του κληρονομουμένου μέχρι το θάνατο της μεριμνούσε για την περιουσία του αποβιώσαντος και για την ορθή κατανομή της μεταξύ των τέκνων του, παρά δε το γεγονός ότι είχε ήδη παραχωρήσει στο Γ. Λ. τη νομή του επιδίκου, υπέβαλε για λογαριασμό του αίτηση υλοτομίας στο Δασαρχείο Αρναίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο Γ. Λ. απεβίωσε στις 30.1.2004, έχοντας συντάξει την υπ' αριθμ. .../9.1.1976 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του συμβολαιογράφου Αρναίας Γρηγορίου Μπύρου, με την οποία κατέλιπε, μεταξύ άλλων, το επίδικο στη σύζυγο του, Ι., το γένος Ι. και Α. Β.. Η τελευταία αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτήν κληρονομιά δυνάμει της υπ' αριθμ. .../3.8.2004 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αρναίας, στον τόμο 184 με αριθμό …. Στη δήλωση αποδοχής αναγράφεται μεν ορθά ότι στον κληρονομούμενο περιήλθε η κυριότητα των ακινήτων που απάρτιζαν την κληρονομιά του με έκτακτη χρησικτησία, αλλά αναφέρεται εσφαλμένα ότι τη νομή των ακινήτων απέκτησε το έτος 1951 με άτυπη δωρεά του πατέρα του, Κ. Λ., ο οποίος τότε δεν βρισκόταν στη ζωή. Δεδομένου όμως ότι η Ι. Λ., το γένος Βατάλη, ασφαλώς γνώριζε ότι ο πεθερός της δεν απεβίωσε το 1951, αλλά πολύ πριν αυτή παντρευτεί το γιο του Γεώργιο, δηλαδή το έτος 1939, η δήλωση της αυτή έχει την έννοια ότι τα ακίνητα του τελευταίου προέρχονταν από την περιουσία του πατέρα του, ο οποίος ήθελε μετά το θάνατο του να περιέλθουν στο γιο του και σύζυγο της, όπως και έγινε. Ακολούθως, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../22.4.2005 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πολυγύρου Ανέττας Σαμαρά - Κατσιάνου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αρναίας, στον τόμο 188 με αριθμό …, η Ι. χήρα Γ. Λ., το γένος Ι. Β., μεταβίβασε κατά κυριότητα το επίδικο, λόγω γονικής παροχής, στον εναγόμενο, ο οποίος είναι θετός γιος της με βάση την υπ' αριθμ. 1/2005 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που εκδόθηκε με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Με τον τρόπο αυτό ο εναγόμενος κατέστη αποκλειστικός κύριος του επιδίκου, δεκτής γενομένης ως κατ' ουσίαν βάσιμης της ένστασης ιδίας κυριότητας που αυτός προέβαλε με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει με την έφεση του. Οι ενάγουσες για πρώτη φορά αμφισβήτησαν το δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητας του Γ. Λ. στο επίδικο, αφού έμαθαν ότι αυτό τελικά περιήλθε στον εναγόμενο, ο οποίος ήταν θετό τέκνο της Ι. Λ. και όχι συγγενής τους εξ αίματος και προέβησαν οι μεν δύο πρώτες στην αποδοχή των κληρονομιών του πατέρα τους και της μητέρας τους, και η τρίτη στην αποδοχή των κληρονομιών των ανωτέρω, αλλά και της μητέρας της, δυνάμει των υπ' αριθμ. … και …/11.4.2008 πράξεων αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αρναίας Ευσεβίας Καμπούρη, αντίστοιχα, που μεταγράφηκαν νόμιμα. Με βάση όμως τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, οι ενάγουσες δεν απέκτησαν συγκυριότητα στο επίδικο, εφόσον αυτό δεν ανήκε στην κληρονομιά των αμέσων δικαιοπαρόχων τους, αλλά αποκτήθηκε κατά αποκλειστική κυριότητα στον εναγόμενο κατά τον προεκτεθέντα τρόπο.".
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση του εναγομένου - αναιρεσίβλητου και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει αντιθέτως, δίκασε εκ νέου την αγωγή και την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεχθέν την περί ιδίας κυριότητας ένσταση του εναγομένου. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε, το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, δεν παραβίασε τις εφαρμοσθείσες, από αυτό, ουσιαστικού δικαίου, περί παραγώγου από κληρονομικά και περί πρωτοτύπου από έκτακτη χρησικτησία, διατάξεις, ενώ κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δεν διαπίστωσε, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις περιεχόμενες στις από 2.1.1998 υπεύθυνες δηλώσεις των δυο πρώτων εναγουσών - αναιρεσειουσών και της δικαιοπαρόχου της τρίτης δηλώσεις βουλήσεως, με τις οποίες αυτές δωρίζουν άτυπα στα αδέλφια τους και στην ουσία επιβεβαιώνουν αυτό που από χρόνια είχε άτυπα οριστεί από τον αποβιώσαντα το 1939 πατέρα τους ως προς την ακίνητη περιουσία του και συνεπώς δεν συνέτρεξε, (ενόψει του ότι πρόκειται περί μονομερών δηλώσεων) λόγος προσφυγής στον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ. Ενόψει τούτων οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του μοναδικού λόγους της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου πρώτου σκέλους κατά τις οποίες το δικαστήριο δεν προσέφυγε στις προπαρατεθείσες στη νομική σκέψη ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ως προς την ερμηνεία του περιεχομένου των αιτήσεων υλοτομίας, αναφορικά με το επίδικο του υπέβαλε η μητέρα των δυο πρώτων εναγουσών και γιαγιά της τρίτης Α. Λ. και των οικείων αδειών που το 1959 και το 1960 της χορηγήθηκαν, καθώς και ως προς τη συμπεριφορά της τελευταίας από το 1952 και επέκεινα, είναι απαράδεκτες, καθόσον τα επικαλούμενα αποδεικτικά στοιχεία(αιτήσεις προς τις Αρχές, άδειες των Αρχών, συμπεριφορά δικαιοπάροχου) δεν περιέχουν δικαιοπρακτικές δηλώσεις, ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής ερμηνευτικών διατάξεων. Το ίδιο ισχύει και για την αιτίαση του δευτέρου σκέλους του ίδιου λόγου, κατά το οποίο και κατ' εκτίμησή του, κατά εσφαλμένη ερμηνεία του εθιμικού δικαίου ως προς τη σύσταση προίκας στις κόρες των οικογενειών, το οποίο προέβλεπε την παροχή ακίνητης και μόνο περιουσίας ενόψει του γάμου τους, με τη σύσταση του σχετικού δικαιώματος στο όνομα του γαμπρού και υπέρ των θυγατέρων, δέχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος των διαδίκων Κ. Λ., που πέθανε το 1939 αδιάθετος "είχε εκφράσει ρητά τη βούλησή του σχετικά με την περιουσία του, ώστε η ακίνητη περιουσία του να περιέλθει στα άρρενα τέκνα του, ενώ τις κόρες της είχε προικίσει, κατά τις συνήθεις της εποχής με χρήματα και ζώα", καθόσον η βούληση αυτή δεν ήταν δικαιοπρακτική, ούτε περιεχόταν σε έγγραφο με έννομες συνέπειες, όπως π.χ. διάταξη τελευταίας βουλήσεως, ώστε να απαιτείται καταφυγή στις επίμαχες ερμηνευτικές διατάξεις, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου ότι με την παραδοχή της προσβαλλομένης περί χορηγήσεως προικός σε χρήματα και ζώα σε χρόνο πολύ προγενέστερο εκείνου που οι εν λόγω θυγατέρες παντρεύτηκαν, παραβιάζεται τοπικό έθιμο και το παραγόμενο από αυτό δίκαιο, καθώς κα τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι επίσης απαράδεκτες, λόγω αοριστίας και δη ως προς το έθιμο γιατί δεν αναφέρονται τα στοιχεία που απαιτούνται για τη δημιουργία αυτού, ήτοι μακρά και ομορφότερη άσκηση και κοινή συνείδηση της τοπικής κοινωνίας για την αναγκαιότητα του, ως κανόνα δικαίου, ως προς δε τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθόσον ούτε αυτά κατονομάζονται, ούτε και σε τι συνίσταται η παραβίασή τους προσδιορίζεται. Περαιτέρω η αιτίασή του ίδιου λόγου κατά την οποία η προαναφερθείσα από 2.1.1998 υπεύθυνη δήλωση της δικαιοπαρόχου της τρίτης ενάγουσας (πέμπτης αναιρεσείουσας) ήτοι της Ε. Λ., σε συνδυασμό με την ιδιόγραφη διαθήκη της αποδίδουν διαφορετικό συμπέρασμα από το εξαχθέν ως προς τα επί του επιδίκου ακινήτου δικαιώματα της εν λόγω δικαιοπαρόχου, αφορά σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττει την, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, ανέλεγκτη αναιρετικά, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ενώ οι αιτιάσεις περί ελλιπών και αντιφατικών αιτιολογιών αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση, την έλλειψη νομίμου βάσεως, ήτοι πλημμέλειες του αναιρετικού λόγου του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, με τον οποίο (λόγο) κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν πλήττονται αποφάσεις, που όπως η ένδικη, έχουν εκδοθεί επί εφέσεων κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου. Ενόψει τούτων η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 494 παρ. 4 του ΚΠολΔικ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν.4055/2012.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26.7.2012 αίτηση των Δ. Π. του Παν., Γ. Ξ., το γένος Δ. Π. κ.λπ κατά του Α. Β. - Χ. του Γ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 128/2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής.
Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Οκτωβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή