Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1320 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Υπεξαγωγή εγγράφων, Νομίμου βάσεως έλλειψη.




Περίληψη:
Απάτη κακουργηματική. Υπεξαγωγή εγγράφων. Απορρίπτονται οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης.




Αριθμός 1320/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Δουλγεράκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 28 Απριλίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1476/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους 1)Ψ1 και 2)Ψ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1816/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, με αριθμό 20/16-1-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' αρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 161/6-10-2008 αίτηση τoυ Χ για αναίρεση του με αριθμ. 1476/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών για απάτη κατ' επάγγελμα με συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και υπεξαγωγή εγγράφων και εκθέτω τα ακόλουθα. Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του ο οποίος είχε προς τούτο ειδική εντολή η οποία επισυνάπτεται στην έκθεση αναίρεσης και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους και πλημμέλειες του πληττόμενου βουλεύματος οι οποίοι είναι α) Η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας β) Η και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής παράβασης - εκ πλαγίου παράβαση (άρθρ. 484 & 1 δ και Ε, ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης ότι: Α. Στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικά ότι δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά προς υποστήριξη της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης της απάτης . ότι δεν εκτιμήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά στο σύνολο τους αλλά επιλεκτικά ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίθενται σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να θεμελιώνονται οι ενδείξεις ενοχής του και ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίθενται σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να θεμελιώνονται οι ενδείξεις ενοχής της, και ότι στο βούλευμα αυτό γίνεται γενική παραπομπή στα αποδεικτικά μέσα χωρίς ν'αναφέρονται ειδικά και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που προκύψανε από κάθε αποδεικτικό μέσο και περαιτέρω ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αναφέρονται και δεν εκτιμήθηκαν περιστατικά από τα οποία προέκυπτε ότι οι φερόμενοι σαν απατηθέντες τελούσαν σε γνώση όλων των ελλείψεων, βαρών, αμφισβητήσεων της κυριότητος του πωληθέντος ακινήτου και των διεκδικήσεων που είχαν τρίτοι στην επίδικη έκταση και Β. Στο προσβαλλόμενο δεν εκτίθενται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά ώστε να είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος, ειδικώτερα ενώ εκτίθενται τα περιστατικά που συγκροτούν κατά την άποψη του Συμβουλίου την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση της απάτης αποσιωπούνται ή δεν εκτιμούνται παράλληλα και τα προκύψαντα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η γνώση από μέρους των αγοραστών γνώση όλων των ελλείψεων, βαρών, αμφισβητήσεων της κυριότητος του πωληθέντος ακινήτου και των διεκδικήσεων που είχαν τρίτοι στην επίδικη έκταση γεγονότα τα οποία φέρεται ότι παρασιώπησε ο αναιρεσείων με συνέπεια να καθίσταται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών". Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Όμως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών.". Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή, χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Εξάλλου επί της κατ' εξακολούθηση απάτης για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος με βάση το ως άνω ποσό του οφέλους ή της βλάβης λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό. (ΑΠ 1913/2000, ΑΠ 1820/ 2003, 1944/2003, ΑΠ 190/2005). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτείται μεταξύ των άλλων και η εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξ αιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη, ένεκα της οποίας, ως άμεσο αποτέλεσμα, επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου. Το έγκλημα της απάτης μπορεί να συντελεστεί με τρεις υπαλλακτικά τρόπους, δηλαδή είτε με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε με αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών είτε με αθέμιτη παρασιώπηση αυτών. Όμως διαφέρουν μεταξύ τους, ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενό τους και οι δύο πρώτοι, ήτοι η παράσταση ψευδών γεγονότων, ως αληθινών και η απόκρυψη των αληθινών συνιστούν καθένας τους θετική ενέργεια απατηλής συμπεριφοράς. Ο δεύτερος, σε αντίθεση με τον πρώτο, προϋποθέτει πάντοτε και άλλη αθέμιτη ενέργεια του δράστη προγενέστερη ή σύγχρονη συγκαλυπτική της αλήθειας από τον άλλον, τον οποίον στη συνέχεια τον παραπλανά με την αθέμιτη απόκρυψή της και . Ο τρίτος, η παρασιώπηση των αληθινών, προϋποθέτει ότι ο δράστης είχε υποχρέωση είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση είτε από προηγούμενη ενέργειά του για ανακοίνωση των αληθινών και συνιστά απατηλή συμπεριφορά του πραγματώνεται με παράλειψη. Η παραδοχή περισσοτέρων από ένα, τρόπων τελέσεως, εφόσον αλληλοαναιρούνται, δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση της αποφάσεως και καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για το πώς συντελέστηκε η απάτη, η δε απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως για εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ. Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση της απάτης και για την πληρότητα επομένως της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, ή του παραπεμπτικού βουλεύματος το ουσιώδες είναι η πρόκληση της παραπλάνησης και δεν απαιτείται η παραπλανητική ενέργεια του δράστη να είναι η μοναδική αιτία της πλάνης. Γι' αυτό, είναι γενικά αδιάφορο αν ο απατώμενος μπορούσε, καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια και προσοχή, να αποφύγει την πλάνη. Η τυχόν δε συντρέχουσα αμέλεια τούτου δεν αίρει τον αιτιώδη σύνδεσμος, και δεν επηρεάζει την αντικειμενική υπόσταση της απάτης, αλλά μπορεί να συναξιολογηθεί στη δικαστική επιμέτρηση της ποινής.- (ΑΠ 1296/2002, ΑΠ 1551/2006, ΑΠ 1723/2005, ΑΠ 2366/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα παρακάτω : Οι εγκαλούντες ανέγνωσαν στην εφημερίδα ''...'' αγγελία του αναιρεσείοντα με την οποία γνωστοποιούσε στο κοινό ότι πωλεί αγροτεμάχια στην ... στη θέση '' ... '' πανοραμικά με θέα την θάλασσα οικοδομήσιμα, μη δασικά, και αποκλειστικής κυριότητας του. Μετά την επικοινωνία και την επιβεβαίωση που είχαν για τα παραπάνω με τον αναιρεσείοντα συναντήθηκαν κατ' επανάληψη, πήγαν στο μέρος που ήταν τα πωλούμενα οικόπεδα τα οποία τους τα επέδειξε αναφέροντας και πάλι ότι αυτά ανήκαν στην αδιαμφισβήτητη κυριότητα του και ότι έχει εξουσία διάθεσης και ότι αυτά είναι ελεύθερα παντός βάρους και δικαιώματος τρίτου, όπως και ότι είναι άτομο φερέγγυο, αξιόπιστο και με σημαντική οικονομική επιφάνεια. Κατόπιν των παραστάσεων αυτών οι εγκαλούντες συμφώνησαν στην αγορά αγροτεμαχίου με κατάρτιση προσυμφώνου πώλησης με το οποίο ο αναιρεσείων αναλάμβανε την υποχρέωση να τους πωλήσει, μεταβιβάσει και παραδώσει κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή με τους όρους που προσδιοριζόταν στο με αριθμ. ... συμβολαιογραφικό προσύμφωνο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Γιαννακοπούλου τα 31,50/768 ποσοστά του αναφερόμενου στο προσύμφωνο ακινήτου το οποίο περιήλθε σ'αυτόν με βάσει το με αριθμ. ... προσύμφωνο του Συμβολαιογράφου Κρωπίας Ευαγγέλου Καλαχάνη για το οποίο αναφέρει ότι καταστράφηκε από εμπρησμό και ανασυστήθηκε με την με αριθμ. 989/1990 απόφαση του Μον. Πρωτοδ. Αθηνών με το οποίο η Ξ υποσχέθηκε να πωλήσει μεταβιβάσει προς τον πατέρα του τον παραπάνω αγρό έκτασης 80.5 στρεμμάτων. Την με αριθμ. ... δημόσια διαθήκη του πατέρα του με την οποία κατέλειπε σ'αυτόν την εν λόγω έκταση και το δικαίωμα της απόκτησης με οριστικό συμβόλαιο του παραπάνω αγρού, και το με αριθμ. ... αγοραπωλητήριο με αυτοσύμβαση συμβόλαιο. Περαιτέρω με το παραπάνω προσύμφωνο υποσχέθηκε και εγγυήθηκε του ότι το εν λόγω ακίνητο ήταν ελεύθερο παντός βάρους, χρέους ή υποθήκης, προσημείωσης, κατάσχεσης,....έκνίκησης τρίτου, πάσης φιλονικίας, διένεξης, μισθωτικής σχέσης και παντός ελαττώματος ή δικαιώματος τρίτου και ως αξία τιμήματος ορίστηκε το ποσό των 25.000.000 και οι εγκαλούντες κατέβαλλαν στον αναιρεσείοντα με την υπογραφή του προσυμφώνου το ποσό των 14.820 ευρώ (5.050.000 δρχ. και τα υπόλοιπα συμφωνήθηκε να καταβληθούν σε 57 ισόποσες των 1027 ευρώ ( 350.000 δρχ.) δόσεις και για τον σκοπό αυτό υπογράφηκαν ισάριθμες συναλλαγματικές αποδοχής των εγκαλούντων Μετά ταύτα ο αναιρεσείων με το με αριθμ. ... προσύμφωνο και με τους ίδιους όρους ανελάμβανε να πωλήσει μεταβιβάσει σ'αυτούς τα 23/768 του παραπάνω αγροτεμαχίου αντί 44.020 ευρώ (15.000.000 δρχ. ) εκ του οποίου ποσού οι εγκαλούντες κατέβαλλαν άμεσα σ'αυτόν το ποσό των 30.814 ευρώ ενώ το υπόλοιπο ανέλαβαν την υποχρέωση καταβολής μέχρι τις 27-2-2001 άτοκα. Περαιτέρω όμως προέκυψε ότι ο αναιρεσείων δεν ήταν κύριος της έκτασης αυτής, δεν είχε αποκτήσει την κυριότητα ποτέ με έκτακτη χρησικτησία και ότι η έκταση αυτή ανήκε κατά κυριότητα στο Άσυλο Ανιάτων μετά του οποίου βρισκόταν σε μακρόχρονη διένεξη και το οποίο είχε προσφύγει προς τούτο στα Πολιτικά Δικαστήρια και υπέρ του οποίου εκδόθηκαν οι με αριθμ. 674/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και η με αριθμ. 1616/2001 του Αρείου Πάγου οι οποίες έκριναν ότι η έκταση αυτή μεταξύ της οποίας και τα από τον αναιρεσείοντα πωληθέντα στους εγκαλούντες αγροτεμάχια ανήκαν στο Άσυλο Ανιάτων και ότι ο δικαιοπάροχος πατέρας του δεν είχε αποκτήσει ποτέ την κυριότητα και νομή της εν λόγω έκτασης και ότι η με αριθμ. 989/1990 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου είχε ακυρωθεί με την με αριθμ. 1091/1998 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου Περαιτέρω εκτίθεται στο ίδιο βούλευμα ότι ο αναιρεσείων παρά του ότι οι εγκαλούντες εμπλέχθηκαν σε δικαστικές διαμάχες και παρά του ότι κατά τον χρόνο που συνήφθησαν οι συμφωνίες πώλησης και καταρτίζονταν τα παραπάνω προσύμφωνα πώλησης δεν ανέφερε τί περί αυτών στους εγκαλούντες και απέκρψε τις παραπάνω διεκδικήσεις και τις κατεστημένες δίκες που είχαν ανοιχθεί και αφορούσαν την νομική κατάσταση του ακινήτου το οποίο πώλησε. Ο αναιρεσείων παραπονείται ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα έγινε επιλεκτική αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και ότι σ'αυτό δεν αναφέρονται και δεν αξιολογήθηκαν τα περιστατικά τα οποία αυτός στα απολογητικά του υπομνήματα ανέφερε και συγκεκριμένα το κυριότερο ότι οι διεκδικήσεις που υπήρχαν είχαν εγγραφεί στο περιθώριο των βιβλίων του υποθηκοφυλακείου και ως εκ τούτου και να ήθελε δεν μπορούσε να το κρύψει, και ότι περιλήφθηκαν ειδικοί όροι στο προσύμφωνο .. της Συμβολαιογράφου Μαρίας Γιαννακοπούλου με το οποίο αναλάμβανε ο αναιρεσείων της υποχρεώσεις διαγραφής με δαπάνες του τις εγγραφείσες πράξεις διεκδίκησης του Ασύλου Ανιάτων η οποία βρισκόταν στο στάδιο της διεξαγωγής των μαρτύρων, και ότι η διένεξη με το Δημόσιο έχει τακτοποιηθεί και ότι σε περίπτωση που ήθελε απωλεσθεί η κυριότητα τότε η αγοραστές είχαν το δικαίωμα της διάρρηξης των προσυμφώνων ή του οριστικού συμβολαίου γεγονός το οποίο δεν έπραξαν. Σχετικά με τα παραπάνω το προσβαλλόμενο αναφέρει ότι ο αναιρεσείων προκειμένου να άρει τον παραμικρό δισταγμό των εγκαλούντων, αφού παρασιώπησε από αυτούς την ύπαρξη των λίαν μακροχρόνιων αγώνων του, παρέστησε σ' αυτούς επί πλέον ότι τα πραγματικά δικαιώματα των τρίτων αφορούσαν απλά και μόνο μία διεκδίκηση, υποβαθμίζοντας την διεκδίκηση αυτή σε γεγονός ήσσονος σημασίας και το οποίο σύντομα και άνετα επρόκειτο να ξεπεραστεί με συνέπεια να κάμψει τους οποιουσδήποτε δισταγμούς των εγκαλούντων παραπλανώντας τους ότι και αν ακόμη η διεκδίκηση αυτή υπήρχε αυτή ήταν ασήμαντη και άνευ σημασίας. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε την κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων προς παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους κατέληξε στην παραπεμπτική του κρίση του για την παράβαση των άρθρων 386 ΠΚ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, απορριπτομένων των περί αντιθέτου αιτιάσεων του αναιρεσείοντα γιατί το προσβαλλόμενο έλαβε υπ'όψη και συνεκτίμησε και τους προβληθέντες ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα σχετικά με το ότι οι εγκαλούντες γνώριζαν την πραγματική κατάσταση από νομικής πλευράς του ακινήτου που αγόραζαν αλλά και πέρα τούτο το γεγονός αυτό θα ασκήσει επιρροή και θα αξιολογηθεί σαν τέτοιο στην δικαστική επιμέτρηση της ποινής καθ'όσον τυχόν συντρέχουσα αμέλεια του απατηθέντος δεν αίρει τον αιτιώδη σύνδεσμο, και δεν επηρεάζει την αντικειμενική υπόσταση της απάτης. Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί στην ουσία της.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η με αριθμ. 161/6-10-2008 αίτηση τoυ Χ για αναίρεση του με αριθμ. 1476/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αναιρεσείουσας. Αθήνα την 15-1-2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση, τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ υπαρχής την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Δεν απαιτείται η παραπλανητική ενέργεια του δράστη να είναι η μοναδική αιτία της πλάνης και γι' αυτό είναι νομικά αδιάφορο αν ο απατώμενος μπορούσε, καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια και προσοχή, να αποφύγει την πλάνη. Η τυχόν δε συνυπαιτιότητα του δεν αίρει τον αιτιώδη σύνδεσμο και δεν επηρεάζει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης, αλλά μπορεί να αξιολογηθεί στη δικαστική επιμέτρηση της ποινής. Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν α) ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν, συνολικά, το ποσό των 73.000 ευρώ. Επί της κατ' εξακολούθηση απάτης, για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό όφελος του δράστη ή η συνολική ζημία των παθόντων, αν ο δράστης, με τις μερικότερες πράξεις, απέβλεψε στο αποτέλεσμα αυτό. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (αρθρ. 98 ΠΚ), το οποίο συγκροτείται όταν συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις του ίδιου εγκλήματος, ενυπάρχει οπωσδήποτε και το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενός και του αυτού εγκλήματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 222 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να βλάψει άλλον αποκρύπτει, βλάπτει ή καταστρέφει έγγραφο, του οποίου δεν είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικά κύριος ή που άλλος έχει δικαίωμα, κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου, να ζητήσει την παράδοση ή την επίδειξή του, τιμωρείται, με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει, ότι στοιχεία του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου είναι: α) να πρόκειται για έγγραφο με την έννοια του άρθρου 13 γ' ΠΚ ιδιωτικό ή δημόσιο, έγκυρο ή άκυρο, γνήσιο ή πλαστό, αφού και το πλαστό, έγγραφο μπορεί να χρησιμεύσει σαν αποδεικτικό μέσο, β) να έχει συντελεστεί απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, απόκρυψη δε είναι η πράξη ή παράλειψη από την οποία στερείται της χρήσης του εγγράφου αυτός που έχει το σχετικό δικαίωμα, η στέρηση δε αυτή είναι πρόσκαιρη ή διαρκής καταστροφή δε η πράξη με την οποία πλέον το έγγραφο παύει να υπάρχει, γ) ο δράστης να μην είναι κύριος, ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου και δ) η ενέργεια αυτή να έγινε με σκοπό βλάβης του κυρίου ή συγκυρίου του εγγράφου. Η επίτευξη του σκοπού της βλάβης που επιδιώχθηκε και η οποία μπορεί να είναι περιουσιακή ή και ηθική και να αφορά τον οποιοδήποτε, είναι αδιάφορη. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις, για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου (ή του δικαστηρίου) της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα δεκτά γενόμενα ως προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα, στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αποκλειστικά δικές του σκέψεις, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εγκαλούντες είναι σύζυγοι μεταξύ τους και ενδιαφέρονταν για αγορά οικοπέδου στην περιοχή .... Αρχές του έτους 1998 είδαν στην εφημερίδα ... τη δημοσίευση αγγελίας του εκκαλούντος κατηγορουμένου, με την οποία γνωστοποιούσε στο κοινό ότι πωλεί αγροτεμάχια στην ..., στη θέση ..., πανοραμικά, με θέα στη θάλασσα, οικοδομήσιμα, μη δασικά και αποκλειστικής κυριότητας του. Κατόπιν αυτού, οι εγκαλούντες επικοινώνησαν με τον εκκαλούντα κατηγορούμενο και αφού συναντήθηκαν επανειλημμένα μαζί του και πληροφορήθηκαν τις απαιτήσεις του, μετέβησαν στην ως άνω περιοχή, όπου ό τελευταίος τους υπέδειξε τα πωλούμενα ακίνητα. Κατά τις ως άνω συναντήσεις τους ο εκκαλών κατηγορούμενος, παρέστησε στους εγκαλούντες, ότι έχει στην αποκλειστική και αδιαφιλονίκητη κυριότητα, νομή και κατοχή του τα πωλούμενα ακίνητα, τα οποία είναι άρτια και οικοδομήσιμα στο σύνολο τους, και ότι έχει, συνεπώς, εξουσία διαθέσεως αυτών με σύμβαση πωλήσεως και επίσης ότι οι εν λόγω αγροί είναι ελεύθεροι από κάθε βάρος και δικαίωμα τρίτου. Προσέτι, παρέστησε στους εγκαλούντες ότι είναι άτομο φερέγγυο, αξιόπιστο και με σημαντική οικονομική επιφάνεια και ότι έχει την εμπορική ιδιότητα. Με τις παραστάσεις των ως άνω γεγονότων, που εκ των υστέρων απεδείχθησαν ψευδείς, έπεισε ο κατηγορούμενος τους εγκαλούντες, παραπλανώντας αυτούς, όπως συμπράξουν μαζί του ενώπιον συμβολαιογράφου, κατά την υπό του τελευταίου κατάρτιση των πιο κάτω αναφερομένων προσυμφώνων, με τα οποία ανελάμβανε αυτός την υποχρέωση, να πωλήσει, παραχωρήσει, μεταβιβάσει και παραδώσει στους εγκαλούντες κατά πλήρη συγκυριότητα, σύννομη και συγκατοχή τους αναφερόμενους στα προσύμφωνα αγρούς, και να καταβάλλουν σ' αυτόν ως αρραβώνα [προκαταβολή] τα ποσά που αναφέρονται στα προσύμφωνα, με αποτέλεσμα έτσι να προκληθεί ζημία στην περιουσία τους σε ποσό, που υπερβαίνει αυτό τωv 15.000 ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, με το υπ' αριθμ. ... προσύμφωνο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Παννακοπούλου-Δημητρακάκη, ο κατηγορούμενος Χ δήλωσε, ότι έχει στην πλήρη αποκλειστική και αδιαφιλονίκητη κυριότητα, νομή και κατοχή του έναν αγρό άρτιο και οικοδομήσιμο στο σύνολό του, που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας ..., πρώην Κοινότητας ... του τέως Δήμου ..., εκτός σχεδίου και ζώνης της νέας Κοινότητας ..., συνολικής εκτάσεως, κατά την προηγούμενη καταμέτρηση του που έγινε από τον Πολ. Μηχανικό ..., 81.500 τμ, και κατά την τελευταία καταμέτρηση του που έγινε από τον Πολ. Μηχανικό ..., 76.815 τμ. Ειδικότερα, για την απόκτηση της κυριότητας του ανωτέρω ακινήτου, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε τα εξής: α) ότι με το υπ'αριθμόν ... προσύμφωνο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κρωπίας Ευαγγέλου 1 Καλαχάνη, που καταστράφηκε από εμπρησμό από τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής στις 9-30 Οκτωβρίου 3944, και ανασυστάθηκε με βάση τις διατάξεις του Ν. 3579/1938 δυνάμει της υπ' αριθμόν 989/1990 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η Ξ, υποσχέθηκε να πωλήσει, παραχωρήσει και μεταβιβάσει προς τον πατέρα του Ζ τον παραπάνω αγρό, εκτάσεως ογδόντα και ημίσεως στρεμμάτων, περίπου, τον οποίο έκτοτε ο Ζ (πατέρας του κατηγορουμένου) ενέμετο με συνεχή νομή και κατοχή και με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, μη οχληθείς παρ' ουδενός μέχρι του θανάτου του, β) ότι στις 28-2-1979 απεβίωσε στο ... ο Ζ και με βάση την υπ' αριθμόν ... δημόσια διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε νόμιμα, κατέλιπε σε κάθε έναν από τους κληρονόμους του την κληρονομική του μερίδα, γ) ότι μεταξύ των κληρονόμων του περιλαμβάνεται και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, στον οποίο ο αποβιώσας κατέλιπε όλη την υπόλoιπη περιουσία του, την οποία δεν είχε διαθέσει άλλως με την πιο πάνω διαθήκη του, μεταξύ δε των κληρονομιαίων στοιχείων, τα οποία περιήλθαν, κατά τα παραπάνω, σ' αυτόν ήταν και το δικαίωμα της αποκτήσεως με οριστικό αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του παραπάνω αγρού, ο οποίος, με βάση το υπ' αριθμόν ... αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, κατόπιν προσυμφώνου δι αυτοσυμβάσεως, της συμβολαιογράφου Κρωπίας Όλγας Μπούκη - Παπαδημητριού, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κερατέας στον τόμο 333 και αύξ. αριθμό 481, περιήλθε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του. Έτσι, με το ως άνω προσύμφωνο συμβολαίου ο κατηγορούμενος υποσχέθηκε και ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει, παραχωρήσει, μεταβιβάσει και παραδώσει κατά πλήρη συγκυριότητα, συννομή και συγκατοχή προς τους εγκαλούντες 1)| Ψ1 και 2) Ψ2., τα 31,50/768 εξ αδιαιρέτου του ως άνω λεπτομερώς περιγραφομένου αγρού, μετά των παρακολουθημάτων, παραρτημάτων, προσαυξημάτων και λοιπών συστατικών του και όλων των επ' αυτών και εξ αυτών οιωνδήποτε δικαιωμάτων προσωπικών και πραγματικών και των συναφών αγωγών και ενστάσεων του πωλητή και των δικαιοπαρόχων του αμέσων και απωτέρων, ως ευρίσκονται σήμερον, υποσχέθηκε δε και εγγυήθηκε ελεύθερον παντός εν γένει βάρους, χρέους, υποθήκης, προσημειώσεως, κατασχέσεως, αναγκαστικής ή συντηρητικής, μεσεγγυήσεως, απαλλοτριώσεως, πληρωμής φόρων και τελών Δημοσίων τε και Δημοτικών, και Κοινοτικών, προικώου και κληρονομικού δικαιώματος, εκνικήσεως τρίτου, πάσης φιλονικίας ή διενέξεως, μισθωτικής σχέσεως και παντός εν γένει νομικού ελαττώματος ή δικαιώματος τρίτου. Ως τίμημα της προσυμφωνούμενης αυτής πωλήσεως ορίστηκε το ποσό των 25.000.000 δρχ. [73.367,57 €], εκ του οποίου ο κατηγορούμενος έλαβε ως προκαταβολή - αρραβώνα παρά των εγκαλούντων το ποσό των 14.820,25 € [5.050.000 δρχ.] το δε υπόλοιπο [εκ 58.547,32 € ή 19.950.000 δρχ.] συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε 57 ισόποσες δόσεις 350.000 δρχ. ή 1.027,14 € εκάστη, με 1η δόση καταβλητέα στις 15-3-1998 και τελευταία στις 15-11-2002, δι' εκδόσεως ισάριθμων [57] συναλλαγματικών αποδοχής των εγκαλούντων. Στη συνέχεια, με τις ίδιες ως άνω παραστάσεις των ψευδών γεγονότων ως αληθινών και με τις αθέμιτες παρασιωπήσεις [περί ων κατωτέρω] εκ μέρους του κατηγορουμένου προς τους εγκαλούντες, οι τελευταίοι οδηγήθησαν πλανώμενοι ενώπιον της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου Μαρίας Γιαννακοπούλου και υπέγραψαν μετά του κατηγορουμένου το υπ' αριθμ. ... προσύμφωνο, με το οποίο ο κατηγορούμενος υποσχέθηκε και ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει, παραχωρήσει, μεταβιβάσει και παραδώσει κατά πλήρη συγκυριότητα, σύννομη και συγκατοχή προς τους εγκαλούντες, τα 23/768 εξ αδιαιρέτου του ανωτέρου μείζονος αγρού, μετά των παρακολουθημάτων-παραρτήματος και λοιπών συστατικών του, υποσχόμενος και εγγυώμενος ελεύθερο παντός εν γένει βάρους, χρέους, υποθήκης, προσημείωσης, κατάσχεσης, μεσεγγύησης, απαλλοτρίωσης, πληρωμής φόρων, πάσης φιλονικίας ή διενέξεως και παντός εν γένει νομικού ελαττώματος ή δικαιώματος τρίτου, αντί συνολικού τιμήματος 15.000.000 δρχ. [44.020,54 €], εκ του οποίου ο κατηγορούμενος έλαβε παρά των εγκαλούντων μετρητοίς το ποσό των 30.814,38 €, ενώ το υπόλοιπο εκ 13.206,16 € πιστώθηκε μέχρι 27-2-2001, ημέρα που οι εγκαλούντες υποσχέθηκαν να το καταβάλλουν ατόκως. Από τη συνεκτίμηση, όμως, του όλου αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε υπήρξε κύριος της ως άνω μείζονος εκτάσεως [81.500 τ.μ. ή κατά νεωτέρα καταμέτρηση 76.815 τ.μ.] μέρος της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση με τα ως άνω προσύμφωνα να πωλήσει, μεταβιβάσει και παραδώσει στους εγκαλούντες κατά κυριότητα, προβάλλοντας ψευδώς τον ισχυρισμό περί απόκτησης ιδίας κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, προσμετρώντας στον ίδιο χρόνο νομής τάχα και τον χρόνο νομής του άμεσου δικαιοπάροχου πάτερα του Ζ, ενώ, όπως έχει ήδη κριθεί, η ως άνω μείζων έκταση, που βρίσκεται στο 43° χιλιόμετρο της οδού ..., πλησίον του συγκροτήματος θερινών κατοικιών ... και του ξενοδοχείου "...", ανήκει στη συγκυριότητα του Ασύλου Ανιάτων. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι οι ως άνω διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου προς τους εγκαλούντες υποψήφιους αγοραστές ήσαν ψευδείς προκύπτει, ιδίως, από την υπ' αριθμ. 674/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδοθείσα ύστερα από μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα, έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού η κατ' αυτής ασκηθείσα αναίρεση ως και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης απορρίφθηκαν με την 1616/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου, η δε κατά της ιδίας αποφάσεως [674/2000 Εφ. Αθ.] ασκηθείσα αίτηση αναψηλαφήσεως απερρίφθη με την 7675/2002 απόφαση Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας, τέλος, η αίτηση αναίρεσης απερρίφθη με την 1348/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου. Στην προαναφερόμενη υπ' αριθμ 674/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών αναφέρεται, ότι ουδέποτε ο πατέρας του κατηγορουμένου Ζ υπήρξεν κύριος της ως άνω μείζονος εκτάσεως της ευρισκομένης στη θέση "...", αφού δεν προσκομίστηκε το υπ' αριθμ ... προσύμφωνο, ως απολεσθέν συνεπεία εμπρησμού, από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στις 09-10 Οκτωβρίου 1944, του συμβολαιογραφείου του συντάξαντος αυτό συμβολαιογράφου Κρωπίας, και έτσι το μοναδικό στοιχείο, που απεδείκνυε την συμφωνηθείσα πώληση, ήταν η από 29-10-1938 δήλωση - επιστολή της φερόμενης ως πωλήτριας της άνω εκτάσεως Ξ προς τον πατέρα του κατηγορουμένου Ζ, στην οποία αναφέρετο ότι η πρώτη επώλησε στον δεύτερο με το ... προσύμφωνο έκταση 80 περίπου στρεμμάτων και ότι εγένετο εκ μέρους του δευτέρου ολοσχερής εξόφληση της συμφωνηθείσας αξίας και ότι ανεξαρτήτως της υπογραφής ή μη των οριστικών συμβολαίων, η πρώτη δηλούσε στο δεύτερο ότι καλώς κατείχε το εν λόγω ακίνητο, πλην όμως η άνω δήλωση - επιστολή εκρίθη αμετακλήτως ότι δεν ήτο γνήσια και αφού δεν απεδείχθη η γνησιότης της γραφής και υπογραφής της φερόμενης ως πωλήτριας του άνω ακινήτου, συνακόλουθα δεν απεδείχθη και η γνησιότης του περιεχομένου αυτής. Σημειώνεται, ότι ο κατηγορούμενος είχε ζητήσει, με αίτησή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά την εκούσια δικαιοδοσία, να βεβαιωθεί το γεγονός της σύνταξης του άνω υπ' αριθμ. ... προσυμφώνου, πλην όμως, η εκδοθείσα πράγματι, υπ' αριθμ 989/1990 απόφαση του άνω δικαστηρίου ακυρώθηκε, μετά από άσκηση τριτανακοπής, με την υπ' αριθμ 1091/98 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου. Παρά ταύτα, ο κατηγορούμενος με το υπ' αριθμ ... συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Κρωπίας Όλγας Μπούκη πώλησε και μεταβίβασε στον εαυτό του, με αυτοσύμβαση, την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, ενόψει εξοφλήσεως του τιμήματος αγοράς σύμφωνα με την ως άνω από 29-10-1938 δήλωση-επιστολή, η οποία, όμως, όπως αποδείχθηκε, ήταν μη γνήσια. Επίσης, με την πιο πάνω απόφαση του Εφετείου, στην οποία αναφέρεται ότι δεν "καταλείπεται καμμία αμφιβολία, ότι ολόκληρο το επίδικο ακίνητο ανήκει στη συγκυριότητα του ενάγοντος Ασύλου Ανιάτων και ... ότι ο πρώτος εναγόμενος [νυν κατηγορούμενος] δεν απέκτησε ποτέ κυριότητα στο εν λόγω ακίνητο, με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή, με έκτακτη χρησικτησία, γίνονται δεκτά και τα ακόλουθα: α) Ο φερόμενος ως άμεσος δικαιοπάροχος του πρώτου εναγομένου, πατέρας του, Ζ, υπήρξε στη ζωή μόνιμος κάτοικος ..., όπου και πέθανε, β) Ο ίδιος ήταν άγνωστος στην περιοχή του επίδικου ακινήτου, γ) Μολονότι φέρεται αυτός ότι προσυμφώνησε με προσύμφωνο πωλητήριο συμβόλαιο την αγορά του επίδικου ακινήτου, μεγάλης έκτασης και σημαντικής για την εποχή (1933) αγοραίας αξίας, δεν φύλαξε αντίγραφο του εν λόγω προσυμφώνου, δ)Το παραπάνω προσύμφωνο φέρεται, ότι συντάχθηκε σε εποχή που οι κληρονόμοι του ..., δηλαδή, η σύζυγος του ... και ο θετός γυιός του ..., είχαν ήδη αμφισβητήσει τη συγκυριότητα της Ξ στο κτήμα "...", τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο και η τελευταία (Ξ), που είχε ήδη εμπλακεί σε δικαστικό αγώνα αναγνώρισης της παραπάνω συγκυριότητας της, δεν μπορούσε από τότε και επί σειράν ετών να προβεί σε πωλήσεις τμημάτων του ακινήτου αυτού, όπως προέβαινε προηγουμένως, ε) Ο Ζ, επίσης, δεν συμμετείχε, μολονότι θα έπρεπε, ως προσθέτως παρεμβαίνων υπέρ της Ξ, με τη δικονομική ιδιότητά της είτε ως ενάγουσας, είτε ως εναγομένης, σε καμιά από τις δίκες που έγιναν και αφορούσαν τη συγκυριότητα της στο κτήμα "...". Ούτε, επίσης, ο ίδιος υπέβαλε, μολονότι θα έπρεπε, ως έχων έννομο συμφέρον, αίτηση ακύρωσης κατά των 36/1964 και 16/1967 αντίστοιχα, αποφάσεων της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, με τις οποίες, σύμφωνα και με, το περιεχόμενο της Ε'. 9386/06-08-1954 σχετικής υπουργικής απόφασης, είχε ήδη απαλλοτριωθεί αναγκαστικά έκταση του επίδικου ακινήτου, συνολικού εμβαδού 18.683 τετρ. μέτρων, δηλαδή το τεμάχιο 16β "ρέμα" και μέρος του τεμαχίου 8 δάσος, στ) Στην ... δημόσια διαθήκη του ο τελευταίος δεν μνημονεύει ειδικά το επίδικο ακίνητο, μεγάλης τότε αγοραίας αξίας, μολονότι θα έπρεπε, εάν θεωρούσε τον εαυτό του κύριο του εν λόγω ακίνητου, ζ) Ο κατηγορούμενος, επίσης, ήταν άγνωστος στην περιοχή του επίδικου ακινήτου (μέχρι τουλάχιστον το έτος 1979). Η)Στα: ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ... και .../1982, αντίστοιχα, πωλητήρια συμβόλαια, με τα οποία ο κατηγορούμενος πώλησε και μεταβίβασε την κυριότητα των σ' αυτά περιγραφόμενων οικοπεδικών τμημάτων του επίδικου ακινήτου σε τρίτους αγοραστές, αναφέρει ως τίτλο της κυριότητας του στα πωλούμενα τμήματα, "χρησικτησία, διάνοια κυρίου, καλή τη πίστει, συνεχή και ανεπιλήπτω νομή πλέον της 25ετίας" και όχι, όπως ήδη ισχυρίζεται, χρησικτησία (έκτακτη) από του έτους 1933 και εφεξής συνεχώς μέχρι του χρόνου σύνταξης των παραπάνω πωλητήριων συμβολαίων, με την προσμέτρηση στον ίδιο χρόνο νομής αυτού και του χρόνου νομής του άμεσου δικαιοπαρόχου πατέρα του Ζ, θ) Μολονότι ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε, με τις προτάσεις του της πρώτης στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συζήτησης της αγωγής, ότι νεμόταν, το επίδικο ακίνητο ο ίδιος "ως μόνος εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πατέρα του" στο ... πωλητήριο με αυτοσύμβαση συμβόλαιο που συνέταξε, επικαλείται, για πρώτη φορά, ότι το επίδικο ακίνητο καταλείφθηκε σ' αυτόν με την ... δημόσια διαθήκη του πατέρα του Ζ". Σύμφωνα με τα παραπάνω, πλήρως προκύπτει, ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε, ότι δεν είχε δικαίωμα κυριότητας στην προαναφερομένη μείζονα έκταση και ειδικότερα στα εδαφικά τμήματα, που προσυμφώνησε, να μεταβιβάσει στους εγκαλούντες. Και ενώ, λοιπόν, αυτή ήταν η αληθής κατάσταση, παρ' όλα αυτά ο κατηγορούμενος παρέστησε στους εγκαλούντες εν γνώσει του ψευδώς, ότι ήταν αποκλειστικός κύριος, νομεύς και κάτοχος των πωλούμενων ακινήτων, έχοντας εξουσία διαθέσεως αυτών, και επίσης ότι οι εν λόγω αγροί είναι ελεύθεροι από κάθε βάρος και δικαίωμα τρίτου. Συγχρόνως, όμως, ο κατηγορούμενος, δεν περιορίστηκε στις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις, αλλά, συμπληρωματικά προς αυτές, παρότι εκ της άνω συμβάσεως αλλά και στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων, σύμφωνα με την καλή πίστη, είχε υποχρέωση να ανακοινώσει στους εγκαλούντες τα ως άνω αληθή γεγονότα (ΑΠ 187/06 ΠΧ ΝΣΤ.882), ότι δηλαδή την πιο πάνω μείζονα έκταση διεκδικούν τρίτοι, μετά των οποίων βρίσκεται σε μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, παρ' όλα αυτά, όλως αθεμίτως παρασιώπησε αυτά, λέγοντας προς αυτούς μόνο, ότι υπάρχει μία πράξη διεκδικήσεως εκ μέρους του Ασύλου Ανιάτων, την οποία τάχα ανελάμβανε αυτός την υποχρέωση να διαγράψει ταχέως με δαπάνες του (βλ. την σχετική, λίαν προσεκτική, διατύπωση στα υπ' αριθμ. ... και ... προσύμφωνα: "Ο πωλητής ... μέχρι την 30ην Αυγούστου 1999 υποχρεούται να έχει διαγράψει με δαπάνες του εκ των βιβλίων διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Κερατέας την εγγραφείσα δυνάμει της υπ' αριθμ 3017/1987 διεκδίκησης εκ μέρους του Ασύλου Ανιάτων, η οποία διεκδίκηση βρίσκεται ήδη στο στάδιο της διεξαγωγής των μαρτύρων"). Προκύπτει, δηλαδή, εκ των ανωτέρω, ότι ο κατηγορούμενος, προκειμένου να άρει τον παραμικρό δισταγμό των εγκαλούντων, αφού παρασιώπησε αθεμίτως από αυτούς την ύπαρξη των λίαν μακροχρόνιων δικαστικών αγώνων του (για τους οποίους αναφέρουν διεξοδικά οι ΑΠ 1348/2005, ΕΑ 7675/2002 και ΕΑ 674/2000), παρέστησε, επί πλέον, σ' αυτούς ότι τα πραγματικά δικαιώματα των τρίτων επί του ακινήτου αφορούσαν απλά και μόνον "μία πράξη διεκδίκησης", θέλοντας και αποσκοπώντας με τον τρόπο αυτό, να παραπλανήσει τους εγκαλούντες, ότι η διεκδίκηση ήταν ένα ήσσονος σημασίας εμπόδιο, το οποίο ο ίδιος ταχέως και ανέτως επρόκειτο να ξεπεράσει, σκοπό τον οποίο τελικά και επέτυχε, αφού η υποβάθμιση αυτή των μακροχρόνιων δικαστικών αγώνων, που αφορούσαν στην κυριότητα του ακινήτου, σε συνδυασμό με την επίκληση της αποκλειστικής κυριότητας, νομής και κατοχής της ένδικης έκτασης, οδήγησε, όπως αναφέρθηκε, στην παραπλάνηση των αγοραστών, σχετικά με τη σοβαρότητα της διεκδίκησης του ακινήτου από τρίτους και την ύπαρξη αποκλειστικής κυριότητας στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, γεγονός που τους οδήγησε στην κατάρτιση των προσυμφώνων. Επί των ανωτέρω, είναι σαφείς και πειστικές οι καταθέσεις 1) των εγκαλούντων ["... αν και γνώριζε ότι η περιοχή αυτή ήταν διεκδικούμενη από τον Σύλλογο Ανιάτων, γεγονός το οποίο μας απέκρυψε, όπως μας απέκρυψε και τους δικαστικούς αγώνες που είχε με αυτό" βλ. τις ανακριτικές καταθέσεις των], 2) του ... [να. Αγοράσω... ένα οικόπεδο από μία μεγάλη έκταση που πωλούσε ο κ. Χ. Ο τελευταίος μάς έπεισε ότι η έκταση που πωλούσε ήταν της κυριότητας του και ότι ήταν θέμα λίγων ημερών για να ξεκαθαρίσει κάτι εκκρεμότητες που είχε για να κάνουμε συμβόλαια ... πείσθηκα και ... έδωσα χρήματα ... μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει μεταβίβαση αφού δεν είναι στην κυριότητά του. Έτσι αφού δεν ήταν στην κυριότητά του τα οικόπεδα που πουλούσε, αυτός είχε βάλει και αγγελία στην εφημερίδα και με αυτό τον τρόπο εξαπατούσε τον κόσμο", προανακριτική, από 11-05-2006, κατάθεση], 3) της ... ["... με διαβεβαίωσε ότι η έκταση που πουλούσε ήταν στην κυριότητα του, με μόνη τη διαφορά ότι υπήρχε κάτι με το Άσυλο Ανιάτων ότι ήταν θέμα ημερών να λήξει και έτσι πεισθήκαμε και προχωρήσαμε σε προσύμφωνο ... μας εξαπατά και παρόλο ότι του έχω δώσει χρήματα δεν έχει περιέλθει στην κυριότητα μου το ακίνητο ... έχουμε όλοι εξαπατηθεί", προανακριτική, από 11 -05-2005, κατάθεση] και 4) του ... [βλ. την από 11-05-2006 προανακριτική κατάθεση του], οι καταθέσεις δε αυτές ουδόλως αναιρούνται από τις ενώπιον του Ανακριτή δοθείσες την 25-05-2007 καταθέσεις των ..., ... και ..., μαρτύρων υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, οι οποίοι και αυτοί δέχονται την μη ύπαρξη κυριότητας στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, λέγοντας ότι ανέλαβαν "σχετικό ρίσκο". Σημειώνεται, ότι η τέλεση του εγκλήματος της απάτης δεν προϋποθέτει θύμα ορισμένου βαθμού ευφυίας και συνεπώς είναι αδιάφορο αν, οι απατηθέντες εγκαλούντες με ιδιαίτερη επιπολαιότητα κατέστησαν ευχερή στον κατηγορούμενο την εξαπάτησή τους, αλλά αρκεί ότι αυτοί οδηγήθηκαν στην κατάρτιση των προσυμφώνων και στην προκαταβολή του τιμήματος συνεπεία της προαναφερόμενης κατάδηλα κακόπιστης και παραπλανητικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, η οποία ενισχύεται και από το γεγονός της μη επιστροφής από τον τελευταίο στους εγκαλούντες του μεγάλου χρηματικού ποσού, που είχε εισπράξει, καθόσον τούτο υποδηλώνει, ότι αυτός δεν απέβλεπε απλώς στην μεταβίβαση μιας αμφισβητούμενης έκτασης (καθόσον στην περίπτωση αυτή θα είχε φροντίσει να επανορθώσει έστω και εν μέρει τη ζημία των αγοραστών μετά την δικαστική επίλυση του ζητήματος της κυριότητας) αλλά απέβλεπε αποκλειστικά και μόνον στην παραπλάνηση των εγκαλούντων, με σκοπό να εισπράξει από αυτούς το προκαταβληθέν τίμημα, προξενώντας σ' αυτούς ζημία με αντίστοιχο δικό του όφελος. Ειδικότερα, η προξενηθείσα, από την απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ζημία σε βάρος της περιουσίας των εγκαλούντων ανέρχεται στο ποσό των ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων έξι ευρώ και εικοσιεννέα λεπτών [84.306,29 ευρώ] και αναλύεται ως εξής: 1) 14.820,25 € η προκαταβολή του ... προσυμφώνου, 2) 30.814,38 € η προκαταβολή του ... προσυμφώνου, 3) 35.950,24 € οι δόσεις επί του ... προσυμφώνου μέχρι και τον Ιανουάριο 2001, καθότι τα διάδικα μέρη συμφώνησαν με το ... συμβόλαιο όπως από 15-02-2001 έως 15-11-2002 ανασταλεί η καταβολή του υπολειπομένου προς πληρωμή ποσού, 4) 1.021,42 € τα έξοδα που κατεβλήθησαν για την σύνταξη των 2 προσυμφώνων και των 3 πράξεων παράτασης [463,68 + 425,93 + 35,44 + 40,37 + 56,00 - 1.021,42] και 5) 1.700,00 € που κατέβαλαν ως αμοιβή σε δικηγόρους. Εξάλλου, ο κατηγορούμενος προέκυψε, ότι ενεργεί απάτες κατ' επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης του σε βάρος των εγκαλούντων αλλά και τρίτων και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης της απάτης προκύπτει, πράγματι, εξακολουθητικός σκοπός αυτού για πορισμό παράνομου εισοδήματος, δεδομένου ότι δια ψευδών και εικονικών τίτλων επιχειρούσε να αποκτήσει εμπράγματα δικαιώματα και να πορισθεί δι' αυτών εισοδήματα σπουδαία και σοβαρά με την παράνομη κατάτμηση της ως άνω μείζονος έκτασης σε 13 εδαφικά τμήματα τα οποία πωλούσε ως αληθής και αποκλειστικός κύριος καίτοι γνώριζε ότι ουδέποτε κατέστη κύριος της έκτασης αυτής. Περαιτέρω, από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό προέκυψε, ότι ο κατηγορούμενος, με σκοπό να βλάψει τους εγκαλούντες απέκρυψε τέσσερις (4) συναλλαγματικές με χρόνους λήξης: 15-02-2001, 15-03-2001, 15-04-2001 και 15-11-2001 αντίστοιχα, τις οποίες είχε εκδώσει αυτός και είχαν αποδεχθεί οι εγκαλούντες και είχε στην κατοχή του και για τις οποίες είχαν συμφωνήσει να επιστραφούν στους εγκαλούντες λόγω μη επακολουθήσασας αιτίας κατ' άρθρο 904 Α.Κ. Ο ισχυρισμός του ότι απώλεσε τις εν λόγω συναλλαγματικές δεν αποδείχθηκε από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, το παρόν Συμβούλιο, αναφερόμενο κατά τα λοιπά, στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του διαλαμβάνονται στο εκκαλούμενο βούλευμα, κρίνει, ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν δημοσία στο ακροατήριο κατηγορία κατά του κατηγορουμένου Χ, για τις πράξεις α) της απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος και συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 €, κατ' εξακολούθηση (βλ ΑΠ 961/06, ΑΠ 231/06 και β) της υπεξαγωγής εγγράφων, και πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 309 § Ιε' και 313 Κ.Π.Δ., να παραπεμφθεί αυτός ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, κατά τα άρθρα 1, 13 στ', 14-18, 26 παρ. 1α , 27, 51, 52, 94 παρ. 1, 98, 386 παρ. 1, 3α ΠΚ, όπως ορθά έκρινε και το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών με το εκκαλούμενο βούλευμά του. Κατά συνέπεια, η υπ' αριθμ 175/2008 έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, απορριπτόμενου παράλληλα και του αιτήματος του εκκαλούντος κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου, καθόσον αυτός με την απολογία του, τα απολογητικά υπομνήματά του και την έφεσή του, ανέπτυξε διεξοδικά τους ισχυρισμούς και τις απόψεις του και ως εκ τούτου δεν υπάρχουν κενά στην υπόθεση προς διευκρίνιση. Τα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας ύψους 220 ευρώ πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος (άρθρο 583 του ΚΠΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με τη διάταξη του άρθρου 55 του νόμου 3160/2003).
Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος και απέρριψε κατ' ουσία την έφεση, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί, για τις πράξεις 1) της απάτης κατ' εξακολούθηση την οποία τέλεσε κατ' επάγγελμα, το συνολικό δε όφελος και η συνολική ζημία που προκλήθηκαν από αυτήν υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και 2) της υπεξαγωγής εγγράφων. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, την, από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκθέτει σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13στ, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 98, 222 και 386 παρ. 1 και 3 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ελλιπή δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα: 1)αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους, από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε τα περιστατικά που προεκτέθηκαν, 2)προκύπτει σαφώς ότι το Συμβούλιο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά 3) δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να αναφέρονται αναλυτικά τα αποδεικτικά μέσα και να εκτίθεται τι προκύπτει, χωριστά, από καθένα από αυτά 4) παρατίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν την παραπλανητική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της απάτης 5) αιτιολογείται, επαρκώς, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και της ζημίας των μηνυτών και 6) στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχουν αντιφατικές παραδοχές, η επικαλούμενη δε αντίθεση μεταξύ του περιεχομένου των καταθέσεων ορισμένων μαρτύρων και του περιεχομένου ορισμένων εγγράφων (προσυμφώνων αγοραπωλησίας κλπ), με τις παραδοχές του βουλεύματος, δεν στερεί αυτό από νόμιμη βάση, αλλά ανάγεται στην εσφαλμένη από το Συμβούλιο, εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο. Επομένως οι, περί του αντιθέτου, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και β' του ΚΠΔ, αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, τις οποίες προβάλλει με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι αβάσιμες, κατά το μέρος δε που με τον πρώτο από αυτούς, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η περί την εκτίμηση των αποδείξεων ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου, η σχετική αιτίαση είναι απαράδεκτη.
Συνεπώς πρέπει να απορριφθούν οι παραπάνω λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως και αφού δεν υπάρχουν, προς έρευνα, άλλοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και η αίτηση στο σύνολο της, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6 Οκτωβρίου 2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση του με αριθμό 1476/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή