Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1530 / 2017    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απόρριψη, Αναιρέσεως λόγοι, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Έξοδα.




Περίληψη:
Αναίρεση κατηγορουμένου. Πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση και
υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση. Λόγοι αναιρέσεως η έλλειψη ειδικής
και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η ευθεία και εκ πλαγίου εσφαλμένη ερμηνεία
και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει
έξοδα.





Αριθμός 1530/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Γεώργα Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την 253/17 πράξη του νόμιμου αναπληρωτή του ελλείποντος Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου, Μαρία Παπασωτηρίου και Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Χ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιαλάογλου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 645/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ξάνθης.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Ξάνθης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Σεπτεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...16.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τις διατάξεις αυτές, που αποβλέπουν στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, που είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται αντικειμενικά μεν η από τον υπαίτιο κατάρτιση από την αρχή εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ του Π.Κ.), είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα, είτε με την θέση της υπογραφής του φερόμενου ως συντάκτη, που να το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή, επιπρόσθετα δε και σκοπός του δράστη (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή εννόμου σχέσεως, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του σκοπού αυτού της παραπλανήσεως άλλου. Για τη στοιχειοθέτηση του ως άνω πλημμελήματος της πλαστογραφίας που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του Π.Κ. δεν απαιτείται να σκοπεύει ο δράστης να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή να βλάψει τρίτον, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση του κακουργήματος της πλαστογραφίας που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 216 του Π.Κ.. Τέλος, η χρήση του πλαστού εγγράφου, η οποία όταν τελείται από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση που λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, τελείται όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το πλαστό έγγραφο στον τρίτο που πρόκειται να παραπλανηθεί απ’ αυτό και δώσει τη δυνατότητα στον τρίτο να λάβει γνώση του πλαστού εγγράφου, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση του πλαστού εγγράφου και να παραπλανηθεί απ’ αυτό ο τρίτος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 258 περ. α’ του Π.Κ. "υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι’ αυτό, τιμωρείται, α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών ...". Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ. υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται α) παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α’ του Π.Κ., όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του ίδιου Κώδικα και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι’ αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Η ιδιοποίηση εκδηλώνεται τόσο με την κατακράτηση όταν υπάρχει νόμιμη ή συμβατική υποχρέωση για απόδοση, όσο και με την άρνηση αποδόσεως στον ιδιοκτήτη όταν ζητηθεί το πράγμα. Χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Π.Κ., ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεση του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που όπως προαναφέρθηκε συμβαίνει στο πλημμέλημα της πλαστογραφίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ξάνθης, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 645/2016 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας, στο σκεπτικό της δέχθηκε σχετικά με τις ως άνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, τα εξής: "... Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία, ήτοι από τα έγγραφα που διαβάστηκαν νόμιμα και αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, στα οποία περιλαμβάνονται και τα πρακτικά και η απόφαση της πρωτόδικης δίκης, σε συνδυασμό με τα όσα οι μάρτυρες κατέθεσαν ένορκα στο ακροατήριο και όσα ο κατηγορούμενος έθεσε υπ’ όψιν του Δικαστηρίου αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με βάση την από 27-7-2009 σύμβαση παροχής υπηρεσιών που συνήψε το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Ξάνθης με το σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ" που εδρεύει στην …, ανέλαβε την υλοποίηση τριών προγραμμάτων κατάρτισης τα οποία απευθύνονταν σε επιχειρηματίες αυτοαπασχολούμενους και εργαζόμενους σε μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Για κάθε ένα από τα προγράμματα κατάρτισης εγκρίθηκε προϋπολογισμός 4.000 € και σύμφωνα με τον 4° όρο της ανωτέρω σύμβασης, το Επιμελητήριο Ξάνθης ανέλαβε την υποχρέωση με τη λήξη κάθε προγράμματος να εκδίδει τα απαραίτητα παραστατικά σύμφωνα με τον ΚΒΣ. Για κάθε πρόγραμμα δικαιολογούνταν να εκδοθεί ένα χρηματικό ένταλμα το οποίο ήταν ονομαστικό. Από κάθε πρόγραμμα το Επιμελητήριο θα εισέπραττε τελικώς το ποσό των 3.800 ευρώ από τα οποία το επιμελητήριο θα είχε όφελος 1.800 ευρώ, -γι’ αυτό άλλωστε και ανέλαβε την εκτέλεση του ενώ άλλες φορές τα έδινε σε ΚΕΚ (Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης) , τα οποία είχαν την κατάλληλη υποδομή-, ενώ τα υπόλοιπα 2.000 ευρώ θα έπρεπε να πληρωθούν οι δικαιούχοι. Στη συνεδρίαση της Διοικητικής Επιτροπής του ΕΒΕ Ξάνθης της 29ης Οκτωβρίου 2009, ενημερώθηκαν τα μέλη αυτής ότι το Επιμελητήριο είχε ήδη υλοποιήσει τα εν λόγω προγράμματα κατάρτισης και ότι επρόκειτο να καταβληθεί το ποσό των 2.000 € για κάθε πρόγραμμα, στις υπαλλήλους της γραμματειακής υποστήριξης, στην κα Κ. Κ. και στον κατηγορούμενο, Διευθυντή του ΕΒΕ Ξάνθης, ως αμοιβή για την απασχόληση τους για την υλοποίηση των προγραμμάτων. Ας σημειωθεί ότι στην ίδια συνεδρίαση, αμέσως μετά, πήρε το λόγο ο επόπτης των οικονομικών υπηρεσιών του ΕΒΕ Ξάνθης Χ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι οι συνεργάτες και οι αμοιβές αυτών που χρειάζονται για την υλοποίηση προγραμμάτων κατάρτισης πρέπει να αποφασίζονται από τη Διοικητική Επιτροπή (όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθ. 14/29-10-2009 πρακτικό της Διοικητικής Επιτροπής). Ακολούθως, στις 7-12-2009 και στις 11-12-2009, ο κατηγορούμενος κατά την πληρωμή της υπαλλήλου Ε. Σ. που απασχολήθηκε στην γραμματειακή υποστήριξη ενός εκ των ως άνω προγραμμάτων, έθεσε στην με αριθ. ...-12-2009 απόδειξη δαπάνης ποσού 2.000 € κάτω από το στοιχείο "Λήπτης" και στην με αριθ. ...11-12-2009 απόδειξη πληρωμής ποσού 1.540 € κάτω από το στοιχείο "Ο Εισπράξας" κατ’ απομίμηση την υπογραφή της παραπάνω εργαζομένης, δίχως εκείνη να το γνωρίζει και να συναινεί προς τούτο. Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι εκείνος έθεσε τις επίμαχες υπογραφές, τούτο όμως αποδεικνύεται αναμφίβολα πέρα από την κατάθεση της εργαζομένης, και από την κατάθεση της προϊσταμένης των οικονομικών υπηρεσιών του ΕΒΕ, η οποία ανέφερε ότι η ίδια απούσιαζε και έδωσε τα μετρητά στον κατηγορούμενο για να κάνει τις πληρωμές και ότι οι αποδείξεις δεν μπορεί να πέρασαν στα χέρια άλλου. Το γεγονός ότι η υπογραφή κάτω από την ένδειξη "ο εισπράξας" δεν τέθηκε από την Ε. Σ., επιβεβαιώνεται και από την από Μάιο 2015 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου Χ. Α. που γνωμοδότησε κατόπιν σχετικής εντολής του κατηγορουμένου. Στην κατάρτιση των πλαστών αυτών εγγράφων προέβη ο κατηγορούμενος προκειμένου να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους της Οικονομικής Υπηρεσίας του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ξάνθης ότι κατέβαλε στην Ε. Σ. το χρηματικό ποσό των 1.540 ευρώ για την απασχόληση της στην γραμματειακή υποστήριξη, ενώ στην πραγματικότητα της κατέβαλε μόνο το ποσό των 350 ευρώ. Ακολούθως δε ο κατηγορούμενος προέβη σε χρήση της ανωτέρω πλαστής απόδειξης δαπάνης και της ανωτέρω πλαστής απόδειξης πληρωμής, τις οποίες προσκόμισε στην Οικονομική Υπηρεσία του ΕΒΕ Ξάνθης. Με βάση τα ανωτέρω πλαστά έγγραφα, η προϊσταμένη των οικονομικών υπηρεσιών του ΕΒΕ Ξάνθης προέβη στην έκδοση του από 11-12-2009 χρηματικού εντάλματος πληρωμής ποσού 2.000€ με δικαιούχο την Ε. Σ.. Αναφορικά με τη δεύτερη εργαζόμενη, Α. Π., η οποία απασχολήθηκε στη γραμματειακή υποστήριξη άλλου προγράμματος κατάρτισης, αποδείχθηκε από την κατάθεση της ιδίας αλλά και του κατηγορουμένου ότι εισέπραξε και αυτή μόνο το ποσό των 350€ από τον κατηγορούμενο παρόλο που η ίδια υπέγραψε την αριθμ. ...11-12-2009 απόδειξη πληρωμής ποσού 1.540 ευρώ (2.000 ευρώ μείον τις κρατήσεις) και εν συνεχεία για την ίδια εκδόθηκε χρηματικό ένταλμα πληρωμής 2.000 ευρώ. Συνολικά, εκδόθηκαν τρία χρηματικά εντάλματα στα ονόματα της Κ. Κ., Α. Π., και Ε. Σ., ενώ δεν εκδόθηκε παραστατικό στο όνομα του κατηγορουμένου αφενός γιατί δικαιολογούνταν τρία μόνο παραστατικά (ένα για κάθε πρόγραμμα) αφετέρου, όπως κατέθεσε η μάρτυρας Δ. Σ., προϊσταμένη της οικονομικής υπηρεσίας του Επιμελητηρίου, επειδή ο ίδιος ήταν δημόσιος υπάλληλος δε μπορούσε να εκδοθεί χρηματικό ένταλμα στο όνομά του. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενώ είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά την έννοια του νόμου (άρθρα 13 περ. α’ και 263Α παρ. 1 Π.Κ.), όντας Διευθυντής του ΕΒΕ Ξάνθης, ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα που τα έλαβε λόγω αυτής της ιδιότητας του και συγκεκριμένα, ενώ έλαβε από την προϊσταμένη των οικονομικών υπηρεσιών του ΕΒΕ Ξάνθης, Δ. Σ., το χρηματικό ποσό των 2.000 € ευρώ για κάθε εργαζόμενη στη γραμματειακή υποστήριξη των εν λόγω προγραμμάτων κατάρτισης, εντούτοις δεν τους κατέβαλλε το ποσό των 1.540 € (2.000 ευρώ - 460 ευρώ κρατήσεις), που αναγράφονταν στις με αριθ. ...11-12-2009 και ...11-12-2009 αποδείξεις πληρωμής, αλλά το ποσό των 350 € σε κάθε εργαζόμενη, παρακρατώντας το υπόλοιπο ποσό των 2.380
(1.540 ευρώ - 350 ευρώ X δύο εργαζόμενες) και ενσωματώνοντας το παράνομα στην περιουσία του, χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι το ποσό αυτό διανεμήθηκε μεταξύ του ιδίου, της κας Κ. Κ. και της καθαρίστριας που επιμελήθηκε την καθαριότητα του χώρου, σύμφωνα με την από 29-10-2009 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής του ΕΒΕ Ξάνθης. Όμως, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι μέρος του ποσού των 2.380 € περιήλθε στην κατοχή κάποιου από τα ανωτέρω, πλην του κατηγορουμένου, πρόσωπα, καθώς για τη κα Κ. εκδόθηκε ονομαστικό χρηματικό ένταλμα για δε τα λοιπά έξοδα δεν εκδόθηκαν αντίστοιχα παραστατικά από το Επιμελητήριο. Η ίδια μάλιστα η προϊσταμένη της οικονομικής υπηρεσίας του Επιμελητηρίου κατέθεσε ότι αν τις πληρωμές των χρηματικών ενταλμάτων τις είχε ενεργήσει η ίδια θα έδινε όλο το αναγραφόμενο ποσό στις δικαιούχους και όχι μόνο το ποσό των 350 ευρώ. Τέλος, και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η αμοιβή αυτή ήταν υπερβολική για την απασχόληση τους για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στη γραμματειακή υποστήριξη, είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι από τη στιγμή που προβλέφθηκε η αμοιβή αυτή για τους εκπαιδευόμενους από την αντισυμβαλλόμενη ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ δεν ήταν στην κρίση του κατηγορουμένου να αποφασίσει ποιο ποσό αντιστοιχεί στην παρασχεθείσα από αυτές εργασία το οποίο και τελικά θα καταβαλλόταν. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπήρξε απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής του Επιμελητηρίου για την καταβολή αμοιβής στα αναφερόμενα από τον κατηγορούμενο πρόσωπα, παρά μόνο έγινε ενημέρωση των μελών της Διοικητικής Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 29ης-10-2009, ενώ ήδη είχαν πραγματοποιηθεί τα σεμινάρια. Τέλος, είναι αδιάφορος εν προκειμένω ο ισχυρισμός ότι το Επιμελητήριο Ξάνθης δεν υπέστη οποιαδήποτε οικονομική βλάβη (υπ’ αριθ. πρωτ. .../14-9-2012 έγγραφο), διότι σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, τα αντικείμενα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα) δεν είναι ανάγκη να ανήκουν στο ΝΠΔΔ, αλλά μπορεί να ανήκουν σε άλλο πρόσωπο, αρκεί ότι ο υπάλληλος τα έλαβε ή τα κατέχει με την ιδιότητα του υπαλλήλου.
Συνεπώς ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Και με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "... στην Ξάνθη στους κατωτέρω αναλυτικά αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα. Ειδικότερα: Α) στην Ξάνθη στις 07-12-2009 και 11-12-2009 με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, κατήρτισε πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, στη συνέχεια δε έκανε και χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου. Ειδικότερα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενώ είχε την ιδιότητα του Διευθυντή του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ξάνθης, κατά την εκτέλεση της από 22-07- 2009 σύμβασης παροχής υπηρεσιών, που συνήψε το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Ξάνθης με το σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ" που εδρεύει στη Αθήνα, με αντικείμενο την υλοποίηση τριών προγραμμάτων κατάρτισης, τα οποία απευθύνονταν σε επιχειρηματίες, αυτοαπασχολούμενους και εργαζόμενους σε μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις και συγκεκριμένα κατά την πληρωμή των υπαλλήλων που απασχολήθηκαν στην γραμματειακή υποστήριξη των δύο εκ των ως άνω προγραμμάτων, έθεσε στην με αριθ. ...-12-2009 απόδειξη δαπάνης ποσού 2.000 ευρώ υπό το στοιχείο "Λήπτης" και στην με αριθ. ...11-12-2009 απόδειξη πληρωμής ποσού 1.540 ευρώ υπό το στοιχείο "Ο Εισπράξας" απομίμηση της υπογραφής της εργαζομένης Ε. Σ. του Μ., δίχως εκείνη να το γνωρίζει και να συναινεί προς τούτο, προκειμένου να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους της Οικονομικής Υπηρεσίας του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ξάνθης, ότι της καταβλήθηκε το χρηματικό ποσό των 1.540 ευρώ για την απασχόληση της στην γραμματειακή υποστήριξη των δύο προγραμμάτων, ενώ στην πραγματικότητα της κατέβαλλε το ποσό των 350 ευρώ. Ακολούθως δε προέβη σε χρήση της ανωτέρω πλαστής απόδειξης δαπάνης και της ανωτέρω πλαστής απόδειξης πληρωμής, τις οποίες προσκόμισε στην Οικονομική Υπηρεσία του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ξάνθης. Β) στην Ξάνθη στις 11-12-2009 ενώ είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά την έννοια του νόμου (άρθρα 13 περ. α’ και 263Α παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα), ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα, που τα έλαβε λόγω αυτής της ιδιότητας του και συγκεκριμένα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενώ είχε την ιδιότητα του Διευθυντή του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ξάνθης, κατά την εκτέλεση της από 27-7-2009 σύμβασης παροχής υπηρεσιών, που συνήψε το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Ξάνθης με το σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ", που εδρεύει στην …, με αντικείμενο την υλοποίηση τριών προγραμμάτων κατάρτισης, τα οποία απευθύνονταν σε επιχειρηματίες, αυτοαπασχολούμενους και εργαζόμενους σε μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις, και συγκεκριμένα, κατά την πληρωμή των υπαλλήλων, Ε. Σ. του Μ. και Α. Π. του Γ., που απασχολήθηκαν στην γραμματειακή υποστήριξη των δύο εκ των ως άνω προγραμμάτων, ενώ έλαβε από την Προϊσταμένη της Οικονομικής Υπηρεσίας του Επιμελητηρίου, Δ. Σ. του Γ., το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ για κάθε εργαζόμενη, εντούτοις δεν τους κατέβαλλε το ποσό των 1.540 ευρώ (2.000 ευρώ 460 ευρώ κρατήσεις), που αναγράφονταν στις με αριθ. ...11-12-2009 και ...11-12-2009 αποδείξεις πληρωμής, αλλά το ποσό των 350 ευρώ, παρακρατώντας το υπόλοιπο ποσό των 2.380 (1.540 ευρώ - 350 ευρώ) και ενσωματώνοντας το παράνομα στην ιδιοκτησία του, χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα". Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού α) διαλαμβάνονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η δικαστική κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, β) λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν και στα οποία αυτό στήριξε τη δικανική πεποίθησή του και γ) περιέχονται νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. α και γ, 26 παρ. 1 εδ. α’ , 27 παρ. 1 και 2 εδ. β’ , 94 παρ. 1, 98 παρ.1, 216 παρ. 1, 258 περ. α και 263Α του Π.Κ. που εφαρμόσθηκαν, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού στο κατά τα ανωτέρω πόρισμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα των εγκλημάτων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση, δεν έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και συγκεκριμένα των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που προαναφέρθηκαν και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και νόμιμη βάση και αμφότεροι οι λόγοι της κρινόμενης αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα, με σαφήνεια δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως τούτο προκύπτει από τις αιτιολογίες που περιέχονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως που αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος έθεσε στην με αριθμό ...-12-2009 απόδειξη δαπάνης ποσού 2.000 ευρώ στη θέση του λήπτη και στη συνέχεια στην με αριθμό ...11-12-2009 απόδειξη πληρωμής 1.450 ευρώ στη θέση του εισπράξαντος κατ’ απομίμηση την υπογραφή της Ε. Σ. που είχε εργασθεί στην γραμματειακή υποστήριξη προγράμματος επαγγελματικής κατάρτισης, εν αγνοία της και χωρίς να έχει τη συναίνεσή της, αιτιολογείται ιδιαίτερα ο δόλος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και μάλιστα ο σκοπός του με την κατάρτιση και τη χρήση των ως άνω πλαστών εγγράφων να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους της Οικονομικής Υπηρεσίας του Ε.Β.Ε. Ξάνθης ότι η ως άνω Ε. Σ. είχε εισπράξει ως αμοιβή για την εργασία της στη γραμματειακή υποστήριξη του προγράμματος κατάρτισης 1.450 ευρώ, αν και στην πραγματικότητα αυτή είχε εισπράξει για την ως άνω εργασία της μόνον 350 ευρώ, ενώ δεν χρειαζόταν για την καταδικαστική του κρίση ως προς την πλαστογραφία να δεχθεί και ότι παραπλανήθηκαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι και ότι επήλθε βλάβη από την παραπλάνηση σε κάποιον, αφού, όπως προαναφέρθηκε, για τη στοιχειοθέτηση τη πλαστογραφίας απαιτείται μόνον σκοπός παραπλανήσεως και όχι και επέλευση της παραπλανήσεως και βλάβη ή ζημία κάποιου. Ακόμη δέχθηκε με σαφήνεια ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, όντας υπάλληλος και συγκεκριμένα Διευθυντής του Ε.Β.Ε. Ξάνθης, έχοντας στην κατοχή του ξένα χρήματα που ανήκαν κατά κυριότητα στις Ε. Σ. και Α. Π., ως αμοιβές τους για την εργασία τους σε γραμματειακή υποστήριξη προγραμμάτων κατάρτισης, τα οποία ανέρχονταν για την κάθε μία σε 1.540 ευρώ και είχαν περιέλθει σ’ αυτόν ως εκ της υπηρεσίας του για να τους τα καταβάλει, δεν τους τα κατέβαλε ολόκληρα, αλλά κατέβαλε στην κάθε μία μόνον 350 ευρώ και τα υπόλοιπα χρήματα, συνολικά 2.380 ευρώ, τα κράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα ο ίδιος. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσειόντος, οι οποίες αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων από την αξιολόγηση που έκανε το ως άνω δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, αφού συνιστούν ανεπίτρεπτη αμφισβήτηση των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-9-2016 αίτηση αναιρέσεως του Δ. Χ. του Κ., κατοίκου ..., για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό …2016 έκθεση αναιρέσεως ενώπιον της γραμματέως του Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 645/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή