Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Υπέρβαση εξουσίας, Ναρκωτικά, Αναίρεση μερική.
Περίληψη:
Ναρκωτικά: Αγορά, διαμετακόμιση αυτών. Διεθνές έγκλημα και η διαμετακόμιση ναρκωτικών εντός της Ελληνικής Επικράτειας. Απόρριψη ισχυρισμού περί τοξικομανούς κατηγορούμενου. Αιτιολογία απόρριψης του ισχυρισμού αυτού. Χειροτέρευση θέσης κατηγορουμένου με την κήρυξή του ενόχου για πράξη που πρωτοδίκως είχε κηρυχθεί αθώος, αν και σε κάθε περίπτωση δεν μεταβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης (άρθρο 8 του Ν. 1729/1987), αλλά έχει συνέπεια για την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής (άρθρα 79 ΠΚ και 5 §2 του Ν.1729/1987). Λόγοι αναίρεσης εκ του άρθρου 510 § 1 περ. Α΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄ και Η΄ ΚΠΔ. Έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητάς τους. Απαγγελία απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση. Απόρριψη ως αβασίμου του λόγου περί απαγγελίας της κεκλεισμένων των θυρών. Ανάγνωση σχεδιαγράμματος. Πώς γίνεται αυτή και απόρριψη λόγου περί απολύτου ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Ορθή εφαρμογή άρθρου 8 ΠΚ επί διαμετακόμισης ναρκωτικών ουσιών από ημεδαπούς μόνο στο εξωτερικό. Απόρριψη σχετικού λόγου αναίρεσης ως μη νομίμου. Παραδοχή λόγων αναίρεσης κατ' ουσία βάσιμων για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη ισχυρισμού για τοξικομανία κατηγορουμένου και υπέρβαση εξουσίας με τη χειροτέρευση της θέσης κατηγορουμένου ως εκκαλούντων. Αναίρεση εν μέρει καταδικαστικής απόφασης και παραπομπή υπόθεσης κατά το αναιρούμενο μέρος της στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Αριθμός 375/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ..., και 2) Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παπαϊωάννου, περί αναιρέσεως της 3327/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21.1.2009 αίτησή τους αναιρέσεως και στο από 25.10.2009 δικόγραφο προσθέτων λόγων, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 458/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτοί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 26-1-2009 κοινή αίτηση των: 1) Χ2, κατοίκου ... και 2) Χ2, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3327/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, με δήλωσή τους προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι τυπική δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Μαζί με αυτήν θα συνεξετασθούν και οι από 29 Οκτωβρίου 2009 πρόσθετοι λόγοι, που ασκήθηκαν παραδεκτά (άρθρο 509 παρ. ΚΠΔ). Με την προσβαλλόμενη απόφαση καταδικάσθηκαν οι δυο αναιρεσείοντες, κατ' έφεση, σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και χρηματική ποινή 250.000 ευρώ έκαστος, για τις αξιόποινες πράξεις της αγοράς και διαμετακόμισης ναρκωτικών ουσιών, καθώς και της οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας της τέλεσης των παραπάνω πράξεων και της απόπειρας εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια ναρκωτικών ουσιών, που τελέσθηκαν από άτομα που ενεργούν τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις από τις οποίες μαρτυρείται ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι.
Ως λόγους αναίρεσης επικαλούνται οι αναιρεσείοντες με το κύριο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησής τους: 1) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην καταδικαστική απόφαση, 2) την παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ειδικότερα την απαγγελία της απόφασης κεκλεισμένων των θυρών, χωρίς μάλιστα την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών γι' αυτήν την παράβαση και 3) την υπέρβαση εξουσίας του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καθιστώντας τη θέση τους ως εκκαλούντων χειρότερη απ' αυτήν που είχαν με την απόφαση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και συγκεκριμένα τους επιβλήθηκε από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο η ποινή της ισόβιας κάθειρξης αντί της κάθειρξης των 20 ετών, που είχε επιβληθεί στον καθένα, εκτός της χρηματικής ποινής από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (λόγοι προβλεπόμενοι από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. δ', β' και η', αντίστοιχα, του ΚΠΔ). Επίσης, με τους πρόσθετους λόγους επί της αίτησης αναίρεσής τους, οι αναιρεσείοντες επικαλούνται ως λόγους αναίρεσης κατ' επανάληψη των προαναφερθέντων τριών (3) λόγων της ή το πρώτον προσβαλλόμενοι: 1) την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, 2) την εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης - στέρηση της προσβαλλόμενης από νόμιμη βάση (ως προς το έγκλημα της διαμετακόμισης ναρκωτικών ουσιών), 3) την απόλυτη ακυρότητα που έλαβε χώρα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (λήψη υπόψη εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε), 4) την υπέρβαση εξουσίας (με την επιβολή ποινής από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για πράξη που είχαν αθωωθεί από το πρωτοβάθμιο, κατά παράβαση του άρθρου 470 εδ. α ΚΠΔ), 5) την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος Χ2, περί της ιδιότητάς του ως τοξικομανούς ατόμου κατά τον χρόνο που τέλεσε τις αποδιδόμενες σ' αυτόν εγκληματικές πράξεις-παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών, και 6) την αναιτιολόγητη παραδοχή, ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπό τους οι επιβαρυντικές περιστάσεις τέλεσης των πράξεων-παραβάσεων του ν. περί ναρκωτικών (κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και όντας ιδιαίτερα επικίνδυνα άτομα).
Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. α, β και γ του ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 20 του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά ν. 3459/2006), όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 10 του ν. 2161/1993 και ίσχυε κατά τους κατωτέρω χρόνους τέλεσης των πράξεων, για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες με τις προβλεπόμενες σ' αυτές ποινές κάθειρξης και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, εκτός άλλων, αγοράζει ή διαμετακομίζει ναρκωτικές ουσίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η κοκαΐνη, (άρθρο 4 παρ. 1, 3 πιν. Β αρ. 3 του ως άνω νόμου) ή οργανώνει, χρηματοδοτεί, κατευθύνει ή εποπτεύει με οποιονδήποτε τρόπο την τέλεση κάποιας από τις ανωτέρω αναφερόμενες πράξεις (περ. α έως ιβ του άρθρου αυτού) ή δίνει σχετικές οδηγίες ή εντολές, κατά δε το άρθρο 8 του ίδιου ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 23 του ανωτέρω Κώδικα - ν. 3459/2006), όπως ίσχυε κατά τους ενδιαφέροντες κατωτέρω χρόνους, με τις σ' αυτό (βαρύτερες) ποινές τιμωρείται ο παραβάτης των άρθρων 5, 6 και 7 του ίδιου νόμου αν, εκτός άλλων περιπτώσεων, ενεργεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή οι περιστάσεις τέλεσης μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Κατά το άρθρο 13 στοιχ. στ' και ζ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, κατά συνήθεια τέλεση συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του και ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης όταν, από τη βαρύτητα της πράξης, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του, μαρτυρείται αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του προς διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον.
Ακόμη, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει, όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για τέλεση της πράξεως της αγοράς ναρκωτικής ουσίας από δράστη που είναι τοξικομανής ή για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Επίσης, κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος, οι συνεδριάσεις κάθε Δικαστηρίου είναι δημόσιες, κατά δε το άρθρο 329 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠΔ, η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της απόφασης γίνεται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις. Η παράβαση των παραπάνω διατάξεων ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως.
Τέλος, και αναφορικά με το έγκλημα της διαμετακόμισης ναρκωτικών και αυτό της τέλεσης οιασδήποτε εγκληματικής πράξης ημεδαπού στην αλλοδαπή, σε σχέση με παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, σημειώνονται, επιπλέον των ανωτέρω, και τα ακόλουθα: Για την παράνομη εμπορία ναρκωτικών φαρμάκων, που είναι διεθνές έγκλημα, εφαρμόζονται οι Ελληνικοί ποινικοί νόμοι, κατά των ημεδαπών και αλλοδαπών, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. θ' του ΠΚ, ανεξάρτητα με το τι προβλέπεται γι' αυτήν από τους νόμους του τόπου τέλεσής της στην αλλοδαπή. Έτσι, και η παράνομη εμπορία ναρκωτικών φαρμάκων από ημεδαπούς στην αλλοδαπή, κολάζεται από τους Ελληνικούς ποινικούς νόμους και αν ακόμη η πράξη αυτή δεν τιμωρείται στην χώρα που τελέσθηκε. Στην περίπτωση αυτή δεν ισχύουν οι περιορισμοί των άρθρων 6 και 9 παρ. 1 του ΠΚ, που καθιερώνουν το ακαταδίωκτο των εγκλημάτων που τελέσθηκαν στην αλλοδαπή, αφού, από το δεύτερο των ως άνω άρθρων στην παρ. 2 αυτού, ρητώς εξαιρεί της εφαρμογής του όλες γενικώς τις πράξεις του άρθρου 8. Κατά την έννοια δε της ουσιαστικού ποινικού δικαίου γιάταξης του άρθρου 8 περ. θ του ΠΚ, θεωρείται κάθε πράξη, με την οποία πραγματοποιείται ή διευκολύνεται η κυκλοφορία απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών από άτομο σε άτομο,για οποιαδήποτε αιτία, ακόμη και η κατοχή, όχι για αποκλειστική χρήση του δράστη (Ολ. ΑΠ 1200/76 ΠΧ ΚΖ/447). Τέτοιες πράξεις είναι και αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 5 του ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 20 του ν. 3459/2006), ανάμεσα στις οποίες στο εδάφιο α' περιλαμβάνεται και η διαμετακόμιση ναρκωτικών ουσιών, όπως είναι και η κοκαΐνη (άρθρο 4 παρ. 3 πιν. Β αριθ. 3 του ν. 1729/1987), εφόσον η διαμετακομιζόμενη ποσότητα προορίζεται για μεταπώληση με κέρδος ή και για διάθεση με οποιονδήποτε τρόπο σε τρίτους. Από τον συνδυασμό των προμνημονευομένων διατάξεων (του ν. περί ναρκωτικών και του άρθρου 8 του ΠΚ) συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι το έγκλημα της διαμετακομίσεως ναρκωτικών ουσιών, δηλαδή της μετακινήσεως αυτών με οποιοδήποτε μέσον και από τόπο σε τόπο, είναι: α) διεθνές έγκλημα, κατά την έννοια που προεκτέθηκε, εφόσον δηλαδή η διαμετακίνηση γίνεται για τους παραπάνω λόγους, β) πραγματώνεται και όταν στη διαμετακίνηση μεταξύ των χωρών δεν παρεμβάλλεται η Ελληνική Επικράτεια (για την περίπτωση αυτήν υπάρχει, άλλωστε, η ρητή ρύθμιση της εισαγωγής στην επικράτεια ή της εξαγωγής από αυτή) και γ) διώκεται και τιμωρείται, ανεξάρτητα με το αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους των χωρών, μέσω των οποίων έγινε η διαμετακόμιση. Δηλονότι, η διαμετακόμιση τιμωρείται στην Ελλάδα και αν ακόμη δεν βεβαιώνεται ότι τα ναρκωτικά δεν διήλθαν δια της Ελληνικής Επικράτειας ή δεν κατέληξαν σ' αυτήν από οποιονδήποτε λόγο, χωρίς τη θέληση των δραστών (ως αποκάλυψή τους καθ' οδόν - βλ. την ΑΠ 2234/2007, που έκρινε όμοια για την ίδια υπόθεση).
Περαιτέρω, από το άρθρο 178 ΚΠΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, ως αποδεικτικό μέσον, αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ενός προσώπου. Η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, οφείλει όμως, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, διάφορο εκείνου των εγγράφων, να διαλαμβάνει στο σκεπτικό του ότι λήφθηκε υπόψη για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην πραγματογνωμοσύνη για τη διαπίστωση της τοξικομανίας ενός κατηγορουμένου. Το δικαστήριο, όμως, μπορεί να μην κρίνει τοξικομανή τον κατηγορούμενο, παρόλο που ο πραγματογνώμονας γνωμοδοτεί για το αντίθετο, αν αιτιολογεί την αντίθετη κρίση του ειδικώς, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε τις εφέσεις των δύο αναιρεσειόντων κατηγορουμένων εκ νέου, μετά παραπομπή της υπόθεσης σ' αυτό με την υπ' αριθ. 2234/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, αναιρώντας την προηγούμενη υπ' αριθ. 2327/2006 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου της ουσίας, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στο σκεπτικό της προσβαλλομένης υπ' αριθ. 3327/2008 απόφασής του αποδεικτικών μέσων (την ενώπιόν του εξετασθέντων ενόρκως μαρτύρων, των αναγνωσθέντων πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, των αναγνωσθέντων εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, των απολογιών των κατηγορουμένων και της όλης γενικώς αποδεικτικής διαδικασίας), όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά (όσον αφορά το καταδικαστικό μέρος της απόφασης ως προς το οποίο ασκήθηκε η κρινόμενη κοινή αίτηση αναίρεσής της): "Ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ2, γεννήθηκε από Έλληνες γονείς στην ..., όπου έζησε για αρκετά χρόνια. Αργότερα διεσπάσθη η έγγαμη συμβίωση των γονέων το και η μητέρα του εγκατεστάθη στην ..., ενώ ο πατέρας του εξηκολούθησε να είναι εγκατεστημένος στην ... Ο κατηγορούμενος ήλθε και αυτός στην Ελλάδα, πλην όμως ταξίδευε συχνά στην ..., για να έρχεται σε επαφή και με τον πατέρα του. Ήτο άνθρωπος ο οποίος επεδίωκε το εύκολο και παράνομο κέρδος και στα άνομα σχέδιά του εμύησε και τον φίλο του, δεύτερο κατηγορούμενο Χ1, ο οποίος ήτο επιχειρηματίας και ησχολείτο και με εισαγωγές εμπορευμάτων από το εξωτερικό. Έτσι, από κοινού οι κατηγορούμενοι απεφάσισαν, οργάνωσαν και εχρησιμοποίησαν την αγορά ναρκωτικών ουσιών στην αλλοδαπή, προκειμένου να τις εισαγάγουν στην Ελλάδα. Ειδικότερα, απεδείχθη, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, μαζί με τον πατέρα του και τον αδελφό του είχαν κατηγορηθεί, ότι είχαν μετάσχει σε κλοπή αρχαίων αντικειμένων από το μουσείο της ..., είχε εκδοθεί δε εναντίον εκείνου και ένταλμα συλλήψεως. Έτσι, προκειμένου ο πρώτος κατηγορούμενος να αποφύγει την σύλληψή του, διέφυγε στο εξωτερικό και μετέβη στην ..., όπου ευρίσκετο ο πατέρας του. Εκεί ο κατηγορούμενος, ολίγον χρόνον προ της 15ης Ιανουαρίου 2001 αγόρασε για λογαριασμό του ίδιου και του συγκατηγορουμένου του 25 κιλά κοκαΐνης αντί αγνώστου τιμήματος, με σκοπό την εμπορία, ήτοι προκειομένου να την εισαγάγουν και να την πωλήσουν στην Ελλάδα. Για να επιτύΧουν την εισαγωγή της κοκαΐνης στην Ελλάδα χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τις διωκτικές αρχές, απεφάσισαν να εισαγάγουν από την ... και 2 κοντέινερς με ασφαλτόπανα επ' ονόματι της επιχειρήσεως του δευτέρου κατηγορουμένου, μέσα δε στα κοντέινερς και σε ειδικές κρύπτες θα ήτο κρυμμένη η ναρκωτική ουσία. Έτσι, ο πρώτος κατηγορούμενος, αφού αγόρασε τα ανωτέρω και ερύθμισε την εξαγωγή των από την ..., εφοδιάσθηκε με πλαστό Ελληνικό διαβατήριο και άδεια οδηγήσεως, στα οποία ανεγράφετο το όνομα Χ1-Α και είχαν επικολληθεί και φωτογραφίες του και με την χρήση του διαβατηρίου αυτού επανήλθε στην Ελλάδα, εμφανιζόμενος με τα στοιχεία αυτά, αλλά και ως Χ1-Β. Ακολούθως, οι κατηγορούμενοι απευθύνθηκαν στην εταιρεία "Αργώ Γκρουπάζ" και ερώτησαν εάν ήτο δυνατή η μεταφορά των κοντέινερς στην Ελλάδα απ' ευθείας από την ..., όταν δε έλαβαν αρνητική απάντηση, εμεθόδευσαν την μεταφορά των μέσω ... και ... Καίτοι ο δεύτερος κατηγορούμενος διέθετε αποθηκευτικούς χώρους στην επιχείρησή του, εν τούτοις, για λόγους προφυλάξεως, οι κατηγορούμενοι εμφανίσθηκαν στον μάρτυρα ΑΑ και μάλιστα ο πρώτος κατηγορούμενος με το όνομα Χ1-Β και εμίσθωσαν από αυτόν αποθήκη κειμένη στο 45ο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού ...-..., στην περιοχή του ..., προκειμένου να αποθθέσουν τα κοντέινερς με το περιεχόμενό των. Είναι χαρακτηριστικόν, ότι ο ανωτέρω μάρτυς, ενώ στην δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα αναγνωσθέντα πρακτικά, κατέθεσε, ότι εμφανίσθηκαν σε αυτόν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι για την μίσθωση της αποθήκης, ειπών, μεταξύ των άλλων, ότι "τώρα είμαι βεβαιότατος ότι ο 2ος κατηγορούμενος (δηλαδή ο Χ1) ήρθε μαζί με τον 1ο (δηλαδή τον Χ2) για την μίσθωση", εν τούτοις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προφανώς φοβισμένος, κατέθεσεν ότι "Ήρθε και νοίκιασε την αποθήκη κάποιος Χ1-Β. Δεν θυμάμαι αν ήρθαν δύο ή ένας ...", για τον λόγο δε αυτόν διετάχθη και η σύλληψή του, αφέθη δε ελεύθερος μετά από την εκδίκαση της υποθέσεως, αφού διεσκευάσθησαν οι εντυπώσεις. Έτσι, τα 2 κοντέινερς, με φερομένη ως αποστολέα την εταιρεία "Coberturas Astaltikae Venezolanas C.A. ...", μετεφέρθησαν από την ...με πλοίο και την 15ην Ιανουαρίου 2001 εκφορτώθηκαν στο λιμάνι του ..., όπου οι τελωνειακές αρχές επενέβησαν αμέσως, ήλεγξαν το περιεχόμενό των με τα ασφαλτόπανα και εντός των κοντέινερς ανεκάλυψαν την αναφερομένη στην αρχή ποσότητα των 25 κιλών κοκαΐνης. Σύμφωνα με τα αναγνωσθέντα έγγραφα, ολόκληρη η ποσότητα της κοκαΐνης ήτο συσκευασμένη σε 45 δέματα, τα οποία ήσαν επιμελώς κρυμμένα εντός των δοκαριών της οροφής των κοντέινερς. Τα δέματα αυτά ήσαν αριθμημένα με τους αριθμούς 1Α, 1Β, 2Α, 2Β κλπ, ενώ τρία δέματα είχαν αριθμηθεί με τα στοιχεία 5Α, 5Β, 5C και κατεσχέθησαν αμέσως από τις Ολλανδικές Αρχές. Ακολούθως, οι Ολλανδοί τελωνειακοί υπάλληλοι αντικατέστησαν τα κατασχεθέντα θέματα με άλλα του ιδίου όγκου, τα οποία περιείχαν "παλαιά και άχρηστα χαρτιά" και αφού ενημέρωσαν τις Κυπριακές Αστυνομικές Αρχές, προκειμένου να ερευνήσουν για τους παραλήπτες της κοκαΐνης, προώθησαν, σύμφωνα με τον φερόμενο ως προσωρινό προορισμό των, τα κοντέινερς, με τα περιεχόμενα σε αυτά ασφαλτόπανα, με πλοίο για την ..., όπου ως προσωρινός παραλήπτης των εφέρετο η εταιρεία με την επωνυμία "BARDENGO investments ltd". Όπως κατέθεσε ο μάρτυς και υπάλληλος του πρώην ΣΔΟΕ ΒΒ, η ανωτέρω κυπριακή εταιρεία, κατά τις Αρχές της Κύπρου, ήτο "εικονική" και δεν είχε δραστηριότητα, ενώ, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 28 Φεβρουαρίο 2003 έγγραφο του Υπουργείου Εμπορίου κλπ της Κύπρου, "... η πιο πάνω εταιρεία διαγράφτηκε στις 17.5.2002 σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο". Σύμφωνα με το από 23.2.2001 τηλεομοιοτυπικό μήνυμα του Αρχηγείου Αστυνομίας της Λευκωσίας, τα αναφερθέντα εμπορευματοκιβώτια (κοντέινερς) με τα ασφαλτόπανα έφθασαν στο λιμάνι της ... την 16η Φεβρουαρίου 2001 και επειδή εχαρακτηρίσθησαν "in transit", δηλαδή επρόκειτο να διαμετακομισθούν περαιτέρω προς ..., με το πλοίο R... "Ι...", την 24η Φεβρουαρίου 2001 και ώρα 15.00, με παραλήπτη την εταιρεία του δευτέρου κατηγορουμένου, ετέθησαν υπό παρακολούθηση από τις Αστυνομικές Αρχές της Κύπρου, οι οποίες ενημέρωσαν και τις Ελληνικές Αστυνομικές Αρχές, κατόπιν αιτήματος των οποίων, με το από 28.2.2001 έγγραφο του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών επετράπη η ελεγχόμενη μεταφορά των 2 εμπορευματοκιβωτίων. Τα εμπορευματοκιβώτια αφίχθησαν με το ανωτέρω πλοίο στο Α' Τελωνείο ..., την 26η Φεβρουαρίου 2001, και εκτελωνίσθηκαν την 28η του ιδίου μηνός, με φροντίδα του δευτέρου κατηγορουμένου, ο οποίος προσεκόμισε τα σχετικά έγγραφα και κατέβαλε με επιταγή ύψους 2.150.000 δρχ. τα σχετικά έξοδα στον εκτελωνιστή ΓΓ. Την ιδίαν ημέρα, τα εμπορευματοκιβώτια με τα ασφαλτόπανα μετεφέρθησαν στην ως άνω μισθωθείσα αποθήκη του μάρτυρος ΑΑ, όπου εμφανίσθηκε για την παραλαβή των ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος συνελήφθη από τους αστυνομικούς, στους οποίους εδήλωσε, ότι ονομάζεται Χ1-Α και επέδειξε το πλαστό διαβατήριο. Ακολούθησε σωματική έρευνα στον πρώτο κατηγορούμενο και ευρέθη να κατέχει σημείωμα, στο οποίο υπήρχε σχεδιάγραμμα των εμπορευματοκιβωτίων, όπου εσημειώνοντο οι θέσεις στις οποίες είχαν τοποθετηθεί τα δέματα της κοκαΐνης, τα οποία ήσαν σχεδιασμένα στοίδιο σημείωμα και έφεραν την ως άνω αρίθμηση, την οποία έφεραν και τα κατασχεθέντα από τις Ολλανδικές Αρχές, δέματα κοκαΐνης (1Α, 1Β, 2Α, 2Β κλπ). Στο ίδιο σημείωμα είχαν αναγραφεί ποσότητες ναρκωτικών ουσιών, ημερομηνίες παραλαβής κλπ. Μετά ταύτα, οι αστυνομικοί μετέβησαν στην επιχείρηση του δευτέρου κατηγορουμένου, αυτός δε, σύμφωνα με την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρος και υπαλλήλου του ΣΔΟΕ ΒΒ, "είπε ότι δεν περίμενε κοντέινερ, αλλά θα τα έπαιρνε ο πρώτος. Μας είπε ότι στο 45ο χλμ είχε αποθήκη ο 1ος και εκεί θα πήγαιναν τα κοντέινερς ... Ενόψει όλων αυτών ... Πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη βάση, σύμφωνα με την εκτεθείσα στην αρχή σκέψη, ο πρώτος αυτοτελής ισχυρισμός των κατηγορουμένων, ότι δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διαμετακομίσεως ναρκωτικής ουσίας, επειδή κατά την διαδρομή ...-... η ναρκωτική ουσία δεν διήλθεν από την Ελλάδα, ως και ο αυτοτελής ισχυρισμός των κατηγορουμένων, ο αναφερόμενος στην οργάνωση, χρηματοδότηση κλπ των αποδιδομένων σε αυτούς πράξεων της αγοράς και διαμετακομίσεως της ναρκωτικής ουσίας, ως αβάσιμος.
Ακολούθως, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι για την παράβαση του νόμο περί ναρκωτικών και ειδικότερα για την αγορά και για την διαμετακόμιση των 25 κιλών κοκαΐνης από την ... στην ..., ως και για την οργάνωση, χρηματοδότηση κλπ των εν λόγω πράξεων, απορριπτομένου κατά πλειοψηφίαν του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρώτου κατηγορουμένου, ότι δηλαδή κατά τον χρόνο τελέσεως των ανωτέρω πράξεων ήτο τοξικομανής, εν όψει της συνολικής εγκληματικής δραστηριότητός του και του τρόπου διαβιώσεώς του, αλλά και της εμφανίσεως και παραστάσεώς του στο Δικαστήριο, από τα οποία προκύπτει ότι πρόκειται για άτομο, το οποίο ουδέποτε απέκτησε την έξη της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών και μάλιστα σε τέτοιον βαθμόν, ώστε να μη δύναται να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις. Ένα όμως μέλος του Δικαστηρίου και ειδικότερα ο Πρόεδρος αυτού είχε την γνώμη ότι ο πρώτος κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος ως τοξικομανής, σύμφωνα με τις από 29.3.2001 και 31.5.2001 εκθέσεις ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης των ιατροδικαστών ... και ..., αντιστοίχως.
Επειδή πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός αμφοτέρων των κατηγορουμένων περί αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά από τις πράξεις των, καθόσον, από του χρόνου τελέσεως των ως άνω πράξεων, κρατούνται στην φυλακή, όπου είναι υποχρεωμένοι να συμμορφώνονται στους ισχύοντες στην φυλακή πειθαρχικούς κανόνες. Επίσης, πρέπει να απορριφθεί και ο αυτοτελής ισχυρισμός του δευτέρου κατηγορουμένου, περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου, καθόσον, όπως προκύπτει από το ποινικό μητρώο, αυτός έχει καταδικασθεί πολλές φορές σε ποινές φυλακίσεως πολλών μηνών για διάφορες εγκληματικές πράξεις". Με βάση τις ως άνω παραδοχές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, ως προς την τέλεση από τους δύο (2) αναιρεσείοντες - συγκατηγορουμένους των πράξεων της αγοράς και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, της οργάνωσης - χρηματοδότησης - κατεύθυνσης και εποπτείας για την τέλεση των ως άνω δύο πράξεων και της απόπειρας εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια ναρκωτικών ουσιών, με την επιβαρυντική περίπτωση της τέλεσης αυτών (από δράστες που διαπράττουν τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι) και τη μη συνδρομή στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2Ε ΠΚ (για αμφοτέρους), του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ για τον δεύτερο αναιρεσείοντα και του αυτοτελούς ισχυρισμού περί τοξικομανίας (για τον πρώτο είναι αναιρεσείοντα), κήρυξε αυτούς ενόχους για τις ως άνω πράξεις και επέβαλε σε καθένα αυτών την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και χρηματική ποινή 250.000 ευρώ.
Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δημοσίευσε την προσβαλλόμενη απόφασή του σε δημόσια συνεδρίασή του, όπως προκύπτει από τα μη προσβαλλόμενα ως πλαστά από τους αναιρεσείοντες πρακτικά συνεδρίασης αυτού (βλ. σελ. 34 αυτών), και επέβαλε την ως άνω ποινή, ενώ το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε επιβάλλει, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 1244/2007 απόφασή του, ωσαύτως την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και την χρηματική ποινή των 294.000 ευρώ [βλ. 39-40 σελίδες της απόφασης αυτής του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών], διέλαβε στην προσβαλλόμενη ως άνω απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που ορθώς εφήρμοσε (άρθρα 13 στοιχ. στ και ζ, 45 και 94 του ΠΚ, άρθρα 4 παρ. 1 και 3 πιν. β αρ. 3, 5 παρ. 1 περ. α, β και ιγ και παρ. 2 και άρθρο 8 του ν. 1729/1987, όπως τα άρθρα 5 και 8 αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 10 και 13 του ν. 2161/1993) και ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, ούτε δε το πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού είναι ασαφές, αντιφατικό με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και δεν παραβιάσθηκαν οι ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι, με προσθήκη του με το άρθρο 10 του ν. 3727/2008 άρθρου 23Α, στον Κώδικα νόμων για τα ναρκωτικά (ν. 3459/2006) δεν επήλθε ευνοϊκή νομοθετική μεταβολή ως προς την ποινική μεταχείριση των δραστών παραβατών των άρθρων 20 και 23 του ίδιου νόμου, ορίζοντας ως ελάχιστο ποινής, εκτός της χρηματικής ποινής, κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και όχι ως ανώτατο όριο, ως εσφαλμένα ισχυρίζονται με τον ενδέκατο πρόσθετο λόγο της κρινόμενης αίτησής τους οι αναιρεσείοντες, και γι' αυτό ο λόγος αυτός, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες διατείνονται ότι εσφαλμένα δεν εφάρμοσε το Δικαστήριο της ουσίας την κατ' αυτούς επιεικέστερη ως άνω διάταξη του άρθρου 23Α του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του ΠΚ, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος (ως ερειδόμενης σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ήτοι της ευνοϊκότερης νομοθετικής ρύθμισης για τους παραβάτες των άρθρων 20 και 23 του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά). Ειδικότερα, αιτιολογεί επαρκώς η προσβαλλόμενη απόφαση την παραδοχή της ότι οι κατηγορούμενοι διέπραξαν από κοινού (κατά συναυτουργία ενεργώντας) τις πράξεις, για τις οποίες κατηγορήθηκαν, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ως δράστες ιδιαίτερα επικίνδυνοι, όταν δέχεται ότι, από την επανειλημμένη τέλεση από κοινού των πράξεων της αγοράς, διαμετακόμισης, οργάνωσης και απόπειρας διαμετακόμισης 25 κιλών κοκαΐνης και υποδομή που είχαν διαμορφώσει, δια των διασυνδέσεών του με εμπόρους κοκαΐνης στην ..., τη μεθόδευση που χρησιμοποίησαν περί δήθεν εισαγωγής εμπορευμάτων από ... και όχι από ..., με εικονικά παραστατικά έγγραφα και την κατάρτιση από τον πρώτο αυτών (Χ2) πλαστών εγγράφων (πλαστής ταυτότητας και διαβατηρίου), προκύπτει σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος, προς δε, από την επανειλημμένη τέλεση των ως άνω πράξεων, προκύπτει σταθερή ροπή των άνω κατηγορουμένων προς διάπραξη των ανωτέρω εγκλημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Ενώ οι περιστάσεις, κάτω από τις οποίες τέλεσαν τις ανωτέρω πράξεις (μεθόδευση, σχεδιασμός, εικονικές εταιρίες, πλαστά έγγραφα, εικονική εισαγωγή εμπορευμάτων, δήθεν, από την ... και τα αίτια που τους ώθησαν στις άνω πράξεις, ήτοι ο εύκολος και άκοπος πλουτισμός), καταμαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι (βλ. 46η σελίδα προσβαλλόμενης απόφασης). Επίσης, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκαν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων περί της συνδρομής στο πρόσωπό τους της ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς τους μετά την τέλεση των ως άνω πράξεων (όντας φυλακισμένοι) και της πρότερης έντιμης ζωής για τον δεύτερο όντας καταδικασμένον πολλές φορές σε ποινές φυλάκισης πολλών μηνών για διάφορες εγκληματικές πράξεις).
Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου λόγοι της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι, που υποστηρίζουν τα αντίθετα ως προς την ενοχή των αναιρεσειόντων και την εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και ιδιαίτερα αυτής περί της διαμετακίνησης των ναρκωτικών ουσιών από τους αναιρεσείοντες με την περιφορά τους από αυτούς από χώρα σε χώρα, εκτός της Ελλάδας. Κατά τα λοιπά, οι αναιρεσείοντες, υπό το πρόσχημα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν απαραδέκτως την αναιρετική ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών (όσον αφορά το μέρος ως προς την περί ενοχής του κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας). Περαιτέρω και αναφορικά με τις προμνημονευόμενες επισημάνσεις ως προς την απαγγελία της προσβαλλόμενης απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου της ουσίας, ο δεύτερος εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ λόγος της αίτησης αναίρεσης για παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα είναι απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Επίσης, απορριπτέος είναι και ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης περί υπέρβασης της εξουσίας από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, με την χειροτέρευση της θέσης των τότε εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, καθ' όσον, όπως έχει προαναφερθεί από αμφότερα τα Δικαστήρια της ουσίας (πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο), επιβλήθηκε σε αμφότερους τους κατηγορουμένους ως ποινή στερητική της ελευθερίας, εκτός της χρηματικής που το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τη μείωσε κατά 44.000 ευρώ, η ισόβια κάθειρξη. Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331 παρ. 2, 333, 364 και 369 ΚΠΔ προκύπτει ότι η μη ανάγνωση εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης της απόφασης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί έτσι δεν δίδεται στον κατηγορούμενο η υπερασπιστική δυνατότητα να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για τα μη αναγνωσθέντα έγγραφα (άρθρα 358 και 171 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠΔ). Επισημαίνεται ότι τα σχεδιαγράμματα, φωτοτυπίες κλπ όμοια έγγραφα δεν αναγιγνώσκονται κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται και επιδεικνύονται, με την έννοια αυτή δε πρέπει να εκλαμβάνεται η σημείωση στα πρακτικά ότι "αναγνώσθηκαν" αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με τα πρακτικά αυτής, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών στήριξε την περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίση του, εκτός των λοιπών εγγράφων που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, ήταν και το αναφερόμενο στην αρχή της 14ης σελίδας της προσβαλλόμενης απόφασης με τον τίτλο "σχεδιάγραμμα κοντέϊνερ", με την σημείωση "εξωτερικοί κοιλοδοκοί", με την έννοια (της επισκόπησης και επίδειξής του από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου προς όλους τους παράγοντες της δίκης, που στη συνέχεια σύννομα έλαβε υπόψη του κατά τον σχηματισμό της καταδικαστικής κρίσης του (βλ. σελίδα 41 της προσβαλλόμενης απόφασης), αφού στο σχεδιάγραμμα αυτό γινόταν ο προσδιορισμός της τοποθέτησης των 25 κιλών κοκαΐνης μέσα στο κοντέϊνερ. Επομένως, ο τρίτος εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Γ ΚΠΔ λόγος των πρόσθετων λόγων της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και για παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, η παραβίαση της διάταξης του άρθρου 357 παρ. 4 ΚΠΔ, κατά την οποία η στην προδικασία ληφθείσα κατάθεση του εξεταζομένου στο ακροατήριο μάρτυρα δεν αναγιγνώσκεται και μόνον η ανάγνωση μεμονωμένων περικοπών της κατάθεσης επιτρέπεται προς υποβοήθηση της μνήμης του μάρτυρα ή προς κατάδειξη αποφάσεων αυτού, ούτε επί ποινή ακυρότητας είναι διατεταγμένη (άρθρο 170 ΚΠΔ) ούτε στις αναγραφόμενες στο άρθρο 171 παρ. 1 του αυτού Κώδικα περιπτώσεις απολύτου ακυρότητας, που ιδρύουν λόγο αναίρεσης, περιλαμβάνεται και εντεύθεν ο περί του αντιθέτου πέμπτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο, παρά τα οριζόμενα στο άρθρο 357 παρ. 4 του ΚΠΔ, αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και στη συνέχεια λήφθησαν υπόψη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας ολόκληρες οι προανακριτικές και ανακριτικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας (σελ. 10 και 36 της προσβαλλόμενης απόφασης), είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (να σημειωθεί ότι η ανάγνωσή τους έγινε χωρίς να έχει κανένας από τους παράγοντες της δίκης και ειδικότερα οι κατηγορούμενοι αντίρρηση - βλ. αρχή της 10ης σελίδας της πληττόμενης απόφασης). Αντίθετα, όμως, το Δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε (κατά πλειοψηφία) τον αυτοτελή ισχυρισμό του πρώτου αναιρεσείοντος (Χ2) περί τοξικομανίας του, με την εξής, κατά λέξη, αιτιολογία: "ενόψει της συνολικής εγκληματικής δραστηριότητάς του και του τρίτου διαβιώσεώς του, αλλά και της εμφανίσεως και παραστάσεώς του στο Δικαστήριο, από τα οποία προκύπτει, ότι πρόκειται για άτομο, το οποίον ουδέποτε απέκτησε την έξι της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών και μάλιστα σε τέτοιον βαθμόν, ώστε να μη δύναται να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις". Το Δικαστήριο της ουσίας, για να καταλήξει στην ως άνω απορριπτική κρίση για την τοξικομανία του πρώτου αναιρεσείοντος, παρέκαμψε αναιτιολόγητα τις από 29-3-2001 και 31-5-2001 εκθέσεις ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης των ιατροδικαστών ... και ..., αντιστοίχως, με το ευνοϊκό υπέρ του αναιρεσείοντος πόρισμά τους (όπως δέχθηκε ο μειοψηφήσας, ως προς το ζήτημα αυτό, Πρόεδρος του Δικαστηρίου). Η ως άνω αιτιολογία για την απόρριψη του προαναφερόμενου αυτοτελούς ισχυρισμού του πρώτου αναιρεσείοντος δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθόσον το ως άνω Δικαστήριο όφειλε, αντιμετωπίζοντας ζήτημα που απαιτούσε ιδιαίτερες ιατρικές γνώσεις, να αιτιολογήσει την αντίθετη προς το πόρισμα των δύο ιατροδικαστικών εκθέσεων δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας αποδεδειγμένα περιστατικά που αποκλείουν εκείνα επί των οποίων οι πραγματογνώμονες θεμελίωσαν το πόρισμά τους. Κατά συνέπεια, ο δωδέκατος πρόσθετος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο ο πρώτος αναιρεσείων προβάλλει την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του, είναι βάσιμος κατ' ουσίαν και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα και δη ως προς τη διάταξή της, με την οποία απορρίφθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός και αναγκαίως ως προς τη διάταξη της επιβολής των ποινών σε βάρος του ίδιου αναιρεσείοντος.
Τέλος και αναφορικά με τον λόγο για υπέρβαση εξουσίας από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, χειροτερεύοντας τη θέση των αναιρεσειόντων ως προς την καταδίκη τους για πράξεις πλέον εκείνων για τις οποίες είχαν κηρυχθεί αθώοι από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών), όπως προκύπτει από τη σύγκριση του περιεχομένου των διατακτικών της υπ' αριθμ. 1244/2002 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και της προσβαλλόμενης με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν σε πρώτο βαθμό, εκτός των άλλων πράξεων για τις οποίες δεν τίθεται ζήτημα χειροτέρευσης της θέσης των κατηγορουμένων από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και το έγκλημα της από κοινού οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας αγοράς, διαμετακόμισης και απόπειρας διαμετακόμισης και εισαγωγής στην Ελληνική επικράτεια ναρκωτικών ουσιών (βλ. σελ. 32 της υπ' αριθ. 1244/2002 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών), στην οποία συμπεριλήφθηκε από πρόδηλη παραδρομή και η πράξη της απόπειρας εισαγωγής στην Ελληνική επικράτεια ναρκωτικών ουσιών, πράξη για την οποία κηρύχθηκαν αθώοι με την ίδια απόφαση (βλ. σελ 54 υπό το στοιχ. β' της πρωτοβάθμιας απόφασης), ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση κηρύχθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες, εκτός των άλλων, και για την πράξη της οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας σε πράξεις αγοράς, διαμετακόμισης, απόπειρας εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια και απόπειρας διαμετακόμισης ναρκωτικών ουσιών, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό συνθήκες που μαρτυρούσαν ότι ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι (σελ. 45-46 της πληττόμενης απόφασης), τους επιβλήθηκε δε, στον καθένα αναιρεσείοντα, ποινή ισόβιας κάθειρξης και χρηματική ποινή 250.000 ευρώ. Δηλονότι, από την παραπάνω σύγκριση προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες με την προσβαλλόμενη απόφαση κηρύχθηκαν ένοχοι, εκτός των άλλων, και για την πράξη της οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας σε πράξεις αγοράς, διαμετακόμισης και απόπειρας διαμετακόμισης ναρκωτικών ουσιών, επιπροσθέτως δε και για την πράξη απόπειρας εισαγωγής στην Ελληνική επικράτεια, για την οποία όμως είχαν αθωωθεί πρωτοδίκως. Έτσι, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών υπερέβη την εξουσία του, καθιστώντας χειρότερη τη θέση των κατηγορουμένων ως εκκαλούντων, με το να τους κηρύξει ενόχους για μία επιπλέον πράξη, για την οποία έχουν αθωωθεί πρωτοδίκως (απόπειρας εισαγωγής στην επικράτεια ναρκωτικών ουσιών), με αποτέλεσμα να έχει τούτο έννομη συνέπεια ως προς την επιβληθείσα σ' αυτούς χρηματική ποινή, που μπορεί να ορισθεί από 29.412 έως 588.235 ευρώ (άρθρο 8 του ν. 1729/1987, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 2 παρ. 15α του ν. 2479/16-5-1997), ενόψει των άρθρων 79 ΠΚ και 5 παρ. 2 του ν. 1729/1987 (σύμφωνα με τη δεύτερη των διατάξεων αυτών στον υπαίτιο πολλών εκ των αναφερόμενων στο άρθρο 5 παρ. 1 του νόμου αυτού πράξεων παράβασης του νόμου περί ναρκωτικών επιβάλλεται μία μόνο ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη συνολική εγκληματική δράση), ενώ τούτο δεν συμβαίνει ως προς την ποινή της ισόβιας κάθειρξης που έχει επιβληθεί και από τα δύο δικαστήρια για τις λοιπές κακουργηματικές πράξεις του και δεν επηρεάζεται από την αθώωση των αναιρεσειόντων για την πράξη της απόπειρας εισαγωγής στην Ελληνική επικράτεια ναρκωτικών ουσιών. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. η ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, ως κατ' ουσίαν βάσιμος και στη συνέχεια πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση ως προς αμφότερους τους αναιρεσείοντες, ως προς την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής που έχει επιβληθεί σ' αυτούς. Μετά από όλα τα προεκτιθέμενα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που αφορά: α) την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρώτου αναιρεσείοντος περί τοξικομανίας του, β) ως προς τον καθορισμό της επιμέτρησης της ποινής (στερητικής της ελευθερίας και χρηματικής), που επιβλήθηκε στον ίδιο ως άνω αναιρεσείοντα, γ) ως προς τη διάταξη περί ενοχής τους για την πράξη της από κοινού απόπειρας εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια 25 κιλών κοκαΐνης, η οποία πρέπει να απαλειφθεί και δ) ως προς τον καθορισμό της χρηματικής ποινής γι' αμφοτέρους τους αναιρεσείοντες, Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος, πλην της υπό στοιχ. γ' περίπτωσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 ΚΠΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Α) Αναιρεί την υπ' αριθ. 3327/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών μόνον ως προς τις διατάξεις της: α) περί απόρριψης του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρώτου αναιρεσείοντος (Χ2) περί τοξικομανίας του, β) ως προς επιμέτρηση της επιβληθείσας σ' αυτόν με την ως άνω απόφαση ποινής (στερητικής της ελευθερίας και χρηματικής) και γ) ως προς την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε στον δεύτερο αναιρεσείοντα.
Β) Απάλειψη της διάταξης της ίδιας ως άνω απόφασης περί κηρύξεως ενόχων των αναιρεσειόντων για το έγκλημα της από κοινού απόπειρας εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια (...), στις 26-2-2001, είκοσι πέντε (25) κιλών ηρωίνης, που είχαν αγοράσει προηγουμένως στην ...
Γ) Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ανωτέρω υπό στοιχ. Α μέρος που αναιρέθηκε, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και
Δ) Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 26 Ιανουαρίου 2009 αίτηση αναίρεσης και τους από 29 Οκτωβρίου 2009 επ' αυτής πρόσθετους λόγους των: 1) Χ2 και 2) Χ1.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα 4 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ