Θέμα
Παραίτηση από δικόγραφο, Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση.
Περίληψη:
Νομότυπη παραίτηση από το δικόγραφο αιτήσεως αναιρέσεως. Θεωρείται ότι η αίτηση δεν ασκήθηκε. Παραδεκτή η αίτηση νέας αιτήσεως, αν συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νομού. Ανέλεγκτη η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων. Πότε ιδρύονται οι αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 559 αρ. 1α, ως προς τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173, 200 του ΑΚ, 18, 20 του Κ.Πολ.Δ. (Επικυρώνει ΕφΑθ 459/2009)
Αριθμός 1051/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Δ. Μ., 2) Χ. Δ. Μ., και 3) Ι. Δ. Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Πέτρου.
Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Τσιρογιάννη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/12/1999 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 280/2001 μη οριστική, 134/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 776/2004 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την 26/1/2005 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1910/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 776/2004 απόφαση του Εφετείου Λάρισας και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που την είχαν δικάσει προηγουμένως. Το Εφετείο Λάρισας εξέδωσε την 459/2009 απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 3/1/2012 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 15/10/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η από 3/1/2012 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 459/2009 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 577 § § 1 και 3 του ΚΠολΔ ο Άρειος Πάγος πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης και αν την κρίνει νόμιμη και παραδεκτή εξετάζει το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της πρωτόδικης υπ' αριθ. 134/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η ένδικη από 3-12-1999 διεκδικητική αγωγή των αναιρεσειόντων κατά του πρώτου η οποία είχε γίνει δεκτή πρωτοδίκως, τούτο δε μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 1910/2006 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η προηγούμενη υπ' αριθμ. 776/2004 απόφαση του ίδιου Εφετείου που είχε εκδοθεί επί της ίδιας εφέσεως και με την οποία είχε απορριφθεί επίσης η αγωγή των αναιρεσειόντων. Στο δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο, διαλαμβάνεται ρητή δήλωση, των αναιρεσειόντων ότι παραιτούνται από το δικόγραφο της προηγούμενης, από 2-3-2010, αιτήσεώς τους για αναίρεση της ίδιας προσβαλλόμενης απόφασης (459/2009), η παραίτηση δε αυτή, που είναι νόμιμη, έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται ως μη ασκηθείσα η προηγούμενη ως άνω αίτηση (αρθρ. 294, 295 § 1, 297, 299, 573 § 1 του Κ.Πολ.Δ) και η κρινόμενη αίτηση, που έχει και κατά τα λοιπά ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, να είναι, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον αναιρεσίβλητο, παραδεκτή και εξεταστέα ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
ΙΙ. Με την προρρηθείσα υπ' αριθμ. 1910/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η υπ' αριθμ. 776/2004 απόφαση του Εφετείου Λαρίσης για τον λόγο ότι είχε λάβει υπόψη και την υπ' αριθμ. .../16-2-2001 ένορκη βεβαίωση μαρτύρων ενώπιον του συμβολαιογράφου Τρικάλων Δημ. Μπουρνάζου, η οποία δεν είχε ληφθεί νομίμως και η οποία επομένως ήταν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Όπως δε προκύπτει από την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του ίδιου, υπό διαφορετική σύνθεση, Εφετείου Λαρίσης, ως δικαστηρίου παραπομπής, όπου μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το δικαστήριο, στα οποία δεν περιλαμβάνεται η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, μη αναφερόμενη και σε κανένα άλλο μέρος της απόφασης, το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ειρημένη ένορκη βεβαίωση, συμμορφούμενο έτσι προς την αναιρετική απόφαση, και τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο, από το άρθρο 559 αρ. 18 του Κ.Πολ.Δ, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Με τον ίδιο πρώτο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των αριθμών 11α και 19 του ίδιου άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη το προαναφερόμενο ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο ( ένορκη βεβαίωση) και ότι στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση ελλείψει αιτιολογιών, αφού κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα με εκείνο της αναιρεθείσης αποφάσεώς του και με το ίδιο με εκείνην αιτιολογικό. Κατά την πρώτη από τις αιτιάσεις αυτές ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, σύμφωνα με τα αμέσως προεκτεθέντα, κατά τη δεύτερη δε από τις ίδιες αιτιάσεις, απαράδεκτος, προσβάλλοντας μόνον τις ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου ( άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ), χωρίς αναφορά ( επίκληση) συγκεκριμένης αναιρετικής πλημμέλειας ως προς τις διαλαμβανόμενες αιτιολογίες, μόνη δε η ίδια με την αναιρεθείσα αιτιολογία, που στηρίζει το αποδεικτικό πόρισμα και το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης, δεν δημιουργεί τον επικαλούμενο αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 561 § 1 του Κ.Πολ.Δ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 και 20.
Εξάλλου, από το άρθρο 559 αρ. 1 εδ. α' του Κ.Πολ.Δ., που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός, του αριθμού 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται, έστω και εμμέσως (ΑΠ 115/2003, 1310/2011), την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη βούληση των δικαιοπρακτούντων και παρά ταύτα δεν προσφεύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες και δικαιοπραξιών που θέτουν τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ για την ανεύρεση της αληθούς βουλήσεώς τους (ΑΠ 1310/2011). Στην αντίθετη επομένως περίπτωση, όταν δηλαδή το δικαστήριο δεν δέχεται, ως ανωτέρω την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη βούληση των δικαιοπρακτούντων και ως εκ τούτου δεν προσφεύγει στους κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, δεν δημιουργείται ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Τέλος, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 20 του Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, που ανάγεται δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για παράπονο που αναφέρεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Για να θεμελιωθεί πάντως ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλομΑΠ 2/2008).
Εν προκειμένω, με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αριθμού 10 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. υποστηρίζεται ότι αν υποτεθεί ότι το Εφετείο συμμορφώθηκε προς την ανωτέρω, υπό Ι και ΙΙ, αναιρετική απόφαση και δεν έλαβε υπόψη την προρρηθείσα ένορκη βεβαίωση, τότε δέχθηκε ουσιώδη πράγματα και δη τα συγκροτούντα την ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσιβλήτου πραγματικά περιστατικά χωρίς απόδειξη, αφού τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν αποδεικνύονται από τα άλλα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στην απόφαση. Υπό το περιεχόμενο αυτό του εξεταζόμενου λόγου είναι προφανές ότι πλήττεται με αυτόν η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων, κατά συνέπειαν δε, και σύμφωνα με το άρθρο 561 § 1 του Κ.Πολ.Δ, του οποίου δεν συντρέχουν οι προαναφερθείσες εξαιρέσεις, ο δεύτερος αυτός λόγος του αναιρετηρίου είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Με τον τρίτο και τελευταίο, από τους αριθμούς 1εδ. α' και 20 του άρθρου 559 του ΚΠΔ, προσάπτεται, αντίστοιχα, η αιτίαση ότι το Εφετείο α) παραβίασε την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 200 του ΑΚ για την ερμηνεία των συμβάσεων "ερμηνεύοντας" το από 21-9-1985 ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο φέρεται να συστάθηκε σύμβαση χρησιδανείου μεταξύ των διαδίκων που αφορά μέρος του επιδίκου, και β) παραμόρφωσε το περιεχόμενο του ίδιου ιδιωτικού συμφωνητικού με το να μην το αναγνώσει ολόκληρο και δη κατά το αναφερόμενο μέρος του και με το να το αναγνώσει εσφαλμένα κατά το επίσης αναφερόμενο σημείο του και δη ως προς το σημείο όπου αναφέρεται ότι το επίδικο συνορεύει με οικόπεδο "ιδίων" (των εναγόντων) και όχι "ιδίου" (του εναγομένου), όπως αναφέρεται στην απόφαση, με αποτέλεσμα να αχθεί το δικαστήριο σε επιζήμιο για τους αναιρεσείοντες αποτέλεσμα ως προς την ακριβή ταυτότητα του επιδίκου και εντεύθεν ως προς το επ' αυτού δικαίωμα κυριότητας των διαδίκων. Και ο λόγος αυτός του αναιρετηρίου είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ως προς μεν το πρώτο σκέλος του, επειδή από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει ότι το Εφετείο δεν δέχεται, ούτε και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη βούληση των μερών που εκφράστηκε με το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό ώστε να έχει υποχρέωση να προσφύγει στους ερμηνευτικούς των δικαιοπραξιών κανόνες και να γεννάται ο ειρημένος αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ σε περίπτωση μη προσφυγής του, όπως εν προκειμένω. Ως προς δε το δεύτερο σκέλος του ο εξεταζόμενος τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του για την ταυτότητα του επιδίκου και την κυριότητα του αναιρεσιβλήτου σ' αυτό από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που αναφέορνται στην απόφαση, μεταξύ των οποίων και η ανώμοτη εξέταση, ως διαδίκου, του τρίτου εκ των αναιρεσειόντων εναγόντων Ι. Μ., όχι δε αποκλειστικά ή κατά κύριον λόγο από το φερόμενο ως παραμορφωθέν ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο το δικαστήριο συνεκτίμησε απλώς, μαζί με τα άλλα αποδεικτά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αυτό.
IV. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου ( άρθρ 176 και 183 του ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3-1-2012 αίτηση των Γ. Μ. κ.λ.π για αναίρεση της υπ' αριθ. 459/2009 απόφασης του Εφετείου Λαρίσης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013 και
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ