Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 730 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική.




Περίληψη:
Επί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, που έχει ως βάση νόμιμο παράγωγο τρόπο, πρέπει το περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο να ταυτίζεται με το αναφερόμενο στο μεταβιβαστικό τίτλο και μ’ αυτό που ο εναγόμενος κατέχει.




Αριθμός 730/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Εμμανουέλλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ι. Ν. Μ., 2) )Γ. Ν. Μ., )Λ. συζ. Γ. Μ., ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανηλίκου υιού τους Ν. και 3)Ν. Γ. Μ., κατοίκων ... Οι 1ος και 3ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Τάκη Ανδρονόπουλο, ο οποίος δήλωσε ότι ο Ν. Μ. του Γ. και της Λ. ενηλικιώθηκε, συνεχίζει ιδίω ονόματι τη δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/3/2001 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 486/2003 μη οριστική, 66/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 697/2010 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 11/10/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 7/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της ένδικης αίτησης αναίρεσης ως προς τον πρώτο λόγο και την απόρριψη ως προς τον δεύτερο λόγο.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Νόμιμα ο δεύτερος των αναιρεσιβλήτων, ως ενηλικιωθείς στις 18-4-2011, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη νόμιμα με επίκληση σε φωτοτυπία υπ' αριθ. ΑΕ 234866 Δελτίου Αστυνομικής ταυτότητάς του, δηλώνει ότι συνεχίζει ιδίω ονόματι τη δίκη.
ΙΙ. Με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Β.Δ. της 17.11./1.12.1836 "περί ιδιωτικών δασών", που έχει ισχύ νόμου, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του περί ανεξαρτησίας απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες. Για την αναγνώριση των τελευταίων ως ιδιωτικών δασών, όφειλαν οι ιδιοκτήτες των δασικών εκτάσεων, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού, να παρουσιάσουν στη Γραμματεία του Υπουργείου Οικονομικών τους τίτλους ιδιοκτησίας, διαφορετικά θεωρούνται δημόσια δάση. Έτσι με τις διατάξεις αυτές του πιο πάνω Β. Δ/τος θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση, όμως, εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1 1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3.) του προϊσχύσαντος Β. Ρ. Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Εισ.Ν.Α.Κ., έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις, κατόπιν άσκησης νομής πάνω σ' αυτά με καλή πίστη και διάνοια κυρίου σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρισιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της ιδίας του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού (Ολ. ΑΠ 75/1987 Ελλ Δνη 32.1483). 'Όπως δε συνάγεται από τους ν.20 παρ. 12 Πανδ. (5.3), ν.25 Πανδ. (24.1), ν.27 Πανδ. (18.1), ν.10, 13 παρ. 1, 17, 48 Πανδ.(41.3), ν.5 Πανδ.(41.7), ν.3 Πανδ. (41.10), ν.7 Παρ. 6 Πανδ. (41.4), ν.109 Πανδ. (50.16) καλή πίστη αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ' ουσίαν το δικαίωμα του Κυρίου (ΑΠ 2106/2007 Ελλ. Δνη 49.504). Εξάλλου, από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ'/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του και ακόμη του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.4/26.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", που επαναλήφτηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", με τις οποίες απαγορεύτηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από τις 26.5.1926 και εφεξής, συνάγεται, ότι, προκειμένου περί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα δημόσια δάση, είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σ' αυτά με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών με διάνοια κυρίου και καλή πίστη είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 (Ολ. Απ 75/1987). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 1033, 1192 αριθ. 1 του ΑΚ, όσο και αυτές του προϊσχύσαντος του Αστικού Κώδικα νόμου 76 παρ. 1 πανδ. (18.1), ν. Κώδ. (7.31), βασ. 50 (10.4) ν.12 πανδ. (2.53) προκύπτει, ότι για τη μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο, στο οποίο να αναφέρεται η συμφωνία για το πράγμα και - αν πρόκειται για πώληση - και για το τίμημα, και να υποβληθεί σε μεταγραφή. Επί διεκδικητικής δε ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, που έχει ως βάση νόμιμο παράγωγο τρόπο, πρέπει το περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο να ταυτίζεται με το αναφερόμενο στο μεταβιβαστικό τίτλο και μ' αυτό που ο εναγόμενος κατέχει. Τέλος, κατά την έννοια διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: Με το υπ' αριθμ. .../30.12.1858 παραχωρητήριο του Υπουργού Οικονομικών, που μεταγράφηκε νόμιμα ... παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο στους Μ. Δ. (ή Ε.) και Α. Δ. (ή Σ.), απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγόντων μια έκταση, στη θέση "..." του Δήμου Πατρέων, εμβαδού 5,941 βασιλικών στρεμμάτων, που συνορεύει ανατολικά με το ΣΤ' τεμάχιο, Δυτικά με το Δ' τεμάχιο, Βόρεια με λαγκάδι και Νότια με λόφο. Το εν λόγω ακίνητο κατείχαν και ενέμοντο με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο οι ως άνω αδελφοί από του έτους 1858, που παραχωρήθηκε σ' αυτούς, ενεργούντες σ' αυτό όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις (καλλιέργεια, σπορά, φύτευση αμπέλου, δένδρων, συλλογή καρπών κλπ.) συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι του θανάτου τους (ο Α. Δ. απεβίωσε το έτος 1895 και ο Μ. Δ.ς το έτος 1900). Πρέπει να σημειωθεί ότι το έδαφος είναι αργιλλοαμμώδες και κατάλληλο για την καλλιέργεια αμπέλου και ελιάς, εξαιτίας δε της κλίσης του εδάφους (60-70%), είχαν κατασκευασθεί πεζούλες, οι οποίες υπάρχουν και σήμερα διάσπαρτες για τη συγκράτηση του εδάφους και των καλλιεργειών. Και το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζει γεωργική δραστηριότητα στο παρελθόν. Στη συνέχεια (μετά το θάνατο των ανωτέρω) το εν λόγω ακίνητο περιήλθε στη Δ. χήρα Σ. Π., πρώην χήρα Α. Γ., θυγατέρα Α. Δ. ή Σ., ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμο του πατρός της Α. Δ. ή Σ. και του θείου της Μ. Δ. ή Σ. στην κληρονομιά των οποίων υπεισήλθε και αναμείχθηκε. Η τελευταία ενεργούσε στο ακίνητο τις προαναφερθείσες διακατοχικές πράξεις που προσιδιάζουν στο ακίνητο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, μέχρι το έτος 1920, που μεταβίβασε αυτό λόγω πωλήσεως στο Γ. Δ. Δ., δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1920 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πατρών Αγγέλου Κουμανιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα ... Στο συμβόλαιο αυτό η άνω πωλήτρια μεταβίβασε στον άνω αγοραστή διάφορα αγροτεμάχια, μεταξύ αυτών και "μια άμπελον εκ στρεμμάτων 10 ή όσης έκτασης και αν είναι στη θέση "…ή ..." των άνω Συχαινών, που
συνορεύει γύρωθεν με άμπελον Ι. Β. και ξηρολάγκαδο και άμπελο Σακελλαρόπουλου". Η έκταση αυτή αποτελεί τη μείζονα έκταση των επίδικων ακινήτων, ταυτιζομένη τόσο κατά τη θέση, όσο κατά τα όρια της με τα επίδικα. Μετά το θάνατο του Γ. Δ. Δ. (Ιούλιος 1921) το προαναφερόμενο ακίνητο, μαζί με άλλα περιουσιακά στοιχεία, περιήλθε κοινώς και αδιαιρέτως στα τέκνα του Ν. Γ. Δ. και Δ. Γ. Δ., δυνάμει της από 1-6-1921 δημόσιας διαθήκης του ενώπιον του συμβολαιογράφου Πατρών Παν. Κυριτσόπουλου, που συντάχθηκε με την υπ' αριθμ…/1-6-1921 πράξη του και δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθμ. 50/14-7-1921 πρακτικά του Πρωτοδικείου Πατρών, στην κληρονομιά του οποίου υπεισήλθαν και ανεμείχθησαν, αποδεχθέντες αυτήν αδιαιρέτως και κατ' ισομοιρίαν. Στη συνέχεια τα ως άνω αδέλφια προέβησαν σε διανομή των περιελθόντων σ' αυτά περιουσιακών στοιχείων, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../10-10-1924 συμβολαίου διανομής του συμβολαιογράφου Πατρών Παν. Κυριτσόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα ... και το επίδικο ακίνητο περιήλθε στο Ν. Γ. Δ.. Στο συμβόλαιο αυτό η μείζονα έκταση των επίδικων ακινήτων περιγράφεται ως "μια σταφιδάμπελος στρεμμάτων 7 μετά συνεχόμενου λογκώδους τόπου στη θέση "..." της περιφερείας Συχαινών των Πατρών", ταυτίζεται δε κατά θέση και όρια με τα επίδικα ακίνητα. Μετά το θάνατο του Ν. Δ., που απεβίωσε το έτος 1925 χωρίς διαθήκη το ως άνω ακίνητο περιήλθε κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου στη σύζυγό του Χ. Χήρα Ν. Δ., θυγατέρα Α. Τ. και κατά τα υπόλοιπα 3/4 στον υιό της Γ. Ν. Δ., μετά δε το θάνατο του υιού της Γ., που έλαβε χώρα το έτος 1942 περιήλθε σ' αυτήν και το ποσοστό των 3/4 του υιού της και έτσι έγινε κυρία ολόκληρου του ακινήτου η Χ. χήρα Ν. Δ.. Τόσο η προαναφερθείσα Χ. χήρα Ν. Δ., όσο και ο υιός της Γ. Δ. υπεισήλθαν στην κληρονομιά του συζύγου και πατρός τους κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου καθένας και ανεμείχθησαν έκτοτε αποδεχθέντες αυτήν, μετά δε το θάνατο του υιού της Ν. Δ. η προαναφερθείσα μητέρα του (Χ. χήρα Ν. Δ.) υπεισήλθε στην κληρονομιά αυτού και ανεμείχθη έκτοτε, αποδεχθείσα αυτήν (κληρονομιά). Στη συνέχεια η Χ. χήρα Ν. Δ., δυνάμει του υπ' αριθμ. .../6-2-1958 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πατρών Αποστόλου Σκουλίκη, που μεταγράφηκε νόμιμα. ...πώλησε στον τρίτο ενάγοντα Ν. Γ. Μ. και στον αδελφό του Π. Γ. Μ. κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα το ακίνητο που κληρονόμησε από τους προαναφερόμενο σύζυγο και γιό της. Στο συμβόλαιο αυτό η μείζονα επίδικη έκταση περιγράφεται "ως αγρός και άμπελος, εκτάσεως 7 περίπου στρεμμάτων μετά συνεχόμενου λογκώδους τόπου, κειμένην στη θέση "..." της περιφέρειας του χωρίου Συχαινών του Δήμου Πατρέων". Και στο συμβόλαιο αυτό τα όρια και η θέση ταυτίζονται με τα επίδικα ακίνητα. Κατόπιν το ως άνω κοινό ακίνητο οι προαναφερθέντες συγκύριοι διένειμαν μεταξύ τους, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../9-6-1999 συμβολαίου διανομής της συμβολαιογράφου Πατρών Αναστασίας Χρήστου Κωνσταντίνου, που μεταγράφηκε νόμιμα ... και αφού χωρίσθηκε σε τέσσερα (αγροτεμάχια), όπως αποτυπώνεται στο από Μαΐου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δ. Τ., το οποίο προσαρτάται στο άνω συμβόλαιο διανομής, ο τρίτος των εναγόντων έλαβε τα υπό στοιχεία 3 και 4 αγροτεμάχια, εκ των οποίων: 1) το πρώτο (υπό στοιχείο 3) είχε έκταση 4.160 τ.μ., ευρισκόμενο εκτός σχεδίου και οικισμού, άρτιο και οικοδομήσιμο και συνορεύει σε πλευρές Α.Φ. και Φ.Υ. με το υπ' αριθμ. 1 αγροτεμάχιο, σε πλευρά Υ.Ε'., μήκους 55 μέτρων με το υπ' αριθμ. 4 αγροτεμάχιο, σε πλευρές Ε'.Ζ'.,Ζ'.Η',Η',Θ'. και Θ'.Γ με αγρούς ιδιοκτησίας Π. Μ. και Π. Μ. και σε πλευρά Γ.Α με ρέμα Καραβά και πέραν αυτού με δημοτικό δρόμο Άνω Συχαινών - Κάτω Συχαινών και 2) το δεύτερο (υπό στοιχείο 4) είχε έκταση 3.300 τ.μ., ευρισκόμενο εκτός σχεδίου και οικισμού, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο και συνορεύει σε πλευρές Α.Φ. και Φ.Υ. με το υπ' αριθμ. 1 αγροτεμάχιο, σε πλευρά Ε'.Υ. με το υπ' αριθμ. 3 αγροτεμάχιο, σε πλευρά Υ.Τ. με το υπ' αριθμ. 1 αγροτεμάχιο, σε πλευρά Τ.Χ. με ιδιοκτησία Γ. και σε πλευρές Χ.Ψ.Ψ.Ω και Ω.Ε' με ιδιοκτησία Ι. Γ.. Το υπό στοιχείο 4 ακίνητο, έκτασης 3.300 τ. μ., που έλαβε ως μερίδιο ο Ν. Μ. (τρίτος των εναγόντων), αποτελεί το σύνολο των δύο τμημάτων της επίδικης έκτασης, όπως εξάλλου δέχεται και ο διορισθείς ως πραγματογνώμονας τοπογράφος μηχανικός Χ. Β. (βλ. σελίδα 5 της από 26-9-2005 πραγματογνωμοσύνης του). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι δυνάμει του υπ' αριθμ. .../20-8-1999 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πατρών Αναστασίας Χρήστου - Κωνσταντίνου, που μεταγράφηκε νόμιμα... Ο τρίτος των εναγόντων μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στον πρώτο των εναγόντων Ι. Ν. Μ. (γιό του) την ψιλή κυριότητα του επίδικου αγροτεμαχίου, έκτασης 1.650 τ.μ. ή όσης είναι, που βρίσκεται στη θέση "..." ή "..." της περιοχής Άνω Συχαινών της πόλεως των Πατρών του Δήμου Πατρέων, το οποίο συνορεύει Ανατολικά με αγρό Ι. Γ. και αγρό Γ., Βόρεια με αγρό Ι. Γ. και εν μέρει Π. Μ. και Νότια με αγρό Ν. Γ. Μ., εμφαίνεται δε στο από Ιουλίου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δ. Τ. με τα κεφαλαία γράμματα Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Ο-Β και τον αριθμό 2 μέσα σε κύκλο. Έτσι ο ως άνω (πρώτος των εναγόντων) κατέστη ψιλός κύριος του άνω κατά θέση, έκταση και όρια επιδίκου ακινήτου και 2) δυνάμει του υπ' αριθμ. …/20-8-1999 συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Πατρών Αναστασίας Χρήστου Κωνσταντίνου, που μεταγράφηκε νόμιμα ..... ο τρίτος των εναγόντων μεταβίβασε λόγω δωρεάς στο δεύτερο των εναγόντων Ν. Γ. και Λ. Μ. (εγγονό του), που ως ανήλικος εκπροσωπείται από τους υπό στοιχεία 2α και β εκ των εναγόντων, την ψιλή κυριότητα του επίδικου αγροτεμαχίου, έκτασης 1650 τ.μ ή όσης είναι, που βρίσκεται στη ίδια ως άνω θέση και περιφέρεια, συνεχόμενο προς νότον με το προπεριγραφέν αγροτεμάχιο του πρώτου ενάγοντος Ι. Ν. Μ., το οποίο συνορεύει Ανατολικά και σε πλευρά 27,50 μ. με αγρόν Ι. Μ., Δυτικά και σε πλευρά 34 μέτρων με αγρό Γ., Βόρεια και σε πλευρά 56,30 μέτρων με το πρώτο άνω περιγραφέν αγροτεμάχιο του Ι. Ν. Μ. και Νότια σε πλευρά 56,30 μέτρων με ιδιοκτησία Π. Μ.. Έτσι ο ως άνω (δεύτερος των εναγόντων) κατέστη ψιλός κύριος του άνω κατά θέση, έκταση και όρια επιδίκου ακινήτου. Ο τρίτος των εναγόντων τυγχάνει επικαρπωτής των άνω ακινήτων, καθόσον με τα προαναφερθέντα συμβόλαια παρακράτησε την επικαρπία. Από την έρευνα των παραπάνω τίτλων ιδιοκτησίας προκύπτει ότι το όλο ακίνητο του τρίτου ενάγοντος Ν. Γ. Μ., δικαιοπαρόχου των δύο πρώτων εναγόντων έχει σταθερά όρια, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. .../1999 άνω διανεμητήριο συμβόλαιο, ανατολικά το λαγκάδι, δυτικά τους αγρού Τ., Μ. και Γ., που είναι ψηλά στη ράχη γιατί είναι επικλινές από δυσμάς προς ανατολάς (η κλίση κυμαίνεται από 60-70%, εκτός από το ανώτατο τμήμα, όπου η κλίση είναι μεγαλύτερη). Τα όρια υφίστανται από του έτους 1858, καθόσον στο προαναφερόμενο .../1858 παραχωρητήριο του Υπουργείου Οικονομικών αναφέρεται για το παραχωρούμενο ακίνητο η ίδια θέση, "..." Άνω Συχαινών Πατρών και ότι τούτο συνορεύει "προς άρκτον με λαγκάδι και προς μεσημβρίαν με λόφον". Τα δύο επίδικα δε τμήματα, όπως περιγράφονται στην αγωγή και αποτυπώνονται στο συνημμένο σχεδιάγραμμα περιέχονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αν όχι ολόκληρα στο προαναφερθέν παραχωρητήριο 9.../1858)". Ακολούθως, δέχτηκε το Εφετείο ότι "... Αντίθετα, από κανένα αποδεικτικό μέσο αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι τα επίδικα ακίνητα αποτελούσαν δασική έκταση πριν από την έναρξη ισχύος του ΒΔ από 16.11.1836 - και - ότι, κατά συνέπεια, δεν υπάρχει τεκμήριο κυριότητας του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω ... (αλλά) ότι από το έτος 1858 είχαν περιέλθει στην κυριότητα των απώτατων και απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων με νόμιμο τρόπο και συνέχιζαν να μεταβιβάζονται κατά τον τρόπο που περιγράφεται παραπάνω, έτσι, ώστε, οι ίδιοι (ενάγοντες) απέκτησαν τα ένδικα δικαιώματά τους με παράγωγο τρόπο", εν τέλει δε δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένδικη - από 15.3.2001 - αναγνωριστική ψιλής κυριότητας και επικαρπίας αγωγή των αναιρεσιβλήτων, εφόσον, σύμφωνα με τα παραπάνω και ειδικότερα τα μεταβιβαστικά πιο πάνω - ... και .../20.8.1999 - συμβόλαια, έκρινε, ότι απέκτησαν ο εκ των αναιρεσιβλήτων πρώτος την ψιλή κυριότητα του επίδικου αγροτεμαχίου, έκτασης 1650 τ.μ., ή όσης είναι, και ο δεύτερος την ψιλή κυριότητα του άλλου επίδικου αγροτεμαχίου, έκτασης - και αυτού -1650 τ.μ. ή όσης είναι, ο δε τρίτος ότι τυγχάνει επικαρπωτής των ίδιων αγροτεμαχίων, δηλαδή με βάση τον προεκτιθέμενο παράγωγο τρόπο, που αποτελούσε τη βάση της ένδικης αγωγής και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. 'Ετσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο, περιέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ταυτότητας των επίδικων αγροτεμαχίων, διότι, παρόλο που δέχτηκε, α) ότι στους απώτερους δικαιοπαρόχους των αναιρεσιβλήτων, Μ. Δ. (ή Σ.) και Α. Δ. (ή Σ.) είχε παραχωρηθεί με το πιο πάνω - .../1858 - παραχωρητήριο έκταση 5,941 βασιλικών στρεμμάτων - έκταση την οποία "και ενέμοντο με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο οι ως άνω αδελφοί από του έτους 1858, που παραχωρήθηκε σ' αυτούς ... συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι του θανάτου τους (ο Α. Δ. απεβίωσε το έτος 1895 και ο Μ. Δ. το έτος 1990)" ακολούθως δε "το εν λόγω ακίνητο" νεμόταν με τα ίδια προσόντα η προαναφερθείσα Δ. χήρα Σ. Π., πρώην χήρα Α. Γ., ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος τους, μέχρι το έτος 1920 που το μεταβίβασε, ως άνω, λόγω πωλήσεως στο Γ. Δ., και β) ότι το παραχωρηθέν ακίνητο αυτό ταυτίζεται με τα ακίνητα που περιγράφονται στους προμνημονευθέντες τίτλους των διαδοχικών πιο πάνω μεταβιβάσεων και μάλιστα και με το περιγραφόμενο στο άνω - .../6.2.1958 - συμβόλαιο, με το οποίο το ίδιο ακίνητο μεταβιβάστηκε στον τρίτο ενάγοντα και στον αδελφό του Π. Μ. κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, οι οποίοι ακολούθως το διένειμαν δυνάμει του άνω - .../9.6.1999 διανεμητήριου συμβολαίου, από δε τη διανομή του αυτή ο τρίτος των εναγόντων "έλαβε ως μερίδιο το υπό στοιχείο 4 ακίνητο έκτασης 3.300 τ.μ.", το οποίο "αποτελεί το σύνολο των δύο τμημάτων της επίδικης έκτασης", δέχτηκε στη συνέχεια, ότι τα επίδικα δύο αυτά τμήματα "... περιέχονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αν όχι ολόκληρα στο προαναφερθέν - .../1858 - παραχωρητήριο". 'Όμως, από την τελευταία αυτή αιτιολογία, ως εκ της ενδοιαστικής διατύπωσής της, δεν προκύπτει με τρόπο αναμφίβολο ότι τα επίδικα δύο τμήματα (αγροτεμάχια) περιήλθαν και μάλιστα κατά ποια έκτασή τους με τα μεταβιβαστικά πιο πάνω - ... και .../20.8.1999 - συμβόλαια η ψιλή κυριότητά τους στον πρώτο και δεύτερο των αναιρεσιβλήτων και η επικαρπία τους στον τρίτο των αναιρεσιβλήτων. Με βάση, δηλαδή, εκείνα που δέχτηκε και έτσι που έκρινε - το Εφετείο - στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, αφού εξαιτίας των παραπάνω αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών δεν είναι εν τέλει εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων που αφορούν στον παράγωγο τρόπο κτήσης της ψιλής κυριότητας και επικαρπίας των επίδικων δύο τμημάτων - ως άνω - από μέρους των αναιρεσιβλήτων (εναγόντων), γι'αυτό και ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 697/2010 απόφαση του Εφετείου Πατρών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή