Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1750 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Κατηγορούμενος.




Περίληψη:
Η λήψη υπόψη και η αποδεικτική αξιοποίηση εκ του δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου μαρτυρικών καταθέσεων που δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 73 ΚΠΔ, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, επειδή αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, ήτοι το δικαίωμα σιωπής και αυτοενοχοποίησής του. Αναιρείται το προσβαλλόμενο παραπεμπτικό βούλευμα για πλαστογραφία με χρήση κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, λόγω απόλυτης ακυρότητας.





Αριθμός 1750/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντώνιος Αθηναίος (ο οποίος ορίστηκε με τη με αριθμό 87/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 345/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 276/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 189/15.4.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 §1 του Κ.Π.Δ., την υπ' αριθ. 1/29-1-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ' αριθ. 345/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας και εκθέτω τα εξής: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος από τις πράξεις αυτές υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000) (άρθρα 98 §1, 216 §§1 και 3β' Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος αυτού στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκησή της πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 §1, 473 §1, 474 §1 και 482 §1 εδ. α' του Κ.Π.Δ., όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 §1 του Ν.3160/2003, καθόσον α) ασκήθηκε στις 29-1-2008, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 16-1-2008 (ασκήθηκε εντός της εικοσαήμερης προθεσμίας που ορίζει η διάταξη του άρθρου 473 §1 εδ. τελευταίο Κ.Π.Δ.) και β) διαλαμβάνονται στην ίδια ως άνω αίτηση αναίρεσης σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτός της απόλυτης ακυρότητας και της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 §1Α και Δ Κ.Π.Δ.). Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Συμβουλίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Π.Δ., δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 §1δ' και 484 §1α' Κ.Π.Δ., διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη" που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και στο δικαίωμά του από το άρθρο 223 §4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποίησης διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 §3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν.2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 §1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά των κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής (Ολομ. Α.Π. 1/2004 Π.Χρ. ΝΕ/113). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος να δικασθεί αρμοδίως για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, το δικαστικό Συμβούλιο αναφέρθηκε ειδικά στο περιεχόμενο ενόρκου μαρτυρικής καταθέσεως του αναιρεσείοντος, η οποία είχε ληφθεί πριν απαγγελθεί σε βάρος του κατηγορία την 16-6-2006 για την παραπάνω αξιόποινη πράξη και συγκεκριμένα της από ... ένορκης κατάθεσής του που δόθηκε ενώπιον του Αρχιφύλακα Γ1 του Τ.Α. Χαλκίδας κατά την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης επί της υποθέσεως αυτής. Κατ' ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων είναι βάσιμος ο προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναίρεσης της απόλυτης ακυρότητας και πρέπει ως εκ τούτου να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, συντιθέμενου από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 §1 και 519 Κ.Π.Δ.), ενώ παρέλκει κατά συνέπεια η έρευνα του δευτέρου λόγου αναίρεσης της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Για τους λόγους αυτούς. Προτείνω: Να γίνει δεκτή ως βάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, συντιθέμενου από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.Αθήνα 17-3-2008
Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος".

Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 105 ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του, με το άρθρο 2 του ν.2408/1996, όταν ενεργείται προανάκριση, σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274, κι εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31. Στο τελευταίο εδάφιο που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε, πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν.3160/2003) ορίζεται ότι "αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας". Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 με τον παραπάνω Ν.2408/1996 σκοπήθηκε, όπως από την Εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανάκρισης, που, συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του, με συνήγορο πριν από την εξέτασή του ως "μάρτυρα", γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαιρέτων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. Έτσι με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικό εκείνος που έχει συλληφθεί, ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση, χωρίς προηγούμενη Εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται το τέχνασμα της μαρτυροποίησης και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου, ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζομένης κατά τα άλλα της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου τη παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2β ΚΠΔ ναι μεν δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης, η οποία μετά την ισχύ του ν.3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση, είτε μετά την άσκηση ποινικής δίωξης για συγκεκριμένη πράξη, εφόσον μετά την λήψη αυτών στο ανακριτικό στάδιο προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστης της διωχθείσας πράξης. Όμως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρεται στο άρθρο 72 ΚΠΔ δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' και 484 παρ. 1 περ. α' ΚΠΔ, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ.4 ΚΠΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποίησης διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν.2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσης της ιδιότητας αυτής (Ολ.ΑΠ 1/2004, Ολ.ΑΠ 1/1999). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό του προσβαλλομένου βουλεύματος με το οποίο παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορουμένος να δικασθεί αρμοδίως για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας αναφέρθηκε ειδικά και αξιολόγησε, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του για το ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικασθεί για την ανωτέρω πράξη, στο περιεχόμενο ένορκης μαρτυρικής κατάθεσης αυτού, η οποία είχε ληφθεί πριν απαγγελθεί σε βάρος του κατηγορία την 16.6.2006 για την εκτεθείσα αξιόποινη πράξη και συγκεκριμένα της από .... ένορκης κατάθεσης που δόθηκε ενώπιον του Αρχιφύλακα Γ1 του Τ.Α. Χαλκίδος κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης επί της υπόθεσης αυτής. Κατ' ακολουθία, των παραπάνω εκτιθεμένων, είναι βάσιμος ο προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναίρεσης της απόλυτης ακυρότητας που στηρίζεται στο άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠΔ και πρέπει, ως εκ τούτο να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, συντιθέμενου όμως από άλλους δικαστές, εκτός εκείνους που δίκασαν προηγουμένως αφού αυτό είναι δυνατόν (άρθρα 485 παρ. 1, 519 ΚΠΔ), παρελκούσης της έρευνας και του δεύτερου λόγου της αίτησης αναίρεσης.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ το υπ' αριθμ. 345/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημελειοδικών Χαλκίδας. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, για νέα συζήτηση ενώπιον του ίδιου ως άνω Συμβουλίου, συντιθεμένου από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουλίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή