Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απείθεια.
Περίληψη:
Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για απείθεια.
Αριθμός 864/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -------
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Νεκταρία Μυγιάκη, για αναίρεση της με αριθμό 506/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.571/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 169 του Π Κ που ορίζει ότι, με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών τιμωρείται όποιος, ύστερα από νόμιμη πρόσκληση, αρνείται σε κάποιον από τους υπαλλήλους του άρθρου 13, παρ. α', χωρίς αντίσταση, την υπηρεσία ή συνδρομή που οφείλεται κατά το νόμο ή την είσοδο σε οποιοδήποτε μέρος για να επιχειρηθεί κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια, προκύπτει, ότι απαραίτητα στοιχεία για τη θεμελίωση του ως άνω εγκλήματος της απείθειας είναι: α) να υπάρχει νόμιμη υποχρέωση στο δράστη να παράσχει υπηρεσία ή συνδρομή ή να επιτρέψει την είσοδο σε κάποιο μέρος, για να επιχειρηθεί νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια, β) νόμιμη πρόσκληση υπαλλήλου, τέτοιος δε θεωρείται μόνο εκείνος του άρθρου 13 παρ. α1 του ΠΚ, γ) άρνηση του προσκληθέντος χωρίς αντίσταση, η οποία (άρνηση) μπορεί να είναι είτε παθητική, είτε ενεργός, π.χ. με χειρονομίες και δ) δόλος (αρκεί και ενδεχόμενος) που πρέπει να περιλαμβάνει τη γνώση της ιδιότητας του προσώπου που απευθύνει την πρόσκληση και προς το οποίο απευθύνεται η άρνηση, καθώς και τη θέληση μη συμμόρφωσης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ1 αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε1 του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, συνδυαζόμενο με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρουπόλεως, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο Ανθυπαστυνόμος ... που υπηρετεί στην Υ/Α Αλεξανδρούπολης, στις 19-1-2006 και από ώρες 16:00 έως 23:00 εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία, επικεφαλής βάρδιας ασφαλείας, στον κρατικό αερολιμένα "ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ" στην Αλεξανδρούπολη. Περί ώρα 19:00 βρισκόταν ένστολος στο χώρο ελιγμών αεροσκαφών, που είναι χώρος αυστηρά ελεγχόμενος, και πλησίον της πύλης εξόδου των επιβατών από τον αεροσταθμό προς το αεροσκάφος Τότε αντιλήφθηκε την υπάλληλο της Ολυμπιακής Αεροπορίας Υ1, που εκτελούσε υπηρεσία ελέγχου των εισιτηρίων επιβατών για να επιβιβαστούν στο αεροπλάνο, με προορισμό την Αθήνα, να καλεί επίμονα τον κατηγορούμενο, ο οποίος είναι δικαστικός επιμελητής και είχε περάσει την πόρτα εξόδου προς επιβίβαση, χωρίς ο ίδιος να δώσει, όπως υποχρεούταν από τις διατάξεις του Εθνικού Κανονισμού Ασφάλειας Πολιτικής Αεροπορίας, την ταυτότητα του και το εισιτήριο του, προς έλεγχο ταυτοπροσωπίας, τα οποία έγγραφα του τα επέδειξε κάποιος άλλος επιβάτης, προφανώς συνταξιδιώτης του. Αμέσως ο άνω αστυνομικός τον πλησίασε και του ζήτησε να επιστρέψει στην υπάλληλο της Ολυμπιακής, για τον προσήκοντα έλεγχο. Ο κατηγορούμενος τον αγνόησε και συνέχισε την πορεία του προς το αεροπλάνο. Ο αστυνομικός που τον ακολουθούσε, του ζήτησε να επιστρέψει προς έλεγχο, αλλά ο κατηγορούμενος του απάντησε "δεν υπάρχει λόγος να επιστρέψω αφήστε με ήσυχο, δεν γυρίζω πίσω". Ενώ ο άνω αστυνομικός προσπαθούσε να τον πείσει να συμμορφωθεί στις νόμιμες προσκλήσεις του, ο κατηγορούμενος τον άρπαξε από το μανίκι της στολής του και άρχισε να τον σπρώχνει με τα χέρια, προκειμένου να επιβιβασθεί στο αεροπλάνο. Στη συνέχεια ήρθαν προς το μέρος τους και άλλοι αστυνομικοί και ο προϊστάμενος βάρδιας της Ολυμπιακής Αεροπορίας, ..., ο οποίος είπε προς τους αστυνομικούς ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα να ταξιδέψει, βάσει του κανονισμού ΕΚΑΠΑ και οδήγησαν τον κατηγορούμενο στο γραφείο της αστυνομίας στην αίθουσα αναχωρήσεων. Ακολούθως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρουπόλεως, με βάση τις παραδοχές αυτές κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για απείθεια, και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, την οποία ανέστειλε για μία τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημ-μελειοδικείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσης του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27, και 169 Π.Κ., που ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται για τη θεμελίωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απείθειας, ενώ αναφέρονται οι διατάξεις του Εθνικού Κανονισμού Ασφάλειας Πολιτικής Αεροπορίας, από τις οποίες απορρέει το δικαίωμα του αστυνομικού οργάνου να προβεί σε πρόσκληση του κατηγορουμένου να επιστρέψει στο χώρο ελέγχου του αεροδρομίου για να δώσει την ταυτότητά του και το εισιτήριο του προς έλεγχο ταυτοπροσωπίας, ατό την αρμόδια υπάλληλο της Ολυμπιακής Αεροπορίας Υ1 και αντίστοιχα η υποχρέωση του κατηγο-ρουμένου να υποστεί τον ως άνω έλεγχο. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά το άρθρο 171 § 1δ' ΚΠΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Έτσι, από τις διατάξεις των άρθρων 333, 358 του ΚΠΔ, δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστή όπως μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα δώσει, χωρίς αίτηση των διαδίκων το λόγο σε αυτούς για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικές με τις καταθέσεις που έγιναν και συντείνουν στη συναγωγή συμπερασμάτων για την αξιοπιστία τους και τη σχέση τους προς την δικαζομένη υπόθεση.
Συνεπώς, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα από την μη παροχή από την διευθύνουσα τη συζήτηση αυτεπαγγέλτως, χωρίς αίτηση του αναιρεσείοντος ή του συνηγόρου του, του λόγου σε αυτούς μετά τη κατάθεση του κάθε μάρτυρα για να εκθέσουν τις απόψεις και παρατηρήσεις τους, σχετικά με την αξιοπιστία του και έτσι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 510 § 1Α' ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 368 ΚΠΔ, μετά την απολογία του κατηγορουμένου και την εξέταση του αστικώς υπευθύνου, ο διευθύνων την συζήτηση ερωτά τον Εισαγγελέα και τους διαδίκους, αν έχουν ανάγκη από κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι από την μη τήρηση της δεν απαγγέλλεται ακυρότητα, ούτε από την παράλειψη αυτής παρακωλύεται η άσκηση των δικαιωμάτων, που προσήκουν στον κατηγορούμενο, γιατί αυτός, αν έχει ανάγκη συμπληρωματικής εξέτασης ή διευκρίνισης, μπορεί να την ζητήσει, οπότε, αν ο διευθύνων την συζήτηση την αρνηθεί, είτε το δικαστήριο, στο οποίο ακολούθως προσέφυγε ο κατηγορούμενος, τότε, σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ, επέρχεται ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο.
Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1Α' ΚΠΔ αναιρετικός λόγος, σύμφωνα με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι δεν ερωτήθηκε από την διευθύνουσα την συζήτηση, κατ' άρθρο 368 ΚΠΔ, αν έχει ανάγκη από κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση, χωρίς να διατείνεται, ότι ζήτησε ν' ασκήσει, ως κατηγορούμενος, τα εκ του άρθρου τούτου παρεχόμενα δικαιώματα, είναι, ως απαράδεκτος, απορριπτέος. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολο τους ως αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18 Σεπτεμβρίου 2008 αίτηση (δήλωση) του ... για αναίρεση της υπ' αριθμ. 506/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρουπόλεως. Και,
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ .
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 13 Μαρτίου 2009. Και,
Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 26 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ