Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1263 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Δυσφήμηση συκοφαντική, Απόφαση αθωωτική.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Αναίρεση του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου κατά αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Λόγος αναίρεσης: έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ούτε στο σκεπτικό, ούτε στο διατακτικό αναφέρονται πραγματικά περιστατικά στα οποία αναφέρεται η απαλλακτική κρίση του, ούτε ερευνήθηκε αν υπάρχει η αξιόποινη πράξη της εξύβρισης. Αναιρεί απόφαση και παραπέμπει στο ίδιο Δικαστήριο για νέα εκδίκαση.




Αριθμός 1263/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 2298/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας.
Με κατηγορούμενο τον Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Λαμπίρη.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Μιχαλόπουλο.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηλείας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 1/7-1-10 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 40/10.

Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ.2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ.2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της απόφασης καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 του ΚΠΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει άτι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση για κάθε απόφαση, αθωωτική ή καταδικαστική, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης απολογίας. Έλλειψη δε μίας τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, ακόμη και αν μνημόνευσε στην αρχή του σκεπτικού της εντελώς τυπικά κατ' είδος τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, χωρήσει ακολούθως στην αξιολογική εκτίμηση ορισμένων και μόνον ειδικώς και επιλεκτικώς κατονομαζόμενων αποδεικτικών μέσων, στα οποία στηρίζει αποκλειστικά την κρίση του, παραλείποντας έτσι κατά τα λοιπά την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΛ συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση όλων των αποδεικτικών μέσων κα. πολύ περισσότερο όταν το δικαστήριο αγνόησε εντελώς κάποιο αποδεικτικό μέσο. Προκειμένου δε για, αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ (ν.δ 53/74) τέτοια έλλειψη αιτιολογίας συντρέχει και όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα τα αναγκαία πραγματικό περιστατικά της αξιόποινης πράξης και οι λόγοι από τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας αδυνατεί να κατάληξε, στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που του αποδίδεται.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την, από 7 Ιανουαρίου 2010, ενώπιον του Γραμματέα του Αρείου Πάγου, αίτησή του, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό 1/2010 έκθεση, δήλωσε ότι ασκεί αναίρεση, συμφώνως προς το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ, κατά την υπ' αριθ. 2298/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας, με την οποία ο κατηγορούμενος Χ1 κηρύχθηκε αθώος συκοφαντικής δυσφημήσεως, του Δικαστηρίου κρίνοντος παραλλήλως, ότι δεν στοιχειοθετείτο ούτε η πράξη της εξυβρίσεως. Και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο στις 29-12-2009, πρέπει να αναιρεθεί λόγω ελλείψεως της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για τους εκτιθέμενους στην αίτησή του λόγους. Αυτή (αίτηση), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να ερευνηθεί. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 2298/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας, η οποία για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου παραδεκτά επισκοπείται από το Δικαστήριο Αυτό, ο κατηγορούμενος Χ1, κηρύχθηκε αθώος της αξιόποινης πράξεως της συκοφαντικής δυσφήμησης, που φέρεται ότι τέλεσε σε βάρος του εγκαλούντος, Ψ1. Για να στηρίξει την απαλλακτική αυτή κρίση του το δικάσαν Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του, την εξής κατά λέξη αιτιολογία: "Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο και τα έγγραφα που διαβάστηκαν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με αφορμή αναφορές - παράπονα του εγκαλούντα Ψ1, Αρχιπυροσβέστη, που υπηρετούσε στον ..., το Αρχηγείο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας διέταξε ένορκη διοικητική εξέταση, που ανατέθηκε στον Πύραρχο ... . Στα πλαίσια της έρευνας αυτής ζητήθηκε από την Πυροσβεστική Υπηρεσία ..., στην οποία υπηρετούσε ο κατηγορούμενος, η χορήγηση πίνακα ατομικής και υπηρεσιακής καταστάσεως του ελεγχόμενου. Ο κατηγορούμενος συνέταξε το από 6-7-2004 έγγραφο, το οποίο και διαβίβασε αρμοδίως. Στο έγγραφο αυτό ο συντάκτης του, στην παράγραφο 5 και στο στοιχείο "Χαρακτήρας", εκφράζοντας την άποψη του, για τον εγκαλούντα, ανέγραψε "είναι φυγόπονος, κακόπιστος, ράθυμος, φιλοκατήγορος και ψεύτης" και στην παράγραφο 6 και στο στοιχείο "Ήθος" ανέγραψε "είναι απείθαρχος, αυθάδης και μεμψίμοιρος". Για την αξιολόγηση που ο κατηγορούμενος διέλαβε στον πίνακα ατομικής και οικογενειακής κατάστασης, στηρίχθηκε στην προσωπική του αντίληψη και άποψη που είχε διαμορφώσει για τον υφιστάμενο του, λαμβάνοντας υπόψη το ποινολόγιο και τα άλλα έγγραφα του φακέλου αυτού.
Ειδικότερα, όσα ανέγραψε ο κατηγορούμενος για τον χαρακτήρα και το ήθος του εγκαλούντα, δεν αποτελούν γεγονότα με την έννοια που αναπτύχθηκε παραπάνω, αλλά υποκειμενικές κρίσεις του συντάξαντος το έγγραφο, στηριζόμενες όμως σε πραγματικά περιστατικά. Επομένως δεν στοιχειοθετούνται τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμισης και της απλής εξύβρισης. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε σκοπός εξύβρισης του εγκαλούντα εκ μέρους του κατηγορούμενου. Ο τελευταίος ενήργησε στα πλαίσια του άρθρου 367 ΠΚ και οι χαρακτηρισμοί που αναγράφτηκαν στον πίνακα ατομικής και οικογενειακής κατάστασης σχετικά με τον χαρακτήρα και το ήθος του εγκαλούντα, δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για να αποδοθεί η πραγματικότητα, όταν μάλιστα και στο σχετικό υπόδειγμα (αριθμός 8) του πίνακα ατομικής και οικογενειακής κατάστασης, αναγράφονται οι ίδιες εκφράσεις για να αποδοθεί ο χαρακτήρας και το ήθος του υπαλλήλου. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος της πράξης που του αποδίδεται". Στη συνέχεια, το δικάσαν Δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο αθώο του ότι: "Στον ..., την 6-7-2004 ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλον ψευδές γεγονός που μπορούσε να βλάψει τη τιμή και την υπόληψη του, ενώ γνώριζε ότι το γεγονός αυτό δεν ήταν αληθινό και ειδικότερα, υπέβαλε στον διενεργούντα την ως άνω ένορκη διοικητική εξέταση τον από 6-7-2004 πίνακα ατομικής και οικογενειακής κατάστασης του εγκαλούντος το περιεχόμενο της οποίας έλαβαν γνώση αόριστος αριθμός ατόμων που επανδρώνουν το Πυροσβεστικό σώμα ενώ γνώριζε ότι οι χαρακτηρισμοί που απέδιδε στον εγκαλούντα στην παράγραφο 5 αυτής, στο στοιχείο χαρακτήρας με τις φράσεις "φυγόπονος, κακόπιστος, ράθυμος, φιλοκατήγορος και ψεύτης" και στην παράγραφο 6 αυτής, στο στοίχε" Ήθος με τις φράσεις "απείθαρχος, αυθάδης, μεμψίμοιρος", ήταν ψευδείς και πρόσφοροι να Βλάψουν τη θεμελιωμένη επί της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του εκτίμηση (τιμή, υπόληψη) και αυτός τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους". Όμως, με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηλείας, στέρησε την απόφασή του της επιβαλλομένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι ενώ δέχεται ότι οι άνω χαρακτηρισμοί σε βάρος του εγκαλούντος Αρχιπυροσβέστη, οι οποίοι περιείχοντο στο από 6.7.2004 έγγραφο του κατηγορουμένου, εστηρίζοντο σε πραγματικά γεγονότα, εν τούτοις τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της αποφάσεως, ουδέν πραγματικό περιστατικό διαλαμβάνεται ώστε να αιτιολογείται η κρίση του, βάσει της οποίας ο. κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί αθώος της συκοφαντικής δυσφημήσεως αλλά και της εξυβρίσεως, για την οποία, χωρίς κατά τα άνω να εκτίθενται πραγματικά περιστατικά, δέχθηκε ότι οι μνημονευθέντες χαρακτηρισμοί, δεν υπερέβαινον το αναγκαίον μέτρο. Επομένως, ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές (519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 2298/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο παραπάνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που την είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιουνίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή