Θέμα
Παραγραφής έναρξη, Ανώνυμη εταιρία, Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.
Περίληψη:
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Ποινική ευθύνη οφειλέτη. Ανώνυμες εταιρίες. Ποινική ευθύνη διευθύνοντος συμβούλου. Πραγματικά περιστατικά. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εκτίθενται η αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών, το είδος των χρεών, ο τρόπος πληρωμής τους, το ληξιπρόθεσμο αυτών, δηλ. ο ακριβής χρόνος καταβολής τους, η καθυστέρηση καταβολής τους πέραν του τετραμήνου. Διευκρινίζεται η ιδιότητα της αναιρεσείουσας. Άσκηση προσφυγής και αναστολή καταβολής των χρεών δεν ασκεί επιρροή στο αξιόποινο. Απόλυτη ακυρότητα. Κακή σύνθεση. Συμμετοχή δικαστή, ο οποίος είχε συμπράξει στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεν δημιουργείται ακυρότητα όταν ο δικαστής είχε μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου, το οποίο όμως δεν εκδίκασε την υπόθεση, αλλά ανέβαλε τη συζήτηση. Παραγραφή αδικήματος. Έναρξη παραγραφής. Με τη νέα διάταξη του αρ. 34 του ν. 3220/2004 δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθμιση ως προς το θέμα παραγραφής του αδικήματος και ως εκ τούτου ισχύουν οι κοινές του ΠΚ διατάξεις περί παραγραφής. Έναρξη παραγραφής από το χρόνο τελέσεως της πράξης. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1389/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη -Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Γ. συζ. Κ. Σ. , κατοίκου ... , που παρέστη τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Εμμανουηλίδη, για αναίρεση της υπ' αριθ 1925/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Μαΐου 2013 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 650/13
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, και καταλαμβάνει και την παρούσα περίπτωση, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι: "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ".
ΙΙ. Με το ανωτέρω άρθρο 34 του ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. 1) Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, μεταξύ άλλων, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, από το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές στα δέκα χιλιάδες ( 10.000) Ευρώ. Επομένως, με το άρθρο 34 § 1 του Ν. 3220/2004 μεταβλήθηκε ο χρόνος τελέσεως, ο τρόπος υπολογισμού της παραγραφής και εισήχθη η ενιαία αντιμετώπιση των χρεών όσον αφορά το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ και στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη υπολογίζονται μαζί με τη βάσιμη οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις (τόκοι, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ενώ οι ποινές υπολογίζονται με βάση το κατώτερο ποσό συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους παρακρατούμενοι ή εισπραττόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.), ενώ αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη.
ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 2 εδ. α' του άρθρου 25 του ως άνω ν. 1882/1990, "στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου: α) Για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους προέδρους των Δ.Σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικούς διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή μη. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω". β) Για εταιρίες ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες, στους ομόρρυθμους εταίρους και στους διαχειριστές τους. Για περιορισμένης ευθύνης εταιρίες, στους διαχειριστές αυτών... γ) Για συνεταιρισμούς, στους προέδρους ή γραμματείς ή ταμίες ή διαχειριστές αυτών, σωρευτικά ή μη δ) Για κοινοπραξίες, κοινωνίες, αστικές εταιρίες, που ασκούν επιχείρηση, στους εκπροσώπους τους και στα μέλη τους, σωρευτικά ή μη. Για συμμετοχικές ή αφανείς εταιρίες που ασκούν επιχείρηση στους εκπροσώπους τους.....".
IV. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17,18, 19 και 21 παρ.2 του Ν.2523/1997 "ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ -ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ στη φορολογική Νομοθεσία", με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι, προκειμένου περί των εγκλημάτων φοροδιαφυγής που προβλέπονται από τις πιο πάνω διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνον στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και τέλος στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19), όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του ως άνω νόμου), από την έναρξη της ισχύος αυτού, επιβάλλεται, ως αναγκαίος όρος για τη νομότυπη δίωξη των υπ` αυτών και μόνο προβλεπομένων εγκλημάτων, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσης φορολογικής του παράβασης, η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε, που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης, η έλλειψη δε της προϋπόθεσης αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής δίωξης και καθιστά αυτή σε περίπτωση άσκησής της απαράδεκτη. Η προϋπόθεση όμως αυτή, δεν απαιτείται, προκειμένου περί των εγκλημάτων, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του και συνεπώς για την δίωξη αυτών δεν απαιτείται η προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης αλλά ούτε, σε περιπτώσεις άσκησης προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου. Για τον ίδιο λόγο η τυχόν άσκηση προσφυγής και η συνεπεία αυτής αναστολή της καταβολής των χρεών, δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή στο αξιόποινο του ως άνω εγκλήματος, ούτε βεβαίως οδηγεί στην αθώωση του κατηγορουμένου, αφού από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται τέτοιος τρόπος άρσεως του αδίκου ή εξαλείψεως του αξιοποίνου του εν λόγω εγκλήματος. Άλλωστε θα ήταν εντελώς άτοπο σε κάθε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής εναντίον καταλογιστικής του χρέους πράξεως να οδηγείτο το δικαστήριο σε αθώωση του προσφεύγοντος κατηγορουμένου, αφού έτσι θα ετίθετο εκποδών ο σκοπός, για τον οποίο θεσπίσθηκε η διάταξη του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 (ΑΠ 206/2013, Α.Π. 1197/2011).
V. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Το έγκλημα της παραβάσεως του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 που είναι πλημμέλημα, αφού τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως (άρθρο 18 Π.Κ.), προϋποθέτει δόλο (πρόθεση), αφού δεν καθορίζεται υπό του άνω άρθρου το είδος της υπαιτιότητας. Εντεύθεν και δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου αφού ο δόλος εξυπακούεται ότι ενυπάρχει, στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης αυτής πράξεως.
VI. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). VII. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη, με αριθμό 1925/2013, απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α Π.Κ, της πράξης, μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, πράξη που τέλεσε την 29-6-2005, και την καταδίκασε, σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώστηκαν, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "η κατηγορούμενη στο …την 29-6-2005 ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί χρεών προς Δημόσιο και που αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία, τα οποία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 120.000 €, όπως εμφαίνεται στο επισυναπτόμενο στο παρόν κλητήριο θέσπισμα υπ' αριθμ. …/08 αναλυτικό πίνακα χρεών που συνέταξε ο Προϊστάμενος της Α' Δ.Ο.Υ. Βόλου, και που αποτελεί ένα σώμα με αυτό και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, δεν προέβη στην εξόφληση τους, παραβιάζοντας έτσι την προθεσμία καταβολής τους. Πιο συγκεκριμένα, ενώ όφειλε ως Διευθύνων Σύμβουλος της "..." στο Ελληνικό Δημόσιο συνολικά το ποσό των 126.076,43 ευρώ μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στην Α1 Δ. Ο. Υ Βόλου σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ και έγιναν ληξιπρόθεσμα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι συμπληρώθηκαν οι από το νόμο απαιτούμενες προς εξόφληση προθεσμίες (δηλαδή καθυστέρηση καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών).
Ειδικότερα όφειλε σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα σε αντίστοιχες ημερομηνίες ληξιπρόθεσμα χρέη, για τις αντίστοιχες αιτίες ως εξής:
Τα ποσά του ως άνω πίνακα προέκυψαν σε συνδυασμό με την κατάθεση της μάρτυρος, υπαλλήλου της Δ.Ο.Υ. Βόλου, που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο. Επειδή αποδείχτηκε ότι η κατηγορούμενη έζησε ως το χρόνο που τέλεσε την πράξη έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για την παραπάνω πράξη με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ". Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα του ότι: "
Κηρύσσει αυτήν ένοχη του ότι στο …την 29-6-2005 ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί χρεών προς Δημόσιο και που αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία, τα οποία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 120.000 €, όπως εμφαίνεται στο επισυναπτόμενο στο παρόν κλητήριο θέσπισμα υπ' αριθμ. …/08 αναλυτικό πίνακα χρεών που συνέταξε ο Προϊστάμενος της Α' Δ.Ο.Υ. Βόλου, και που αποτελεί ένα σώμα με αυτό και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, δεν προέβη στην εξόφληση τους, παραβιάζοντας έτσι την προθεσμία καταβολής τους. Πιο συγκεκριμένα, ενώ όφειλε ως Διευθύνων Σύμβουλος της "..." στο Ελληνικό Δημόσιο συνολικά το ποσό των 126.076,43 ευρώ μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στην Α' Δ.Ο. Υ Βόλου σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ και έγιναν ληξιπρόθεσμα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι συμπληρώθηκαν οι από το νόμο απαιτούμενες προς εξόφληση προθεσμίες (δηλαδή καθυστέρηση καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών). Ειδικότερα όφειλε σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα σε αντίστοιχες ημερομηνίες ληξιπρόθεσμα χρέη, για τις αντίστοιχες αιτίες ως εξής:
Δέχεται ότι η κατηγορουμένη έζησε ως το χρόνο που τέλεσε την πράξη έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο στο σκεπτικό, όπως αυτό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, χωρίς να αποτελεί επανάληψη αυτού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 25 § 1, 2 Ν. 1882/1990, όπως η παράγραφος 1 ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 34 § 1 Ν. 3220/2004, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές και αιτιολογίες και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, προσδιορίζεται στην αιτιολογία της απόφασης, ο χρόνος τέλεσης της πράξης, 29-6-2005, η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών (Α'ΔΟΥ Βόλου), το είδος αυτών ( Φ.Π.Α.) το ύψος τους, ο τρόπος πληρωμής τους, ο χρόνος καταβολής τους, 28-2-2005, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο αυτά, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαιώσεώς τους, μπορούσαν και έπρεπε να καταβληθούν και η καθυστέρηση καταβολής τους, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, από το χρόνο καταβολής τους, καθώς και η ιδιότητά της αναιρεσείουσας, ως Διευθύνοντος Συμβούλου της "... ", σε βάρος της οποίας βεβαιώθηκαν τα ως άνω χρέη. Ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις της αναιρεσειουσας: α) Ναι μεν το σκεπτικό, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ταυτίζεται με το διατακτικό, πλην το τελευταίο, που αποτελεί με το σκεπτικό ενιαίο σύνολο, περιέχει με τόση πληρότητα τα περιστατικά που συγκροτούν την πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα ώστε καθίστατο περιττή οποιαδήποτε διαφοροποίησή του β) δεν υπάρχει ασάφεια και αντίφαση, ως προς το συνολικό ποσό των βεβαιωθέντων και μη καταβληθέντων από την αναιρεσείουσα, προς το Δημόσιο χρεών, για το οποίο αυτή καταδικάσθηκε , αφού σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης τόσο στο σκεπτικό, αλλά και στο διατακτικό της, αυτό ανέρχεται στο ποσό των 126.076,43 ευρώ, ποσό στο οποίο και ο πίνακας χρεών, τον οποίο επικαλείται, και ο οποίος παρατίθεται τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό το αναβιβάζει. Τα βεβαιωθέντα και απαιτητά επί μέρους ποσά αναλύονται στον εν λόγω πίνακα, συμποσούμενα δε τα ποσά αυτά, συμπίπτουν με το κατά τα άνω, γενόμενο δεκτό, ως μη καταβληθέν συνολικό ποσό των 126.076,43 ευρώ. Εξάλλου, δεν δημιουργείται ασάφεια ή αντίφαση από το γεγονός ότι τα αναλυθέντα στο σκεπτικό και στο διατακτικό, κατά τα άνω, επί μέρους χρέη, είναι μόνο τέσσερα τον αριθμό με Α/Α στον πίνακα χρεών 6,7,8 και 9 καίτοι αυτά στο κλητήριο θέσπισμα και τον επισυναφθέντα σε αυτό και κοινοποιηθέντα στην αναιρεσείουσα , πίνακα χρεών ήταν 21 τον αριθμό, με αντίστοιχους Α/Α 1 έως 21, και συνολικό χρέος 7.710.703,31 Ευρώ, αφού τα υπόλοιπα χρέη κατά το στάδιο εκδίκασης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό είχαν ήδη διαγραφεί κατόπιν παραδοχής σχετικών προσφυγών και είχαν επέλθει συμψηφισμοί, ώστε τελικώς το αρχικά οφειλόμενο ποσό των 7.710.703,31 Ευρώ, να μειωθεί στο ποσό των 126.076,43 ευρώ, όπως δέχθηκε και η προσβαλλομένη απόφαση, στο σκεπτικό της παρεμπίπτουσας απόφασης, περί απόρριψης του αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, που υπέβαλε ο εκπροσωπήσας την κατηγορουμένη αναιρεσείουσα δικηγόρος ( βλ. σελ 6-7 προσβαλλομένης απόφασης). Εξάλλου, το ποσό των 126.076,43 Ευρώ, που αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση, ως οφειλόμενο, είναι εκείνο για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο γ) κατ` ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2523/1997, δεν απαιτούνταν για την καταδίκη για την ανωτέρω πράξη, η κατά το άρθρο 21 παρ. 2 και 4 του Ν 2523/1997 προϋπόθεση, όπως αυτή αναλύθηκε ανωτέρω, (τελεσίδικη επί της προσφυγής απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου), επομένως, ο ισχυρισμός, της αναιρεσείουσας ότι δεν είχε τελεστεί το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο, για το λόγο ότι της είχε χορηγηθεί αναστολή εκτελέσεως των χρεών, είναι αβάσιμος, καθόσον τυχόν άσκηση προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια και αναστολή καταβολής των χρεών, δεν επηρεάζει το αδίκημα της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, και δεν επιδρά στο αξιόποινο εκ του εγκλήματος δ) προσδιορίζεται σαφώς ότι οφειλέτης στο Ελληνικό Δημόσιο είναι η αναιρεσείουσα, υπό την ιδιότητά της, της διευθύνοντος Συμβούλου της "...". Η παράλειψη αναγραφής του είδους της παραπάνω εταιρείας δε δημιουργεί ασάφεια, αφού το είδος της εταιρείας προκύπτει από τις παραδοχές της απόφασης και ειδικότερα, από την αναφορά της ιδιότητας της αναιρεσείουσας, ως "Διευθύνουσας Συμβούλου", ιδιότητα στην οποία ο ν. 1882/1991 ( άρθρο 25 παρ. 2 περ. α), που προαναφέρθηκε, προσδίδει ποινική ευθύνη μόνο όταν πρόκειται για ανώνυμες εταιρείες που είναι οφειλέτες χρεών προς το Δημόσιο (στις λοιπές εταιρείες, ομόρρυθμες ετερόρρυθμες προσδίδει ποινική ευθύνη στους διαχειριστές και ομόρρυθμους και ετερόρρυθμους εταίρους και στις περιορισμένης ευθύνης στους διαχειριστές, σύμφωνα με τις διακρίσεις του παραπάνω νόμου που αναλύθηκαν στην εν αρχή νομική σκέψη). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. 3ος λόγος αναίρεσης, κατά σκέλος του που πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για τους παραπάνω λόγους, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. 5ος λόγος αναίρεσης, κατά το σκέλος του που πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, για τους παραπάνω λόγους καθώς και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. 4ος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση επίσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
VIII. Από τη διάταξη 364 παρ. 1 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η μη ανάγνωση στο ακροατήριο των αναφερομένων στο άρθρο αυτό εγγράφων, μεταξύ των οποίων και αυτά που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, δεν συνεπάγεται ακυρότητα, εκτός εάν ζητήθηκε η ανάγνωση κάποιου εγγράφου από τον Εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε ν` αποφανθεί επί του σχετικού αιτήματος, οπότε υπάρχει έλλειψη ακροάσεως, η οποία αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β` και 170 παρ. 2 ΚΠΔ. Η έλλειψη όμως ακρόασης προϋποθέτει υποβολή έγγραφης ή προφορικής αίτησης ή πρότασης, που συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού, το οποίο παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης, χωρίς να επιτρέπεται η αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο η προσβολή τους για πλαστότητα και διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υποβλήθηκε στο ακροατήριο, από τον εκπροσωπήσαντα την αναιρεσείουσα συνήγορό της, αίτημα για ανάγνωση εγγράφων και δη αντιγράφων των υπ` αριθμούς 298,300,319 και 321/ 2005 αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, με τις οι οποίες είχε διαταχθεί η αναστολή εκτελέσεως των χρεών για τα οποία κρίθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, ώστε σε περίπτωση άρνησης του δικαστηρίου ή μη απάντησης του στο αίτημα αυτό να καθιδρυθεί λόγος αναίρεσης θεμελιούμενος στην έλλειψη ακρόασης.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β'και 170 παρ. 2 Κ.Π.Δ. 5ος λόγος αναιρέσεως, κατά το σκέλος του, με το οποίο προβάλλει η αναιρεσείουσα, κατ` ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, έλλειψη ακροάσεως, από τη μη ανάγνωση και τη μη λήψη υπόψη των εγγράφων αυτών, από το Δικαστήριο, για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος και κατά το σκέλος αυτό. IX. Ως προς την επί μέρους αιτίαση, του τρίτου λόγου αναίρεσης, που συνέχεται με τον παραπάνω λόγο, κατά την οποία, η προσβαλλομένη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αφού δεν προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα παραπάνω έγραφα (δικαστικές αποφάσεις περί αναστολής), για το σχηματισμό της περί ενοχής κρίσης του, τα οποία και δε μνημονεύει, πρέπει να σημειωθούν τα παρακάτω: Πράγματι, η προσβαλλομένη απόφαση, στο προοίμιο της, που γίνεται αναφορά των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του δικαστηρίου σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν κάνει αναφορά σε έγγραφα, στην κατηγορία των οποίων υπάγονται και οι παραπάνω δικαστικές αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, υπ` αριθμούς 298,300,319 και 321/ 2005, περί αναστολής εκτελέσεως των χρεών. Από την επισκόπηση όμως των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης, για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι δεν υποβλήθηκε στο ακροατήριο, από τον εκπροσωπήσαντα την αναιρεσείουσα συνήγορό της, αίτημα για ανάγνωση των αποφάσεων αυτών, σύμφωνα με όσα στην αμέσως προηγηθείσα σκέψη αναφέρθηκαν, κατά την ανάλυση του παραπάνω λόγου αναίρεσης. Ορθά λοιπόν η προσβαλλομένη απόφαση, στο προοίμιο της, που γίνεται αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του δικαστηρίου σχετικά με την ενοχή της κατηγορουμένης, δεν κάνει αναφορά μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και στα έγγραφα, στην κατηγορία των οποίων υπάγονται, οι παραπάνω αποφάσεις.
Συνεπώς, είναι απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχείο Δ' του Κ.Π.Δ. 3ος λόγος αναιρέσεως και κατά το σκέλος του, περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, εκ του λόγου ότι δεν μνημονεύονται οι παραπάνω δικαστικές αποφάσεις περί αναστολής και δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί ενοχής κρίσης του. X. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ α' ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 14 παρ 3 του ίδιου Κώδικα, ο δικαστής, ο οποίος έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις. Εκ τούτου παρέπεται ότι η συμμετοχή στη σύνθεση του δικάζοντος κατ` έφεση δικαστηρίου, δικαστή που μετείχε στη σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, παράγει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύει τον, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, λόγο αναίρεσης. Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει όταν ο δικαστής, που μετείχε στη σύνθεση του εφετείου, είχε μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου, το οποίο δεν εκδίκασε την υπόθεση κατ` ουσία, αλλά ανέβαλε για οποιονδήποτε λόγο τη συζήτηση, εφόσον ο εν λόγω δικαστής δεν μετείχε στη σύνθεση του δικαστηρίου που δίκασε την υπόθεση μετά την αναβολή, τούτο δε επειδή η αναβλητική απόφαση δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της υπόθεσης, δεν εκφέρει καταδικαστική κρίση και δεν επιβάλλεται ποινή με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επιτρεπτώς επισκοπούμενα για τον έλεγχο του αναιρετικού τούτου λόγου πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η εκδίκαση της υπόθεσης, που αφορά την αναιρεσείουσα, άρχισε στις 20-2-2003. Το Δικαστήριο συγκροτήθηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Χαρίκλεια Λυρίτση ως Πρόεδρο του Δικαστηρίου και τις Πρωτοδίκες Παρασκευή Μιχαηλίδου και Χριστίνα Παπαγιάννη ως μέλη του. Εκφωνήθηκε το όνομα της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, η οποία υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, λόγω απουσίας του συνηγόρου της. Το Δικαστήριο συγκροτούμενο με την διαληφθείσα σύνθεση απέρριψε το αίτημα με παρεμπίπτουσα απόφασή του. Στη συνέχεια, αφού απαγγέλθηκε η απορριπτική απόφαση, επαναλήφθηκε η συνεδρίαση "με την ίδια σύνθεση πλην του μέλους του Δικαστηρίου, Πρωτοδίκη Βόλου, Παρασκευής Μιχαηλίδου, η οποία λόγω κωλύματος της, αφού είχε εκδώσει πρωτοδίκως την εκκαλουμένη απόφαση, αντικαταστάθηκε από τον αναπληρωματικό της, Πρωτοδίκη Βόλου κ. Ανδρέα Αγγελόπουλο". Κατά τα προδιαληφθέντα, η συμμετοχή της ανωτέρω δικαστή στη σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναβλητική απόφαση, δεν δημιουργεί ακυρότητα, διότι αυτή δεν μετείχε στη σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση που αποφάνθηκε επί της ουσίας της υπόθεσης.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'και 171 παρ.1α Κ.Π.Δ. 2ος λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. XI. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 349 του ΚΠΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για λόγο που αφορά αυτόν ή το συνήγορό του για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή αν κρίνει ότι συντρέχουν οι παραπάνω λόγοι. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία απορρίπτεται αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, κατ` άρθρο 349 του ΚΠΔ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα εμφανίστηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, και υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, λόγω σημαντικού αιτίου στο πρόσωπό του συνηγόρου της, Νικόλαου Εμμανουηλίδη, και ειδικότερα λόγω της αδυναμίας του προς εμφάνιση στο δικαστήριο, λόγω απασχόλησης του σε άλλη υπόθεση στο δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Το δικαστήριο, απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης με την ακόλουθη αιτιολογία, μετά την παράθεση του νομικού μέρους. "Στην προκειμένη περίπτωση το παραπάνω αίτημα της κατηγορουμένης-εκκαλούσας περί αναβολής της παρούσας δίκης είναι μεν νόμιμο, στηριζόμενο στη διάταξη του αρθρ. 349 του Κ.Ποιν.Δ., σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων που προβάλλονται από τον Εισαγγελέα ή κάποιον από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως, πρέπει όμως να απορριφθεί ως αβάσιμο από ουσιαστική άποψη, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού κρίνεται παρελκυστικό και η τυχόν παραδοχή του θα άγει στη παραγραφή των μερικότερων πράξεων του αδικήματος της μη καταβολής δημοσίων χρεών, σύμφωνα με το χρόνο τέλεση τους την 28.6.2005 και εφεξής. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις το αίτημα περί αναβολής εκδικάσεως της παρούσας υποθέσεως, λόγω σημαντικών αιτίων στο πρόσωπο του συνηγόρου της κατηγορουμένης-εκκαλούσας, που υποβλήθηκε από την τελευταία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο από ουσιαστική άποψη και να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης". Η αιτιολογία όμως αυτή είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, αφού το δικαστήριο, απέρριψε, ως αβάσιμο στην ουσία, το σχετικό αίτημα, αφού έκρινε ότι ο σκοπός του επικαλούμενου αιτήματος αναβολής είναι παρελκυστικός και η τυχόν παραδοχή του θα οδηγούσε στην παραγραφή του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο, πράξη που είχε τελεσθεί την 28-6-2005 και εφεξής. Τούτο καταδείχθηκε στη συνέχεια, όταν η κατηγορουμένη αποχώρησε από τη δίκη και εκπροσωπήθηκε σε αυτήν, από άλλο, νομίμως διορισθέντα με έγγραφη δήλωσή της συνήγορο, κατά το άρθρο 340 παρ.2 Κ.Π.Δ. Κατ` ακολουθία, δεν πάσχει η απορριπτική του αιτήματος αυτού, ως άνω, παρεμπίπτουσα απόφαση, από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεν ιδρύθηκε ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως και συνεπώς, ο 1ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. XII. Κατά το άρθρο 86 του Ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις", που ισχύει από 1-1-1996, "καμία χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή, πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή στο αρμόδιο Τελωνείο. Ο κανόνας αυτός δεν αλλοιώνεται από την τυχόν βραδεία βεβαίωση (παρ. 1 ). Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη (παρ. 2 )". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 25 παρ. 7 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 "ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά την παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση". Εξ άλλου με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, η ισχύς του οποίου άρχισε από 1-1-2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι " Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα Τελωνεία, χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κτλ, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: 1) ... 2)... 3)... Τέλος με το άρθρο 34 παρ. 2 του Ν. 3220/2004 , η παράγραφος 7 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, αντικαταστάθηκε ως εξής: "Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι διαχωρίζεται σαφώς η παραγραφή της οφειλής και των χρεών προς το Δημόσιο από την παραγραφή του σε βαθμό πλημμελήματος διωκομένου ειδικού αδικήματος καθυστέρησης καταβολής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο. Ενώ κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, οριζόταν ότι "ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής (εδάφ. α) και η υποβολή της αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση (εδάφ. 2), με την τελευταία τροποποίηση της παραγράφου αυτής 7, με το προπαρατεθέν άρθρο 34 παρ. 2 του Ν. 3220/2004, το παραπάνω πρώτο εδάφιο περί έναρξης παραγραφής του αδικήματος μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής, απαλείφθηκε εντελώς, στο δε δεύτερο εδάφιο προστέθηκε η φράση "Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής". Έτσι με τη νέα αυτή διάταξη δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθμιση, ως προς το θέμα της παραγραφής του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, και συνεπώς ισχύουν οι κοινές, περί του χρόνου τελέσεως και περί του χρόνου έναρξης της παραγραφής των εγκλημάτων, διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ, ενώ δε μπορεί να γίνει λόγος για από παραδρομή απάλειψη του ανωτέρω πρώτου εδαφίου, το δε άρθρο 86 του Ν. 2362/1995 " Περί Δημοσίου Λογιστικού κτλ", διαλαμβάνει μόνον περί παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου και όχι περί παραγραφής του αδικήματος της καθυστέρησης καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο(Ολ.Α.Π.2/2011). Κατά δε τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ., το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον 6ο λόγο της αναίρεσης προβάλλει την αιτίαση, ότι κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 όπως αντικ. με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997και άρθρο 34 παρ.1 γ'του Ν. 3220/2004 και των κοινών περί παραγραφής διατάξεων των άρθρων 111,112 και 113 του Π.Κ, καταδικάστηκε για τα εν λόγω χρέη, ενώ τα χρέη αυτά είχαν υποκύψει στην οκταετή παραγραφή, αφού, όπως ισχυρίζεται, από το χρόνο που βεβαιώθηκαν αυτά ( 1999, 2000 και 2001 ) και μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο (5-4-2013), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας, και συνεπώς το αξιόποινο της πράξης είχε παραγραφεί και το δικαστήριο της ουσίας, όφειλε να παύσει οριστικά την κατ` αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη για τα παραπάνω χρέη. Όπως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, τα ως άνω επίδικα χρέη, με Α/Α 6,7,8 και 9 του πίνακα χρεών, που έπρεπε να καταβληθούν εφάπαξ, βεβαιώθηκαν από την Δ.Ο.Υ. Βόλου την 31-1-2005 όπως προκύπτει από τη σχετική στήλη με την ένδειξη "στοιχεία βεβαίωσης" του πίνακα χρεών και όχι τα έτη 1999, 2000 και 2001, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων αφού ο χρόνος αυτός (1999, 2000 και 2001), είναι ο χρόνος που γεννήθηκαν τα χρέη. Όλα τα ως άνω χρέη έπρεπε να καταβληθούν εφάπαξ, την 28-2-2005, όπως από τη σχετική στήλη με την ένδειξη "τρόπος πληρωμής" του πίνακα χρεών επίσης προκύπτει. Ως εκ τούτου, εφόσον χρόνος διαπράξεως του εγκλήματος της μη καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο , είναι, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 2 του Ν 3220/2004, που προαναφέρθηκε, ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών, από τότε που τα χρέη έπρεπε να καταβληθούν, οπότε αυτά κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά και αρχίζει η ποινική ευθύνη του οφειλέτη και όχι από τότε που γεννήθηκαν αυτά, όπως αβάσιμα ο αναιρεσείων διατείνεται, από το χρονικό αυτό σημείο της συμπλήρωσης τετραμήνου, που επί του προκειμένου τοποθετείται χρονολογικά στις 29-6-2005, άρχισε να τρέχει και η οκταετής παραγραφή, συνυπολογοζομένου και του χρόνου αναστολής αυτής, η οποία, όμως, δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την 5-4-2013, οπότε εκδικάσθηκε από το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο η παραπάνω αξιόποινη πράξη. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας, που δέχθηκε ως χρόνο τέλεσης της πράξης, ( ο οποίος είναι και ο χρόνος έναρξης της παραγραφής), τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό την 29-6-2005, ήτοι το χρόνο της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών, από του χρόνου που τα χρέη έπρεπε να καταβληθούν, (28-2-2005), και όχι από του χρόνου γένεσης αυτών, ( 1999, 2000 και 2001), όπως αβάσιμα ο αναιρεσείων διατείνεται, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 25 παρ. 7 του Ν. 1882/1990, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 34 παρ. 2 του Ν. 3220/2004, και τις κοινές περί παραγραφής διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ. και ο εκ του άρθρου δε 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ 6ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης λόγω μη παύσεως οριστικά της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 17-5-2013, με αριθμό πρωτ.3646/ 17-5-2013, αίτηση της Γ. Σ. του Κ., περί αναιρέσεως της υπ` αριθ. 1925/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ