Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 114 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Δεδικασμένο.




Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση. Συκοφαντική δυσφήμιση. Έννοια. Στοιχεία στοιχειοθέτησης υποκειμενικώς και αντικειμενικώς (ΑΠ 173/2009). Δεδικασμένο. Προϋποθέσεις. Συνέπεια (ΑΠ 2257/2008). Όχι ταυτότητα της πράξεως. Δεν συντρέχει δεδικασμένο. Αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη. Τι πρέπει να διαλαμβάνει η απόφαση (ΑΠ 173/2009). Πλήρης αιτιολογία. Λόγος αναιρέσεως, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την κατ' ουσία κρίση του Δικαστηρίου. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 114/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου Άνω ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σούλη, περί αναιρέσεως της 9036/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1.Ψ1 και 2. Ψ2, κάτοικους ..., που δεν παραστάθηκαν. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαρτίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 604/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατ' άρθρο 57 παρ.1 ΚΠΔ "αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διάφορος χαρακτηρισμός" και παρ.3 "Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. ΣΤ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να συντρέχουν: α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη β) ταυτότητα προσώπου ήτοι του κατηγορουμένου, του δικασθέντος από την απόφαση που στηρίζει το δεδικασμένο και γ) ταυτότητα πράξεως ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστου, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προεκλήθη από αυτή. Η "πράξη" κατά το άρθρο 57 νοείται υπό την έννοια της υλικής ή φυσικής πράξεως του καθημερινού βίου, με οποιονδήποτε νομικό χαρακτηρισμό και αν κρίθηκε κατ' ουσία, έστω και αν αυτός επιτρεπτά μεταβλήθηκε. Και τούτο διότι και υπό διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό πρόκειται περί της αυτής πράξεως, αφού απαιτείται το αυτό γεγονός και όχι το αυτό έγκλημα. Δια την ταυτότητα πράξεως απαιτείται ταυτότητα τόπου και χρόνου, ενώ ο χρόνος δεν επηρεάζει την ταυτότητα της πράξεως μόνον όταν είναι αποδεδειγμένο ότι αυτή άπαξ τελέσθηκε. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα όπου κάθε μερικότερη πράξη διατηρεί την αυτοτέλειά της, για την συνδρομή του στοιχείου της ταυτότητος των πράξεων απαιτείται σύμπτωση της χρονικής διαρκείας στην τέλεση αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, δια της προσβαλλομένης υπ'αριθμ. 9036/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών που ανεστάλη επί 3ετία για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης και συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή. Ειδικότερα κηρύχθηκε ένοχος του ότι: Στον...την 7-8-2002: Α) εν γνώσει του κατεμήνυσε άλλους ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή τους γι' αυτήν. Συγκεκριμένα ενώπιον των αστυφύλακα ... και της αστυφύλακα ... του ΑΤ ... κατέθεσε προφορική μήνυση εναντίον των ήδη εγκαλούντων Ψ1, Κ, Ζ, Ψ2 και Ξ με την οποία εν γνώσει του ψευδώς τους κατεμήνυσε για εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη από κοινού, εξύβριση και παράνομη βία, ως ακολούθως: "Μηνύω και εξαιτούμαι τη νόμιμη τιμωρία των Ψ1, Ξυ, Ψ2, Ξ και κάποιου άγνωστου προσώπου διότι την 6-8-2002 μου επιτέθηκαν και μου προκάλεσαν βαριές σωματικές βλάβες, την Κυριακή 4-8-02 πήγα να ασκήσω τη δικαστική απόφαση του Μον/λούς Πρωτ. Αθηνών που ορίζει την επικοινωνία με το παιδί μου και επιβάλλει στη σύζυγό μου να βλέπω το παιδί για να διατηρηθεί ο δεσμός αίματος και απουσίαζαν από το σπίτι, κάλεσα το περιπολικό που διαπίστωσε και ήρθα στην συνέχεια στο τμήμα, όπου και έγινε εγγραφή στο βιβλίο αδικημάτων. Την Δευτέρα 5-8-2002 έφερα Εισαγγελική παραγγελία που απαιτούσα να σεβαστεί τη δικαστική απόφαση και να πάψει να με κατηγορεί στο παιδί, την Τρίτη 6-8-2002 επικοινώνησα με το Α.Τ. και με διαβεβαίωσε ο αξιωματικός υπηρεσίας ότι η σύζυγός μου έχει την καλή πρόθεση να μου δώσει το παιδί και να πάω να το πάρω, πήγα στις 17:00 της 6-8-2002 στο σπίτι στην οδ. .... Όταν χτύπησα το κουδούνι μου άνοιξαν, με κάλεσαν να μπω, από τη λαχτάρα μου να δω το παιδί δέχτηκα την πρόσκληση και μπήκα, είδα την κόρη μου στο σαλόνι και την πήρα στην αγκαλιά μου, μετά από προσπάθειες και όταν το παιδί μου άρχισε να ανταποκρίνεται στο κάλεσμά μου, μου επιτέθηκαν βρίζοντας τα θεία, το σόϊ μου αποκαλώντας με τρελλό, παρανοϊκό, πρεζάκια, αλήτη, γαμημένο άνδρα και όλα αυτά παρουσία του παιδιού μου, δημιουργώντας μεγάλα ψυχολογικά τραύματα σε μένα και το παιδί, κάλεσα από το κινητό αμέσως την Άμεση Δράση και κάλεσα για βοήθεια γιατί αισθανόμουν ότι απειλείται η ζωή μου, καθώς άκουγα τον πρώην κουνιάδο μου να λέει ότι θα με σκοτώσει αν ξανάρθει σπίτι μου, λέγοντας ακόμη ότι το παιδί δεν είναι δικό μου. Προσπάθησαν να φύγω και φτάνοντας στην πόρτα πετάχτηκαν από το δωμάτιο η Χ2 και Ξ, εμποδίζοντάς με να μη φύγω. Στη συνέχεια βγήκε ο άγνωστος εύσωμος και άρχισαν να με χτυπάνε σπάζοντας και ένα βάζο πάνω στο κεφάλι μου, ζαλίστηκα και καταλάβαινα ότι δεχόμουν συνεχώς χτυπήματα. Στη συνέχεια με έσπρωξαν έξω από το σπίτι και μου πέταξαν τα προσωπικά μου αντικείμενα, κατάφερα να κατεβώ στο ισόγειο ζητώντας βοήθεια από τους ενοίκους, οι οποίοι μου πρόσφεραν νερό για να συνέλθω. Ήρθε η Άμεση Δράση και μεταφερθήκαμε όλοι στο τμήμα. Πέρα από την πρώην πεθερά μου και τον άγνωστο που πιθανόν διέφυγε από την πίσω πόρτα, εγώ, μεταφέρθηκα με το ΕΚΑΒ γιατί ήμουν σε άθλια κατάσταση, γεμάτος αίματα, επιθυμώ την ιατροδικαστική εξέταση... ". Η αλήθεια όμως είναι ότι ουδέποτε οι άνω εγκαλούντες εξύβρισαν, προξένησαν σωματικές βλάβες ή απείλησαν τον κατηγορούμενο. Β) Με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτων ισχυρίσθηκε και διέδωσε γι' άλλους εν γνώσει του ψευδή γεγονότα, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψή τους. Ειδικότερα ενώπιον των αστυνομικών υπαλλήλων του Α.Τ. ... ... και ..., ισχυρίσθηκε και διέδωσε για τους εγκαλούντες όσα αναλυτικά εξετέθηκαν ανωτέρω υπό στοιχείο "Α", τα οποία ήταν εν γνώσει του ψευδή και πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και υπόληψή τους.
Ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων δια του πρώτου λόγου της αναιρέσεώς του προβάλλει την ύπαρξη του δεδικασμένου, ως προς το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατά συρροή επικαλούμενος ότι έχει αθωωθεί για την πράξη αυτή με την 5700/2007 αμετάκλητη απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου. Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για να κριθεί το βάσιμο ή μη του λόγου της αναιρέσεως, προκύπτει ότι με την ανωτέρω απόφαση, η οποία εκδόθηκε με την παρουσία του αναιρεσείοντος και καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο στις 13/7/2007, χωρίς να ασκηθεί κατ αυτής το ένδικο μέσο της αναιρέσεως από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εντός της νόμιμης προθεσμίας (βλ. βεβαίωση γραμματέως επί του αντιγράφου της αποφάσεως σε συνδυασμό με ... πιστοποιητικό του Γραμματέα του Άρειου Πάγου και 125/31-3-2009 πιστοποιητικό του Γραμματέως Εφετείου Αθηνών), ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος του ότι: Στο Άνω ..., στις 6-8-2002, ενώπιον τρίτων ισχυρίστηκε για κάποιους άλλους γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή τους, το γεγονός δε αυτό είναι ψευδές και αυτός γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ειδικότερα, στον πιο πάνω τόπο και χρόνο, ισχυρίστηκε ενώπιον των αστυνομικών του Αστυνομικού Τμήματος ..., ότι τον ξυλοκόπησαν οι δύο εγκαλούντες, Ψ1 και Ζ, και του έσπασαν στο κεφάλι ένα βάζο, γεγονός το οποίο είναι ψευδές, καθώς το αληθές είναι ότι ο κατηγορούμενος είχε νωρίτερα αυτοτραυματισθεί, και αυτός γνώριζε ότι αυτός είναι ψευδές και μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων και παρ' όλα αυτά το ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων. 'Όμως, όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή των διατακτικών των δύο αποφάσεων σε συνδυασμό και με το σκεπτικό αυτών, δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεως στις δύο περιπτώσεις, κατά τον χρόνο και τον τόπο τελέσεως αυτής, αφού η προσβαλλομένη απόφαση αφορά πράξη τελεσθείσα στον ... στις 7-8-2002, καθόσον ο ισχυρισμός των ψευδών προσβλητικών της τιμής γεγονότων έλαβε χώρα ενώπιον των κατονομαζομένων δύο αστυνομικών του Α.Τ. ... δια της υποβολής προφορικής μηνύσεως σε βάρος πέντε (5) ατόμων και δη των Ψ1, Γεωργίας και Ζ και Ψ2 και Ξ για τα αδικήματα της εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης από κοινού, εξύβρισης και παράνομης βίας, ενώ η πράξη της 5700/2007 απόφασης φέρεται τελεσθείσα στο ..., στις 6-8-2002, καθόσον ο ισχυρισμός των ψευδών δυσφημιστικών γεγονότων έλαβε χώρα ενώπιον των αστυνομικών του Α.Τ. ..., στους οποίους κατάγγειλε ότι οι δύο εκ των ανωτέρω Ψ1 και ο Ζ προκάλεσαν σωματική σ' αυτόν (αναιρεσειόντα - κατηγορούμενο) βλάβη. Πέραν τούτων η πράξη της συκοφαντικής δυσφημίσεως, στις δύο ως άνω περιπτώσεις, είναι διαφορετική κατά τα θεμελιούντα αυτήν πραγματικά περιστατικά και τις λοιπές περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβαν χώρα αυτά, τους παθόντες σε κάθε περίπτωση και τις πράξεις για τις οποίες καταμηνύθηκαν. Ελλείπει λοιπόν το βασικό στοιχείο της ταυτότητας της πράξεως στις δύο περιπτώσεις επί των οποίων έκριναν οι ανωτέρω δύο αποφάσεις, με αποτέλεσμα, όπως λέχθηκε ανωτέρω, να μη συντρέχει περίπτωση υπάρξεως δεδικασμένου, εκ του άρθρου 57 ΚΠΔ.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως, περί υπάρξεως δεδικασμένου για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, ο οποίος ερευνάται και αυτεπαγγέλτως (511 ΚΠΔ), είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής και ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, όπως συμβαίνει στις ανωτέρω περιπτώσεις, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Α) Στις 7-8-2002 ο κατηγορούμενος, στο Α/Τ ..., κατέθεσε προφορική μήνυση εναντίον των εγκαλούντων: 1) Ψ1, 2) Κ, 3) Ζ, 4) Ψ2 και 5) Ξ, με την οποία εν γνώσει του, ψευδώς τους καταμήνυσε, για εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη από κοινού, εξύβριση και παράνομη βία, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή τους. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι σε επίσκεψή του στο σπίτι της συζύγου του, προκειμένου να εκτελέσει το δικαίωμά του επικοινωνίας, με την ανήλικη θυγατέρα του, της οποίας την επιμέλεια ασκούσε η εν διαστάσει σύζυγός του Ψ1, στις 6-8-2002, του επετέθηκαν οι παραπάνω, εκ των οποίων η Κ είναι μητέρα της συζύγου του, ο Ζ αδελφός της και οι λοιπές δύο ξαδέλφες της, βρίζοντάς τον με τις φράσεις που αναφέρονται στο διατακτικό. Ο δε Ζ τον απειλούσε ότι θα τον σκοτώσει αν ξαναέρθει στο σπίτι και λέγοντάς του ότι το παιδί δεν είναι δικό του, ότι οι δύο τελευταίες τον εμπόδιζαν να φύγει και ένας άγνωστος άνδρας του προκάλεσε σωματικές βλάβες και ότι όλοι στη συνέχεια, τον πέταξαν έξω... Ενώ η αλήθεια ήταν ότι ναι μεν ο κατ/νος επισκέφθηκε την πρώτη εγκαλούσα στο σπίτι όπου βρισκόταν με την ανήλικη θυγατέρα τους, παρουσία και των λοιπών εγκαλούντων, συγγενικών προσώπων, της εν διαστάσει συζύγου του, πλην όμως κανένα επεισόδιο δεν συνέβηκε σε βάρος του, όπως αυτός περιέγραψε στην προφορική μήνυσή του. Αντίθετα, εκείνος προκάλεσε επεισόδιο όταν η ανήλικη κόρη τους, αρνήθηκε να πλησιάσει τον ίδιο. Τότε εκείνος την πήρε βίαια στην αγκαλιά του και είπε ότι θα την πάει σε ψυχίατρο, γιατί δεν ήταν καλά. Τότε επενέβηκε η μητέρα προκειμένου να του αποσπάσει το παιδί, εκείνος την απώθησε βίαια και σε μια κρίση υστερίας άρχισε να χτυπά με το κινητό του τηλέφωνο, το πρόσωπό του, αυτοτραυματιζόμενος. Κατόπιν αυτού η σύζυγός του και ο αδελφός της του ζήτησαν να φύγει και εκείνος αποχώρισε βρίζοντας. Καθόλη δε τη διάρκεια του επεισοδίου, οι λοιπές εγκαλούσες δεν αναμείχθηκαν (βλ. σχετικά με αριθμό ... αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο). Κατόπιν αυτών, ο κατηγορούμενος υπέβαλε εναντίον των παραπάνω την εν λόγω ψευδή μήνυση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη των εγκαλούντων. Πράγματι ασκήθηκε Ποινική Δίωξη κατά των 1ης, 2ης, 4ης και 5ης εγκαλουσών για τις πράξεις της εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης από κοινού, εξύβρισης και παράνομης βίας από κοινού, οι οποίες απαλλάχθηκαν με την με αριθμό ... αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (όπ.π.).
Β) Με τον παραπάνω τρόπο ο κατ/νος, ισχυρίσθηκε και διέδωσε σε βάρος των εγκαλούντων, εν γνώσει του, ψευδή γεγονότα (τα συμπεριλαμβανόμενα στην έκθεση προφορικής μήνυσης), ενώπιον των αστυνομικών και υπαλλήλων λοιπών αρχών που επελήφθηκαν της μήνυσής του, τα οποία ήταν πρόσφορα να βλάψουν και πράγματι έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων. Γι' αυτό, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αποδιδομένων σ' αυτόν πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή και συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή, όπως στο διατακτικό.
Κατ' ακολουθία των παραδοχών αυτών το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημίσεως κατά συρροή, όπως αυτές περιγράφονται ανωτέρω στην προηγούμενη σκέψη και του επέβαλε την ως άνω συνολική ποινή. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 94, 229 παρ 1, 363 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των πράξεων για τις οποίες κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, και για την πληρότητα της αιτιολογίας, διέλαβε πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ο λόγος της μεταβολής της συμπεριφοράς του και της καταλήψεως του από υστερική κρίση. Περαιτέρω αναφέρει την δικονομική κατάληξη της σε βάρος των εγκαλούντων, κατόπιν δικής του εγκλήσεως, ασκηθείσης ποινικής διώξεως για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, μνημονεύοντας μάλιστα και την απαλλακτική απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου. Αιτιολογεί δε και τον άμεσο δόλο που απαιτούν οι ανωτέρω πράξεις, αφού δέχθηκε ότι αυτός ήταν εκείνος που εξύβρισε τα ανωτέρω άτομα, αποχωρώντας αυτοβούλως από το σπίτι και αφού προηγουμένως αυτοτραυματίσθηκε στο πρόσωπο και στη συνέχεια υπέβαλε την ψευδή σε βάρος τους έγκληση. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει, την από 30-3-2009 αίτηση του Χ για αναίρεση της με αριθμ. 9036/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Ιανουαρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή