Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Δυσφήμηση απλη, Ακροάσεως έλλειψη.
Περίληψη:
Άρθρο 10 του Συντάγματος. Αναφορά στις αρχές. Ως αναφορά θεωρείται έγγραφο που περιέχει αιτιάσεις κατά ενέργειας ή παραλείψεως αρχής ή οργάνου αυτής και αίτηση περί επανορθώσεως ή αποτροπής ηθικής ή υλικής βλάβης. Η αναφορά απευθύνεται στην αρμόδια αρχή ή την προϊσταμένη αυτής ή την εποπτεύουσα αυτήν, υποβάλλεται δε με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο. Μόνο μετά την κοινοποίηση της τελικής απόφασης της αρχής προς την οποία απευθύνεται η αναφορά και κατόπιν αδείας αυτής επιτρέπεται η δίωξη εκείνου που την υπέβαλε για παραβάσεις που τυχόν υπάρχουν σε αυτήν. Αν δεν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις δεν υπάρχει αναφορά και επομένως δεν απαιτείται άδεια της αρχής προς δίωξη εκείνου που υπέβαλε την αναφορά. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 1731/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' Ποινικό Τμήμα ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Παναγιώτη Ρουμπή, Ανδρέα Δουλγεράκη, Κωνσταντίνο Φράγκο και Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιουλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Σωτήριο Κατσαρό και Σωτήριο Σδούκο, περί αναιρέσεως της 1311/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2 και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ξηρό.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 688/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους του αναιρεσείοντος και του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 ΚΠΔ καμία απόφαση του ποινικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο ... δεν έχουν κύρος αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 333 και 369 του ιδίου Κώδικα προκύπτει ότι μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας δίνεται υποχρεωτικώς ο λόγος στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του περί της ενοχής και μετά την απαγγελία της περί ενοχής αποφάσεως δίνεται στον ίδιο ή το συνήγορό του ο λόγος σε σχέση με την ποινή. Η παράβαση της διάταξης αυτής, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ΚΠΔ, διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων, που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία παράβαση ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, ο οποίος κατά το άρθρο 511 του ιδίου Κώδικα, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως. Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι πριν από κάθε απόφαση, παρεμπίπτουσα και επί της ουσίας της κατηγορίας, δεν ακούστηκε η Εισαγγελέας της έδρας και έτσι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Τέτοια ακυρότητα επήλθε ακόμη διότι επί των προταθέντων αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, που περιλαμβάνονται στις σελίδες 10 έως 14 και στη 15η της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν δόθηκε ο λόγος στην Εισαγγελέα και περαιτέρω κατά τα διαλαμβανόμενα στις σελίδες 34 και 35, ενώ ο αναιρεσείων προέβαλε τις ενστάσεις του εκ του άρθρου 367 στοιχ. β' και γ' του ΠΚ, δεν δόθηκε επίσης ο λόγος στην Εισαγγελέα ούτε αυτή προέτεινε επί των ισχυρισμών αυτών. Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης όμως, προκύπτει ότι στην πρώτη περίπτωση, η Εισαγγελέας έλαβε το λόγο και προέτεινε επί των ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, ενώ στην τελευταία περίπτωση, οι ήδη προβληθέντες εκ του άρθρου 367 αυτοτελείς ισχυρισμοί απλώς μνημονεύτηκαν υπερασπιστικώς από τον συνήγορο των κατηγορουμένων. Άλλωστε οι υπερασπιστικοί αυτοί ισχυρισμοί μνημονεύτηκαν μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ πρώτος λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1 και 6 παρ. 1 ν.δ. 796/1971, προκύπτει ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να αναφέρεται στις αρχές εγγράφως και μόνο μετά την κοινοποίηση της τελικής απόφασης της αρχής προς την οποία απευθύνεται η αναφορά και κατόπιν αδείας αυτής επιτρέπεται η δίωξη εκείνου που την υπέβαλε για παραβάσεις που τυχόν υπάρχουν σε αυτήν. Ως αναφορά θεωρείται έγγραφο που περιέχει αιτιάσεις κατά ενέργειας ή παραλείψεως αρχής ή οργάνου αυτής και αίτηση περί επανορθώσεως ή αποτροπής ηθικής ή υλικής βλάβης. Η αναφορά απευθύνεται στην αρμόδια αρχή ή την προϊσταμένη αυτής ή την εποπτεύουσα αυτήν, μπορεί δε να υποβάλλεται με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο. Από τις πιο πάνω διατάξεις συνάγεται ότι για να υπάρχει αναφορά, κατά την έννοια αυτών, πρέπει το έγγραφο να διαλαμβάνει αιτιάσεις ή παραλείψεις αρχής ή οργάνου αυτής και συγχρόνως να περιέχει αίτημα περί επανορθώσεως ή αποτροπής είτε ηθικής είτε υλικής βλάβης, δυναμένης να γίνει υπό της ως άνω αρχής, ως ασκούσα διοικητική εξουσία, αρμοδίας κατά νόμο για ανόρθωση ή αποτροπή των επιζήμιων συνεπειών, που προέκυψαν από τη γενόμενη ενέργεια ή παράλειψή τους (Ολ. ΑΠ 1241/ 1984). Αν δεν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, δεν υπάρχει αναφορά και επομένως δεν απαιτείται άδεια της αρχής για τη δίωξη εκείνου που υπέβαλε την αναφορά (ΑΠ 1709/2003). Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται η πλημμέλεια ότι δια της προσβαλλόμενης απόφασης εχώρησε άκυρη μεταβολή της κατηγορίας καθόσον, ενώ ασκήθηκε η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος βάσει αναφοράς του αστυνομικού ΑΑ και ως εκ τούτου βάσει του άρθρου 10 παρ.1 και 2 του Συντάγματος εφόσον δεν υπήρξε άδεια της αρχής προς την οποίαν υποβλήθηκε η "αναφορά" αυτή (Υποδιεύθυνση Τροχαίας ...), έπρεπε να κηρυχθεί η κατ' αυτού ποινική δίωξη απαράδεκτη, αντιθέτως το Δικαστήριο της ουσίας την έκρινε ως έγγραφο, ενώ αν την είχε κρίνει ως δημόσιο έγγραφο θα ευδοκιμούσε ο εκ του άρθρου 367 στοιχ. β' αυτοτελής ισχυρισμός. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος καθόσον, από την παραδεκτή επισκόπηση της αναφοράς αυτής, όπως χαρακτηρίζεται από τον συντάκτη της ΑΑ και απευθύνεται στην Υποδιεύθυνση Τροχαίας ..., η χαρακτηριζόμενη ως αναφορά δεν περιέχει τα στοιχεία της αναφοράς κατά την έννοια του νόμου καθόσον 1) δεν διαλαμβάνει αιτιάσεις κατά ενέργειας ή παραλείψεως κάποιας αρχής ή οργάνου της και 2) δεν περιέχει συγχρόνως αμέσως ή εμμέσως αίτημα για επανόρθωση ή αποτροπή ηθικής ή υλικής βλάβης από την αρχή προς την οποίαν απευθύνθηκε.
Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης κατά του αναιρεσείοντος λόγω μη πληρώσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 10 του Συντάγματος, ήτοι λόγω έλλειψης απαντήσεως και αδείας προς δίωξη της αρχής αυτής. Εξάλλου και υπό την εκδοχή ότι το έγγραφο αυτό αποτελούσε αναφορά κατά την έννοια του νόμου, ο αναιρεσείων δεν είναι ο συντάκτης και ευθύνεται και χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 του Συντάγματος, αφού το άρθρο αυτό τάσσει προϋποθέσεις για την ευθύνη του συντάκτη της αναφοράς. Περαιτέρω, "η αναφορά" αυτή, η οποία δεν φέρει ημερομηνία ούτε αριθμό πρωτοκόλλου, κατατέθηκε από τον συντάκτη της αστυνομικό ΑΑ στην Υποδιεύθυνση Τροχαίας ... αλλά στη συνέχεια αποσύρθηκε από τον ίδιο, ορθώς κρίθηκε ότι δεν συνιστά δημόσιο έγγραφο κατά την έννοια του νόμου με αποδεικτική ισχύ έναντι πάντων αλλά αποτέλεσε ενδοϋπηρεσιακό έγγραφο και μόνο κατά το χρόνο μέχρι της αποσύρσεώς του, δοθέντος ότι δεν ήταν προορισμένο για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων αλλά αφορούσε μόνο την εσωτερική υπηρεσία της άνω δημόσιας αρχής και με αυτό παρέχονται πληροφορίες και δεν είναι προορισμένο να λειτουργήσει αποδεικτικά πλήρως και έναντι όλων για τις προς τα έξω συναλλαγές (ΑΠ 1181/2005, ΑΠ 932/2000, ΑΠ 350/1995). Συνακόλουθα, εφόσον ορθώς κρίθηκε ότι το έγγραφο αυτό δεν είναι δημόσιο με την έννοια του άρθρου 438 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούτο να απαντήσει επί του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι δεν αποτελούν άδικη πράξη οι δυσμενείς εκφράσεις που περιέχονται στο έγγραφο αυτό ως έγγραφο δημοσίας αρχής για αντικείμενο που ανάγεται στον κύκλο της υπηρεσίας της (αρθρ. 367 εδ. β' ΠΚ). Εξάλλου δε, εν όψει του ότι κατά το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ οι δικαστές δεν υποχρεούνται να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, η αρχή αυτή της ηθικής απόδειξης δεν κάμπτεται ούτε και προ του περιεχομένου δημοσίου εγγράφου και αν ακόμη δεν προσβλήθηκε ως πλαστό, αφού κατά την αρχή αυτή ισχύει η ελεύθερη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και το απεριόριστο αυτών. Επομένως, το ανωτέρω έγγραφο, χαρακτηριζόμενο από το συντάκτη του ως αναφορά, ορθώς, κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης, εκτιμήθηκε ελευθέρως, χωρούσης και ανταποδείξεως και όχι ως μέσου πλήρους αποδεικτικής δυνάμεως έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων και έτσι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 438 Κ.Πολ.Δ. ευθέως ή εκ πλαγίου. Επομένως, οι περί του αντιθέτου εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Β' και Ε' ΚΠΔ δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι της αναίρεσης περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, έλλειψης ακροάσεως και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου είναι αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 362 παρ.1 του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών ή με χρηματική ποινή. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1. στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική κατά το είδος τους αναφορά αυτών χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία εκάστου των αποδεικτικών μέσων και το προκύψαν εξ αυτού συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Πρέπει, ωστόσο, να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών για να μορφώσει την κρίση περί της ενοχής ή αθωώσεως του κατηγορουμένου, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, όταν δηλαδή το πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 1311/2009 απόφασης το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται κατ' είδος, δέχτηκε ανελέγκτως ότι: Το Σάββατο 11.2.2006, οι εργαζόμενοι της Βιομηχανίας Φωσφορικών Λιπασμάτων πραγματοποιούσαν πορεία στο κέντρο της ..., λόγος για τον οποίο η Τροχαία ... έλαβε τα απαιτούμενα μέτρα για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας. Στη συμβολή των οδών ... και ... υπεύθυνος για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας είχε οριστεί ο αστυφύλακας ΑΑ. Περί ώρα 13.27 και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η πορεία επί της οδού ..., ο πολιτικώς ενάγων, Ψ, οδηγώντας το όχημά του με συνεπιβάτη τη σύζυγό του ΒΒ και βρισκόμενος στο άνω σημείο. χωρίς να τον ακολουθεί κανένα άλλο όχημα, ζήτησε από τον ΑΑ να του επιτρέψει τη διέλευση προς τη ..., όπως ακριβώς του είχαν επιτρέψει τη διέλευση από προηγούμενο σημείο της ..., άλλοι δύο συνάδελφοι του και δη. τόσο αυτός που ρύθμιζε την κυκλοφορία στην αρχή της ..., στο ύψος της ..., όσο και ο υπεύθυνος για την κυκλοφορία στη διασταύρωση των οδών ... και ... . Ο ΑΑ, κάνοντας νεύμα στον πολιτικώς ενάγοντα, του αρνήθηκε τη διέλευσης γεγονός που ανάγκασε τον πολιτικώς ενάγοντα να κατεβεί από το όχημά του, να του δώσει τα στοιχεία του, να του δηλώσει πως ζητούσε την άδεια, για να παρευρεθεί στην άνω πορεία ως βουλευτής και ότι επρόκειτο να σταθμεύσει το αυτοκίνητό του σε γκαράζ επί της οδού ..., στο ύψος της ..., δηλαδή πριν από το σημείο όπου βρισκόταν εκείνη τη στιγμή η πορεία, πλην όμως ο ΑΑ, αρνήθηκε και πάλι. Τότε ο πολιτικώς ενάγων ζήτησε από τον ΑΑ να επικοινωνήσει με τον προϊστάμενό του, μήπως αυτός του επέτρεπε τη διέλευση. Στη συνέχεια ο ΑΑ, μπήκε στο περιπολικό και ζήτησε την άδεια από τον επόπτη κυκλοφορίας, επικοινωνώντας μαζί του μέσω ασυρμάτου (μοτορόλα). Ο επόπτης κυκλοφορίας πράγματι έδωσε τη σχετική άδεια, πλην όμως ο αστυνομικός δεν βγήκε από το περιπολικό για να τον ενημερώσει και γι' αυτό το λόγο ο πολιτικώς ενάγων επειδή είχε ακούσει τη σχετική εντολή του επόπτη και επειδή καθυστερούσε αδικαιολόγητα ο αστυνομικός για να του επιτρέψει τη διέλευσή του, επιβιβάστηκε στο όχημά του και συνέχισε την πορεία του στην οδό ... . Μετά το παραπάνω συμβάν ο πολιτικώς ενάγων επειδή θεώρησε πως η συμπεριφορά του ΑΑ δεν ήταν η πρέπουσα και ότι παραβίαζε και τον ίδιο τον Κώδικα Δεοντολογίας της Αστυνομίας και δη τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. στ του π.δ. 254/2004, κατά την οποία οι αστυνομικοί οφείλουν να συνεργάζονται αρμονικά τόσο με κάθε δημόσιο υπάλληλο, ή υπάλληλο άλλης Κρατικής υπηρεσίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενημέρωσε προφορικά τον τότε Διοικητή της Υποδιεύθυνσης Τροχαίας ΓΓ, ώστε να προβεί σε ανάλογες συστάσεις προς αυτόν. Κι ενώ ο πολιτικώς ενάγων δεν έδωσε καμία συνέχεια στο παραπάνω περιστατικό, στις 20.4.2006 δημοσιεύθηκε στη διμηνιαία εφημερίδα της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Νομού ... "..." της οποίας διευθυντής και υπεύθυνος έκδοσης είναι ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1 (τότε ανθυπαστυνόμος) και αρχισυντάκτης, ο δεύτερος κατηγορούμενος, Χ2 (τότε αστυφύλακας), στο φύλλο 40 του μηνός Μαΐου 2006, αναφορά του αστυφύλακα ΑΑ, προς την Υποδιεύθυνση Τροχαίας, το περιεχόμενο της οποίας είχε ως εξής "στις 11-2-2006 και ώρα 13:30 ετελούσα γενική εκτροπή από την ... στην ... μετά από εντολή του Κέντρου Άμεσης Δράσης διότι στην οδό ... και ... υπήρχε πορεία. Στο σημείο προσήλθε ένα μαύρο όχημα μάρκας ΣΑΑΒ στο οποίο ο οδηγός του επέμεινε να περάσει ευθεία την οδό ... με κατεύθυνση προς την πορεία. Του εξήγησα ότι δεν μπορεί να περάσει και παράλληλα σήκωσα το δεξί μου και του έκανα σήμα για την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσει για να προσέξουν και οι λοιποί οδηγοί που ακολουθούσαν. Ο οδηγός με επιθετική συμπεριφορά μου είπε πρώτον μη μου σηκώνεις εμένα το χέρι ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Του απάντησα ότι με το χέρι μου του κάνω τροχονομικό σήμα. Τότε κατέβηκε από το αυτοκίνητό του και μου ζήτησε τα στοιχεία μου με έντονο ύφος. Του απάντησα με την ερώτηση τι να σας δώσω και μου ζήτησε πάλι με το ίδιο έντονο ύφος τα στοιχεία της ταυτότητάς μου συνεχίζοντας είμαι ο βουλευτής Ψ δεν με ξέρεις; Πάρε τηλέφωνο τον Διοικητή σου για να δεις ποιος είμαι εγώ. Τον ρώτησα με απειλείτε Κύριε και μου απάντησε όχι δεν σε απειλώ ... . Όταν μου ανέφερε το όνομα και την ιδιότητά του, ανέφερα τα στοιχεία μου προθύμως και του είπα παρακαλώ περιμένετε ένα λεπτό μέχρι να ενημερώσω το Κέντρο και να λάβω εντολές και προχώρησα στο περιπολικό. Τη στιγμή που διαβίβαζα στον ασύρματο ο Κύριος βουλευτής μπήκε στο όχημά του, πάτησε γκάζι πέρασε πάνω από τους κώνους και συνέχισε την πορεία του ... . Ο βουλευτής κύριος Ψ δεν επέδειξε τον απαιτούμενο σεβασμό σε ένστολο αστυνομικό που εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία και συγκεκριμένες εντολές, παραβίασε σήμα τροχονόμου και την απαγόρευση κυκλοφορίας στην οδό ...". Διαβάζοντας το άνω δημοσιευμένο κείμενο ο πολιτικώς ενάγων, το οποίο δεν είχε ημερομηνία, ούτε αριθμό πρωτοκόλλου, παρότι απευθυνόταν σε Δημόσια Υπηρεσία, αμφισβήτησε την ύπαρξη της αναφοράς. καθώς και την υποβολή αυτής στην Υποδιεύθυνση της Τροχαίας ... . Και έτσι στις 5.5.2006 κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, έγκληση κατά των κατηγορουμένων που δημοσίευσαν αυτό, επικαλούμενος ότι εν γνώσει τους ψευδώς διέδωσαν γι' αυτόν όσα στην αναφορά του άνω αστυφύλακα περιέχονται, ενώ δεν κατέθεσε έγκληση σε βάρος του ΑΑ, κατόπιν νομικής συμβουλής της συζύγου του, αφού κατά τον άνω χρόνο υποβολής της έγκλησης δεν γνώριζαν αν υπήρχε καν αυτή η αναφορά. Στη συνέχεια ο πολιτικώς ενάγων θέλησε να πληροφορηθεί τόσο για την αναφορά του ΑΑ, όσο και για την τύχη αυτής. Στις 29.7.2006 η υποδιεύθυνση Τροχαίας ... με το υπ' αριθμ. ... έγγραφό της, το οποίο υπογράφει ο ΔΔ, Αστυνομικός Υποδιευθυντής, γνωστοποιεί στον πολιτικώς ενάγοντα, σε απάντηση επιστολής του τελευταίου, πως "η χωρίς ημερομηνία αναφορά του Αστ/κα ΑΑ προς την Υπηρεσία μας, κατατέθηκε την 14.2.2006 και ότι αυτή στη συνέχεια αποσύρθηκε αυτοβούλως από τον ίδιο τον Αστ/κα και ως εκ τούτου η αναφορά αυτή δεν έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου". Με βάση το έγγραφο τούτο, ο συντάκτης της αναφοράς είναι ο ΑΑ, όπως άλλωστε και ο ίδιος εξεταζόμενος ως μάρτυρας στο ακροατήριο παραδέχθηκε. Η εν λόγω αναφορά όπως προαναφέρθηκε δεν φέρει ημερομηνία και αριθμό πρωτοκόλλου, το γεγονός δε τούτο θεωρείται από τους εξετασθέντες μάρτυρες αστυνομικούς ως σύνηθες φαινόμενο στην υπηρεσία τους, γιατί εφόσον κατατέθηκε το απόγευμα δεν μπορεί ν α πρωτοκολληθεί αφού δεν λειτουργεί τις απογευματινές ώρες το πρωτόκολλο. Οι εν λόγω αιτιολογίες όμως δεν μπορούν να πείσουν το δικαστήριο για το λόγο που ο αναφερών κατέθεσε την αναφορά του τις απογευματινές ώρες και όχι τις πρωινές, όπως είχε την δυνατότητα και γιατί δεν ενδιαφέρθηκε για την πρωτοκόλληση αυτής την επόμενη ημέρα. Περαιτέρω όσον αφορά το πότε η εν λόγω αναφορά αποσύρθηκε, σύμφωνα με το προαναφερόμενο έγγραφο αυτή "στη συνέχεια αποσύρθηκε αυτοβούλως", ο δε ΑΑ αναπόδεικτα ισχυρίζεται πως αποσύρθηκε μετά πάροδο 15 ημερών, χωρίς όλο αυτό το διάστημα να λάβει αριθμό πρωτοκόλλου και μάλιστα όχι αυτοβούλως, αλλά κατόπιν πιέσεων ανωτέρων του. Για τις πιέσεις αυτές κάνουν λόγο, στις καταθέσεις τους και όλοι σχεδόν οι μάρτυρες αστυνομικοί πλην όμως το Δικαστήριο δεν σχημάτισε ασφαλή δικανική περί τούτου πεποίθηση, αφενός μεν γιατί οι καταθέσεις των μαρτύρων περί τούτου δεν υπήρξαν σαφείς, αφετέρου γιατί ο ίδιος ο ΑΑ που φέρεται να δέχθηκε αυτές, κατέθεσε ότι δεν μπορεί να αναφέρει ακόμη και τώρα τα ονόματα αυτών που τον πίεσαν γιατί θα αυτοί θα τον εκδικηθούν χωρίς να αναφέρει κάτι όμως συγκεκριμένο περί αυτού του γεγονότος και ότι δεν ενημέρωσε ποτέ το συνδικαλιστικό του όργανο για γενόμενες πιέσεις γιατί δεν θεώρησε σημαντικό να ενημερωθεί η Ένωση Αστυνομικών, στην οποία όμως προσέτρεξε στις 14.2.2006 για να παραδώσει αντίγραφο της αναφοράς του. Ειδικότερα, το απόγευμα της 14.2.2006, ο ΑΑ παρέδωσε αντίγραφο της αναφοράς του στον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος προηγουμένως είχε πεί σ' αυτόν να του την προσκομίσει αφού την καταθέσει. Ο ίδιος ο ΑΑ κατέθεσε πως την αναφορά του δεν την έδωσε για να δημοσιευθεί στην εφημερίδα της Ένωσης Αστυνομικών. Οι κατηγορούμενοι αφού παρέλαβαν αυτή, προέβησαν στη δημοσίευσή της, χωρίς να τους προβληματίσει το γεγονός πως δεν έφερε ούτε ημερομηνία, ούτε αριθμό πρωτοκόλλου, παρότι είναι έμπειροι αστυνομικοί συνδικαλιστές και δημοσιογράφοι και παρότι όλα τα άλλα δημοσιευμένα στην ίδια εφημερίδα κείμενα φέρουν τα άνω ελλείποντα στοιχεία. Η αυτούσια αυτή δημοσίευση του περιεχομένου της αναφοράς, εμφανίζει τους κατηγορουμένους να δέχονται ανεπιφύλακτα ως αληθή τα αναγραφόμενα γεγονότα. Όμως η αναφορά και κατ'επέκταση το δημοσίευμα περιλαμβάνει ψευδή γεγονότα, σύμφωνα με όσα παραπάνω προεκτέθηκαν, σχετικά με το περιστατικό της 11.2.2006, όπως τούτο προκύπτει από την κατάθεση της αυτόπτου μάρτυρος ΒΒ, που επιβεβαιώνεται εν μέρει από την από 28.5.2006 αναφορά του αρχιφύλακα ΕΕ προς τη Διεύθυνση Άμεσης Δράσης ..., ο οποίος εκτελούσε την 11.2.2006 και κατά τις ώρες 06.00-14.00 υπηρεσία εκφωνητή τροχαίας και αναφέρει πως ο επόπτης τροχαίας συνέστησε στον πεζό τροχονόμο (ΑΑ) να ενημερώσει τον Βουλευτή για την πορεία και ότι εξαιτίας αυτής θα καθυστερούσε η κίνησή του και αν επιμένει να τον αφήσει να περάσει, συνομιλία που άκουσε όπως προαναφέρθηκε ο πολιτικώς ενάγων και συνέχισε την πορεία του, χωρίς να περιμένει την έγκριση του επόπτη της τροχαίας να του την ανακοινώσει ο ίδιος ο ΑΑ. Συγκεκριμένα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: α) η αλαζονική συμπεριφορά και οι φράσεις που φέρεται να ειπώθηκαν από τον πολιτικώς ενάγοντα στον ΑΑ, β) ότι ο πολιτικώς ενάγων δεν συμμορφώθηκε σε σήμα τροχονόμου και διήλθε από το συγκεκριμένο σημείο παρότι υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας οχημάτων και χωρίς να λάβει σχετική άδεια από τον επόπτη τροχαίας. Άλλωστε αν όντως ο πολιτικώς ενάγων ήθελε να διαπράξει τις εν λόγω παραβάσεις δεν θα σταματούσε να ζητήσει άδεια από τον ΑΑ, γ) ότι παραβίασε κώνους της τροχαίας. Με την δημοσίευση της άνω αναφοράς οι κατηγορούμενοι διέδωσαν για τον πολιτικώς ενάγοντα γεγονότα πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και υπόληψή του, ως ατόμου, ως δικηγόρου και ως πολιτικού, γιατί παρείχαν σε ευρύ κύκλο προσώπων στο αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας της Ένωσης Αστυνομικών Νομού ..., που αριθμεί 4.000 μέλη, ερείσματα για να σχηματίσουν μια αρνητική και περιφρονητική για τον πολιτικώς ενάγοντα κρίση, καθώς και μια εικόνα ψευδή που δεν ανταποκρίνεται στην αληθινή του εικόνα, όπως ο ίδιος την προσδιόρισε, αφού τον εμφανίζουν να παραβιάζει νόμους, να διακατέχεται με έπαρση, να χρησιμοποιεί τη βουλευτική του ιδιότητα για να αντιμετωπιστεί προνομιακά σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες. Οι κατηγορούμενοι δεν προσπάθησαν πριν προβούν στην επίδικη δημοσίευση να εξακριβώσουν αν το περιεχόμενο της αναφοράς του ... ήταν αληθινό γιατί όπως κατέθεσαν, αφενός δεν είχαν λόγο να αμφισβητήσουν το συνάδελφό τους, και αφετέρου γιατί η εν λόγω αναφορά είναι δημόσιο έγγραφο. Ωστόσο αποδείχθηκε ότι η αναφορά του ... δεν αποτελεί δημόσιο έγγραφο κατά την έννοια του νόμου, με αποδεικτική δύναμη έναντι πάντων, αλλά αποτέλεσε. σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις εσωϋπηρεσιακό έγγραφο και μάλιστα μόνο κατά το χρόνο που κατατέθηκε στην Υποδιεύθυνση Τροχαίας ... . Αποδυναμώνει δε την άνω πεποίθηση των κατηγορουμένων το γεγονός ότι ενώ αυτοί επικαλούνται πως δεν μπορούν να αμφισβητήσουν το περιεχόμενο της αναφοράς του ..., εν τούτοις αμφισβητούν με μεγάλη ευκολία το από 29.7.2006 με αριθμ. πρωτ. ... προαναφερόμενο έγγραφο της Υποδ/νσης Τροχαίας ... και δη το σημείο που ο υπογράφων αυτό, ΔΔ Αστυνομικός Υποδιευθυντής αναφέρει πως ο ... αυτοβούλως (δηλαδή χωρίς πιέσεις) απέσυρε την αναφορά του. Επομένως απορριπτέος κρίνεται ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι η αναφορά του ΑΑ αποτελεί δημόσιο έγγραφο με αποδεικτική δύναμη έναντι πάντων. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα αποδεικνύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση η συγκρότηση των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του αδικήματος της απλής δυσφήμησης του άρθρου 362 ΠΚ, αφού τα γεγονότα που σι κατηγορούμενοι από κοινού διέδωσαν είναι κατά την κοινή πείρα ικανά, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος, πράγμα που αυτοί γνώριζαν και αποδέχονταν. Η επικαλούμενη από τους κατηγορουμένους πεποίθηση πως ήταν αληθινά τα όσα διέδωσαν σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, δεν αναιρεί το δόλο τους, όπως ήδη στις νομικές σκέψεις της παρούσας προεκτέθηκε, ενώ χαρακτηριστικό της θέλησής τους να διαδώσουν το βλαπτικό γεγονός σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, είναι αυτό που στην απολογία τους ρητά εξέφρασαν, ότι αυτοί ήθελαν να δημοσιοποιήσουν τα γεγονότα και τους ήταν αδιάφορο το γεγονός πως με το δημοσίευμα θα θιγόταν η τιμή και υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος, παρότι με το άρθρο 2 του πδ 254/2004 του Κώδικα Δεοντολογίας Αστυνομικού "ο αστυνομικός υποχρεούται να σέβεται την αξία του ανθρώπου", την οποία αξία πρέπει να σέβονται και οι δημοσιογράφοι, αλλά και όλα τα άτομα σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Περαιτέρω, όσον αφορά τον ισχυρισμό των κατηγορουμένων ότι πρέπει να αποκλεισθεί ο άδικος χαρακτήρας της πράξης τους, γιατί η επίδικη δημοσίευση έγινε στα πλαίσια ενάσκησης του δικαιώματός τους ως δημοσιογράφων και μελών του συνδικαλιστικού τους σωματείου και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την πληροφόρηση της κοινής γνώμης για τις πράξεις και παραλείψεις του πολιτικώς ενάγοντος, το Δικαστήριο - λαμβάνοντας υπόψη α) ότι το διαδιδόμενο γεγονός είναι αναληθές κι ως εκ τούτου δεν εξυπηρετούσε την εύλογη ανάγκη του αναγνωστικού κοινού για επακριβή πληροφόρηση και δεν υπήρχε δημόσιο συμφέρον, β) ότι οι κατηγορούμενοι δεν τήρησαν τις συναλλακτικές υποχρεώσεις του τύπου όπως όφειλαν, αφού πριν τη δημοσίευση δεν προσπάθησαν να εξακριβώσουν αν τα αναφερόμενα στο επίδικο δημοσίευμα ήταν αληθινά. απευθυνόμενοι αν όχι στον ίδιο τον ΑΑ, στην Υποδιεύθυνση της Τροχαίας ..., όπως ακριβώς απευθύνθηκαν, αφού πληροφορήθηκαν τη σε βάρος τους μήνυση και με τις από 22.5.2006 επιστολές της Ένωσης Αστυνομικών ... (αριθμ. πρωτ. ... και ...), ζήτησαν να τους χορηγηθούν αντίγραφα των διατασσομένων μέτρων της τροχαίας και του συμβάντος, αλλά ποτέ δεν ζήτησαν να τους βεβαιωθεί η κατάθεση της αναφοράς του ΑΑ στην εν λόγω Υπηρεσία, προφανώς γιατί γνώριζαν πως ποτέ δεν πήρε αριθμό πρωτοκόλλου γιατί αποσύρθηκε, γ) ότι οι κατηγορούμενοι δεν απευθύνθηκαν πριν τη δημοσίευση στον πολιτικώς ενάγοντα για να πληροφορηθούν για τις θέσεις του και να δημοσιεύσουν αυτές στην εφημερίδα τους, ενέργεια στην οποία μπορούσαν να πράξουν εντός του χρονικού διαστήματος από 14.2.2006 που παρέλαβαν την αναφορά του ΑΑ μέχρι τη δημοσίευσή της, δεδομένου μάλιστα ότι τυχόν απάντηση του πολιτικώς ενάγοντος μετά την 20-4-2006 θα δημοσιευόταν μετά δύο μήνες, οπότε θα εκδιδόταν το επόμενο Τεύχος. δηλαδή όταν ήδη η κοινή γνώμη είχε διαμορφωθεί και η μεταστροφή της δεν θα ήταν ευχερής, δ) ότι ο σκοπός του δημοσιεύματος, όπως οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι προσδιόρισαν στις απολογίες τους, ήταν για να παραδειγματιστούν τα μέλη της Ένωσης Αστυνομικών να εκτελούν όπως οφείλουν τα καθήκοντά τους, μιμούμενοι τη συμπεριφορά του ΑΑ, χωρίς όμως να διευκρινίζουν τι θα έπρεπε οι συνάδελφοι τους να μιμηθούν, το θάρρος του ΑΑ να μην επιτρέψει τη διέλευση που ζητούσε ο πολιτικώς ενάγων, για να ασκήσει τα βουλευτικά του καθήκοντα, την οποία διέλευση στη συνέχεια επέτρεψε ο επόπτης κυκλοφορίας και τι παράδειγμα προς μίμηση θαρρετής συμπεριφοράς μπορεί να είναι η σύνταξη μιας αναφοράς, χωρίς ημερομηνία, χωρίς αριθμό πρωτοκόλλου και η μετέπειτα απόσυρσή της, ε) ότι, έστω και με την υιοθέτηση της άνω πεποίθησης των κατηγορουμένων, η προστασία του επικαλούμενου από τους κατηγορουμένους σκοπού ήταν δυνατόν να γίνει χωρίς την προσβολή του πολιτικώς ενάγοντος, αφού η ταυτόχρονη με την άνω αναφορά δημοσίευση της απάντησης του πολιτικώς ενάγοντος δεν θα ήταν βλαπτική για το συμφέρον των συναδέλφων τους αστυνομικών, ενώ αντίθετα θα μπορούσε να αποτρέψει τον δυσφημιστικό διασυρμό του πολιτικώς ενάγοντος. Επίσης ηπιότερη θα ήταν η δυσφήμηση αν οι κατηγορούμενοι δημοσίευαν το γεγονός της απόσυρσης της αναφοράς, το οποίο γνώριζαν, γιατί άλλη είναι η βαρύτητα μιας αναφοράς κατατεθειμένης σε δημόσια υπηρεσία κι άλλη μιας αναφοράς που κατατέθηκε και στη συνέχεια αποσύρθηκε χωρίς να λάβει αριθμό πρωτοκόλλου, δεδομένου ότι εύλογα θα μπορούσε να λεχθεί πως αποσύρθηκε από το συντάκτη της γιατί ήταν αναληθής και φοβήθηκε για τις συνέπειες, στ) ότι το επίδικο δημοσίευμα δεν ήταν αντικειμενικά κατάλληλο και αναγκαίο μέσο για την πραγμάτωση του παραπάνω σκοπού και τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν κινδύνευε, αφού αυτονόητη και πηγάζουσα από το Σύνταγμα και τους νόμους, είναι η υποχρέωση των αστυνομικών όπως και όλων δημοσίων υπαλλήλων να εκτελούν σωστά ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους και τέλος ζ) ότι η ελευθερία του τύπου δεν είναι αυτοσκοπός και δεν πρέπει να συνάγεται χωρίς άλλο τη θυσία άλλων έννομων αγαθών, όπως είναι η τιμή του ατόμου, - οδηγείται στην κρίση πως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί ελλείπουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ. Ακολούθως, το άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξεως της απλής δυσφήμισης και του επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τούτου. Ειδικότερα ως προς τις αποδείξεις, εκ του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, προκειμένου το Δικαστήριο της ουσίας να μορφώσει την κρίση του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος για την πράξη που καταδικάστηκε, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και δη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά και αναγνώστηκαν και την απολογία του αναιρεσείοντος και εκείνη του συγκατηγορουμένου του χωρίς να προκύπτει ότι έγινε επιλεκτική εκτίμηση κάποιων από αυτά ή ότι αγνοήθηκαν κάποια άλλα. Περαιτέρω και όσον αφορά την κρίση περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, διαλαμβάνεται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ότι στο ... φύλλο του Μαΐου του 2006 της διμηνιαίας εφημερίδας της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων του Ν. ... "...", της οποίας ο αναιρεσείων ήταν διευθυντής και υπεύθυνος έκδοσης, δημοσιεύτηκε η αναφερόμενη στο ως άνω σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς ημερομηνία και αριθμό πρωτοκόλλου, "αναφορά", την οποία είχε συντάξει ο αστυφύλακας - τροχονόμος ΑΑ και απηύθυνε στην Υποδιεύθυνση Τροχαίας ..., στην οποία ο συντάκτης αυτής περιγράφει περιστατικό που έλαβε χώρα μεταξύ αυτού και του οδηγού αυτοκινήτου Ψ, όταν ο τελευταίος επιθυμούσε να διέλθει την οδό ... και μετάσχει σε πορεία, ο δε αστυφύλακας ΑΑ σε εκτέλεση εντολών της υπηρεσίας του, ως τροχονόμος, του υπέδειξε να ακολουθήσει την οδό ... . Περαιτέρω διαλαμβάνεται στην αιτιολογία ότι η "αναφορά" αυτή κατατέθηκε στην Υποδιεύθυνση Τροχαίας ... στις 14-02-2006 και παραδόθηκε από τον ΑΑ αντίγραφο αυτής στον αναιρεσείοντα, στην συνέχεια δε αποσύρθηκε από τον συντάκτη της. Περαιτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων με τις άνω ιδιότητες, με τον συγκατηγορούμενό του δημοσίευσαν την "αναφορά" αυτή στο άνω φύλλο της πιο πάνω εφημερίδας, αυτή δε διαλαμβάνει γεγονότα, αντικειμενικώς κρινόμενα, δυσφημηστικά για τον εγκαλούντα Ψ και κυρίως ότι "πάτησε γκάζι, πέρασε πάνω από τους κώνους και συνέχισε την πορεία του", ενώ δηλαδή του είχε απαγορευτεί, ως και ότι "ο βουλευτής κ. Ψ δεν επέδειξε σεβασμό σε ένστολο αστυνομικό ... παρεβίασε σήμα τροχονόμου και απαγόρευσης κυκλοφορίας ...", ενώ περαιτέρω ανελέγκτως δέχτηκε ότι τα γεγονότα αυτά που περιλαμβάνονται στην "αναφορά" και κατ' επέκταση στο δημοσίευμα είναι ψευδή. Πλέον τούτων, το Δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων (και ο συγκατηγορούμενός του) ανεπιφύλακτα δέχτηκαν τα γεγονότα αυτά ως αληθή χωρίς να προβούν, ως όφειλαν δεοντολογικά, στην εξακρίβωση της αλήθειας τους. Περαιτέρω, το δικαστήριο δέχτηκε ότι με τη δημοσίευση της "αναφοράς" διέδωσαν στον ευρύ κύκλο των αστυνομικών ..., που αριθμεί 4.000 μέλη, γεγονότα που ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του Ψ, ως δικηγόρου και πολιτικού, ως εμφανιζομένου να παραβιάζει νόμους, να διακατέχεται με έπαρση και να χρησιμοποιεί τη βουλευτική ιδιότητά του για προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες. Ακόμη, ορθώς δέχτηκε, ως εξετέθη, ότι η "αναφορά" αυτή δεν αποτελεί δημόσιο έγγραφο με πλήρη αποδεικτική δύναμη έναντι πάντων αλλά ενδοϋπηρεσιακό έγγραφο. Τέλος, δέχτηκε ότι συνέτρεχε δόλος του αναιρεσείοντος ενώ αιτιολογημένα απέρριψε τον ισχυρισμό των κατηγορουμένων ότι έπρεπε να αποκλειστεί ο άδικος χαρακτήρας της πράξεως διότι η δημοσίευση έγινε εις ενάσκηση δικαιώματός τους ως δημοσιογράφων και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την πληροφόρηση της κοινής γνώμης, με την επαρκή αιτιολογία ότι "το διαδιδόμενο γεγονός είναι αναληθές και ως εκ τούτου 1) δεν εξυπηρετούσε την εύλογη ανάγκη του αναγνωστικού κοινού για επακριβή πληροφόρηση και δεν υπήρχε δημόσιο συμφέρον, 2) ότι οι κατηγορούμενοι δεν τήρησαν τις συναλλακτικές υποχρεώσεις του τύπου όπως όφειλαν, αφού πριν τη δημοσίευση δεν προσπάθησαν να εξακριβώσουν αν τα αναφερόμενα στο επίδικο δημοσίευμα ήταν αληθινά. απευθυνόμενοι αν όχι στον ίδιο τον ΑΑ, στην Υποδιεύθυνση της Τροχαίας ..., όπως ακριβώς απευθύνθηκαν, αφού πληροφορήθηκαν τη σε βάρος τους μήνυση και με τις από 22.5.2006 επιστολές της Ένωσης Αστυνομικών ... (αριθμ. πρωτ. ... και ...), ζήτησαν να τους χορηγηθούν αντίγραφα των διατασσομένων μέτρων της τροχαίας και του συμβάντος, αλλά ποτέ δεν ζήτησαν να τους βεβαιωθεί η κατάθεση της αναφοράς του ΑΑ στην εν λόγω Υπηρεσία, προφανώς γιατί γνώριζαν πως ποτέ δεν πήρε αριθμό πρωτοκόλλου γιατί αποσύρθηκε, γ) ότι οι κατηγορούμενοι δεν απευθύνθηκαν πριν τη δημοσίευση στον πολιτικώς ενάγοντα για να πληροφορηθούν για τις θέσεις του και να δημοσιεύσουν αυτές στην εφημερίδα τους, ενέργεια στην οποία μπορούσαν να πράξουν εντός του χρονικού διαστήματος από 14.2.2006 που παρέλαβαν την αναφορά του ΑΑ μέχρι τη δημοσίευσή της, δεδομένου μάλιστα ότι τυχόν απάντηση του πολιτικώς ενάγοντος μετά την 20-4-2006 θα δημοσιευόταν μετά δύο μήνες, οπότε θα εκδιδόταν το επόμενο τεύχος δηλαδή όταν ήδη η κοινή γνώμη είχε διαμορφωθεί και η μεταστροφή της δεν θα ήταν ευχερής, δ) ότι ο σκοπός του δημοσιεύματος, όπως οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι προσδιόρισαν στις απολογίες τους, ήταν για να παραδειγματιστούν τα μέλη της Ένωσης Αστυνομικών να εκτελούν όπως οφείλουν τα καθήκοντά τους, μιμούμενοι τη συμπεριφορά του ΑΑ, χωρίς όμως να διευκρινίζουν, τι θα έπρεπε οι συνάδελφοι τους να μιμηθούν, το θάρρος του ΑΑ να μην επιτρέψει τη διέλευση που ζητούσε ο πολιτικώς ενάγων, για να ασκήσει τα βουλευτικά του καθήκοντα, την οποία διέλευση στη συνέχεια επέτρεψε ο επόπτης κυκλοφορίας και τι παράδειγμα προς μίμηση θαρρετής συμπεριφοράς μπορεί να είναι η σύνταξη μιας αναφοράς, χωρίς ημερομηνία, χωρίς αριθμό πρωτοκόλλου και η μετέπειτα απόσυρσή της, ε) ότι, έστω και με την υιοθέτηση της άνω πεποίθησης των κατηγορουμένων, η προστασία του επικαλούμενου από τους κατηγορουμένους σκοπού ήταν δυνατόν να γίνει χωρίς την προσβολή του πολιτικώς ενάγοντος, αφού η ταυτόχρονη με την άνω αναφορά δημοσίευση της απάντησης του πολιτικώς ενάγοντος δεν θα ήταν βλαπτική για το συμφέρον των συναδέλφων τους - αστυνομικών, ενώ αντίθετα θα μπορούσε να αποτρέψει τον δυσφημιστικό διασυρμό του πολιτικώς ενάγοντος, Επίσης ηπιότερη θα ήταν η δυσφήμηση αν οι κατηγορούμενοι δημοσίευαν το γεγονός της απόσυρσης της αναφοράς, το οποίο γνώριζαν, γιατί άλλη είναι η βαρύτητα μιας αναφοράς κατατεθειμένης σε δημόσια υπηρεσία κι άλλη μιας αναφοράς που κατατέθηκε και στη συνέχεια αποσύρθηκε χωρίς να λάβει αριθμό πρωτοκόλλου, δεδομένου ότι εύλογα θα μπορούσε να λεχθεί πως αποσύρθηκε από το συντάκτη της γιατί ήταν αναληθής και φοβήθηκε για τις συνέπειες. στ) ότι το επίδικο δημοσίευμα δεν ήταν αντικειμενικά κατάλληλο και αναγκαίο μέσο για την πραγμάτωση του παραπάνω σκοπού και τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν κινδύνευε, αφού αυτονόητη και πηγάζουσα από το Σύνταγμα και τους νόμους είναι η υποχρέωση των αστυνομικών όπως και όλων των δημοσίων υπαλλήλων να εκτελούν σωστά και ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους και τέλος ζ) ότι η ελευθερία του τύπου δεν είναι αυτοσκοπός και δεν πρέπει να συνεπάγεται, χωρίς άλλο, τη θυσία άλλων έννομων αγαθών, όπως είναι η τιμή του ατόμου, - οδηγείται στην κρίση πως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί ελλείπουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ". Υπό τα άνω δεδομένα, ορθώς το Δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 362 και 367 στοιχ. γ' του ΠΚ. Επομένως, οι περί του αντιθέτου εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι της αίτησης αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του πολιτικώς ενάγοντος και στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-04-2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της 1311/ 2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουλίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιουλίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ