Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2221 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Ακροάσεως έλλειψη.




Περίληψη:
Μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ, αίτηση αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 2221/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Μαριδάκη, περί αναιρέσεως της 67043/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23.3.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 612/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά μεν την παρ. 1 του άρ. 1 του α.ν. 86/1967, τιμωρείται με τις στην διάταξη αυτή οριζόμενες αθροιστικώς ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών αυτόν ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους εις το Υπουργείο Εργασίας υπαγομέvους κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους παραπάνω Οργανισμούς, εντός ενός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παρ. 2 της προδιαληφθείσης διατάξεως, τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις στην εν λόγω διάταξη προβλεπόμενες αθροιστικώς ποινές όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εις αυτόν εργαζομένων, με σκοπό να τις αποδώσει στους ανωτέρω, κατά της παρ. 1 Οργανισμούς και δεν καταβάλλεί ή δεν αποδίδει αυτές προς τους Οργανισμούς τούτους εντός ενός μηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητές. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι, προς στοιχειοθέτηση του μη γνησίου εγκλήματος παραλείψεως της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται η οφειλή του υπόχρεου, η ιδιότητα αυτού, ως εργοδότη που απασχολεί προσωπικό για ασφαλιστικές εισφορές που τον βαρύνουν ατομικώς καθώς και εκείνων που προέρχονται από παρακράτηση υπό τούτου των βαρυνουσών εργατικών εισφορών και η μη καταβολή τους εντός ενός μηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τον Ασφαλιστικό Οργανισμό, στον οποίο είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό, ενώ, ως χρόνος καταβολής των τοιούτων εισφορών και συγκεκριμένα προς το ΙΚΑ ορίζεται, κατά μεν το αρ. 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, το ημερολογιακό τέλος του μηνός, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία, κατά δε το αρ. 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, το ότι ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει προς το ΙΚΑ τις εισφορές μέχρι το τέλος του επόμενου από τον ορισθέντα χρόνο μηνός. Από τα προπαρατεθέντα προκύπτει, ότι δεν αποτελεί στοιχείο προς θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από το αρ. 1 παρ. 1 και αρ. 2 του α.ν. 86/1967, ο καθορισμός του αριθμού των απασχοληθέντων μισθωτών, ποιοι ήταν αυτοί και πόσον χρόνο εργάσθηκε ο καθένας τους στον υπόχρεο, ούτε οι τακτικές αποδοχές καθενός εξ αυτών. Ο χρόνος απασχολήσεως και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού που συμπλέκεται αμέσως με το χρόνο των δύο αξιοποίνων πράξεων, είναι κρίσιμος, όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξαλείψεως του αξιοποίνου των πράξεων αυτών, λόγω παραγραφής. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 4043/07 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "Ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, διότι στην ..., ήταν εργοδότης και ειδικ'τοερα διαχειριστής της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "IMPERIAL CLOTHING ΕΠΕ", η οποία διατηρούσε επιχείρηση παραγωγής και εμπορίας ειδών ένδυσης, στην οποία απασχόλησε κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2002 έως τις 31.3.2002 εργαζομένους με σχέση εξαρτημένης εργασίας και έναντι μισθού, οι οποίοι ήταν ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ. Έτσι ο κατηγορούμενος, ενώ είχε νόμιμη υποχρέωση καταβολής εργατικών και εργοδοτικών εισφορών, δεν απέδωσε ούτε κατέβαλε, αντίστοιχα, αυτές, μέσα στο μήνα κατά τον οποίοα αυτές έγιναν απαιτητές, δηλαδή μέχρι το τέλος του επομένου μήνα, μέσα στον οποίο είχε παρασχεθεί η εργασία. Ειδικότερα, αυτός δεν κατέβαλε 22.563,33 ευρώ στο ΙΚΑ για εργοδοτικές εισφορές, που αναλογούσαν στην παρασχεθείσα εργασία των ως άνω εργαζομένων κατά το ως άνω χρονικό διάστημα και δεν απέδωσε στο ΙΚΑ, αν και είχε παρακρατήσει, αλλά ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσόν των 11.281,66 ευρώ για εργατικές εισφορές των ιδίων εργαζομένων, για το ίδιο χρονικό διάστημα".
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κήρυξε ένοχο των αξιοποίνων πράξεων της μη καταβολής στο ΙΚΑ των: α) εργοδοτικών και ) εργατικών εισφορών και παρακρατήσεως (υπεξαιρέσεως) αυτών και ειδικότερα, του ότι: "στην ... την 8 Ιουνίου 02 τυγχάνων εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία "IMPERIAL CLOTHING ΕΠΕ" είδος επιχείρησης ΠΑΡΑΓΩΓΗ - ΕΜΠΟΡΙΑ ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΗΣ, μαζί με τους ως ανωτέρω κατηγορουμένους και έχοντας απασχολήσει κατά την χρονική περίοδο από 1.1.02 έως 31.3.02 στην επιχείρησή του αυτή προσωπικό με σχέση εξαρτημένης με αμοιβή εργασίας, που ασφαλίζονταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές 33.844,99 μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα, μέσα στον οποίο είχε παρασχεθεί η εργασία, υπέπεσε στις κατωτέρω αξιόποινες πράξεις: 1) Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τον ίδιο ασφαλιστικών εισφορών (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ποσού 22.563,33 ευρώ, δεν κατέβαλε αυτές στov άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές, και 2) Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρησή του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού δρχ 11.281,66, με σκοπό να τις αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ' αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη γι' αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Για την μη καταβολή των εισφορών συντάχθηκε η με αριθμό 23611 Π.Ε.Ε. Στην εν λόγω Π.Ε.Ε. αναγράφονται μισθωτοί με ύψος αποδοχών συνολικά. Ακολούθως, το άνω Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή, καθορίζοντας το ποσό για την κάθε ημέρα φυλακίσεως σε τέσσερα και σαράντα λεπτά (4,40) ευρώ, καθώς και σε συνολική χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 94 παρ. 1 ΠΚ και του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 α.ν. 86/1967, σε συνδ. με το άρθρο 378 παρ. 1 ΠΚ, 31 ν.δ. 1160/72, 1 του ν. 362/76 και 26 παρ. 3 α.ν. 1846/51 που κυρώθηκε από τον ν. 2113/52 και τα άρθρα 16 παρ. 1, 2 της υπ' αριθ. 55575/1479 από 18/11.7.1965 απ. Υπ. Εργασίας, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 67043/2007 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα - ωσεί παρών ο κατηγορούμενος), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, ..., καθώς και της μάρτυρος υπερασπίσεως, ..., η οποία, όπως προκύπτει από τα ίδια πρακτικά, εξετάσθηκε ενόρκως στο άνω ακροατήριο. Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν οι επί μέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και, συγκεκριμένα, ότι: ουδέποτε αναμίχθηκε στη διαχείριση και εκπροσώπηση της εργοδότου εταιρείας, ούτε υπέγραψε έγγραφο ή καταγγελία συμβάσεως εργασίας, επίσης, δεν παρέλαβε ή υπέγραψε κλήση εμφανίσεώς του ενώπιον δικαστηρίου, διότι η βιοτεχνία ανήκε στο ..., ο οποίος ήταν ο εργοδότης και, ως τέτοιον, τον θεωρούσαν οι εργαζόμενοι, αυτός δε ήταν ουσιαστικά ο διαχειριστής της ΕΠΕ, αυτός προσλάμβανε και πλήρωνε τους εργαζομένους και αυτός απέλυε τούτους και αυτός κατάρτιζε και υπέγραφε τις περιοδικές προς το ΙΚΑ καταστάσεις προσωπικού. Ανεξάρτητα του ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αρνητικός της κατηγορίας και αφενός, δεν υποχρεούτο το Δικαστήριο να απαντήσει με ειδική μάλιστα αιτιολογία, αφετέρου, δεν υποπίπτει στον αναιρετικό έλεγχο. Δεν αποτελεί δε στοιχείο προς θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του α.ν. 86/67, ο καθορισμός του αριθμού των απασχοληθέντων μισθωτών, ποιοι ήταν αυτοί και επί πόσο χρόνο εργάσθηκαν ο καθένας τους στον υπόχρεο, ούτε επίσης οι τακτικές αποδοχές καθενός από αυτούς. Επίσης, για όσα έχουν παραπάνω εκτεθεί, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για έλλειψη ακροάσεως, διότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε στους ισχυρισμούς του, τους οποίους χαρακτηρίζει ως αυτοτελείς, που υπέβαλε στο δικάσαν Δικαστήριο ότι η σχετική διάταξη του α.ν. 86/67 αφορά τα πρόσωπα που πραγματικά και όχι τυπικά ασκούν την διαχείριση και εκπροσώπηση της επιχειρήσεως και κατά συνέπεια δεν είχε τον απαιτούμενο δόλο. Επομένως, οι άνω Δικαστήριο δεν παρέλειψε να απαντήσει, αφού προς τούτο δεν είχε υποχρέωση. Επομένως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ακροάσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23 Μαρτίου 2009 (υπ' αριθ. πρωτ. 2529/23.3.2009) αίτηση του ..., για αναίρεση της υπ' αριθ. 67043/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή