Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2680 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Δυσφήμηση απλη.




Περίληψη:
Στοιχεία εγκλήματος απλής δυσφήμησης. Λόγος αναιρέσεως έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Αναιρεί για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμη βάσης, διότι μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση ως προς το αν τα δυσφημιστικά γεγονότα ήταν αληθινά, όπως αναφέρεται στο διατακτικό, ή ψευδή, όπως δέχεται το δικαστήριο στο αιτιολογικό. Αυτεπάγγελτη έρευνα της παραγραφής. Παύει οριστικά λόγω παραγραφής.




Αριθμός 2680/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, για αναίρεση της με αριθμό 1994/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαΐου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 959/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 362 εδ. α` του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της "απλής δυσφημήσεως" απαιτούνται, αντικειμενικώς, ισχυρισμός ενώπιον τρίτου ή διάδοση για κάποιον άλλον γεγονότος, το οποίο είναι πρόσφορο (κατάλληλο, επιτήδειο) κατ` αντικειμενική κρίση (την κοινή αντίληψη) να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν, τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε, τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί σε τέτοιο βλαπτικό της τιμής ή της υπόληψης ισχυρισμό ή διάδοση. Δεν απαιτείται γνώση της αναλήθειας, ενώ η πεποίθηση του δράστη περί την αλήθεια ή την αναλήθεια του γεγονότος δεν αποκλείει τον δόλο. Τέλος από την πιο πάνω διάταξη, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, προκύπτει ότι, αν αποδεικνύεται ότι το δυσφημιστικό γεγονός είναι αληθές, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της δυσφημήσεως. Είναι δυνατόν όμως να στοιχειοθετείται το από το άρθρο 361 του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο έγκλημα της εξυβρίσεως, αν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως. (άρθρο 366 παρ. 3 του ΠΚ.).
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση στερείται της από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν δεν αναφέρονται σ'αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους τα περιστατικά αυτά υπήχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν, η έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που δέχεται το δικαστήριο ως αποδειχθέντα στο αιτιολογικό της απόφασής του, έρχεται σε αντίφαση με εκείνα για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στο διατακτικό. Εξάλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1994/2008 απόφασής του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Στις 18-11-1999 διενεργήθηκε στην Αθήνα από τη Διεύθυνση Κατασκευής "Έργων Συντηρήσεων οδοποιίας" (ΔΚΕΣΟ) του ΥΠΕΧΩΔΕ, δημόσιος μειοδοτικός διαγωνισμός με κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή για την προμήθεια φωτεινών σηματοδοτών για το 1999, προϋπολογισμού 106.000.000 δραχμών. Με απόφαση της ΔΚΕΣΟ, την επιτροπή διενέργειας του διαγωνισμού αυτού αποτέλεσαν ο εγκαλών Ψ, πολιτικός μηχανικός, ως πρόεδρος και οι Α και Δ, Γ ως μέλη, οι οποίοι εξετάσθηκαν και ως μάρτυρες στην παρούσα υπόθεση. Όλα τα μέλη της επιτροπής ήσαν υπάλληλοι της ΔΚΕΣΟ. Στο διαγωνισμό έλαβαν μέρος η εταιρεία "ΒΙΕΡΕΞ Α.Β.Ε. ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ ΗΛΕΚΤΡΟΜΕΤΑΛΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος, ο Ε ως αντιπρόσωπος του Αυστριακού οίκου " FUTURIT" και η εταιρεία "ΧΡΙΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ Ε.Π.Ε.", ως αντιπρόσωπος του Ιταλικού οίκου "LA DEMARCO RICA". Μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού και την κατακύρωση αυτού στην εταιρεία "..... Ε.Π.Ε.", ο κατηγορούμενος, με την ιδιότητα που αναφέρθηκε, υπέβαλε κατά των παραπάνω μελών της επιτροπής την από 29-5-2000 έγκληση, με την οποία κατεμήνυσε αυτούς για παράβαση καθήκοντος, συνισταμένη στο ότι με την παραπάνω ιδιότητα τους παρέβησαν δόλια τα καθήκοντα τους, με σκοπό να ζημιώσουν την εταιρεία "ΒΙΕΡΕΞ Α.Β.Ε." και να προσπορίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος σε ανταγωνίστρια εταιρεία στο διαγωνισμό και για πλαστογραφία μετά χρήσεως. Μετά την υποβολή της εγκλήσεως αυτής ασκήθηκε σε βάρος των παραπάνω μελών της επιτροπής ποινική δίωξη για τις πράξεις που αναφέρθηκαν και διενεργήθηκε προανάκριση, μετά το τέλος της οποίας εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 525/2002 απαλλακτικό βούλευμα του συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορούμενων μελών της επιτροπής. Κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος, άσκησε έφεση με την ιδιότητα που αναφέρθηκε, επί της οποίας εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 1472/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση και επικύρωσε το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών. Το βούλευμα αυτό έχει ήδη καταστεί αμετάκλητο. Στο μεταξύ ο εγκαλών Ψ και τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής μετά την άσκηση εναντίον τους της ποινικής διώξεως, που αναφέρθηκε, υπέβαλαν κατά του κατηγορουμένου την από 18-12-2000 έγκληση και ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, οι οποίες φέρονταν ότι τελέσθηκαν σε βάρος του με την υποβολή από αυτόν (κατηγορούμενο) της παραπάνω από 29-5-2000 εγκλήσεως του. Για τις πράξεις αυτές ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε να δικαστεί στο Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του τον κήρυξε ένοχο μόνο όσον αφορά τον περιεχόμενο στην έγκλησή του ισχυρισμό, με τον οποίο ο εγκαλών φερόταν ότι είχε τελέσει την πράξη της ηθικής αυτουργίας στη παράβαση καθήκοντος των άλλων μελών της επιτροπής διαγωνισμού και με τον οποίο (ισχυρισμό) αυτός ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα ότι συνδεόμενος με ισχυρή οικογενειακή φιλία με την οικογένεια ΣΤ-Ζ και εκμεταλλευόμενος τη θέση του, ως προϊσταμένου και ιεραρχικά ανωτέρου των λοιπών μελών της επιτροπής του διαγωνισμού, κατάφερε να επιβληθεί προς τους άλλους μηνυόμενους και τελικά να κατακυρωθεί ο διαγωνισμός σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες. Για τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου που περιέχονταν στην έγκληση του σε βάρος του εγκαλούντος και των λοιπών μελών της επιτροπής ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος με την εκκαλούμενη απόφαση. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας και ένοχος απλής δυσφημήσεως. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η σύζυγος του ΣΤ, ο οποίος αναδείχθηκε μειοδότης στο διαγωνισμό, που αναφέρθηκε, Ζ ήταν υπάλληλος στην ίδια ΔΚΕΣΟ με τον εγκαλούντα και τα άλλα μέλη της επιτροπής και ότι ο εγκαλών είχε πράγματι οικογενειακές σχέσεις με την οικογένεια αυτής και φυσικά με το σύζυγο της ΣΤ, πράγμα το οποίο εμμέσως πλην σαφώς συνάγεται και από όσα κατέθεσε ο ίδιος στο Δικαστήριο τούτο. Έτσι ο κατηγορούμενος πίστευε πεπλανημένα ότι ο εγκαλών, λόγω των συναδελφικών του σχέσεων με τη σύζυγο του Τ, αλλά και λόγω των οικογενειακών τους σχέσεων, επιβλήθηκε και επηρέασε, αφού ήταν πρόεδρος της επιτροπής του επίδικου διαγωνισμού, τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής υπέρ της εταιρείας "..... Ε.Π.Ε.", ώστε να κατακυρωθεί ο διαγωνισμός σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες. Η πλάνη του αυτή αποδείχθηκε ότι ήταν συγγνωστή, δικαιολογούμενη από αυτά που εκτέθηκε ότι αποδείχθηκαν σχετικά με τις σχέσεις του εγκαλούντος με την οικογένεια του ΣΤ. Από αυτά που αποδείχθηκαν προκύπτει ότι η παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου δεν πληροί την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως για τα οποία κατηγορήθηκε και καταδικάσθηκε αυτός, αφού αυτός δεν γνώριζε την αναλήθεια των παραπάνω ισχυρισμών του, αλλά πίστευε πεπλανημένα συγγνωστά ότι αυτά που ισχυρίσθηκε ήσαν αληθή. Η εν λόγω όμως συμπεριφορά του πληροί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απλής δυσφήμησης, καθόσον αποδείχθηκε ότι οι παραπάνω ισχυρισμοί του για τον εγκαλούντα, μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του. Σημειώνεται ότι δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης του, όπως έμμεσα πλην σαφώς ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, δεδομένου ότι δεν ήταν αναγκαίο για την προστασία των δικαιωμάτων του να υποβάλει έγκληση κατά του εγκαλούντος, αφού είχε στη διάθεση του άλλα νόμιμα ένδικα μέσα προσβολής του διαγωνισμού, στα οποία άλλωστε και είχε προσφύγει....". Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα, ένοχος δε απλής δυσφημήσεως. Ειδικότερα κηρύχθηκε ένοχος του ότι "Στην Αθήνα στις 29-5-2000, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτων ισχυρίστηκε για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του. Ειδικότερα υποβάλλοντας την υπό στοιχ. Α μήνυσή του σε βάρος του παραπάνω παθόντος, ισχυρίστηκε ενώπιον τουλάχιστον των προανακριτικών υπαλλήλων, ότι ο εγκαλών, ως πρόεδρος Επιτροπής διενέργειας μειοδοτικού διαγωνισμού προμήθειας φωτεινών σηματοδοτών, που ορίστηκε με την 7090/1999 απόφαση της ΔΕΚΣΟ, ότι αυτός "συνδεόμενος με ισχυρή οικογενειακή φιλία με την οικογένεια ΣΤ-Ζ και εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως Προϊστάμενου και ιεραρχικά ανωτέρου των λοιπών μελών της επιτροπής του Διαγωνισμού, κατάφερε να επιβληθεί προς τους άλλους μηνυόμενους και τελικά να κατακυρωθεί ο διαγωνισμός σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες, γεγονότα αληθινά, πλην όμως μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντα". Για την πράξη του δε αυτή, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρ. 362 ΠΚ, το δικαστήριο επέβαλε στον αναιρεσείοντα ποινή φυλακίσεως τριών μηνών, την οποία ανέστειλε για μία τριετία.
ΙΙΙ. Από την πιο πάνω αντιπαραβολή του αιτιολογικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει, ότι, ενώ, στο αιτιολογικό, γίνεται δεκτό ότι ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων δεν γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών του περί του μηνυτού και πίστευε πεπλανημένα και συγγνωστά ότι αυτά που ισχυρίσθηκε ήσαν αληθή, στο διατακτικό, αντιθέτως, όλως αντιφατικά αναφέρεται ότι οι αυτοί ως άνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου είναι αληθινοί. Ενόψει της προφανούς αυτής, μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, αντίφασης, δημιουργείται ασάφεια και σύγχυση ως προς τι ακριβώς δέχθηκε το Δικαστήριο ως προς το αν τα πιο πάνω δυσφημιστικά γεγονότα ήταν αληθινά, ή όχι, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η πράξη της (απλής) δυσφήμισης, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, μένει ατιμώρητη, κατά τη διάταξη του άρ. 366 παρ.1 εδ. α του ΠΚ (εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παρ. 3 του ίδιου άρθρου), με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να στερείται της επιβαλλόμενης από το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε δεν έχει και νόμιμη βάση.
Συνεπώς, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι και κατ'ουσία βάσιμοι και γι' αυτό, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί εξ ολοκλήρου η πιο πάνω απόφαση.
ΙV. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει τώρα, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β, 370 στοιχ., β και 511, όπως αντικατ. με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναίρεσης οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509 ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση, το αξιόποινο της πράξεως της απλής δυσφήμησης την οποία φέρεται ότι διέπραξε ο κατηγορούμενος και το οποίο είναι πλημμέλημα (αρ.18 εδ β', 362 του ΠΚ), εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής, που συμπληρώθηκε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης , αφού από την τέλεσή της (29-5-2000), μέχρι τη διάσκεψη και τη δημοσίευση της παρούσης, έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της οκταετούς παραγραφής. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση περιέχει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως, ήτοι, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που γίνεται δεκτός, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, μη συντρέχοντος λόγου παραπομπής της υποθέσεως στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 1994/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.

Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του Χ για απλή δυσφήμηση, πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε στην Αθήνα στις 29-5-2000.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, το ακροατήριό του στις 19 Δεκεμβρίου 2008

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή