Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Λαθρεμπορία, Δήμευση.
Περίληψη:
Σε περίπτωση λαθρεμπορίας τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο αυτής δημεύονται και αν εξ οιουδήποτε λόγου ήθελε καταστεί αδύνατη η δήμευση, επιβάλλεται στον ένοχο χρηματική ποινή, ίση με την αξία CIF, προσαυξημένη με τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στα αντικείμενα της λαθρεμπορίας που δεν δημεύθηκαν. Η δήμευση επιβάλλεται υποχρεωτικά. Είτε καταδικασθεί ο κατηγορούμενος (ή ο συνεργός του) είτε απαλλαγεί, επομένως και όταν το Δικαστήριο παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αρκεί δε μόνον, ότι υφίσταται λαθρεμπορία και ότι τα πράγματα που δημεύθηκαν αποτελούν το αντικείμενό της. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως με την οποία ο αναιρεσείων ισχυρίζεται τα αντίθετα.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2050/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Δημακόπουλο, περί αναιρέσεως της 768/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά.
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Ιουλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1389/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 107 παρ. 1 και 2 εδ. β' του ν. 1165/1918, για τον "Τελωνειακό Κώδικα" όπως η παράγραφος 2 εδ. β' είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 32 εδ. α' του ν. 1731/1987, "κατά πάσα περίπτωση λαθρεμπορίας, τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο αυτής δημεύονται και αν εξ οιουδήποτε λόγου ήθελε καταστεί αδύνατη η δήμευση, επιβάλλεται στον ένοχο χρηματική ποινή, ίση με την αξία CIF, προσαυξημένη με τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στα αντικείμενα της λαθρεμπορίας που δεν δημεύθηκαν". Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 160 παρ. 1 και 2 του ν. 2960/2001, για τον "Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα", που ισχύει κατά το άρθρο 185 αυτού από τις 1-1-2002, "σε κάθε περίπτωση λαθρεμπορίας, τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο αυτής δημεύονται ... Εάν για οποιονδήποτε λόγο, ήθελε καταστεί αδύνατη η δήμευση, των (κατά το παρόν άρθρο) αντικειμένων της λαθρεμπορίας, επιβάλλεται στον ένοχο ποινή χρηματική, ίση με την αξία CIF αυτών, επιπροσθέτως πάσης άλλης ποινής επιβαλλόμενης κατά τον παρόντα Κώδικα". Οι νεότερες αυτές διατάξεις του "Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα", με τις οποίες επιβάλλεται χρηματική ποινή, χωρίς προσαυξήσεις, είναι επιεικέστερες κατά τούτο για τον κατηγορούμενο, από εκείνες του προϊσχύσαντος "Τελωνειακού Κώδικα" και επομένως είναι εφαρμοστέες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα λαθρεμπορίας που τελέσθηκαν προ της ισχύος τους. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η δήμευση, η οποία έχει μικτό χαρακτήρα παρεπόμενης ποινής και αποζημιώσεως του Δημοσίου και η οποία ούτε κατά το άρθρο 76 του Ποινικού Κώδικα προϋποθέτει καταδίκη του κατηγορούμενου, επιβάλλεται υποχρεωτικά, είτε καταδικασθεί ο κατηγορούμενος (ή ο συνεργός του) είτε απαλλαγεί, επομένως και όταν το Δικαστήριο παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αρκεί δε μόνον, ότι υφίσταται λαθρεμπορία και ότι τα πράγματα που δημεύθηκαν, αποτελούν το αντικείμενο της και ότι αν για οποιονδήποτε λόγο, δεν κατέστη δυνατή η δήμευση των αντικειμένων της λαθρεμπορίας, επιβάλλεται από το δικαστήριο χρηματική ποινή, ίση με την αξία CIF των αντικειμένων της λαθρεμπορίας. Και η χρηματική δε αυτή ποινή, η οποία αντικαθιστά τη δήμευση των αντικειμένων της λαθρεμπορίας, που δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί, ταυτίζεται με εκείνη και έχει τον ίδιο μικτό χαρακτήρα, δηλαδή ποινής και αποζημιώσεως και επιβάλλεται υποχρεωτικά στον "ένοχο". Ως ένοχος στην περίπτωση αυτή, της υπάρξεως δηλαδή λαθρεμπορίας και λαθρεμπορεύματος, νοείται κατά την έννοια των διατάξεων που αναφέρθηκαν και εκείνος για τον οποίο το Δικαστήριο έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, διότι εξαλείφθηκε το αξιόποινο της πράξεως λόγω παραγραφής. Ερευνάται δηλαδή κατ' εξαίρεση και παρά την παραγραφή της πράξεως (της λαθρεμπορίας), σε πρώτο στάδιο, η ύπαρξη λαθρεμπορίας και αντικειμένου αυτής και σε δεύτερο στάδιο, η αδυναμία της δημεύσεως και η αξία CIF του αντικειμένου της λαθρεμπορίας. Οι διατάξεις δε αυτές δεν είναι αντίθετες με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. α' του ισχύοντος Συντάγματος, κατά την οποία "έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της", αφού δεν πρόκειται για παραβίαση της αρχής αυτής, ούτε με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., για τη "δίκαιη δίκη", αφού όπως αναφέρθηκε αρχικά, η χρηματική ποινή αντικαθιστά επί του προκειμένου τη δήμευση του αντικειμένου του εγκλήματος, η οποία δεν προϋποθέτει καταδίκη. Εξάλλου, στην περίπτωση αυτή, για την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις στην απόφαση, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με την ύπαρξη λαθρεμπορίας και λαθρεμπορεύματος, την αδυναμία της δημεύσεως αυτού για οποιαδήποτε αιτία και την αξία CIF του αντικειμένου της λαθρεμπορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας που συνιστά τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' λόγο αναιρέσεως υπάρχει, με βάση τον γενικό ορισμό, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπερβάσεως σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραλείπει να αποφασίσει κάτι το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του.
Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 768/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για την πράξη της λαθρεμπορίας, τελεσθείσα από αυτόν κατά το έτος 1999 σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, παρά την εξάλειψη του αξιοποίνου αυτής λόγω παραγραφής και την οριστική παύση της ποινικής διώξεως για την πράξη, χρηματική ποινή ποσού 56.811,15 ευρώ, ίση με την αξία CIF των αντικειμένων της λαθρεμπορίας. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής αναφέρονται τα ακόλουθα: "Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος που εξετάσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα πρακτικά συνεδριάσεως, από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, από τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, που αναπτύχθηκαν διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου και από την όλη αποδεικτική διαδικασία, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος ετέλεσε την αποδιδομένη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας, καθόσον πλήρως απεδείχθησαν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο διατακτικό και συγκροτούν την πράξη αυτή κατά την αντικειμενική και υποκειμενική της υπόσταση. Συγκεκριμένα απεδείχθη ότι ο κατηγορούμενος Χ, κάτοικος ..., έμπορος ηλεκτρικών ειδών, κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 1999, αποφάσισε με τεχνάσματα να εισαγάγει στην Ελλάδα και ακολούθως να προωθήσει σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως στην Αγγλία, μεγάλες ποσότητες καπνικών προϊόντων, χωρίς να καταβάλει τους αναλογούντες δασμούς, με σκοπό τον πορισμό κέρδους, αφού η τιμή πωλήσεως των προϊόντων του καπνού εκεί ήταν πολύ υψηλή, ανερχόμενη σε εννέα (9) περίπου ευρώ το πακέτο. Για τον σκοπό αυτό, ανέθεσε στον επαγγελματία οδηγό και ιδιοκτήτη του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... τράκτορα (φορτηγού), φέροντα το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... τρέιλερ, ΑΑ να μεταφέρει για λογαριασμό του, αρχικώς στον ... και εν συνεχεία στην Αγγλία φορτίο με ψυγεία - καταψύκτες. Στα πλαίσια της συμφωνίας τους αυτής, ο ως άνω μεταφορέας, στις 28 Οκτωβρίου του έτους 1998, οδήγησε το προαναφερόμενο αυτοκίνητο του στον ... της ..., στο εκεί κατάστημα ηλεκτρικών ειδών του κατηγορουμένου και φόρτωσε εκατόν σαράντα επτά (147) ψυγεία, τα οποία ήταν συσκευασμένα σε χαρτοκιβώτια, με την εξωτερική ένδειξη "ΨΥΓΕΙΑ", εκτός τριών (3) τα οποία φορτώθηκαν στο πίσω μέρος του τρέιλερ. Όμως, μέσα στα συσκευασμένα ψυγεία, ο κατηγορούμενος είχε αποκρύψει επιμελώς ενενήντα έξι χιλιάδες (96.000) πακέτα τσιγάρα, από τα οποία σαράντα οκτώ χιλιάδες (48.000) ήταν μάρκας SUPERKING και τα υπόλοιπα σαράντα οκτώ χιλιάδες (48.000) ήταν μάρκας REGAL. Δύο ημέρες μετά τη φόρτωση, ήτοι στις 30.10.1999, το ως άνω φορτηγό, με οδηγό τον ΑΑ, επιβιβάστηκε από το λιμάνι της .., στο πλοίο S... Η... II και την 1.11.1999 έφθασε στο λιμένα του ... . Εκεί τη διαδικασία τελωνισμού ανέλαβε να διεκπεραιώσει, κατόπιν εντολής του κατηγορουμένου, η εκτελωνίστρια ΒΒ, η οποία, κατόπιν υποδείξεως του ιδίου, την 1.11.1999 συναντήθηκε στο πρακτορείο "...", που είχε αναλάβει τη μεταφορά των εμπορευμάτων από την ..., με τον συνεργάτη του, ΓΓ, για να της παραδώσει τα απαιτούμενα για τον τελωνισμό έγγραφα και χρήματα. Ο τελευταίος, αφού της συστήθηκε με το ψευδές ονοματεπώνυμο ΓΓ-1, της παρέδωσε το τιμολόγιο που είχε εκδοθεί στην ..., τη διατακτική παραλαβής των εμπορευμάτων, το αντίτυπο Ε της διασάφησης εξαγωγής, που είχε εκδοθεί στο τελωνείο ..., την έγκριση για σύνδεση των ψυγείων, που είχε εκδοθεί από το Υπουργείο Συγκοινωνιών της ..., την απόδειξη πληρωμής του πρακτορείου "..." και αντίγραφο της φορτωτικής. Η ανωτέρω εκτελωνίστρια όταν παρέλαβε από τον κατηγορούμενο τα προαναφερόμενα έγγραφα και διεπίστωσε ότι ως παραλήπτρια των εμπορευμάτων εφέρετο η εδρεύουσα στο ... εταιρεία με την επωνυμία "GRECO SOUND ELECTRONICS LTD", εξήγησε στον ΓΓ ότι, για τον εκτελωνισμό ήταν αναγκαία και η έγγραφη προς αυτήν εξουσιοδότηση του νομίμου εκπροσώπου της παραλήπτριας εταιρείας, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του από δημόσια αρχή. Κατόπιν αυτού, ο ΓΓ προέβη, καθ' υπόδειξη του κατηγορουμένου, στην κατάρτιση πλαστής εξουσιοδοτήσεως του δήθεν νομίμου εκπροσώπου της φερομένης ως παραλήπτριας ως άνω εταιρείας (ανυπάρκτου προσώπου) προς την προειρημένη εκτελωνίστρια, βεβαιώνοντας συνάμα και το γνήσιο της υπογραφής αυτού, την οποία ακολούθως, την 2.11.1999 παρέδωσε στην τελευταία, από την οποία και χρησιμοποιήθηκε στο Α' Τελωνείο ... για τον εκτελωνισμό των επίμαχων εμπορευμάτων. Ας σημειωθεί ότι ο ΓΓ έχει ήδη καταδικασθεί τελεσιδίκως για πλαστογραφία μετά χρήσεως σε βαθμό κακουργήματος και απλή συνεργεία σε λαθρεμπορία με τις υπ' αριθμ. 618 - 618α/2005 και 171/2007 αποφάσεις του Τριμελούς και Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς αντιστοίχως. Με βάση τα ανωτέρω τεχνάσματα και ειδικότερα με την επιμελή απόκρυψη των 96.000 πακέτων τσιγάρων και την πλαστή εξουσιοδότηση, ο κατηγορούμενος επέτυχε να εισαγάγει στην Ελλάδα τα ανωτέρω εμπορεύματα, χωρίς να εκδοθεί για την εισαγωγή τους άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής και χωρίς να καταβληθούν οι αναλογούντες σ' αυτά δασμοί, ανερχόμενοι σε 62.691.959 δραχμές, αφού με την υπ' αριθμ. ... διασάφηση εισαγωγής δηλώθηκαν, τελωνίστηκαν και καταβλήθηκαν οι φόροι μόνο για τα εκατόν σαράντα επτά (147) ψυγεία και όχι για το περιεχόμενο στα ψυγεία αυτά, επιμελώς αποκρυβέν, παράνομο φορτίο καπνού. Μετά από τις διαδικασίες του εκτελωνισμού, το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... φορτηγό αυτοκίνητο, με οδηγό τον ΑΑ, αναχώρησε φορτωμένο με το παράνομο φορτίο του για την Αγγλία, μέσω ...- ..., αφού, προηγουμένως εκδόθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της εδρευούσης στην ... εταιρείας με την επωνυμία "Ελληνική Ραδιοηλεκτρονική Μονοπρόσωπη ΕΠΕ", ΔΔ (έχει ήδη καταδικασθεί για άμεση συνεργεία στη λαθρεμπορία με την υπ' αριθμ. 618 - 618α/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς) και παραδόθηκε στον οδηγό του φορτηγού το υπ' αριθμ. ... δελτίο αποστολής, με το οποίο η εν λόγω εταιρεία εφέρετο να αποστέλλει τα 147 ψυγεία σε εταιρεία της Αγγλίας, έτσι ώστε η διακίνηση να φαίνεται ως πραγματική. Όμως, τελικώς το παράνομο φορτίο αποκαλύφθηκε τυχαία στο ... της Γαλλίας από Γάλλους τελωνειακούς υπαλλήλους, οι οποίοι και το κατέσχεσαν. Υπό τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν σαφώς από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στην αρχή της παρούσης, στοιχειοθετείται πλήρως κατά την αντικειμενική και υποκειμενική της υπόσταση η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας. Όμως, για την πράξη αυτή πρέπει να παύσει οριστικώς η κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, διότι από τον χρόνο τελέσεως αυτής (2.11.1999) μέχρι τη σημερινή δικάσιμο έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο της οκταετίας. Ωστόσο, εφόσον η λαθρεμπορία έχει τελεσθεί και το αντικείμενο αυτής (τσιγάρα) εξήλθε του ελληνικού Κράτους και δεν κατέστη δυνατόν να δημευθεί, πρέπει σύμφωνα με την προεκτεθείσα σχετική νομική σκέψη, ανεξαρτήτως της εξαλείψεως του αξιοποίνου λόγω παραγραφής, να επιβληθεί στον κατηγορούμενο χρηματική ποινή, ίση προς την αξία CIF των αντικειμένων της λαθρεμπορίας χωρίς την προσαύξηση με τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν σ' αυτήν, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό εκτιθέμενα. Η εν λόγω χρηματική ποινή, η οποία, ως προελέχθη, αντικαθιστά τη μη γενομένη δήμευση των αντικειμένων της λαθρεμπορίας, ταυτίζεται με εκείνη, έχουσα τον ίδιο μικτό χαρακτήρα, δηλαδή ποινής και αποζημιώσεως και επιβάλλεται υποχρεωτικώς είτε καταδικασθεί ο κατηγορούμενος είτε απαλλαγεί, είτε παύσει οριστικώς η εναντίον του ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής". Η αιτιολογία αυτή που διέλαβε το Δικαστήριο της ουσίας στην προσβαλλόμενη απόφαση του, είναι η απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού βεβαιώνεται η τέλεση λαθρεμπορίας και η ύπαρξη αντικειμένων αυτής που εξήλθαν από την Ελληνική Επικράτεια και η δήμευση τους κατέστη αδύνατη, αναφέρεται δε και η αξία CIF των λαθρεμπορευμάτων, ισόποση της χρηματικής ποινής, που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα, για τον οποίο το Δικαστήριο έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, ενώ όπως προαναφέρθηκε δεν είναι αντίθετες οι διατάξεις αυτές ούτε προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. α' του ισχύοντος Συντάγματος, ούτε προς τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Επομένως οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' και Η' του Κ.Π.Δ., δύο λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται από τον αναιρεσείοντα τα αντίθετα και ειδικότερα η αιτίαση ότι παρά την προ πολλού χρόνου επέλευση της παραγραφής, το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του καθ' υπέρβαση της εξουσίας του, ερεύνησε την υπόθεση κατ' ουσίαν, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 160 παρ. 2 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (Ν. 2960/2001) και διέλαβε σκέψεις για την ενοχή του είναι αβάσιμοι, αφού, όπως προαναφέρεται, το Τριμελές Εφετείο ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις παραπάνω διατάξεις, τις οποίες δεν παρεβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, ερεύνησε μεν την ουσία της υποθέσεως, αλλά δεν διέλαβε στο αιτιολογικό της αποφάσεως σκέψεις για την ενοχή του αναιρεσείοντος, περιορισθέν μόνο στο αν τελέσθηκε πράγματι λαθρεμπορία και ποια ήσαν τα αντικείμενα αυτής και, σε καταφατική περίπτωση, αν κατέστη αδύνατη η δήμευση των λαθρεμπορευμάτων και ποια ήταν η αξία cif αυτών, προκειμένου, να επιβάλλει αντί για τη δήμευση την προαναφερόμενη ποινή.
ΕΠΕΙΔΗ, μετά από αυτά, και ενόψει του ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την 81/7.7.2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της 768/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ευρώ (220 €).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ