Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2194 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Δημόσια κτήματα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Νομή, Χρησικτησία.




Περίληψη:
Εισαγωγή στη Δωδεκάνησο του Ελληνικού δικαίου. Προϊσχύσαν και ισχύον δίκαιο στη Δωδεκάνησο. Ποιά ακίνητα είναι μουλκ και δημόσιες γαίες. Διάκριση ακινήτων κατά Οθωμανικό δίκαιο που διατηρήθηκε με Κτηματολογικό Κανονισμό και εξακολουθεί να ισχύει ως τοπικό δίκαιο. Δικαίωμα τεσσαρούφ (διηνεκούς εξουσίασης επί δημοσίων γαιών.) Το Οθωμανικό δίκαιο δεν προέβλεπε χρησικτησία. Ο Ιταλικός Αστικός Κώδικας του 1865 και του 1942 προέβλεπαν 30ετή και 20ετή αντίστοιχα χρόνο ασκήσεως συνεχούς, όχι διακεκομμένης, δημόσιας, ειρηνικής και αναμφίβολης νομής για απόκτηση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. εφαρμοζόταν δε στη Σύμη, όπου δεν έχει καταρτισθεί κτηματολόγιο. Τακτική χρησικτησία με τους Κώδικες αυτούς. Από της εφαρμογής του Ιταλικού δικαίου στη Δωδεκάνησο (1.1.1932) μέχρι και την εισαγωγή του α.κ. (30.12.1947) δεν συμπληρώνεται ο κατά τον Ιταλικό Α.Κ. χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, ενώ για τις δημόσιες γαίες για τα νησιά, όπως η Σύμη, όπου δεν ισχύει ο Κτηματολογικός Κανονισμός, εάν υπάρχει δικαίωμα εξουσιάσεως, είτε με ταπί, είτε με 10ετή εξουσία, που είχε συμπληρωθεί πριν της 10.1.1949, που τέθηκε σε ισχύ ο α.ν. 1539/1938, αυτές περιέρχονται στον κατέχοντα κατά το άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2100/1952. Αν υπό την επίφαση της παραβιάσεως κανόνα δικαίου, πλήττεται η απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος, ενώ το αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα δικαίου.




Αριθμός 2194/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει την Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ο. Μ. του Ν. και 2) Χ. Μ. του Ν., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καραγκούνη, ο οποίος ανακάλεσε την από 30/9/2013 δήλωσή του και παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/3/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 179/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 26/2012 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 25/5/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 18/9/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αναίρεση.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή με το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. α' του Ν.510/1947, που ίσχυσε από τη δημοσίευσή του και στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (30.12.1947), σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτού, εισήχθησαν στη Δωδεκάνησο ο Αστικός Κώδικας, ο Εισαγωγικός Νόμος του ΑΚ και το ΝΔ 7/10 Μαΐου 1945. Με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, ορίζεται ότι η κτήση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος, που επήλθε πριν την εισαγωγή αυτού, κρίνεται κατά το δίκαιο, το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα τα προς κτήση αυτού πραγματικά γεγονότα. Περαιτέρω η ακίνητη περιουσία στα Δωδεκάνησα, πριν από την εισαγωγή του Ιταλικού ΑΚ, η οποία πραγματοποιήθηκε από 1.1.1932, με το υπ' αριθμ. 200/1931 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη, ρυθμιζόταν από το Οθωμανικό δίκαιο. Με το άρθρο 1 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 17ης Ραμαζάν 1274 (1856), σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2, 3, 4, 5, 91-102 και 103-105 του ίδιου νόμου, η ακίνητη ιδιοκτησία διακρίνεται στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) στις οποίες αυτός που τις εξουσίαζε είχε πλήρες και απόλυτο δικαίωμα κυριότητας και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους, με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, β) τις δημόσιες γαίες (μιριγιέ ή εραζί εμιριέ ή αρζί μιρί), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ) τις αφιερωμένες γαίες (βακούφια), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μετρουκέ, οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε) τις νεκρές γαίες (μεβάτ, τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούν γαίες και κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο (Ολ.ΑΠ 1/2013). Ειδικότερα ως ακίνητα ελευθέρας ιδιοκτησίας (μουλκ) το Οθωμανικό δίκαιο αναγνωρίζει προς όφελος των υπηκόων του (μουσουλμάνων και μη), μόνο τα αστικά ακίνητα (οικόπεδα, αυλές, κήπους, οικίες και γενικότερα οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες) και επίσης τα καρποφόρα δέντρα που βρίσκονται στις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, ενώ στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (μιριγιέ ή εραζί εμιριέ ή αρζί μιρί) ανήκουν οι αγροτικές εκτάσεις και συγκεκριμένα οι καλλιεργήσιμοι αγροί, οι βοσκές (χειμερινές και θερινές), οι λειμώνες (τσαΐρια), τα δάση, οι εκτάσεις που είχαν φυτευθεί με δένδρα, τα οποία δεν καλλιεργεί κανείς κ.λ.π. Οι εν λόγω δημόσιες γαίες μπορούσαν να παραχωρηθούν από το Οθωμανικό Δημόσιο σε ιδιώτες με την καταβολή δικαιώματος (ταπίου) και ετήσιας δόσης, οπότε εκδιδόταν σχετικός τίτλος (ταπίο). Οι ιδιώτες με την παραχώρηση αυτή δεν αποκτούσαν πλήρες δικαίωμα κυριότητας στην παραχωρηθείσα έκταση, αλλά δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης ή ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ), ενώ το δικαίωμα ψιλής κυριότητας (ρεκαμπέ) διατηρούσε το Οθωμανικό Δημόσιο. Ανεξάρτητα όμως από την ως άνω παραχώρηση, ειδικά επί καλλιεργησίμων αγρών, δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσαρούφ) μπορούσε να αποκτήσει και ο σφετεριστής, ο οποίος καταλάμβανε, εξουσίαζε και καλλιεργούσε δημόσιες γαίες επί δεκαετία, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, κατά το άρθρο 78 του ως άνω νόμου περί γαιών, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 των οδηγιών περί εγγραφών ταπίων της 7 Σαμπάν 1276, χωρίς δηλαδή να απαιτείται και η έκδοση τίτλου (ταπίου) στο όνομα του σφετεριστή, η έκδοση του οποίου άλλωστε ήταν αποδεικτική και όχι συστατική, του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως. Προϋπόθεση όμως για την κτήση του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από το σφετεριστή, είναι όχι μόνο η χωρίς δικαστική αμφισβήτηση εξουσίαση του αγρού επί μία δεκαετία, αλλά και η καλλιέργεια αυτού. Αντίθετα, από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 1248 του Οθωμανικού ΑΚ, όπου αναφέρονται οι διάφοροι τρόποι κτήσεως της κυριότητας, στους οποίους όμως δεν περιλαμβάνεται η χρησικτησία και εκείνης του άρθρου 1660 του Οθωμ. ΑΚ, που προβλέπει την 15ετή αποσβεστική παραγραφή των αγωγών υπέρ του κατόχου, χωρίς συγχρόνως να αναγνωρίζει την κτητική παραγραφή (χρησικτησία), προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία υπό το κράτος του Οθωμανικού δικαίου και μάλιστα τόσο επί των ακινήτων ελευθέρας κυριότητας, όσο και επί των δημοσίων γαιών, με την επιφύλαξη των προαναφερθέντων για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από τον σφετεριστή, που καλλιέργησε δημόσια γη επί δεκαετία, κατά το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών. Οι ανωτέρω διακρίσεις των ακινήτων, σύμφωνα με την προαναφερθείσα Οθωμανική νομοθεσία, διατηρήθηκαν σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου (Διάταγμα με αριθμό 132/1929 του Ιταλού Κυβερνήτη), ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, με το άρθρο 8 παρ. 2 του Ν.510/1947. Μάλιστα οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 8 του Κτηματολογικού Κανονισμού, επειδή αφορούν σε όλες τις διακρίσεις των ακινήτων και το περιεχόμενο των δικαιωμάτων σ' αυτά, έχουν εφαρμογή σε όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου και επομένως και στη Σύμη, αφού η εφαρμογή τους δεν έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη και την λειτουργία των Κτηματολογικών γραφείων, τα οποία δεν έχουν ιδρυθεί στο νησί αυτό. Ο θεσμός της χρησικτησίας για πρώτη φορά εισήχθη στα Δωδεκάνησα μετά την εισαγωγή σ' αυτήν του Ιταλικού Αστικού Κώδικα του 1865, με το υπ' αριθμ. 200/31.10.1931 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη από 1.1.1932. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 685, 686, 2105, 2106 και 2135 του εν λόγω Ιταλικού ΑΚ του 1865 προκύπτει ότι αυτός που έχει συνεχή, όχι διακεκομμένη δημόσια, ειρηνική, αναμφίβολη νομή σε ακίνητο με διάνοια κυρίου, αποκτά σ' αυτό εμπράγματο δικαίωμα κυριότητος μετά από τριάντα χρόνια (κτητική παραγραφή). Η εν λόγω κτητική παραγραφή, όσο αφορά τη Σύμη, όπου δεν έχει καταρτιστεί Κτηματολόγιο και συνακόλουθα δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κτηματολογικού Κανονισμού, εκτός από εκείνες των άρθρων 1-8, εφαρμόζεται και επί ακινήτων που ανήκαν στην ιδιωτική περιουσία του Κράτους, κατά το άρθρο 2114 του Ιταλικού ΑΚ του 1865. Στη συνέχεια ως προς το ζήτημα της χρησικτησίας μετά την εφαρμογή του Ιταλικού ΑΚ 1942, από 21-4-1942 με το υπ' αριθμ. 170/1942 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1140 του εν λόγω ΑΚ/1942, από τις οποίες (διατάξεις) προκύπτει ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας σε πράγμα, μετά την πάροδο εικοσαετίας στη φυσική εξουσίασή του από το νομέα, ο οποίος ασκεί σ' αυτό με διάνοια κυρίου δραστηριότητες που ανταποκρίνονται στην, κατά προορισμό, χρήση του. Αναφορικά με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας και στα δύο ανωτέρω νομοθετήματα της Ιταλικής νομοθεσίας, προβλεπόταν ως τρόπος χρήσης η δεκαετής κτητική παραγραφή, με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη. Ακόμα, μετά την έναρξη ισχύος του Ελληνικού ΑΚ στη Δωδεκάνησο από 30.12.1947, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1041, 1045, 1051 και 974 ΑΚ, από τις οποίες προκύπτει ότι αυτός που έχει τη φυσική εξουσία στο πράγμα με διάνοια κυρίου (νομή) και την ασκήσει για χρονικό διάστημα είκοσι ετών καθίσταται κύριος με έκτακτη χρησικτησία (άρθρο 1045) με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή με καθολική ή ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρ. 1051), καθώς και όποιος ασκεί πράξεις νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για δέκα χρόνια αν το πράγμα είναι ακίνητο (άρθρ. 1041), καθίσταται κύριος με τακτική χρησικτησία. Ενόψει όμως του ότι το Οθωμανικό δίκαιο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν αναγνωρίζει το θεσμό της χρησικτησίας, χρόνος νομής που διανύθηκε, όταν ίσχυε το Οθωμανικό δίκαιο, ήτοι πριν την 1 Ιανουαρίου 1932, δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας στα Δωδεκάνησα (ΑΠ 725/2010, ΑΠ 810/2010). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω εάν κάποιος καταλάβει "μούλκιο" οποτεδήποτε πριν την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, δεν είναι δυνατή από αυτόν η κτήση κυριότητας του ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ιταλικού Αστικού Κώδικα του 1865 και του Ιταλικού ΑΚ του 1942, γιατί από την 1η Ιανουαρίου 1932, οπότε αρχίζει να τρέχει ο χρόνος χρησικτησίας μέχρι την 30.12.1947 (εισαγωγή του ΑΚ στη Δωδεκάνησο), δεν συμπληρώνεται σύμφωνα με τις περί τούτου διατάξεις των άρθρων 64 και 65 ΕισΝΑΚ, ο αναγκαίος χρόνος στη νομή του πράγματος (ΑΠ 1551/2001), ενώ όσον αφορά τις δημόσιες γαίες, για τα ακίνητα των νησιών όπως η Σύμη, όπου δεν εφαρμόζεται ο Κτηματολογικός Κανονισμός, στο άρθρο 9 παρ. 1 εδ. α' του Ν.2100/1952 ορίζεται ότι στα ακίνητα της κατηγορίας αυτής, για τα οποία υπάρχει δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ) με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν (δηλαδή είτε με ταπί, είτε με 10ετή εξουσία, που είχε συμπληρωθεί πριν από τις 10.1.1947 που τέθηκε σε ισχύ στα Δωδεκάνησα ο αν.1539/1938, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του οποίου απαγορεύεται η παραγραφή κάθε δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτων), αποσβένεται οποιοδήποτε δικαίωμα του Δημοσίου και οι έχοντες δικαίωμα εξουσιάσεως αποκτούν αυτοδικαίως χωρίς καμμία άλλη διατύπωση, την πλήρη κυριότητα (ΑΠ 1814/2012).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. αναίρεση επιτρέπεται για (ευθεία) παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα δεκτά, από εκείνο, ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν εφαρμόσει τον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμόσει αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου (Ολ. ΑΠ 1/2013, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 568/2013). Εξάλλου, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 1023/2013, ΑΠ 834/2013, ΑΠ 609/2013). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία)). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης, προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 179/2013, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 846/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ), το Εφετείο από τη συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, σε σχέση με την αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή των αναιρεσιβλήτων (λόγω ειδικής διαδοχής από την άμεση δικαιοπάροχό τους, της οποίας η δικαιοπάροχος κατέστη κυρία από έκτακτη χρησικτησία ακινήτου κειμένου στη…, νομικής φύσεως μούλκ και διόρθωσης πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο Σύμης) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Με το υπ' αριθμ. .../21-7-2000 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ρόδου Χρυσάνθης Μήτσου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σύμης στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό …, οι ενάγοντες απέκτησαν λόγω πώλησης από τη Μ. σύζυγο Γ. Κ. το γένος Α. Μ., κατ' ιδανικό μερίδιο 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, τη συγκυριότητα ενός οικοπέδου εντός οικισμού, άρτιου και οικοδομήσιμου, έκτασης 5.150 τ.μ., που ευρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σύμης της νήσου Σύμης Δωδεκανήσου και συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησίες πρώην Ι. Δ. και ήδη Ι. Τ., πρώην Ι. Τ. και ήδη … και Κ. Μ. (Π.), ανατολικά με ιδιοκτησίες Ι. Χ., νότια με δημοτικό χώρο (φωτισμό) και δημόσια οδό προς Γιαλό Σύμης και δυτικά με ιδιοκτησίες Μ., Ε. Κ. και κληρονόμων Γ. Δ., όπως ειδικότερα απεικονίζεται και αποτυπώνεται κατά τη θέση και τα όρια του με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ...Φ-Χ-Ψ-Α στο ενσωματωμένο στην αγωγή από Ιούλιο του 2000 τοπογραφικό διάγραμμα της αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Ε. Β.. Η δικαιοπάροχος των εναγόντων Μ. Κ. είχε αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου αυτού σταδιακά από τη μητέρα της ’. Ι. Μ., το γένος Ι. Τ. και συγκεκριμένα με το υπ' αριθμ. .../10-9-1979 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ρόδου Μιχάηλ Λέργου απέκτησε λόγω προίκας το τμήμα Β έκτασης 2.986,25 τ.μ., όπως αυτό απεικονιζόταν στο με ημερομηνία Αύγουστος του 1979 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ε. Ε., που επισυναπτόταν στο εν λόγω συμβόλαιο, ενώ με το υπ' αριθμ.../7.11.1990 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ρόδου Αριστέας Ηρακλείδου - Περίδου απέκτησε από τη μητέρα της, λόγω γονικής παροχής, τμήμα έκτασης 2.914,50 τ.μ., όπως αυτό απεικονιζόταν στο με ημερομηνία 5 Αυγούστου του 1990 σχεδιάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Ν. Α., που επισυναπτόταν στον εν λόγω τίτλο κτήσης. Και τα δύο ανωτέρω συμβόλαια έχουν μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σύμης, το μεν πρώτο στον τόμο … με α.α. …, το δε δεύτερο στον τόμο …με α.α. …, όπως προκύπτει από το προσαγόμενο από τους ενάγοντες υπ' αριθμ. 79/2000 πιστοποιητικό της εκτελούσας χρέη υποθηκοφύλακα συμβολαιογράφου Σύμης Ε. Μ.. Στην ’. Μ. το επίδικο είχε περιέλθει κατά το έτος 1925, όταν, κατά τα έθιμα της Σύμης, περιήλθε όλη η περιουσία της μητέρας της Δ. Χ. συζ. Ι. Τ. σ' αυτήν, λόγω του ότι η μητέρα της, μετά το θάνατο του συζύγου της Ι. Τ., τέλεσε δεύτερο γάμο. Στη δε Δ. Χ. το ακίνητο είχε περιέλθει ως προίκα με τον υπ' αριθμ. …/1919 προικοκατάλογο από τη μητέρα της Α. Χ.. Οι δικαιοπάροχοι της ’. Μ. καλλιεργούσαν το ακίνητο στα πιο εύφορα τμήματα του λόγω του πετρώδους του εδάφους, διαμορφωμένα σε βαθμίδες (δαμάκια) με κηπευτικά. Τις πράξεις αυτές νομής συνέχισε να ασκεί και η απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων ’. Μ., αρχικό, όσο ήταν ανήλικη δια της μητέρας της Δ. Χ., μετά δε την ενηλικίωση της προσωπικά η ίδια για λογαριασμό της. Ειδικότερα από το 1925, που περιήλθε το ακίνητο σ' αυτήν, ιδίως δε από το 1947, χρονολογία που ενδιαφέρει εν προκειμένω, η ’. Μ. κατείχε με διάνοια κυρίας το ακίνητο επιβλέποντας το, περιφράσσοντας το και καλλιεργώντας το με σιτάρι και κριθάρι και στα πιο καθαρό σημεία του με οπωροκηπευτικά είδη, τα οποία προορίζονταν για τις προσωπικές και οικογενειακές της ανάγκες, μέχρι τα έτη 1965-1970, οπότε διανοίχθηκε ο δημόσιο δρόμος, που ενώνει το γιαλό με το χωριό, γεγονός που οδήγησε στην αστικοποίηση της περιοχής και στην εγκατάλειψη των καλλιεργειών τόσο στο επίδικο όσο και στα γύρω απ' αυτό ακίνητα. Έκτοτε όμως η ’. Μ. συνέχισε να κατέχει το ακίνητο, ως ανωτέρω, το επέβλεπε και συντηρούσε τον πετρόκτιστο τοίχο που υπήρχε μέσα σ' αυτό και χρησίμευε στη συγκράτηση των νερών και των χωμάτων και στην αντιστήριξη των βαθμίδων, μέχρι και το έτος 1979, κατά το ένα τμήμα του και το έτος 1990 κατά το υπόλοιπο, που τα μεταβίβασε στην κόρη της Μ. Κ., άμεση δικαιοπάροχο των εναγόντων, με τα προαναφερόμενα υπ' αριθμ. .../10.9.1979 και .../7.11.1990 συμβόλαια. Σύμφωνα με τα παραπάνω, κατά τους χρόνους που το μεταβίβασε τμηματικά στη δικαιοπάροχο των εναγόντων (1979 και 1990) η ’. Μ. είχε καταστεί κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία, αφού το νεμόταν συνεχώς από το έτος 1947, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας.
Συνεπώς, τόσο η δικαιοπάροχος των εναγόντων Μ. Κ., όσο και οι ίδιοι οι ενάγοντες κατέστησαν κύριοι του ακινήτου, με τους προαναφερόμενους τίτλους (.../1979 και .../1990 συμβόλαιο η πρώτη και .../2000 συμβόλαιο οι δεύτεροι), αφού απέκτησαν παρά κυρίου. Εν τούτοις, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της νήσου Σύμης, αν και οι ενάγοντες υπέβαλαν εμπρόθεσμα αιτήσεις καταχώρισης του ακινήτου στο όνομα τους, το εναγόμενο δια της Δ/νσης Δασών Δωδεκανήσου με την υπ' αριθμ. πρωτ. 22.339/29.4.2002 δήλωση ιδιοκτησίας, διεκδίκησε δικαίωμα κυριότητας και τελικά, όταν το ακίνητο έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ ... καταχωρίστηκε κατά την πρώτη εγγραφή στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, μετά από απόρριψη των προσφυγών που άσκησαν οι ενάγοντες στη δευτεροβάθμια επιτροπή κτηματογράφησης. Η τελευταία εξέδωσε τις υπ' αριθμ. 10071/2/25/20 (28733) και 10071/2/25/18 (25792.225) αποφάσεις της, με τις οποίες απέρριψε τις προσφυγές, επί τη βάσει ότι το επίδικο δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, που αναφέρονται στην δια χρησικτησίας σε βάρος του Δημοσίου κτήση κυριότητας για ακίνητο εντός σχεδίου πόλεως. Απεδείχθη όμως από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα ότι ουδέποτε το επίδικο ακίνητο ήταν δάσος ή δασική έκταση. Ευρίσκεται εντός προϋφιστάμενου του 1923 οικισμού, εντός οικισμού ευρίσκετο και επί τουρκοκρατίας, εκαλλιεργείτο από τότε, όπως και τα γύρω απ' αυτό ακίνητα, στα οποία υπήρχαν πάντα οικίες και περιβόλια, ούτε υπήρξε κατά το παρελθόν σ' αυτό βλάστηση τέτοια που να εμπίπτει στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης, όπως την ορίζει το άρθρο 3 § 1, 2 του ν. 998/1979. Πέραν της πρόδηλης αντίφασης των θέσεων των δύο υπηρεσιών του Δημοσίου (Δ/νση Δασών και Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Κτηματογράφησης), αφού το ίδιο ακίνητο δεν μπορεί να είναι και εντός οικισμού και να διεκδικείται ταυτόχρονα από τη Δ/νση Δασών, η κρίση του Δικαστηρίου ότι ουδέποτε το ακίνητο υπήρξε δάσος ενισχύεται και α) από την αιτιολογία και το συμπέρασμα της με ημερομηνία Ιούλιος 2007 έκθεσης φωτοερμηνείας και χαρακτηρισμού του δασολόγου - περιβαλλοντολόγου Κ. Π., όπως υπερτονίζεται το βραχώδες της υφής του εδάφους του επιδίκου, αλλά και τα εγκαταλελειμμένα "δαμάκια", τα οποία στις μεν αεροφωτογραφίες του 1987 έχουν ήδη υπερκαλυφθεί με ποώδη βλάστηση (ρίγανη και γαϊδουράγκαθα) και υπάρχει ένα άτομο υψηλής βλάστησης (συκιά), το οποίο εντοπίζεται και στις αεροφωτογραφίες του 1999, γεγονός που καταδεικνύει την εγκατάλειψη της καλλιέργειας του περί τα έτη 1965-1970, αλλά και β) από το γεγονός ότι η κτηματογράφηση όλων των παρακειμένων και ομόρων ιδιοκτησιών έγινε κανονικά, οι ιδιοκτήτες αυτών αναγράφηκαν κανονικά στις πρώτες εγγραφές και δεν τέθηκε θέμα δασώδους έκτασης ή διεκδίκησης τους από το Δημόσιο λόγω δασικού χαρακτήρα, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορεί το τυχόν δάσος να περιοριζόταν στην έκταση των (5) στρεμμάτων του επιδίκου. Με τα δεδομένα, συνεπώς, αυτά δεν υφίσταται ζήτημα κυριότητας του Δημοσίου, που κατά μαχητό τεκμήριο είναι κύριο των δασικών εκτάσεων. Το Δημόσιο διεκδίκησε προφανώς το ακίνητο αυτό, για το λόγο ότι σύμφωνα με το υπ' αριθμ. πρωτ. 2.528/6-8-2009 έγγραφο της Δ/νσης Δασών Δωδεκανήσου, διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν τεκμήρια καλλιέργειας, δηλαδή βαθμίδες, δενδροκαλλιέργειες, ίχνη άροσης κ.λπ και μόνο μία ξερολιθιά ήταν το στοιχείο της ανθρωπογενούς επίδρασης στο περιβάλλον, αυτό όμως εξηγείται από το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, η καλλιέργεια του επιδίκου έπαψε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και δεν προσδίδει δασικό χαρακτήρα στο επίδικο. Επομένως, το Ελληνικό Δημόσιο χωρίς δικαίωμα διεκδικεί το ακίνητο των εναγόντων, οι δε καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις του περί ιδίας κυριότητας ως δημόσιας δασικής έκτασης ή και δημόσιας γαίας (εραζί-εμιριέ) είναι απορριπτέες ως αβάσιμες κατ' ουσίαν.
Συνεπώς η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε ως ουσία βάσιμη την αγωγή αναγνωρίζοντας τους ενάγοντες συγκυρίους του ακινήτου δυνάμει του υπ' αριθμ. .../2000 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις και εκτίμησε τις αποδείξεις, ο δε τα αντίθετα υποστηρίζων πρώτος λόγος της έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου είναι ουσία αβάσιμος και απορριπτέος.
Από τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι οι λόγοι της έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλ' απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή, σε περίπτωση βασιμότητάς τους, να επέρχεται, ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Έτσι, στην περίπτωση που το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, με την έφεση δε πλήττονται μεν όλες, πλην όμως οι λόγοι της έφεσης που πλήττουν μία από αυτές απορρίπτονται ως αβάσιμοι, κάθε άλλος λόγος που πλήττει την απόφαση ως προς τις λοιπές (επάλληλες αιτιολογίες), είναι αλυσιτελής και απορρίπτεται ως απαράδεκτος, διότι το διατακτικό της απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς επί της μιας και μόνο των ως άνω αιτιολογιών Με το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγο της έφεσης του το Ελληνικό Δημόσιο πλήττει την επάλληλη αιτιολογία της εκκαλουμένης, με την οποία αυτή έκρινε ότι η απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων ’. Μ. είχε καταστεί κυρία του ακινήτου και δυνάμει του άρθρου 9 παρ. 1α του Ν.2100/1952, διότι επί του ακινήτου δια της 10ετούς συνεχούς καλλιέργειας μέχρι το έτος 1949 είχε αποκτήσει το δικαίωμα της διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), το οποίο δυνάμει του προαναφερομένου άρθρου τράπηκε αυτοδικαίως σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας. Οι λόγοι αυτοί είναι αλυσιτελείς και ως εκ τούτου απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποία πλήττεται η απόφαση ως προς την άλλη (επάλληλη) αιτιολογία της εκκαλουμένης ότι η ως άνω δικαιοπάροχος των εναγόντων είχε καταστεί κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, απορρίφθηκε ως αβάσιμος, η τελευταία δε αυτή αιτιολογία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της απόφασης.". Ακολούθως το Εφετείο αφού απέρριψε τόσο την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, όσο και την έφεση των νικησάντων πρωτοδίκως αναιρεσιβλήτων, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως, τόσο ως προς τη νομική φύση του επιδίκου ως ακινήτου ελευθέρας ιδιοκτησίας - μουλκ - τόσο υπό το προϊσχύσαν του Αστικού Κώδικα Οθωμανικό δίκαιο και τον Κτηματολογικό Κανονισμό, που διατηρήθηκε ως τοπικό δίκαιο και μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, όσο και των διατάξεων του Αστικού Κώδικα από 30.12.1947 περί κτήσεως κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία και με παράγωγο τρόπο, ενώ ως προς την επάλληλη αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης, κατά την οποία και αν ακόμη το επίδικο ήταν δημόσια καλλιεργήσιμη γαία, τούτο είχε περιέλθει στην πλήρη κυριότητα της απώτερης δικαιοπαρόχου των εναγόντων ’. Μ., κατά το άρθρο 9 παρ. 1α του Ν.2100/1952, η προσβαλλομένη απόφαση έκρινε ότι οι λόγοι εφέσεως που πλήττουν την επάλληλη αυτή αιτιολογία είναι αλυσιτελείς, αφού το διατακτικό της εκκαλουμένης, που ενσωματώθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση (ΑΠ 1451/2013) στηρίζεται αυτοτελώς από τις λοιπές επάλληλες, ως προς τη βάση περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου απαιτήσεως κυριότητας, αιτιολογίες, η κατά των οποίων έφεση απορρίφθηκε. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις μνημονευθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ιδιαίτερα εκείνες περί παραγώγου και περί έκτακτης χρησικτησίας του ΑΚ (1033, 1509, 1045 ΑΚ) και τις διατάξεις 1-5, 78, 91-105 του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856), καθώς και των άρθρων 1, 2 και 4 εδ. α', β', δ', ε' και στ' του Κτηματολογικού Κανονισμού, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχε λόγος εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 2 ΑΝ 1539/1938, καθώς και των διατάξεων του από 31.12.1948/10.1.1949 Β Δ/τος, αφού κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά το επίδικο ακίνητο ήταν ανέκαθεν αστικό-μούλκιο-ευρισκόμενο εντός οικισμού κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και δεκτικό χρησικτησίας για το επέκεινα της ισχύος του Αστικού Κώδικα (30.12.1947) διάστημα, ενώ δεν ήταν δημόσια γαία, ώστε να συντρέχει λόγος εφαρμογής των εν λόγω περί μη παραγραφής των δικαιωμάτων του Δημοσίου διατάξεων. Ενόψει τούτων ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες το επίδικο δεν είναι εντός οικισμού, αλλά στα όρια οικισμού και ότι εφόσον είναι μεγαλύτερο από μισό στρέμμα δεν είναι μούλκιο, καθώς και ότι εφόσον ήταν καλλιεργήσιμο είναι δημόσια γαία και όχι μούλκιο, στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στα όρια οικισμού, ενώ αυτό βρίσκεται εντός οικισμού κατά τα λοιπά είναι απαράδεκτος γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως των προαναφερθεισών διατάξεων του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών, που εξακολουθεί κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό να ισχύει ως τοπικό δίκαιο, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Ειδικότερα, κατ' ανέλεγκτη κρίση, έγινε δεκτό ότι κατά το χρόνο ισχύος των διατάξεων του Οθωμανικού Νόμο περί Γαιών, το επίδικο ακίνητο βρισκόταν εντός οικισμού και ότι ως εκ τούτου ήταν αστικό και ιδιόκτητη γη, δεκτική έκτακτης χρησικτησίας για το επέκεινα της ισχύος του Αστικού Κώδικα (30.12.1947) χρονικό διάστημα και ότι η απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων ’. Μ. απέκτησε κυριότητα με τον πρωτότυπο αυτό τρόπο, ενώ οι ίδιοι και η άμεσος δικαιοπάροχός τους Μ. Κ. απέκτησαν παρά κυρίων με τους περιγραφομένους στην προσβαλλομένη απόφαση παραγώγους τρόπους. Εξάλλου η χρήση του επιδίκου ακινήτου για την καλλιέργεια κηπευτικών και δημητριακών δεν επηρεάζει τη νομική του φύση ως αστικού ακινήτου-μουλκίου και δεν την μεταλλάσσει σε αγροτική έκταση, δεν ενέχουν δε αντίφαση οι οικείες παραδοχές, αφού την ιδιότητα του μουλκίου την προσδίδει η τοποθεσία του ακινήτου εντός οικισμού, ενώ προσέτι μούλκια είναι και οι κήποι και οι αυλές. Ενόψει τούτων οι οικείες αιτιάσεις περί αντιφατικών αιτιολογιών είναι αβάσιμες, πρέπει δε και ο ερευνώμενος δεύτερος, από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αναιρετικός λόγος να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 Κ.Πολ.Δικ.) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των εχόντων κοινή δικαστική εκπροσώπηση αναιρεσιβλήτων, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝ Κ.Πολ.Δικ. και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικων και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ β' 11/20.1.1993), και εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987 (ΑΠ 833/2013, ΑΠ 1023/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-5-2012 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ' αριθμό 26/2012 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή