Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 152 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Ναρκωτικά, Δημοσιότητα διαδικασίας.




Περίληψη:
Κατοχή - διάθεση ναρκωτικών ουσιών. Ακυρότητα: 1) από εξέταση μάρτυρα που εκτέλεσε προανακριτικά καθήκοντα, 2) από λήψη υπόψη απολογίας συγκατηγορούμενου, ως μόνου αποδεικτικού μέσου, 3) παραβίαση της δημοσιότητας. Απορρίπτονται οι παραπάνω λόγοι.




Αριθμός 152/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1) Χ1 κατοίκου ..... και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαϊωάννου και 2) Χ2 κατοίκου ..... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδος, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λαφαζάνο, για αναίρεση της 2872/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Δεκεμβρίου 2007 και 21 Φεβρουαρίου 2008 αιτήσεις τους αναιρέσεως ως και στο από 10 Σεπτεμβρίου 2008 δικόγραφο των προσθέτων λόγων του Χ1, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 706/2008.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου δύο αιτήσεις αναιρέσεως, η πρώτη με χρονολογία 3/12/2008 του Χ1 και η δεύτερη με χρονολογία 21-2-2008 του Χ2 στρεφόμενες και οι δύο κατά της ίδιας καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με αριθμό 2872/2007, καθώς και οι επί της πρώτης αιτήσεως από 10/9/2008 πρόσθετοι λόγοι και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Κατ' άρθρο 211 ΚΠΔ, με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο : α) όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέως της ανακρίσεως στην ίδια υπόθεση, β)... Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ναl μεν η απαγγελομένη ακυρότητα είναι σχετική, όμως, εκ του ότι δύναται αυτή να προταθεί, κατ' άρθρο 173 παρ.1 σε συνδ. προς αρθρ. 174 παρ.1, μέχρις ότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε τελευταίο βαθμό και συνεπώς εκ του ότι δύναται να προταθεί για πρώτη φορά κατ' έφεση (όχι όμως και ενώπιον του Αρείου Πάγου) συνάγεται ότι η ακυρότητα υφίσταται, καλυπτόμενη όμως εφόσον ο κατηγορούμενος δεν εναντιώθηκε στην εξέταση του μάρτυρα αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται, δεν προκύπτει ότι ο αστυνομικός Μ1 που εξετάστηκε ως μάρτυρας στο ακροατήριο, άσκησε προανακριτικά καθήκοντα στην κρινόμενη υπόθεση, αλλά και ότι οι αναιρεσείοντες, ενώπιον του εκδόσαντος την απόφαση αυτή Δικαστηρίου, εναντιώθηκαν στην εξέταση του παραπάνω μάρτυρα. Επομένως ο τέταρτος λόγος της αναίρεσης του αναιρεσείοντος Χ2, εκ του άρθρου 510 & 1 στοιχ. Β' ΚΠΔ, περί απόλυτης, όπως υπολαμβάνει, ορθώς όμως, περί σχετικής, ακυρότητας που προκλήθηκε από την εξέταση του παραπάνω μάρτυρα στο ακροατήριο είναι αβάσιμος και σε κάθε περίπτωση απαράδεκτος. Κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, κατά δε το άρθρο 329 παρ. 1 εδ. α' του Κ.Π.Δ. η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της αποφάσεως γίνεται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις. Η παράβαση των παραπάνω διατάξεων ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο του κυρίου δικογράφου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1 προβάλλεται η αιτίαση ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν απαγγέλθηκε δημόσια αλλά κεκλεισμένων των θυρών. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η τελευταία έχει απαγγελθεί σε δημόσια συνεδρίαση και επομένως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 στοιχ. β' και ζ' του ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 2161/1993, (ήδη 20 & 1, β, ζ Κ.Ν.Ν 3459/2006) τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ' αυτό ποινές, όποιος, αντίστοιχα, διαθέτει ή κατέχει ναρκωτικά. Η κατοχή ναρκωτικών πραγματώνεται, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, με τη φυσική εξουσίασή τους από το δράστη, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξη τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά. Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες τα αποδειχθέντα περιστατικά έχουν υπαχθεί στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόσθηκε. Περαιτέρω εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά στη διάταξη αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 2872/2007 απόφαση του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, με την οποία καταδίκασε τους κατηγορουμένους αναιρεσείοντες, τον μεν πρώτο για κατοχή, τον δε δεύτερο για διάθεση ναρκωτικών ουσιών, διέλαβε στο αιτιολογικό της, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που κατ' είδος μνημονεύει, "αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. Τον Δεκέμβριο του 2004 αστυνομικοί υπάλληλοι του AT. ...., είχαν πληροφορίες ότι οι δύο κατηγ/νοι, κάτοικοι ..... εκ των οποίων ο Χ1 είχε αποφυλακισθεί στις ...., μετά την έκτιση ποινής φυλάκισης 5 ετών, για παραβάσεις του ν. περί ναρκωτικών, (βλ. από ..... αποφυλακιστήριο έγγραφο της Δ. Φ. .... διακινούσαν ναρκωτικά και δη ινδική κάνναβη με σκοπό το κέρδος στην περιοχή ..... και ιδία πέριξ του δημοτικού σχολείου ..... που βρίσκεται πλησίον της οικίας του Α κατ/νου και τους έθεσαν υπό παρακολούθηση. Περαιτέρω στις 21-12-2004, όπως παραστατικά κατέθεσε ο αστυφύλακας Μ1, το εσπέρας είχαν κρυφτεί πίσω από το μανδρότοιχο του άνω σχολείου και περί ώρα 17.30, ενώ ήταν σούρουπο και έβρεχε, είδε καθαρά και αναγνώρισε τον Β κατ/νο, που γνώριζε φυσιογνωμικά από παλιά από το σχολείο, που πήγαιναν μαζί, να έρχεται κρατώντας μία μαύρη σακούλα πλαστική, τύπου σκουπιδιών και να την αφήνει σε μια άκρη κοντά στο μανδρότοιχο του σχολείου, μέσα στο προαύλιο, σε κάτι ξερά χόρτα, που είχαν προέλθει από τον καθαρισμό του προαυλίου. Εκεί, χωρίς να αποκαλυφθεί, αφού διαπίστωσε το περιεχόμενο της σακούλας ότι επρόκειτο για ινδική κάνναβη, δεν την πήρε, ενημέρωσε την υπηρεσία του, ζητώντας ενισχύσεις, κατέφθασε και ο αστυνομικός ..... και παρέμειναν κρυμμένοι, περιμένοντας τον παραλήπτη και περί ώρα 19.15, είδαν τον Α κατ/νο να πηγαίνει κατ' ευθεία στο σημείο που βρισκόταν η άνω σακούλα και όταν τη σήκωσε στα χέρια του και έγινε κάτοχος, βγήκαν, φώναξαν ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ και ο Α κατ/νος άφησε τη σακούλα από τα χέρια του και αμέσως τον συνέλαβαν. Ο ίδιος ο Α κατ/νος παραδέχθηκε στους άνω αστυνομικούς, πράγμα που παραδέχεται και στην απολογία του, ότι τον είχε στείλει ο Β κατ/νος, να του κάνει μία δήθεν εξυπηρέτηση, να πάει να πάρει τη σακούλα από το προαύλιο, που κατάλαβε και εμμέσως πλην σαφώς παραδέχεται ότι γνώριζε ότι περιείχε κάνναβη, ότι επρόκειτο δηλαδή για ναρκωτικά και να του την πάει μετά στο σπίτι του Β κατ/νου, πράγμα βέβαια και κάθε συμμετοχή που αρνείται ο Β κατ/νος, αλλά αστήρικτα. Το κατατεθέν ως δήθεν άλλοθι από το μάρτυρα ....., ιδιοκτήτη καφετέριας στην ...... ότι ο Β κατ/νος ήταν στην καφετέρια και έπαιζε χαρτιά, από την ώρα 17.30 μέχρι αργά το βράδυ, δε γίνεται πιστευτό, διαψεύδεται από την κατηγορηματική και σαφή κατάθεση του άνω αστυνομικού. Η άνω κατασχεθείσα σακούλα, διαπιστώθηκε ότι περιείχε 1701 γραμμάρια ακατέργαστης φυτικής ινδικής κάνναβης, υπαγόμενης στον Πίνακα Α στοιχ.6 του άρθρου 4 παρ.3 ν 1729/1987.(βλ...... έκθεση εξέτασης Χημ. Υπηρ. Χαλκίδας). Έρευνες που έγιναν στις οικίες των κατηγορουμένων ουδέν σχετικό άλλο εύρημα με ναρκωτικά απέδωσαν, η έρευνα στην οικία του Β κατ/νου έγινε την επόμενη 22-12-2004, ώρα 08.55, με την παρουσία Ειρηνοδίκη και του πατέρα του εξαφανισμένου Β κατ/νου, ο οποίος αναζητηθείς το βράδυ και την επόμενη δεν ανευρέθη πουθενά και παρουσιάστηκε αργότερα στον ανακριτή μετά από κλήση, προσωρινά κρατούμενος από 31-1-2005. Επίσης ο ισχυρισμός του Β κατ/νου ότι ο ως άνω αστυνομικός καταθέτει ψέματα, από εμπάθεια σε βάρος του, γιατί είναι πανούργος, από μαθητής ραδιούργος, δεν προσεπιβεβαιώνεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, το δε γεγονός ότι είναι κτηνοτρόφος με ικανή ακίνητη περιουσία και εισοδήματα από εκτροφή αγριογούρουνων, δεν εμποδίζει το να εμπορεύεται και ναρκωτικά, το δε Δικαστήριο, στην παραπάνω κρίση του καταλήγει, στηριζόμενο όχι μόνο στην κατάθεση του συγκατηγορουμένου του, (211Α ΚΠΔ) αλλά και στην άνω σαφή κατάθεση του αστυνομικού Μ1 ο οποίος και δεν προέκυψε ότι έχει κάποια προσωπική ή οικογενειακή αντιδικία με αυτόν, ώστε να τον εκδικηθεί με τον άνω εμπαθή τρόπο. Κατ' ακολουθία των παραπάνω αποδείχθηκε ότι ο μεν Α κατ/νος κατείχε την άνω ποσότητα 1701 γραμμαρίων κάνναβης, την οποία του διέθεσε ο Β κατ/νος, προφανώς για εμπορία, λόγω του μεγέθους της άνω ποσότητας και των ειδικών μέτρων παράδοσης και παραλαβής που είχαν πάρει, ανεξάρτητα του ότι δεν προέκυψε συγκεκριμένη συμφωνία και πληρωμή τιμήματος, λόγος για τον οποίο στον πρώτο βαθμό, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, καταδικάστηκε μόνο για κατοχή ο Α κατ/νος και αθώος αγοράς και ένοχος μόνον για διάθεση και όχι για πώληση ναρκωτικών ο Β κατ/νος. Ο Α κατ/νος είναι ένοχος κατοχής και όχι απόπειρας μεταφοράς ναρκωτικών, όπως αβάσιμα προβάλλει, διότι αποδείχθηκε ότι μετέβη στο προαύλιο του άνω σχολείου, μετά προσυνεννόηση, έπιασε στα χέρια του και σήκωσε από κάτω την εκεί εναποτεθειμένη από το γνωστό του Β κατ/νο πλαστική σακούλα με την κάνναβη που περιείχε, σε γνώσει του περιεχομένου της, ήτοι έγινε κάτοχος και μετά οι αστυνομικοί που παραφύλαγαν του φώναξαν Αστυνομία και αυτός άφησε τη σακούλα και αμέσως τον συνέλαβαν για κατοχή, είναι δε αβάσιμος ο ισχυρισμός του, ότι απλά θα έκανε μία μεταφορά των ναρκωτικών στο σπίτι του Β κατ/νου, για φιλική εξυπηρέτηση και διότι ο Β του χάρισε δήθεν το τίμημα της αγοράς 10 χιλιόγραμμων κρέατος αγριογούρουνου, ποσού 70 ευρώ, που του χρωστούσε". Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση του, την απαιτουμένη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διωκομένων εγκλημάτων, (κατοχής και διάθεσης των ναρκωτικών ουσιών) για τα οποία, αντίστοιχα, καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι και τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, τις οποίες (αποδείξεις) προσδιορίζει και αναφέρει αναλυτικά κατά το είδος τους, καθώς επίσης και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 πα.1, 27 παρ.1, ΠΚ 4&3 Πίνακας Α6, 5&1β, ζ ν 1729/1987 όπως τώρα ισχύει, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε και εκ πλαγίου. Ειδικότερα αιτιολογείται η κατοχή των ναρκωτικών από τον πρώτο και η διάθεση των από το δεύτερο, απορρίπτεται δε ο ισχυρισμός του πρώτου, ότι η πράξη που τέλεσε είναι εκείνη της απόπειρας μεταφοράς και όχι της κατοχής, δοθέντος ότι προσδιορίζονται πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ο τρόπος κατά τον οποίο περιήλθε στη φυσική εξουσίαση του πρώτου κατηγορουμένου αναιρεσείοντος η παραπάνω ποσότητα ναρκωτικών ουσιών και συνεπώς η δυνατότητα να ελέγχει την ύπαρξη τους καl να τα διαθέτει κατά βούληση και τούτο διότι, από της παραδοχές της απόφασης προκύπτει, ότι 1) προηγήθηκε η συμφωνία μεταξύ των κατηγορουμένων με βάση την οποία ο δεύτερος διέθεσε στον πρώτο τα ναρκωτικά αυτά, 2) για την υλοποίηση της συμφωνίας αυτής ο δεύτερος μετέβη στο χώρο που προαναφέρθηκε, άφησε τη σακούλα σε προσδιορισμένο σημείο, με τη θέληση του να αποκτήσει ο πρώτος τη φυσική των εξουσίαση, με αποτέλεσμα μετά την ενέργεια του αυτή να μην τα εξουσιάζει ο ίδιος και 3) ο πρώτος μετέβη στον ίδιο χώρο, πήρε στα χέρια του την ποσότητα των ναρκωτικών και έτσι, με την υλοποίηση της συμφωνίας που προηγήθηκε, απέκτησε τη φυσική εξουσίαση των. Η αιτίαση των αναιρεσειόντων, αναφερομένη στο ότι δεν προκύπτει από την απόφαση ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, αφού γίνεται επιλεκτική αναφορά στις καταθέσεις ορισμένων μαρτύρων και ειδικότερα στην κατάθεση του μάρτυρα, αστυνομικού, Μ1 την οποία και εξαίρει είναι αβάσιμη καl τούτο γιατί, εκ του λόγου ότι εξαίρεται η κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα, δεν έπεται ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και δεν αξιολογήθηκαν οι καταθέσεις των λοιπών εξετασθέντων μαρτύρων (κατηγορίας και υπερασπίσεως) ή τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία, όπως σημειώθηκε, κατ' είδος μνημονεύονται και κανένα απ' αυτά δεν εξαιρέθηκε. Επομένως οι από το άρθρο 510 & 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι (πρώτος στην πρώτη αίτηση, πρώτος και δεύτερος στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων και πρώτος και δεύτερος στη δεύτερη αίτηση) αναίρεσης είναι αβάσιμοι. Αβάσιμος είναι και ο από το άρθρο 510 & 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ (τρίτος στη δεύτερη αίτηση) λόγος αναίρεσης, για απόλυτη ακυρότητα που προκλήθηκε στο ακροατήριο, εκ του ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να προβεί στην καταδίκη του δεύτερου αναιρεσείοντος, έλαβε υπόψη του μόνο την απολογία του συγκατηγορουμένου του και τούτο γιατί, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το δικαστήριο, εκτός από την απολογία αυτή, έλαβε υπόψη του και την κατάθεση του αστυνομικού, που εξετάστηκε στο ακροατήριο, την οποία μάλιστα ειδικώς εξαίρει, διότι σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης ο μάρτυρας αυτός έχει δική του αντίληψη για τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζει την κρίση του. Εξάλλου η αιτίαση του ίδιου αναιρεσείοντος, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο, δίχως να υποβληθεί αυτοτελής ισχυρισμός από αυτόν, ερεύνησε αν συντρέχουν στο πρόσωπο του ελαφρυντικές περιστάσεις, με αποτέλεσμα να προκληθεί ακυρότητα, είναι απαράδεκτη, δοθέντος ότι το δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση ερευνά και αυτεπαγγέλτως τις ελαφρυντικές περιστάσεις και συνεπώς δεν δημιουργείται ακυρότητα και λόγος αναιρέσεως υπέρ του κατηγορουμένου. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις και οι προσθετοί λόγοι και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αριθμ. 10892/10-12-2007 και 1760/25-2-2008 αιτήσεις και τους πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της με αριθμό 2872/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που ασκήθηκαν, αντίστοιχα, από τους Χ1 και Χ2 και
Καταδικάζει καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Ιανουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή