Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 753 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική, Πολιτική αγωγή, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρος. Συκοφαντική δυσφήμηση - έννοια, στοιχεία στοιχειοθέτησης υποκειμενικώς και αντικειμενικώς (ΑΠ 191/2010, ΑΠ 114/2010, ΑΠ 2005/2009, ΑΠ 173/2009). Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη - πότε υπάρχει στην απόφαση. Τι πρέπει να διαλαμβάνει για να είναι πλήρης ως προς ηθικό αυτουργό (ΑΠ 202/2008). Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εκ πλαγίου παράβαση - πότε υπάρχει. (ΑΠ 358/2010, ΑΠ 191/2010, 114/2010, ΑΠ 250/2009). Πολιτική αγωγή - πότε υπάρχει παρά τον νόμο παράσταση που παράγει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατ' άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ. Κατάθεση μάρτυρος σε δίκη ασφαλιστικών μεταξύ του συγκατηγορουμένου αδελφού της και της σε διάσταση τότε συζύγου του - πολιτικώς ενάγουσας. Ψευδή τα περιστατικά που κατέθεσε, όπως προσδιορίζονται στην απόφαση, τα οποία έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη της πολιτικώς ενάγουσας. Αιτιολόγηση της αναληθείας των κατατεθέντων και του αμέσου δόλου ψευδορκίας και συκοφαντικής δυσφημίσεως της μάρτυρος, ως και της ηθικής αυτουργίας. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως και προσθέτων λόγων για παρά τον νόμο παράσταση πολ. ενάγουσας, έλλειψη αιτιολογίας υπέρβαση εξουσίας.




Αριθμός 753/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Κοκκίνη, περί αναιρέσεως της 7261/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9.11.2009 αίτησή τους και στο από 22.1.2010 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1571/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Όπως προκύπτει από το από 22-12-2009 αποδεικτικό επιδόσεως της ..., Επιμελήτριας Δικαστηρίων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η πολιτικώς ενάγουσα Ψ κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί κατά την συζήτηση των από 9-11-2009 αιτήσεων αναιρέσεως που είχε ορισθεί για τις 9-2-2010 (513 παρ. 1 ΚΠΔ). Εφόσον δεν παρέστη κατά την ανωτέρω δικάσιμο η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (515 παρ. 2 ΚΠΔ).
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 68 του ΚΠΔ. Κάθε άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια που αφορά την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, εφόσον οι πλημμέλειες αυτές αφορούν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδάφ. ε' του ΚΠοινΔ, κατά την οποία σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, το κεφάλαιο της αποφάσεως για τις πολιτικές απαιτήσεις εξετάζεται από το εφετείο και εάν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο, κρίνεται δε η πολιτική αγωγή στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Τέτοια πλημμέλεια είναι και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση, κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, όταν ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε ένσταση παραγραφής, αφού η εκ του λόγου τούτου απόσβεση της σχετικής αξίωσης λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό δικαστήριο κατόπιν προβολής της σχετικής ενστάσεως και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. Τούτο δε διότι το ποινικό δικαστήριο ερευνά μεν την ενεργητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, κατά το κεφάλαιο όμως της αποφάσεως με το οποίο επιλαμβάνεται της πολιτικής αγωγής και επιδικάζει αυτήν, ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο και δεν έχει εξουσία αυτεπάγγελτης ενεργείας, αλλά ενεργεί κατ' ένσταση του υποχρέου. Εφόσον όμως, η ένσταση της παραγραφής, διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρθρο 262 παρ.1 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επ' αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητά της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της πολιτικής αγωγής και, συνακόλουθα, τη μη δυνατότητα αυτής να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο, προς ικανοποίηση αξιώσεών της (ΑΠ 832/2008, ΑΠ 232/2008). Η ένσταση αυτή, εφόσον κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο πρωτόδικο δικαστήριο έχει υποκύψει σε παραγραφή η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος, κατά το αστικό δίκαιο (937 ΑΚ), πρέπει να προβάλλεται, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν μπορεί να προβληθεί σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή, στο ακροατήριο, το πρώτον, κατά τη συζήτηση στο εφετείο της υποθέσεως, μέσα στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως που ασκήθηκε, από τον κατηγορούμενο, εφόσον δεν προβλήθηκε με λόγο της εφέσεως αυτού, αφού, κατά το άρθρο 502 παρ.2 ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει επί εκείνων μόνο των μερών της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι εφέσεως (ΑΠ 832/2008, ΑΠ 1240/2007, η οποία έκρινε επί ενστάσεως παραγραφής της αξιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος, που προβλήθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο, απορρίφθηκε και επαναφέρθηκε με λόγο εφέσεως). Στην κρινόμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως των αναιρεσειόντων προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι παρά το νόμο παρέστη η πολιτικώς ενάγουσα, αφού, όπως εκθέτουν στην δήλωση παραστάσεως για χρηματική ικανοποίηση ποσού 44 €, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρος και συκοφαντικής δυσφημίσεως και ηθικής αυτουργίας, που υπέβαλε με την από 9-8-2002 έγκλησή της (83 ΚΠΔ), δεν διευκρίνισε για ποιο από τα δύο αδικήματα δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής, ούτε επισύναψε στην έγκληση το οικείο παράβολο πολιτικής αγωγής, και τέλος, από τον χρόνο που φέρονται τελεσθείσες οι ανωτέρω πράξεις και της γνώσεως αυτού από την πολιτικώς ενάγουσα (21-5-2002), μέχρι την σχετική δήλωσή της στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (10-11-2008) είχε παρέλθει ο χρόνος της 5ετούς παραγραφής της αξιώσεως χρηματικής ικανοποιήσεως, με αποτέλεσμα να υποκύψει σε παραγραφή και να μη νομιμοποιείται ενεργητικώς η πολιτικώς ενάγουσα να παραστεί στην ποινική διαδικασία. Για τα δύο πρώτα τμήματα του ισχυρισμού των αναιρεσειόντων πρέπει να λεχθεί ότι, από την παραδεκτή επισκόπηση της εγκλήσεως, καθίσταται βέβαιο ότι η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής αφορά και τα δύο αδικήματα της αυτουργού και του ηθικού αυτουργού, για τα οποία υποβλήθηκε η έγκληση, τούτο άλλωστε επιβεβαιώθηκε και από την επανάληψη της σχετικής δηλώσεως κατ άρθρο 68 ΚΠΔ, στο ακροατήριο του πρωτόδικου δικαστηρίου (Τριμελές Πλημ/κειο Αθηνών). Περαιτέρω, εφόσον η δήλωση παραστάσεως της πολιτικής αγωγής έγινε με την έγκληση που υποβλήθηκε στις 9-8-2002, δεν υποχρεούταν η πολιτικώς ενάγουσα να καταθέσει και το οικείο παράβολο, διότι η υποχρέωση αυτή, με ποινή απαραδέκτου της πολιτικής αγωγής, επιβλήθηκε το πρώτο με το άρθρο 69 παρ. 2 Ν. 3659/2008 (ΦΕΚ Α'77/7-5-2008), με το οποίο αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 63 ΚΠΔ, όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 34 παρ. 3 Ν. 3346/2005. Για τον ίδιο λόγο δεν καταβλήθηκε παράβολο και κατά την δήλωση της πολιτικώς ενάγουσας στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, αφού η πολιτική αγωγή είχε ασκηθεί κατά την προδικασία και η δήλωση στο ακροατήριο δεν αποτελούσε άσκηση αυτής εκ νέου, αλλά έγινε για να παρασχεθεί το δικαίωμα στην πολιτικώς ενάγουσα παραστάσεως κατά την εκδίκαση της υποθέσεως με την εν λόγω ιδιότητα, που είχε ήδη αποκτήσει και την υποστήριξη των σε βάρος των κατηγορουμένων κατηγοριών, δεδομένου ότι, κατά της δήλωσης παραστάσεως στην προδικασία, δεν προβλήθηκε αντίρρηση από τους κατηγορουμένους (85 ΚΠΔ), ούτε είχε αποβληθεί της ποινικής διαδικασίας αρμοδίως (86, 87 ΚΠΔ), για να υπάρξει ανάγκη ασκήσεως εκ νέου της πολιτικής αγωγής στο δικαστήριο που επρόκειτο να δικάσει τις κατηγορίες (88 παρ. 1 ΚΠΔ). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης αποφάσεως, ούτε ένσταση παραγραφής της αξιώσεως αυτής για καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγου παρόδου 5ετίας από της φερομένης ημερομηνίας τελέσεως των πράξεων υπέβαλαν οι κατηγορούμενοι, ούτε ζήτησαν, εκ του λόγου αυτού, την αποβολή της πολιτικώς ενάγουσας από την ποινική διαδικασία. Ο ισχυρισμός περί αποβολής της πολιτικώς ενάγουσας, για τους ανωτέρω τρεις λόγους, ο οποίος παρατίθεται αυτούσιος στον ανωτέρω λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως των αναιρεσειόντων, προβλήθηκε το πρώτο στο Εφετείο, χωρίς να αποτελεί λόγο της εφέσεως που άσκησαν κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως. Επί του τρίτου τμήματος του ισχυρισμού αυτού πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Η πολιτική αγωγή ασκήθηκε, παραδεκτώς και νομίμως, κατά τα προλεχθέντα, εντός τριμήνου από της φερομένης ημερομηνίας τελέσεως των πράξεων των αναιρεσειόντων, δηλαδή σε χρόνο που η αξίωση δεν είχε υποκύψει σε παραγραφή και όχι όταν έγινε, για τον προαναφερθέντα λόγο, η δήλωση στο ακροατήριο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οπότε είχε παρέλθει 5ετία από τον χρόνο που φέρονται τελεσθείσες και η αξίωση είχε υποκύψει σε παραγραφή. Σε κάθε όμως περίπτωση οι αναιρεσείοντες, όπως λέχθηκε, δεν υπέβαλαν στο πρωτόδικο δικαστήριο ένσταση παραγραφής της αξιώσεως της πολιτικώς ενάγουσας, ούτε ζήτησαν την αποβολή της από την ποινική διαδικασία, ούτε τέλος περιέλαβαν έναν τέτοιο ισχυρισμό στην έκθεση εφέσεως ως λόγο αυτής, πράγμα το οποίο άλλωστε ουδόλως ισχυρίζονται, με αποτέλεσμα, κατά τα ανωτέρω, απαραδέκτως, να έχει υποβληθεί ο σχετικός ισχυρισμός το πρώτο κατά την συζήτηση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.
Συνεπώς, ορθώς, με την προσβαλλομένη απόφαση, απορρίφθηκε στο σύνολό του ο περί αποβολής της πολιτικής αγωγής σχετικός ισχυρισμός των αναιρεσειόντων. Κατ ακολουθία ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Α σε συνδυασμό με 171 παρ. 2 ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 224 παρ. 2 Π.Κ. με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Τα κατατιθέμενα γεγονότα πρέπει να σχετίζονται με την υπόθεση ανεξάρτητα αν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη, αρκεί να μπορούν να επηρεάσουν έστω και σε επουσιώδες σημείο τον δικαστή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, όπως συμβαίνει στις ανωτέρω περιπτώσεις, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του. Ειδικότερα στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τετελεσμένου ή σε απόπειρα, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος απαιτεί στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπως και στην ανωτέρω, ως πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως της πράξεως τον άμεσο δόλο. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του αυτουργού, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου και του ηθικού αυτουργού, ή πράξη ή παράλειψη του τελευταίου, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση τους, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών (ΑΠ 2044/2007). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
ΙV. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, κατά πλειοψηφία, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στους αναιρεσείοντες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρος και συκοφαντικής δυσφημήσεως (πρώτη) και της ηθικής αυτουργίας στις πράξεις αυτές (δεύτερος): "Οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος τους μόνον όμως όσον αφορά τις παρακάτω περικοπές του κατηγορητηρίου που αποδίδονται στην πρώτη κατηγορουμένη ότι κατέθεσε ψευδή γεγονότα ενόρκως, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη κάποιου προσώπου, γνωρίζοντας ότι αυτά ήταν ψευδή και ότι στις πράξεις της αυτές προέβη με την ηθική αυτουργία του δευτέρου κατηγορουμένου. Ειδικότερα αποδείχθηκε, κατά την πλειοψηφία των μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου τούτου: Α) ότι η πρώτη κατηγορουμένη (Χ2) α) κατά την ένορκη εξέτασή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως μάρτυρας κατά την εκδίκαση της από 15.3.2002 αιτήσεως του Χ1, αδελφού της (δευτέρου κατηγορουμένου), κατά της εν διαστάσει συζύγου του Ψ (μηνύτριας) περί ανακλήσεως της υπ' αριθ. 9464/2001 αποφάσεως του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία είχεν ανατεθεί προσωρινά στην τελευταία η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους και της είχεν επιδικασθεί προσωρινή διατροφή συνολικού ύψους 250.000 δρχ. μηνιαίως για την ίδια και για τα ανήλικα τέκνα τους (δύο) κατέθεσε στις 21.5.2002 τα ακόλουθα ψευδή γεγονότα, τελώντας εν γνώσει της αναληθείας των: "...... Ο αδελφός μου έδωσε εντολή για αναβολή της δίκης στον δικηγόρο....... Έκανε πρακτικό συμβιβασμού η γυναίκα του με πλαστογραφία της υπογραφής του αδελφού μου....... Τον ανάγκασε να πουλήσει το σπίτι για να ζήσει........ Πήγε ο πατέρας της συζύγου του αδελφού μου στον Σταθαρά πολλές φοράς......τον πήραν με το μέρος τους. Έγιναν συμφωνίες πίσω από την πλάτη του αδελφού μου......", β) Με την προαναφερόμενη ένορκη κατάθεσή της ισχυρίστηκε ενώπιον του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου του Γραμματέα αυτού και των λοιπών παραγόντων της δίκης (πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων) τα πιο πάνω υπό το στοιχείο Α εκτιθέμενα ψευδή γεγονότα τελώντας εν γνώσει της ότι αυτά ήσαν αναληθή και έτσι έβλαψε την τιμή και την υπόληψη της Ψ. Και Β) Ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος με φορτικές παραινέσεις και προτροπές προς την πρώτη κατηγορουμένη αδελφή του έπεισε αυτήν να διαπράξει τις ως άνω υπό στοιχεία Αα και Αβ αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης. Στην πιο πάνω κρίση κατέληξε η πλειοψηφία των μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου τούτου, στηριζόμενη στην κατάθεση της πολιτικώς εναγούσης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπως είναι διατυπωμένη στα πρακτικά της εκκαλουμένης που αναγνώσθηκαν στο αναγνωσθέν υπ' αριθ. 12313/6.9.2001 πληρεξούσιο του δευτέρου κατηγορουμένου προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο τον Γεώργιο Σταθαρά, το οποίο συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Ελευσίνας από την ανάγνωση του οποίου δεν προκύπτει ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος έδωσε εντολή αναβολής της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 9464/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, όπως αντιθέτως κατέθεσεν η πρώτη κατηγορουμένη κατά τα ανωτέρω. Σημειώνεται ότι με το ως άνω πληρεξούσιο ο δεύτερος κατηγορούμενος δήλωση ότι για όλες του τις υποθέσεις, δίκες και διαφορές, τωρινές και μελλοντικές οποιουδήποτε αντικειμένου, διορίζει γενικό και ειδικό πληρεξούσιο και αντίκλητό του τον Δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Σταθαρά, στον οποίο έδωσε την εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα, εκτός άλλων, να παρίσταται και αντιπροσωπεύει αυτόν σε όλα γενικώς τα Ελληνικά Δικαστήρια και, εκτός άλλων, να κοινοποιεί, υπογράφει και καταθέτει κάθε είδους δικόγραφα και έγγραφα και εισαγωγικά της δίκης έγγραφα και να κάνει κάθε είδους δηλώσεις και αιτήσεις. Περαιτέρω, στηρίχθηκε στο υπ' αριθ. 5218/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που κατέστη αμετάκλητο, όπως προκύπτει από το υπ' αριθ. 4881/15.11.2007 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Αρείου Πάγου, καθόσον με το εν λόγω βούλευμα αποφασίστηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του Γεωργίου Σταθαρά και της Ψ, συζύγου του δευτέρου κατηγορουμένου, για απιστία του πρώτου και πλαστογραφία μετά χρήσεως και κατά των δύο για απάτη στο Δικαστήριο από κοινού, πράξεις που φέρονται ότι τελέστηκαν στην Αθήνα, στις 6.9.2001 η πρώτη και η δεύτερη και στις 17.9.2001 η τρίτη, καθόσον το πρακτικό συμβιβασμού, που κατατέθηκε στη δίκη της 17.9.2001 επί της οποίας εκδόθηκε η 9464/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δεν το έκανε η εγκαλούσα με πλαστογράφηση της υπογραφής του συζύγου της, όπως ψευδώς κατέθεσε κατά τα ανωτέρω η πρώτη κατηγορουμένη, αλλά ο δικηγόρος Γεώργιος Σταθαράς στα πλαίσια της πληρεξουσιότητας που είχε, δυνάμει του ως άνω πληρεξουσίου, γεγονός που δέχεται και το παραπάνω αμετάκλητο βούλευμα. Σημειώνεται ακόμη, ότι με την 5350/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε η αίτηση του δευτέρου κατηγορουμένου για ανάκληση της 9464/2001 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ακόμη, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η σύζυγος του δευτέρου κατηγορουμένου ανάγκασε αυτόν να πουλήσει το σπίτι του για να ζήσει, όπως κατά τα παραπάνω ψευδώς κατέθεσεν η πρώτη κατηγορουμένη, καθόσον ο κατηγορούμενος το 2001 και 2002 είχεν υψηλές αποδοχές ως εργαζόμενος στην ... και επιπλέον η μεταβίβαση του σπιτιού του στην ..., που έλαβε χώρα μετά τον χωρισμό του με την σύζυγό του, έγινε προς την φίλη του ... από την οποία και το αγόρασε αργότερα και πάλι, όπως ο ίδιος κατέθεσεν απολογούμενος, χωρίς να προκύπτει κάποια ανάγκη πώλησης της οικίας του. "Τέλος, από κανένα στοιχείο της αποδεικτικής διαδικασίας δεν προέκυψε ότι η σύζυγος του δευτέρου κατηγορουμένου και ο πατέρας της πήραν με το μέρος τους τον δικηγόρο του αδελφού της Σταθαρά Γεώργιο και ότι έγιναν συμφωνίες πίσω από την πλάτη του αδελφού της, όπως κατέθεσε ψευδώς, κατά τα ανωτέρω, η πρώτη κατηγορουμένη. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί ελλείψεως δόλου της πρώτης κατηγορουμένης για την τέλεση των παραπάνω πράξεων που αποδείχθηκε ότι τέλεσε και περί μη θεμελιώσεως και της ηθικής αυτουργίας σε αυτές όσον αφορά τον δεύτερο κατηγορούμενο και να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι για τις ως άνω πράξεις κατά την γνώμη της πλειοψηφίας των μελών της συνθέσεως κατά ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους των ανωτέρω πράξεων και τους επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 224 παρ. 2 και 362, 363 και 27 παρ. 2 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των πράξεων για τις οποίες κήρυξε ένοχους του αναιρεσείοντες. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχθηκε ότι τα αναφερόμενα τμήματα της ένορκης καταθέσεως της αναιρεσείουσας για τα οποία, εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα, που επίσης αναφέρει, κατέληξε, κατά πλειοψηφία, σε καταδικαστική κρίση, τυγχάνουν ψευδή και μάλιστα παραθέτει τα συγκεκριμένα έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται το ψευδές, είναι δε αδιάφορο, για την στοιχειοθέτηση αντικειμενικώς των πράξεων, ότι ορισμένα από αυτά, όπως το αμετάκλητο 5218/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο πλήρως αναλύεται και συνδέεται με τις κατηγορίες που βάρυναν τους κατηγορουμένους στο σκεπτικό της προσβαλλομένης, είναι μεταγενέστερο της καταθέσεως της αναιρεσείουσας, διότι η αναφορά σ αυτό γίνεται προς αιτιολόγηση αντικειμενικώς των πράξεων αυτών, όπως τα αντικειμενικά τους στοιχεία αναλύονται ανωτέρω και δεν έχει σχέση με την αιτιολόγηση του υποκειμενικού στοιχείου της γνώσεως του ψευδούς της αναιρεσείουσας, η συνδρομή του οποίου θα ερευνηθεί κατά τον χρόνο της καταθέσεως. Επίσης αιτιολογείται πλήρως το ψευδές της καταθέσεως και αντίστοιχα του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι η πολιτικώς ενάγουσα τον ανάγκασε να πουλήσει το σπίτι του για να ζήσει. Περαιτέρω με το αναφερόμενο στο σκεπτικό και αναγνωσθέν 12313/2001 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, το ουσιώδες περιεχόμενο του οποίου παρατίθεται, το Εφετείο αιτιολογεί την κρίση του ψευδούς της καταθέσεως και αντίστοιχα του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι η εντολή που δόθηκε από τον αδελφό της αναιρεσείοντα προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γ. Σταθαρά, κατηγορούμενο για απιστία, πλαστογραφία μετά χρήσεως και απάτη στο δικαστήριο, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε το ανωτέρω αμετάκλητο βούλευμα, με το οποίο αποφάνθηκε το Δικαστικό Συμβούλιο να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του, αλλά και σε βάρος της συγκατηγορουμένης του πολιτικώς ενάγουσας, ελλείψει σοβαρών ενδείξεων ενοχής, ήταν μόνο για αναβολή της δίκης. Με το ίδιο πληρεξούσιο, του ουσιώδους περιεχομένου του οποίου, ως προς τις δοθείσες δι αυτού παρατιθέμενες στο σκεπτικό εντολές προς τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του από τον συγκατηγορούμενό αδελφό της, σαφώς προκύπτει, από τις παραδοχές της προσβαλλομένης, ότι τελούσε σε γνώση η αναιρεσείουσα, λόγω του αναφερόμενου στενού συγγενικού δεσμού τους, αιτιολογείται πλήρως η γνώση της τελευταίας περί του ψευδούς της καταθέσεως και αντίστοιχα του ισχυρισμού της ως προς το τμήμα αυτό, μετά του οποίου συνδέονται άρρηκτα και τα υπόλοιπα τμήματα και δη της πλαστογραφήσεως της υπογραφής του αδελφού της, του προσεταιρισμού από την πολιτικώς ενάγουσα και τον πατέρα της του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου του Σταθαρά και της καταρτίσεως συμφωνιών πίσω από την πλάτη του αδελφού της. Αιτιολογείται συνεπώς πλήρως και το υποκειμενικό στοιχείο της γνώσεως της αναιρεσείουσας περί του ψευδούς των εν λόγω τμημάτων της καταθέσεως της και αντίστοιχα των ισχυρισμών της, των οποίων, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, έλαβαν γνώση τα αναφερόμενα πρόσωπα και οι οποίοι ήσαν ικανοί να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη της πολιτικώς ενάγουσας, σε τρόπο ώστε να περιέχει η προσβαλλομένη πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της κρίσης της περί στοιχειοθετήσεως υποκειμενικά και αντικειμενικά των πράξεων που της αποδόθηκαν και κηρύχθηκε ένοχη. Περαιτέρω, ως προς τον αναιρεσείοντα ηθικό αυτουργό, η απόφαση περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρεται η στενή συγγενική σχέση που τον συνέδεε με την αυτουργό, εξαιτίας της οποίας και με τον τρόπο που αναφέρεται την έπεισε να προβεί στην με το ανωτέρω περιεχόμενο ψευδή κατάθεσή της, με την οποία προβλήθηκαν ταυτόχρονα οι αντίστοιχοι ψευδείς ισχυρισμοί, που μπορούσαν να προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη της πολιτικώς ενάγουσας, των οποίων και έλαβαν γνώση τα αναφερόμενα πρόσωπα. Όσον αφορά την αιτιολόγηση του υποκειμενικού στοιχείου δεν χρειαζόταν, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν ανωτέρω, να αναφέρονται πέραν των προαναφερθέντων και άλλα πραγματικά περιστατικά, αφού αυτός ήταν εκείνος που με το ανωτέρω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο παρέσχε την με το προαναφερθέν περιεχόμενο εντολή προς τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του, οπότε η γνώση του ψεύδους, κατά το σημείο αυτό της καταθέσεως της αδελφής του, αλλά και των συνδεομένων με αυτό λοιπών ως άνω τμημάτων της, είναι αυταπόδεικτη και δεν χρειαζόταν, κατά τα προλεχθέντα, περαιτέρω αιτιολόγηση.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου και οι από την ίδια διάταξη του άρθρου 510 αλλά και εκείνη της παραγ. 1 Ε αυτού υπό στοιχεία

ΙΙΙ,
ΙΙ
ΙΙ και V λόγοι του δικογράφου των προσθέτων λόγων, τυγχάνουν αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες. Τέλος αβάσιμοι είναι και οι υπό στοιχεία Ι και
ΙΙ από το άρθρο 510 παρ. 1 Α σε συνδυασμό με 171 παρ. 1 δ και Η, ως και Δ ΚΠΔ λόγοι του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη, διότι, το μεν μετέβαλε τους μάρτυρες υπερασπίσεως σε κατηγορίας και έτσι τους αποστέρησε της ασκήσεως του υπερασπιστικού δικαιώματός τους, το δε δεν έλαβε υπόψη ούτε εκτίμησε τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως τους. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της αναιρεσιβαλλομένης, αλλά και της 72534/2008 αποφάσεως του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πρωτοδίκως εξετάσθηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας, η πολιτικώς ενάγουσα και ο πατέρας της και μετά την ανάγνωση των εγγράφων, δύο μάρτυρες. Τους δύο αυτούς τελευταίους μάρτυρες κλήτευσε ο Εισαγγελέας στο Εφετείο, όπως βέβαια και την πολιτικώς ενάγουσα και τον πατέρα της, οι οποίοι και ήσαν απόντες, μάλιστα η πρώτη υπέβαλε αίτημα αναβολής κατ άρθρο 349 ΚΠΔ και μετά την απόρριψή του εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της. Στο ακροατήριο του Εφετείου εξετάσθηκαν οι δύο μάρτυρες που ήσαν παρόντες και οι οποίοι χαρακτηρίσθηκαν ''ως κατηγορίας'' και ευλόγως, αφού τους είχε κλητεύσει ο Εισαγγελέας και αναφέρονταν στο κατάλογο, που, μετά την ανάπτυξη των εκθέσεων εφέσεως και την πρότασή του να γίνουν τυπικά δεκτές, παρέδωσε στο δικαστήριο, είχαν δε κλητευθεί για να υποστηρίξουν την κατηγορία (βλ. σελ. 9 προσβαλλομένης). Αβάσιμα δε υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες ότι το Εφετείο μετέβαλε τους μάρτυρες υπερασπίσεως τους σε μάρτυρες κατηγορίας. Περαιτέρω ορθώς το Δικαστήριο, στην αρχή του σκεπτικού, όπου παραθέτει τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, αναφέρει και τις ένορκες στο ακροατήριο καταθέσεις των εν λόγω εξετασθέντων μαρτύρων, ως ''μαρτύρων κατηγορίας'' και όχι υπερασπίσεως, αφού ως τέτοιοι εξετάσθηκαν, ενόρκως, κατά την αποδεικτική διαδικασία και τις καταθέσεις τους έλαβε υπόψη και εκτίμησε, χωρίς να καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία περί τούτου, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, είναι δε αδιάφορο αν αυτοί τελικά κατέθεσαν υπέρ των τελευταίων, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και εκτίμησε τις καταθέσεις τους, μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων που μνημονεύει και έτσι δεν αποστερήθηκαν οι αναιρεσείοντες του αποδεικτικού αυτού μέσου, ούτε της ασκήσεως του δικαιώματος υπερασπίσεως τους.
Συνεπώς οι ανωτέρω λόγοι του δικογράφου των προσθέτων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση, κατά το κύριο δικόγραφο και εκείνο των προσθέτων λόγων πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την 429/9-11-2009 αίτηση και τους από 22-1-2010 πρόσθετους λόγους αυτής των 1. Χ2 και 2. Χ1, για αναίρεση της με αριθμ. 7261/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή